Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Νικηφόρος Μανδηλαράς, «το δίκιο του αγώνα πολλά σου στέρησε»

Ο Νικη­φό­ρος Μαν­δη­λα­ράς γεν­νή­θη­κε στην Κόρω­νο της Νάξου, ένα χωριό φτω­χό, αγκα­λια­σμέ­νο με το γκρε­μό, στις 19 Φεβρουα­ρί­ου 1928. Γιος σμυ­ρι­δερ­γά­τη, έζη­σε τα προ­βλή­μα­τα του τόπου του. Την περί­ο­δο της κατο­χής οργα­νώ­θη­κε στην ΕΠΟΝ και σε ηλι­κία 18 ετών είχε ήδη φάκε­λο φρο­νη­μά­των στην Ασφά­λεια Σύρου. Σπού­δα­σε νομι­κά στην Αθή­να και εργά­στη­κε ως δικη­γό­ρος. Αρθρο­γρα­φού­σε καθη­με­ρι­νά σε Αθη­ναϊ­κές εφη­με­ρί­δες και εξέ­δω­σε τα «Ναξια­κά Χρονικά».

Η προ­σω­πι­κό­τη­τα του Νικη­φό­ρου Μαν­δη­λα­ρά ανα­δεί­χτη­κε τη δεκα­ε­τία του ’60, μια επο­χή πολυ­τά­ρα­χη, γεμά­τη γεγο­νό­τα και αγώ­νες για δημο­κρα­τία και κοι­νω­νι­κή δικαιο­σύ­νη. Από την υπε­ρά­σπι­ση των ηγε­τών της Αρι­στε­ράς το 1959 και το 1960. Ο Νικη­φό­ρος Μαν­δη­λα­ράς σε όλη τη στα­διο­δρο­μία του ανα­λάμ­βα­νε αφι­λο­κερ­δώς τις υπο­θέ­σεις πολι­τών που διώ­κο­νταν για τα φρο­νή­μα­τά τους. Πήρε μέρος στη δίκη Γλέ­ζου ως συνή­γο­ρος υπε­ρά­σπι­σης και στη λεγό­με­νη Μεγά­λη Δίκη ή δίκη των κατα­σκό­πων στο στρα­το­δι­κείο της Αθή­νας το 1960 για την υπε­ρά­σπι­ση 42 ηγε­τι­κών στε­λε­χών του ΚΚΕ, ανά­με­σα τους και ο Χαρί­λα­ος Φλω­ρά­κης. Πρω­το­στά­τη­σε στις δια­δη­λώ­σεις για την εκτρο­πή και την απο­στα­σία του 1965.

Υπο­ψή­φιος του ΠΑΜΕ στις Κυκλά­δες το ’61, δεν έλει­ψε και από τις μάχες του Ανέν­δο­του, τις δίκες των φοι­τη­τών, τα Ιου­λια­νά, στη δίκη του ΑΣΠΙΔΑ, όπου ήταν και η αρχή του τέλους του. Η υπό­θε­ση ΑΣΠΙΔΑ ήταν μια πολι­τι­κή και στρα­τιω­τι­κή σκευω­ρία που συντά­ρα­ξε την Ελλά­δα. Κατά τη διάρ­κεια της δίκης, ο ίδιος ο Γεώρ­γιος Παπα­δό­που­λος τον απεί­λη­σε ότι θα το πληρώσει.

Η επερ­χό­με­νη χού­ντα έβα­λε στο στό­χα­στρο τον δημο­κρά­τη αγω­νι­στή, και ένα μήνα μετά την επι­κρά­τη­σή της τον δολο­φό­νη­σε. Το πρώ­το θύμα της.

Στις 17 Μαΐ­ου 1967 επι­βι­βά­στη­κε στο πλοίο «Ρίτα Β.», που είχε προ­ο­ρι­σμό την Αμμό­χω­στο της Κύπρου και λίγες ημέ­ρες αργό­τε­ρα, 22 Μαΐ­ου 1967, ξεβρα­σμέ­νο από τη θάλασ­σα, το σώμα του Νικη­φό­ρου Μαν­δη­λα­ρά βρί­σκε­ται στις ακτές της Ρόδου.

Οι αρχές έκα­ναν λόγο για πνιγ­μό, όμως εξ αρχής ο θάνα­τος του θεω­ρή­θη­κε μια στυ­γε­ρή δολο­φο­νία, από τους οικεί­ους του και την κοι­νή γνώ­μη στην Ελλά­δα. Ακό­μα και οι φωτο­γρα­φί­ες της επο­χής που κατό­πιν δημο­σιεύ­τη­καν, απο­κα­λύ­πτουν εμφα­νές τραύ­μα στην καρ­διά πιθα­νόν από σφαί­ρα ή άλλο αντι­κεί­με­νο. Οι μαρ­τυ­ρί­ες για το πλη­γω­μέ­νο του κορ­μί δεν αφή­νουν καμία αμφι­βο­λία ότι ο Μαν­δη­λα­ράς θεω­ρή­θη­κε επι­κίν­δυ­νος για το καθε­στώς, τόσο ώστε να απαι­τεί­ται η άμε­ση εξό­ντω­σή του.

Ο Νικη­φό­ρος Μαν­δη­λα­ράς θάφτη­κε στη Ρόδο στις 24 Μαΐ­ου, παρου­σία μιας χού­φτας ανθρώ­πων και πολ­λών χωρο­φυ­λά­κων, χωρίς την οικο­γέ­νειά του που δεν είδε ποτέ τον πτώ­μα του, ούτε πρό­λα­βε να ορί­σει ιατρο­δι­κα­στή. Την ίδια μέρα η είδη­ση του θανά­του του εμφα­νί­στη­κε στα Νέα με τίτλο «Το εκβρα­σθέν εις Ρόδον πτώ­μα εξη­κρι­βώ­θη ότι ανή­κει εις τον δικη­γό­ρον Μαν­δη­λα­ράν». Ωστό­σο, το Γαλ­λι­κό Πρα­κτο­ρείο, το BBC, η Deutsche Welle και ο Ραδιο­φω­νι­κός Σταθ­μός Μόσχας είχαν ήδη καλύ­ψει εκτε­νώς την δολο­φο­νία του, που δεν εξι­χνιά­στη­κε ποτέ καθώς και στην μετα­πο­λί­τευ­ση, η υπό­θε­ση μπή­κε στο αρχείο.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο