Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Θ. Μικρούτσικος: Πώς η ανάγκη γίνεται Ιστορία

Το χαρα­κτη­ρι­στι­κό μου, για το οποίο χαί­ρο­μαι πάρα πολύ είναι ότι τα έργα μου αντα­να­κλούν τη δρα­μα­τι­κή συγκυ­ρία της επο­χής, τονί­ζει ο Θάνος Μικρού­τσι­κος σε συνέ­ντευ­ξή του στο Αθη­ναϊ­κό-Μακε­δο­νι­κό Πρα­κτο­ρείο Ειδή­σε­ων με αφορ­μή τις τρεις συναυ­λί­ες που θα δώσει στο πλαί­σιο του εορ­τα­σμού των 100 χρό­νων από την ίδρυ­ση του ΚΚΕ, στην Αθή­να στις 11 Μαρ­τί­ου, στην Πάτρα στις 23 Μαρ­τί­ου και στη Θεσ­σα­λο­νί­κη την 1η Απριλίου.

Με λογι­σμό και μ’ όνει­ρο, στη συνέ­ντευ­ξή του ο κ. Μικρού­τσι­κος μιλά για όλα εκεί­να που δια­μόρ­φω­σαν τη μου­σι­κή του δημιουρ­γία, εντός της γενι­κής πορεί­ας της ελλη­νι­κής μου­σι­κής, της οποί­ας σκια­γρα­φεί τα τελευ­ταία 80 χρό­νια με ανα­φο­ρές σε επο­χές, δημιουρ­γούς-σταθ­μούς και έργα που διεύ­ρυ­ναν τα όριά της.

Ο Θάνος Μικρού­τσι­κος ιχνη­λα­τεί και εντο­πί­ζει σε πλευ­ρές της κοι­νω­νι­κής εμπει­ρί­ας τις κινη­τή­ριες δυνά­μεις αλλά και τις αιτί­ες για σει­ρά ζητη­μά­των που αφο­ρούν από τη γέν­νη­ση μιας μου­σι­κής φόρ­μας έως την κατάρ­ρευ­ση της δισκογραφίας.

Και πάντα εξα­κο­λου­θεί να δημιουρ­γεί, γρά­φο­ντας, διευ­θύ­νο­ντας και μιλώ­ντας γι’ αυτά που «τον καί­νε», αφο­μοιώ­νο­ντας δημιουρ­γι­κά με σεβα­σμό αυτό που του παρα­δό­θη­κε, έτσι ώστε στο έδα­φος του σύγ­χρο­νου έργου να έχουν απο­τε­θεί οι σπό­ροι του μέλλοντος.

Ακο­λου­θεί η συνέ­ντευ­ξη του Θάνου Μικρού­τσι­κου στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και τον Γιώρ­γο Μηλιώνη:

Έχε­τε πει ότι όλη σας η ζωή είναι η μου­σι­κή. Ποιά ήταν εκεί­να τα στοι­χεία που δια­μόρ­φω­σαν τη μου­σι­κή σας, δηλα­δή ποιά ήταν αυτά που αφο­μοιώ­σα­τε και υπερβήκατε;

Είναι αλή­θεια για­τί με τη μου­σι­κή ήλθα σε επα­φή από τεσ­σά­ρων χρό­νων, λόγω οικο­γε­νεια­κού περι­βάλ­λο­ντος, λόγω του ότι η θεία, Ηλέ­κτρα Παπα­μι­κρο­πού­λου ήταν καθη­γή­τρια πιά­νου και η αδελ­φή της, Αντι­γό­νη Παπα­μι­κρο­πού­λου, ήταν η πρώ­τη εγγε­γραμ­μέ­νη Ελλη­νί­δα συν­θέ­της και από εκεί και πέρα ξεκί­νη­σα πιά­νο, τεσ­σά­ρων-πέντε χρό­νων και ήμουν προ του πτυ­χί­ου στα έντε­κα-δώδε­κα. Συνε­πώς αλη­θεύ­ει ότι όλη μου η ζωή ήταν η μουσική.

Τι ήταν αυτό που τη δια­μόρ­φω­σε; Νομί­ζω ότι ήταν τέσ­σε­ρεις παρά­γο­ντες: Ο πρώ­τος είναι ότι μπή­κα με τα μπού­νια στην κλασ­σι­κή μου­σι­κή, δηλα­δή Μπαχ, Μπε­τό­βεν, Χάυ­δν, Μότσαρτ, Ντε­μπυσ­σύ, από τεσ­σά­ρων χρό­νων, και είχα αρχί­σει να τους περιέ­χω μέχρι τα δώδε­κά μου. Δηλα­δή έδι­να συναυ­λί­ες στο πλαί­σιο του ωδεί­ου, αλλά και λίγο παρα­πέ­ρα, με έργα που συμπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται και σε προ­γράμ­μα­τα επαγ­γελ­μα­τι­κών συναυ­λιών, — Σονά­τες του Μπε­τό­βεν κλπ.

Επί­σης, το δεύ­τε­ρο, είχε αρχί­σει να υπάρ­χει η έννοια του αυτο­σχε­δια­σμού, για­τί στα επτά-οκτώ, θυμά­μαι, κλει­νό­μουν στο σαλό­νι του σπι­τιού, ξεκί­να­γα με μια Σονά­τα του Μπε­τό­βεν και μετά έφευ­γα προς άλλες κατευ­θύν­σεις, αυτο­σχε­διά­ζο­ντας για ώρες και αυτό το στοι­χείο είναι ένα στοι­χείο της προ­σω­πι­κό­τη­τάς μου και τώρα.

Το τρί­το, είναι ότι ζού­σα σε ένα περι­βάλ­λον πολύ προ­ο­δευ­τι­κό για την επο­χή, αστι­κό και ταυ­το­χρό­νως αρι­στε­ρό. Ήταν αστι­κή οικο­γέ­νεια, ο πατέ­ρας μου λίγο πριν τον πόλε­μο είχε τελειώ­σει το Πανε­πι­στή­μιο και κατέ­βη­κε με εντε­λώς αρι­στε­ρές από­ψεις, ήταν το «μαύ­ρο πρό­βα­το» της ευρύ­τε­ρης οικο­γέ­νειας και από αυτόν κέρ­δι­σα πράγ­μα­τα πολ­λά και ως προς αυτό καθε­αυ­τό το πολι­τι­κό θέμα, το ιδε­ο­λο­γι­κό, αλλά ταυ­τό­χρο­να μου έμα­θε ποί­η­ση, μου έμα­θε να μου αρέ­σει η ποί­η­ση. Ταυ­τό­χρο­να όμως δεν ήμουν το «παι­δί-φυτό» με τα γυα­λά­κια, με την έννοια ότι ήμουν πολύ καλός μαθη­τής αλλά ήμουν και αθλη­τι­κός τύπος, πήγαι­να σε πάρ­τυ της επο­χής, μιλάω για δώδε­κα, δεκα­τριών, δεκα­τεσ­σά­ρων χρό­νων, ήμουν ανοι­χτό παι­δί στην κοι­νω­νία και έτσι ήλθα σε επα­φή με το τρα­γού­δι. Το τρα­γού­δι, δηλα­δή, τότε του Χατζη­δά­κι, του Θεο­δω­ρά­κη αλλά και το ελα­φρό τρα­γού­δι τής επο­χής, για­τί ναι μεν ιδε­ο­λο­γι­κά το ελα­φρό τρα­γού­δι της επο­χής ήταν προ­βλη­μα­τι­κό, αλλά οι συν­θέ­τες που το έγρα­φαν ήταν μάστο­ρες, δεν είναι όπως σήμε­ρα, τυποποιημένοι.

Και το τέταρ­το ήταν, όταν μπή­κα στο Πανε­πι­στή­μιο και ξεκί­νη­σα μαθή­μα­τα θεω­ρί­ας της Μου­σι­κής, εννοώ δηλα­δή φού­γκα, αντί­στι­ξη και κυρί­ως μου­σι­κή του 20ου αιώ­να, τη σύγ­χρο­νη μου­σι­κή, και μπή­κε και το στοι­χεία του πει­ρα­μα­τι­σμού στη ζωή μου.

 Άρα αυτά τα τέσ­σε­ρα στοι­χεία δια­μόρ­φω­σαν τη μου­σι­κή μου προσωπικότητα.

Είπα­τε για το ελα­φρό τρα­γού­δι και ήθε­λα να σας ρωτή­σω: Υπάρ­χουν ακό­μα αθη­σαύ­ρι­στες περιο­χές στο ελλη­νι­κό τρα­γού­δι, αλλά όχι με την έννοια της λατρεί­ας του «παλιού» ή της καθο­λι­κής «αγιο­ποί­η­σής» του;

Νομί­ζω ότι τα είδα­με όλα. Το δημο­τι­κό, το λαϊ­κό και το ρεμπέ­τι­κο κρύ­βουν ακό­μα θησαυ­ρούς, αλλά εν πάση περι­πτώ­σει κάνα­με μια περι­διά­βα­ση μεγά­λη. Το ελα­φρό τρα­γού­δι, νομί­ζω ότι και αυτό το είδα­με στις καλύ­τε­ρες εκδο­χές του, δεν το ξεκα­θα­ρί­σα­με, ίσως, τα τελευ­ταία είκο­σι-τριά­ντα χρό­νια ότι έπαι­ξε ένα ρόλο υπέρ της δια­τή­ρη­σης του συστή­μα­τος, μιλάω ιδε­ο­λο­γι­κο­αι­σθη­τι­κά τώρα. Δεν είμαι υπέρ του ελα­φρού τρα­γου­διού οποιασ­δή­πο­τε επο­χής για­τί αυτό μας κάνει να ξεχνά­με, ενώ το τρα­γού­δι, πρέ­πει να μας κάνει σε αυτή τη βάρ­βα­ρη επο­χή και στον καπι­τα­λι­σμό που ζού­με να θυμό­μα­στε. Δηλα­δή, δεν γίνε­ται η μισή Ελλά­δα να ήταν εξο­ρί­ες και εκτός Ελλά­δος και να έγρα­φε ο Σακελ­λά­ριος «βρε πως μπα­τι­ρί­σα­με που σαρα­ντα­ρί­σα­με», είναι απί­στευ­το αυτό το γεγονός.

Άλλο τώρα αν ο στι­χουρ­γός και κυρί­ως ο συν­θέ­της ήταν μάστο­ρας. Αυτό είπα εγώ.

    Έχου­με κατα­γε­γραμ­μέ­νους πάνω από πενή­ντα δίσκους δικούς σας με την έννοια του ολο­κλη­ρω­μέ­νου έργου που υπερ­βαί­νει το άθροι­σμα, ας το πού­με έτσι, στί­χου-μου­σι­κής και ταυ­τό­χρο­να γρά­φε­τε γι’ αυτά που σας «καί­νε». Πάντα πολι­τι­κό τρα­γού­δι με την έννοια της δια­μόρ­φω­σης μιας στά­σης ζωής. Ποιά είναι η φωτιά που σας καί­ει από το 1975 ‑με την πρώ­τη εμφά­νι­ση- ως σήμερα;

Η πρώ­τη εμφά­νι­ση ήταν το ’67 και ο πρώ­τος μικρός δίσκος έγι­νε το ’70. Διορ­θώ­νω, λίγο τη χρο­νο­λο­γία, το 1975 ήταν ο πρώ­τος μεγά­λος μου δίσκος για­τί γενι­κά είχαν απα­γο­ρευ­θεί και τα δικά μου τρα­γού­δια επί δικτα­το­ρί­ας για να βγουν.

Αυτό που πολύ σωστά είπα­τε, έχω πει εγώ και το επα­να­λά­βα­τε, ότι «γρά­φω γι’ αυτό που με καί­ει» είναι η παραί­νε­ση του δασκά­λου μου, Γιάν­νη Ρίτσου, τον οποίο συνα­ντού­σα πολύ συχνά μετα­ξύ ’72-’73 και ’76, δηλα­δή στα τελευ­ταία δύο χρό­νια της δικτα­το­ρί­ας και στα πρώ­τα χρό­νια της μετα­πο­λί­τευ­σης, είχα μια επα­φή εβδο­μα­διαία μαζί του, γι’ αυτό τον θεω­ρώ δάσκα­λό μου για­τί εκτός όλων των άλλων, μου είπε ότι «πρέ­πει να γρά­φεις γι’ αυτό που σε καί­ει». Το να στο λέει μεσού­σης της δικτα­το­ρί­ας ως εξής έχει σημα­σία. «Είτε αυτό είναι η βία του φασι­σμού, είτε αυτό είναι ότι είσαι μελαγ­χο­λι­κός για­τί σε άφη­σε η κοπέ­λα σου, είτε για­τί σου δημιουρ­γή­θη­καν κάποια πολύ ωραία συναι­σθή­μα­τα εντός σου από ένα περί­πα­το στο δάσος», ήταν πολύ ανοι­χτός ο Ρίτσος.

Αυτό κρά­τη­σα: Ό,τι με καί­ει κάθε στιγμή.

«Αλλά πρό­σε­χε» μου έλε­γε. «Το θέμα δεν είναι αυτό και το θέμα δεν κάνει το έργο. Το έργο το κάνει ο τρό­πος που το φτιά­χνεις, δηλα­δή το περιε­χό­με­νο εμφα­νί­ζε­ται μέσα από τη φόρ­μα και η φόρ­μα σου πρέ­πει να σέβε­ται μεν αυτό που της παρα­δό­θη­κε, αλλά να είναι σύγ­χρο­νη και να περιέ­χει σπέρ­μα­τα του μέλλοντος».

Με την ευκαι­ρία να σας πω, για­τί ασχο­λή­θη­κα πολύ με την «Καντά­τα για την Μακρό­νη­σο», λόγω της επι­κεί­με­νης συναυ­λί­ας. Είδα ότι η «Καντά­τα για την Μακρό­νη­σο» έχει μεν ένα θέμα συγκε­κρι­μέ­νο και μπο­ρεί κάποιοι να αγά­πη­σαν το έργο λόγω του θέμα­τος, η αξία όμως του έργου βρί­σκε­ται στο πώς δια­χει­ρί­ζο­μαι μου­σι­κά αυτό το θέμα. Κι αν ακού­σε­τε κομ­μά­τια τού σήμε­ρα, θα αντι­λη­φθεί­τε ότι είναι μια αντι­με­τώ­πι­ση η οποία όχι αντέ­χει σήμε­ρα, όχι αντέ­χει για­τί αρκε­τά τρα­γού­δια του παρελ­θό­ντος αντέ­χουν, δεν μιλώ γι’ αυτό, μιλώ για την όλη μου­σι­κή δια­χεί­ρι­ση. Είναι ένα πράγ­μα που σήμε­ρα δεν γρά­φε­ται για­τί θεω­ρεί­ται πολύ προ­χω­ρη­μέ­νο ενδεχομένως.

Δηλα­δή ακο­λού­θη­σα την παραί­νε­ση του Ρίτσου εκα­τό τοις εκα­τό και ως προς το σκέ­λος να γρά­φω τι με καί­ει και ως προς το σκέ­λος που αφο­ρά τη φόρμα.

Τώρα τι «με έκα­ψε»; Όλα αυτά, για­τί υπάρ­χει η ψυχή μου και στα πολι­τι­κά τρα­γού­δια που ήταν έντο­να κυρί­ως τη δεκα­ε­τία του ’70, αλλά πολι­τι­κό τρα­γού­δι γρά­φω μέχρι σήμε­ρα, απλώς τότε πέσα­νε εκδο­μέ­να πολ­λά μαζί: Πολι­τι­κά Τρα­γού­δια, Καντά­τα για τη Μακρό­νη­σο, Μαγια­κόφ­σκι, Φου­έ­ντε Οβε­χού­να που ήταν από θεα­τρι­κή δου­λειά, αλλά έχει τέτοια στοι­χεία, Μου­σι­κή Πρά­ξη στο Μπρεχτ κλπ.

Ο Καβ­βα­δί­ας όμως ήταν ένα ταξί­δι, ένα ταξί­δι στο άπει­ρο. Κι ο Καβ­βα­δί­ας, με προσ­διό­ρι­σε σε πολύ μεγά­λο βαθ­μό και με καθό­ρι­σε. Αυτό ήταν άλλη κατεύ­θυν­ση, όπως επί­σης και κάποια ερω­τι­κά μου κομ­μά­τια για τα οποία, όμως, θέλω να πω ότι δεν είναι απο­κομ­μέ­να από την επο­χή που γρά­φο­νται και επο­μέ­νως το χαρα­κτη­ρι­στι­κό μου, για το οποίο χαί­ρο­μαι πάρα πολύ εκ των υστέ­ρων, είναι ότι αντα­να­κλούν τη δρα­μα­τι­κή συγκυ­ρία της επο­χής. Δηλα­δή το «Θέα­τρο Σκιών» που λέει η Αλε­ξί­ου είναι η δρα­μα­τι­κή συγκυ­ρία της επο­χής και ευτυ­χώς που μελο­ποί­η­σα ποι­η­τές ή συνερ­γά­στη­κα με στι­χουρ­γούς που ήταν πολύ μεγά­λα πρό­σω­πα στο τρα­γού­δι: Και ο Αλκαί­ος, και ο Ελευ­θε­ρί­ου και ο Τρι­πο­λί­της και η Νικο­λα­κο­πού­λου και τελευ­ταί­ος, με την έννοια πιο νέος, ο Οδυσ­σέ­ας Ιωάννου.

   Είναι αυτή η «κόκ­κι­νη γραμ­μή» που ξεκι­νά από τον Χικ­μέτ, το 1975 και πάμε στον Ρεμπώ, χρό­νια μετά, είναι η επο­χή και οι ανα­ζη­τή­σεις της.

Βεβαί­ως.

Μιλώ­ντας για την «Καντά­τα για την Μακρό­νη­σο» είχα­τε πει σε πρό­σφα­τη συνέ­ντευ­ξή σας με αφορ­μή τις επι­κεί­με­νες συναυ­λί­ες, ότι εναλ­λάσ­σο­νται τα σύγ­χρο­να ατο­νι­κά μέρη με κάποιο τρα­γού­δι. Ατο­νι­κά μέρη χρη­σι­μο­ποιεί­τε και στην «Μου­σι­κή Πρά­ξη στον Μπρέχτ».

Βέβαια εκεί δεν είναι τόσο φανε­ρά, δεδο­μέ­νου ότι είναι πιά­νο και δύο κλα­ρι­νέ­τα, ενώ στην περί­πτω­ση της «Καντά­τας για την Μακρό­νη­σο» είναι πολύ μεγα­λύ­τε­ρη ορχήστρα.

Επει­δή μιλά­με και για τη μου­σι­κή, ποιά ήταν η ανά­γκη που γέν­νη­σε την ατο­νι­κή μου­σι­κή; Και επει­δή, συγκι­νεί πολύ, πως θα ήταν η μου­σι­κή σήμε­ρα αν ζού­σε περισ­σό­τε­ρο ο Νίκος Σκαλκώτας;

Η ίδια. Άλλω­στε ο Σκαλ­κώ­τας όσο ζού­σε δεν επέ­δρα­σε δυστυχώς.

Σε ό,τι αφο­ρά την ατο­νι­κή μου­σι­κή: Η φόρ­μα στη μου­σι­κή είναι κοι­νω­νι­κή εμπει­ρία η οποία κατα­δει­κνύ­ει μια συγκε­κρι­μέ­νη επο­χή. Δεν είναι το «έτσι γου­στά­ρω» του ιδιο­φυούς συν­θέ­τη, απλώς στον ιδιο­φυή φαί­νε­ται εντο­νό­τε­ρα. Δηλα­δή, αν πάρου­με την περί­ο­δο του Μπαχ για 70–80 χρό­νια, ίσως και λίγο πριν και λίγο μετά, θα δού­με μια φόρ­μα η οποία δεν έχει σχέ­ση με το πριν, μάλ­λον έχει σχέ­ση αλλά πάει αλλού. Όταν μετά, έρχο­νται οι Μότσαρτ, Χάϋ­δν, Μπε­τό­βεν, η από­στα­σή τους από τον Μπαχ ‑ίσως ο πλέ­ον ιδιο­φυ­ής συν­θέ­της που έβγα­λε ποτέ η λεγό­με­νη «Δύση»-, τα πράγ­μα­τα είναι πολύ δια­φο­ρε­τι­κά, άρα η κάθε επο­χή πρέ­πει να βρει τη φόρ­μα για­τί η φόρ­μα είναι κοι­νω­νι­κή εμπει­ρία απο­κρυ­σταλ­λω­μέ­νη, άρα αφο­ρά μια συγκε­κρι­μέ­νη επο­χή, προ­σέξ­τε, που δεν αλλά­ζει. Τα χρό­νια εκεί­να, η κοι­νω­νία δεν άλλα­ζε μέσα σε εκα­τό χρό­νια. Στον 20ο αιώ­να η κοι­νω­νία άλλα­ξε αρκε­τές φορές, όχι μόνο λόγω της Επα­νά­στα­σης του Οκτώ­βρη 1917, αλλά και στις ίδιες τις κοι­νω­νί­ες με καπι­τα­λι­σμό άλλα­ξαν πράγ­μα­τα. Άρα η φόρ­μα άλλα­ζε γρη­γο­ρό­τε­ρα διό­τι ήταν κοι­νω­νι­κή εμπει­ρία αποκρυσταλλωμένη.

Μετά τον Β’ Παγκό­σμιο Πόλε­μο έγι­ναν φοβε­ρές ανα­κα­τα­τά­ξεις. Αυτή η στα­θε­ρό­τη­τα του συστή­μα­τος έσπα­σε με απο­τέ­λε­σμα στη μου­σι­κή έγι­ναν απί­στευ­τα πράγ­μα­τα, ειδι­κά από το ’50 μέχρι το ’60, ειδι­κό­τε­ρα στη Γερ­μα­νία, όχι μόνο με Γερ­μα­νούς συν­θέ­τες, εκεί γίνο­νταν τα φεστι­βάλ στο Ντάρ­σταντ. Εκεί, γίνο­νται πράγ­μα­τα και εκεί, είπαν: Η τονι­κό­τη­τα σε διά­φο­ρες επο­χές λει­τούρ­γη­σε ως συν­δε­τι­κός κρί­κος ενός παλιού συστή­μα­τος κοι­νω­νιών. Σήμε­ρα που τα πράγ­μα­τα φαί­νο­νται να αλλά­ζουν, σήμε­ρα μετά από 50 εκα­τομ­μύ­ρια νεκρούς, κάθε ήχος επι­τρέ­πε­ται. Σωστό, σαν αντί­λη­ψη, αν και αυτοί το υπο­νό­μευ­σαν για­τί το «κάθε ήχος επι­τρέ­πε­ται» απέ­κλειε ό,τι προη­γου­μέ­νως είχε γίνει, οι περισ­σό­τε­ροι ήταν δογ­μα­τι­κοί, δύο-τρεις ευτυ­χώς το ξεπέρασαν.

Έτσι λοι­πόν, βγή­κε αυτό που λέμε ατο­νι­κό. Η ανά­γκη, δηλα­δή του πράγ­μα­τος και για να εκφρά­σει τη σύγ­χρο­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Αν ακού­σε­τε, είτε τη «Χιρο­σί­μα» (1959) του Πεντε­ρέ­τσκι, είτε το Dies Irae (1961) του Πεντε­ρέ­τσκι, θα σας ανα­τρι­χιά­σει κάτι, όπως ανα­τρί­χια­ζε ο κόσμος με την πυρη­νι­κή βόμ­βα που έπε­σε στην Χιρο­σί­μα. Όχι με ρεα­λι­στι­κό τρό­πο, και αυτό ήταν μια σχέ­ση των φθόγ­γων της μου­σι­κής παιγ­μέ­νων από έγχορ­δα που δεν είχε ποτέ συμ­βεί στην προ­γε­νέ­στε­ρη μου­σι­κή, κάτι που ήταν πραγ­μα­τι­κά ένα ανα­τρι­χια­στι­κό πράγμα.

Μπή­κε, λοι­πόν, στη ζωή όσων συν­θε­τών γνώ­ρι­σαν αυτή την εκδο­χή, εγώ την γνώ­ρι­σα στα τέλη της δεκα­ε­τί­ας του ’60, αρχές δεκα­ε­τί­ας του ’70.

Στην «Καντά­τα για τη Μακρό­νη­σο» για να παρου­σιά­σω τον τρό­μο, τον φόβο, αυτό το πράγ­μα το απί­στευ­το που έζη­σαν αυτοί οι άνθρω­ποι, το θάνα­το πάνω από τα κεφά­λια τους με τους βασα­νι­στές, προ­σπά­θη­σα και το έδω­σα με τα μέρη που χαρα­κτη­ρί­ζω ατο­νι­κά. Από εκεί και πέρα το πάθος των ανθρώ­πων, τον ηρω­ι­σμό των ανθρώ­πων, τον έβγα­λα με ένα τρα­γού­δι που εξέ­φρα­ζε αυτό το κομ­μά­τι του Ρίτσου. Και η ποί­η­ση του Ρίτσου έχει δύο επί­πε­δα: Έχει το επί­πε­δο ‑άμα δεί­τε το ποί­η­μά του το «Φεγ­γά­ρι»- είναι ένα πράγ­μα μετα­ξύ εξπρε­σιο­νι­σμού με στοι­χεία υπερ­ρε­α­λι­σμού. Απε­να­ντί­ας το ποί­η­μα «Αλέ­ξης» είναι ένα ρεα­λι­στι­κό κομ­μά­τι. Και είναι επι­τρε­πτό. Σε ακραί­ες περι­πτώ­σεις είναι επι­τρε­πτά τα πάντα, και στον μου­σι­κό, με την έννοια ότι θα σεβα­στεί το κεί­με­νο και θα τον καθο­δη­γή­σει το κείμενο.

Μια παρα­τή­ρη­ση ακό­μα που με κάνει να κορ­δώ­νο­μαι: Το έργο έχει να παι­χτεί 42 χρό­νια, παί­χτη­κε το 1976 στο Σπόρ­τινγκ σε δύο παρα­στά­σεις και τώρα θα παι­χτεί στην Αθή­να, στην Πάτρα και στην Θεσ­σα­λο­νί­κη στις εκδη­λώ­σεις για τον εορ­τα­σμό των 100 χρό­νων του ΚΚΕ.

Παί­χτη­κε όμως τρεις φορές στο εξω­τε­ρι­κό στο Βερο­λί­νο, στην Όπε­ρα της Γλα­σκώ­βης και στο Konzert Haus της Βιέν­νης. Θα μεί­νω στην Όπε­ρα της Γλα­σκώ­βης για­τί εκεί δεν ήταν ούτε ένας Έλλη­νας, ήταν 1500 Εγγλέ­ζοι ή άλλοι και η μόνη σχέ­ση που είχαν ήταν πέντε-έξι λεπτά που ένας σπου­δαί­ος σκη­νο­θέ­της, ο John McGrath, προ­λό­γι­σε λέγο­ντας τους το θέμα και τι ήταν η Μακρό­νη­σος. Από εκεί και πέρα δεν υπήρ­χε το κεί­με­νο του Ρίτσου, δεν υπήρ­χε μετά­φρα­ση επά­νω. Η απο­θέ­ω­ση στο τέλος του έργου ήταν πρω­το­φα­νής. Δεκα­πέ­ντε λεπτά μας απο­θέ­ω­ναν, άρα λει­τούρ­γη­σε η μου­σι­κή αυτή καθεαυτή.

Έχε­τε μιλή­σει για «80 χρό­νια αντο­χής του έντε­χνου ελλη­νι­κού τραγουδιού».

Είχα πει και το επα­να­λαμ­βά­νω, χωρίς να είμαι σοβι­νι­στής, σίγου­ρα είμαι διε­θνι­στής αγα­πώ­ντας τον τόπο μου πάρα πολύ βέβαια, ότι η εκκί­νη­ση του έντε­χνου ελλη­νι­κού τρα­γου­διού γίνε­ται τυπι­κά το 1942 από τον Μάνο Χατζι­δά­κι ο οποί­ος σε ηλι­κία 17 χρό­νων γρά­φει ένα τρα­γού­δι «Ήλθε βοριάς, ήλθε νοτιάς» θέλο­ντας να απα­ντή­σει μαζί με ένα φίλο του στο «Λιλή Μαρ­λέν» που άκου­γε όλα τα βρά­δια από τους Γερ­μα­νούς κατα­κτη­τές. Εκεί τυπι­κά έχου­με την έναρξη.

Τρεις όμως είναι οι συν­θέ­τες που προσ­διο­ρί­ζουν αυτό που λέμε έντε­χνο ελλη­νι­κό τρα­γού­δι: Είναι ο Χατζι­δά­κις, ο Θεο­δω­ρά­κης, αλλά είναι και ο Τσι­τσά­νης ο οποί­ος είναι ο σύν­δε­σμος μετα­ξύ του ρεμπέ­τι­κου και του έντε­χνου ελλη­νι­κού τρα­γου­διού για­τί η «Αχά­ρι­στη» ή η «Συν­νε­φια­σμέ­νη Κυρια­κή» δεν είναι ρεμπέ­τι­κο τρα­γού­δι και είναι δύο ύμνοι. Τρεις κολώ­νες, λοι­πόν, αλλά και σημα­ντι­κά πρό­σω­πα, όπως ο Νίκος Μαμα­γκά­κης και ο Αργύ­ρης Κουνάδης.

Άρα, λοι­πόν, σήμε­ρα έχου­με 2018, έχου­με σχε­δόν 80 χρό­νια, 76 για την ακρί­βεια αν η έναρ­ξη είναι το 1942 και το τρα­γού­δια αυτό, όχι μόνο αντέ­χει, εξε­λίσ­σε­ται. Δηλα­δή μετά την πρώ­τη φουρ­νιά, έρχε­ται η φουρ­νιά στην οποία «τελευ­ταί­ος των Μοϊ­κα­νών» χρο­νι­κά, είμαι εγώ. Είναι ο Μαρ­κό­που­λος, ο Ξαρ­χά­κος, ο μακα­ρί­της Λοΐ­ζος, ο Μού­τσης, ο Σαβ­βό­που­λος και κάποιοι άλλοι και είμαι και εγώ, χρο­νο­λο­γι­κά εκεί εντάσ­σο­μαι, βγή­κα λίγο πιο μετά από αυτούς, λόγω της δικτα­το­ρί­ας, δηλα­δή αν μπο­ρού­σα να βγω το ’67, το ’68, το ’69, θα ήμουν εντε­λώς σε αυτή τη φουρνιά.

Αρκε­τά έργα δικά μας ή και τρα­γού­δια, δεν είναι ότι προ­στέ­θη­καν στους προη­γού­με­νους, διεύ­ρυ­ναν τα όρια.

Μιλή­σα­με για την «Καντά­τα για την Μακρό­νη­σο», αλλά υπάρ­χουν και άλλα, υπάρ­χουν έξι έργα του Μαρ­κό­που­λου, το ένα καλύ­τε­ρο από το άλλο… Η γενιά αυτή, είτε μελω­δι­κά, είτε μόνο ένα τρα­γού­δι, είτε κύκλοι τρα­γου­διών ή έργα βασι­σμέ­να, όπως η «Καντά­τα για την Μακρό­νη­σο» που μιλά­με, διεύ­ρυ­ναν τα όρια.

Έρχε­ται μετά η τρί­τη γενιά των τρα­γου­δο­ποιών που χωρί­ζε­ται σε δύο υπο­φουρ­νιές: αυτή του ’80 και αυτή του ’90. Οι άνθρω­ποι αυτοί προ­σθέ­τουν άλλες εκδο­χές στο τρα­γού­δι. Οι πρί­γκι­πες, ο Χάρης και ο Πάνος Κατσι­μί­χας κάνουν τα «Ζεστά Ποτά» και αλλά­ζουν το τοπίο. Οι Φατμέ με τον Πορ­το­κά­λο­γλου, το ’80, οι Τερ­μί­τες με τον Μαχαι­ρί­τσα το ’80 επί­σης, ο Διο­νύ­σης Τσα­κνής ο οποί­ος γρά­φει κάποια τρα­γού­δια συγκυ­ρί­ας «Γυρί­ζω τις πλά­τες μου στο μέλ­λον», ο Σωκρά­της Μάλα­μας ο οποί­ος είναι η λαϊ­κή εκδο­χή των τρα­γου­δο­ποιών. Μετά έρχε­ται η γενιά του ΄90, φορ­τίο κατα­πλη­κτι­κό, Μίλ­τος Πασχα­λί­δης, Χρή­στος Θηβαί­ος, Φοί­βος Δελη­βο­ριάς, Ορφέ­ας Περί­δης, Θανά­σης Παπα­κων­στα­ντί­νου, ων ουκ έστι αριθ­μός, πάνω από δέκα… Αυτοί προ­σθέ­τουν άλλες εκδοχές.

Και τέλος υπο­στη­ρί­ζω ότι η τέταρ­τη γενιά μπαί­νει μετά το 2000, μπο­ρεί αυτή τη στιγ­μή να ξέρου­με περισ­σό­τε­ρο κάποιους τρα­γου­δι­στές όπως ο Γιάν­νης Χαρού­λης, που είναι περισ­σό­τε­ρο τρα­γου­δι­στής, παρά τρα­γου­δο­ποιός, η Ρίτα Αντω­νο­πού­λου, η Νατά­σα Μπο­φί­λιου. Από πίσω υπάρ­χουν συν­θέ­τες που γρά­φουν και τρα­γου­δο­ποιοί οι οποί­οι μάλ­λον είναι μικρό­τε­ρης εμβέ­λειας και μπερ­δευό­μα­στε και τους μικρό­τε­ρης εμβέ­λειας να τους θεω­ρού­με και μικρό­τε­ρης αξί­ας. Δεν είναι έτσι διό­τι αυτή τη στιγ­μή έχουν γίνει τέτοιες αλλα­γές, έχει δια­λυ­θεί η δισκο­γρα­φία και παρα­συ­ρό­μα­στε πολ­λές φορές. Δια­λύ­θη­κε η δισκο­γρα­φία και δεν τους ακού­με, τους ακού­με λίγο. Τα Μέσα Μαζι­κής Ενη­μέ­ρω­σης είναι αυτά που είναι — με ελά­χι­στες εξαι­ρέ­σεις — οπό­τε παί­ζουν μικρό­τε­ρο ρόλο… Άλλο η λει­τουρ­γία των πραγ­μά­των και άλλο η αξία των προσώπων.

Υπο­στη­ρί­ζω, λοι­πόν, ότι η τέταρ­τη γενιά μπαί­νει, και υπάρ­χουν πράγ­μα­τα που πρέ­πει να δού­με. Και πάντως, έτσι κι αλλιώς, σου μίλη­σα για 80 χρόνια.

Είπα­τε για διά­λυ­ση της δισκο­γρα­φί­ας. Παλαιό­τε­ρα το να πας να αγο­ρά­σεις ένα δίσκο ήταν μια πρά­ξη με πολ­λα­πλό συμ­βο­λι­σμό: Από την επι­λο­γή, μέχρι το ότι αγό­ρα­ζες ένα ολο­κλη­ρω­μέ­νο έργο. Οι πιο πολ­λοί «φτιά­χνα­με δισκο­θή­κη», δεν αγο­ρά­ζα­με δίσκους. Έχει δια­φο­ρά. Αυτή η διά­λυ­ση για ποιό λόγο έγι­νε και πού οδηγεί;

Για­τί έγι­νε αυτό: Θα σε πάω πίσω στο 1979, ήμουν 32 ετών, είχα κάνει την «Καντά­τα», τα «Πολι­τι­κά Τρα­γού­δια», τον «Μπρέχτ» και είχα μόλις εκδό­σει τον «Καβ­βα­δία». (σσ: «Ο Σταυ­ρός του Νότου»). Ήμουν σε ένα μπαρ, ημί­φως, και περί­με­να ένα φίλο μου. Και είναι δύο φοι­τη­τές, τους έβλε­πα, στα σκα­μπό του μπαρ και λέει ο ένας:

«Ρε, συ, έμα­θες; Ο Μικρού­τσι­κος έβγα­λε και­νούρ­γιο δίσκο».

«Ναι; Ποιόν;»

«Είναι ένας ποι­η­τής, κάτσε να θυμη­θώ», στο τέλος μετά από δυο λεπτά ψάξι­μο, «ο Καβ­βα­δί­ας» λέει.

«Τον έχεις αγοράσει;»

«Ναι».

«Ωραία, το Σάβ­βα­το τον φέρ­νεις στο σπί­τι, καλού­με τον Τάκη, την Δήμη­τρα, τον τάδε και με πίτσες θα τον ακού­σου­με και θα τον συζητήσουμε».

Αυτό ήταν ο μέσος όρος εκεί­νης της επο­χής και από εκεί απέρ­ρεε και το «φτιά­χνω δισκο­θή­κη». Αυτό χάθη­κε για­τί την επο­χή εκεί­νη, το target group της δισκο­γρα­φί­ας, αυτό δηλα­δή που ζού­σε την δισκο­γρα­φία μετα­ξύ 15 και 30 χρό­νων, τον ελεύ­θε­ρο χρό­νο του τον κατα­νά­λω­νε ακού­γο­ντας μου­σι­κή με αυτόν τον τρόπο.

Όταν έγι­νε η εξέ­λι­ξη της τεχνο­λο­γί­ας αυτό μετα­κι­νή­θη­κε και αυτή τη στιγ­μή είναι φως-φανά­ρι ότι είναι Facebook, Youtube κλπ, με την έννοια ότι τον ελεύ­θε­ρο χρό­νο μου …εκεί.

Ακό­μα και ο γιός μου, είναι 17 χρό­νων, το τέταρ­το παι­δί μου, που είναι πολύ σοβα­ρό παι­δί, πολι­τι­κά ενη­με­ρω­μέ­νο και ενερ­γό, καλ­λι­τε­χνι­κά σοβα­ρό παι­δί και παι­δί της επο­χής του, δια­βά­ζει… ο υπο­λο­γι­στής είναι στο χέρι.

Φαντά­σου, τώρα, άλλους χωρίς αυτά τα χαρακτηριστικά…

Άρα, λοι­πόν, ο ελεύ­θε­ρος χρό­νος από τη στιγ­μή που έφυ­γε από εκεί, είναι το πρώ­το και βασι­κό για­τί αυτό το πράγ­μα πήρε την κατιού­σα. Αν σε αυτό προ­σθέ­σεις δύο ακό­μα έχεις την απά­ντη­ση: το δεύ­τε­ρο είναι ότι οι εται­ρεί­ες δίσκων ‑ο Μαρξ, υπεν­θυ­μί­ζω, έλε­γε ότι ο καπι­τα­λι­στής θα που­λή­σει και το σκοι­νί που θα τον κρε­μά­σουν- πού­λη­σαν το σκοι­νί που τις κρέ­μα­σε: πού­λη­σαν όλο το υλι­κό τους από τη δεκα­ε­τία του ’90 τσά­μπα, συνη­θί­ζο­ντας τον κόσμο στο 1 ευρώ.

Με 1 ευρώ έπαιρ­νες το δίσκο «Άξιον Εστί» του Μίκη Θεο­δω­ρά­κη και ο κόσμος στη φάση που είχε κάποια χρή­μα­τα συνή­θι­σε, στη φάση που δεν είχε, δεν το συζητάμε…

Ο τρί­τος παρά­γων είναι «κατε­βά­ζω δωρε­άν», επί της ουσί­ας. Μέχρι στιγ­μής, αυτό ισχύ­ει. Ειδι­κά στην Ελλά­δα με τα δικαιώ­μα­τα είναι ξέφρα­γο αμπέλι.

Είπα τρεις λόγους, αλλά με αυτή τη σει­ρά: Πρώ­τη είναι η μετα­κί­νη­ση του ελεύ­θε­ρου χρό­νου. ¨Έχο­ντας τη διά­λυ­ση της δισκο­γρα­φί­ας, αυτό σημαί­νει τερά­στιο φρέ­νο και τερά­στιο πρό­βλη­μα για όσους δου­λεύ­ουν στη μου­σι­κή και κυρί­ως τα νέα πρόσωπα.

Για­τί εγώ και να μην μπο­ρέ­σω να βγά­λω ένα δίσκο, προη­γού­με­να ανα­φέρ­θη­κε έχω 50, επί της ουσί­ας είναι 70, έχω λοι­πόν όλες μου τις δου­λειές εκδομένες.

Και έχω τη δυνα­τό­τη­τα να κάνω συναυ­λί­ες κιό­λας. Ένας τύπος που τον λένε «Θάνο Τσι­που­ρό­που­λο» και έχει πολύ ταλέ­ντο, έχει περισ­σό­τε­ρο από εμέ­να ταλέ­ντο, ή σαν και εμέ­να ταλέ­ντο τι μπο­ρεί να κάνει;

Να βγει και να πάνε πόσοι; Ποιοί; Πόσοι συνά­δελ­φοί σου δημο­σιο­γρά­φοι θα του έπαιρ­ναν συνέντευξη;

Κανέ­νας και αν κάποιος τον είχε παρα­τη­ρή­σει, ένας…

Άρα λοι­πόν είναι η απά­ντη­ση του «για­τί», στην πλή­ρη καταρ­ρά­κω­ση της δισκογραφίας.

Υπάρ­χουν και άλλοι λόγοι: Είναι ο ρόλος των ΜΜΕ στην συντρι­πτι­κή τους πλειο­ψη­φία. Ο ρόλος των ΜΜΕ και όταν υπήρ­χε δισκο­γρα­φία ήταν άθλιος.

Τι κάνουν τα ΜΜΕ με τις διά­φο­ρες εκπο­μπές άρα και με τις μου­σι­κές εκπο­μπές; Ας πάμε στην δεκα­ε­τία του ’90 και έτσι δεν θίγου­με και τους υπάρ­χο­ντες: Εκπέ­μπουν ότι μπο­ρεί να διαιω­νί­σει το συγκε­κρι­μέ­νο σύστη­μα. Δεν θα εκπέμ­ψουν κάτι που θα το πλη­γώ­σει ή θα του δημιουρ­γή­σει πρό­βλη­μα. Και ορι­σμέ­νοι από μας που είμα­στε γνω­στοί, που υπο­χρε­ώ­νο­νται να μας φέρ­νουν στις τηλε­ο­ρά­σεις είναι απλά για αποενοχοποίηση.

Έχου­με τις τρεις συναυ­λί­ες προς τιμήν των 100 χρό­νων του ΚΚΕ.

Αυτό είναι πολύ σημα­ντι­κό και θα πω για­τι: Καταρ­χήν 42 χρό­νια είχε να παι­χθεί ολο­κλη­ρω­μέ­να η «Καντά­τα για την Μακρό­νη­σο» εδώ στην Ελλά­δα. Είχα μερι­κές κρού­σεις τα τελευ­ταία 5–7 χρό­νια και θα μπο­ρού­σε ίσως να έχει γίνει αν και κάτι μου έλει­πε: ο φυσι­κός χώρος του έργου, δεν εννοώ να πάμε να το παί­ξου­με στην Μακρό­νη­σο. Φυσι­κός χώρος είναι εκεί που υπάρ­χουν οι άνθρω­ποι αυτού του έργου. Είχα πει και ελπί­ζω να μην θεω­ρη­θεί ούτε σαν κομπλι­μέ­ντο, ούτε σαν υπερ­βο­λή, ούτε σαν λαϊ­κι­σμός, ότι η ιδιο­κτη­σία του έργου τέχνης ανή­κει στον δημιουρ­γό του. Στην περί­πτω­ση της μελο­ποι­η­μέ­νης ποί­η­σης ή της όπε­ρας είναι δύο οι δημιουρ­γοί. Ο συν­θέ­της και ο λιμπρε­τί­στας ή ο ποι­η­τής. Υπάρ­χουν όμως και μερι­κά ακραία έργα τα οποία με τίπο­τα δεν θα είχαν γρα­φτεί αν δεν υπήρ­χε ένας συγκε­κρι­μέ­νος κόσμος. Και αυτός είναι ο κόσμος της Μακρο­νή­σου, ο κόσμος που πάλε­ψε στην δεκα­ε­τία του ’40 και πάλε­ψε μέσα από τις γραμ­μές του ΚΚΕ και δίπλα σε αυτό.

Αυτό δεν είναι θέμα πολι­τι­κής σχέ­σης με το ΚΚΕ, δεν μιλώ για μένα, μιλώ γενι­κά, ή να είμαι καλός… Ένας καλο­προ­αί­ρε­τος αντί­πα­λος του ΚΚΕ θα το παρα­δε­χθεί αυτό το πράγμα.

Συνε­πώς, ο φυσι­κός χώρος ήταν εκεί. Υπάρ­χει μια ιδιο­κτη­σία σε αυτόν τον κόσμο, σε αυτό το έργο και γι’ αυτό είμαι συγκι­νη­μέ­νος και είναι και μεγά­λη τιμή, για­τί το ΚΚΕ και μόνο ότι λέμε τα 100 χρό­νια του, είναι το πιο ιστο­ρι­κό κόμ­μα στην Ελλά­δα, μακράν…

Μαζί με την «Καντά­τα για την Μακρό­νη­σο» θα ακου­στούν η «Σπου­δή σε ποι­ή­μα­τα του Βλα­δί­μη­ρου Μαγια­κόφ­σκι» και μια σει­ρά πολι­τι­κών τραγουδιών.

Θα ήθε­λα να πω κάτι για την «Σπου­δή»: Μιλά­με για μια εκπλη­κτι­κή δου­λειά που έχει κάνει ο Ρίτσος πάνω στον Μαγια­κόφ­σκι, δηλα­δή, πραγ­μα­τι­κά, έχει γρα­φτεί από σπου­δαί­ους φιλο­λό­γους, και τον Γιώρ­γο Σαβ­βί­δη νομί­ζω, ότι και μόνο η μετά­φρα­ση του πάνω στον Μαγια­κόφ­σκι θα έφερ­νε τον Ρίτσο στην κορυ­φή της ελλη­νι­κής φιλολογίας.

Όμως το ίδιο το έργο, αυτό καθε­αυ­τό, του Μαγια­κόφ­σκι προσ­διο­ρί­ζει την, κατά την γνώ­μη μου, καλύ­τε­ρη δεκα­ε­τία της ανθρω­πό­τη­τας. Για μένα η καλύ­τε­ρη δεκα­ε­τία της ανθρω­πό­τη­τας ήταν η δεκα­ε­τία ’18-’28 στην Σοβιε­τι­κή Ένω­ση. Ήταν στοι­χεία της ελευ­θε­ρί­ας που πρέ­πει να ονει­ρευ­τού­με στο μέλ­λον για ένα σοσια­λι­σμό. Διό­τι παρ’ όλη την δυσκο­λία εκεί­νης της επο­χής, παρό­τι Άγγλοι, Γάλ­λοι, «Λευ­κοί» Ρώσοι είχαν επι­τε­θεί και είχαν κλεί­σει τους μπολ­σε­βί­κους μετα­ξύ Λένιν­γκραντ και Μόσχας, ζού­σες, δεν ζού­σες, και ο κόσμος έπαιρ­νε συσ­σί­τιο με σού­πες, υπό το μηδέν, στις πλα­τεί­ες, υπήρ­χε μια πολύ μεγά­λη ελευ­θε­ρία των πραγ­μά­των, παρό­τι ήταν με το όπλο παρά πόδα.

Κάτι τέτοιο γνω­ρί­σα­με και λίγο στην Κού­βα, που αν δεν υπήρ­χε το εμπάρ­γκο θα ήταν μια άλλη χώρα, αλλά ήταν εκεί­νη η δεκαετία.

Και ποιός εξέ­φρα­ζε εκεί­νη την δεκα­ε­τία από πλευ­ράς Τέχνης; Του­λά­χι­στον από πλευ­ράς ποί­η­σης ο Βλα­δί­μη­ρος Μαγιακόφσκι.

Βεβαί­ως άρχι­σαν να γρά­φουν εκεί και ο Σοστα­κό­βιτς και ο Προ­κό­φιεφ, σπου­δαί­οι μου­σι­κοί του 20ου αιώ­να, αλλά ο Μαγια­κόφ­σκι είναι αυτός που το εξέ­φρα­σε και παρό­τι η σφαί­ρα μπή­χτη­κε βαθιά το ’31, αυτός είναι ο ποι­η­τής αυτής της πιο φωτει­νής περιό­δου της ανθρώ­πι­νης ιστορίας.

* Οι ημε­ρο­μη­νί­ες διε­ξα­γω­γής των τριών συναυ­λιών του Θ. Μικρού­τσι­κου είναι 11 Μαρ­τί­ου στην Αθή­να στο Κλει­στό Ολυ­μπια­κό Γυμνα­στή­ριο Γαλα­τσί­ου, 23 Μαρ­τί­ου στο Κλει­στό Γυμνα­στή­ριο «Δ. Τόφα­λος» στην Πάτρα και 1η Απρι­λί­ου στο Παλαί ντε Σπόρ στη Θεσσαλονίκη.

 

Πηγή: zougla.gr

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο