Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σωτηρία Μπέλλου, η φωνή — σύμβολο του λαϊκού μας τραγουδιού

Αύγου­στος (22) ήταν που ήρθε στη ζωή (1921), Αύγου­στος (27 / 1997) και που κίνη­σε για το τελευ­ταίο της ταξί­δι η Σωτη­ρία Μπέλ­λου. Αδά­μα­στη, απρο­σκύ­νη­τη, ασυμ­βί­βα­στη, όπως πορεύ­τη­κε για εβδο­μή­ντα έξι χρό­νια, άφη­σε παντο­τι­νή συντρο­φιά μας, τα εκα­το­ντά­δες τρα­γού­δια, που σφρά­γι­σε με την αμί­μη­τη ερμη­νεία της.

Μια μονα­δι­κή, ανό­θευ­τη, λαϊ­κή φωνή. Η φωνή — σύμ­βο­λο του λαϊ­κού μας τρα­γου­διού, αυτή που μας διη­γή­θη­κε πολ­λές “κου­βέ­ντες” και μας “ταξί­δε­ψε” “μ’ αερο­πλά­να και βαπό­ρια” “στην πλα­τεία Βάθης” και πολύ πιο μακριά απ’ αυτήν, Κορυ­φαία φυσιο­γνω­μία στο ρεμπέ­τι­κο και το γνή­σιο λαϊ­κό τρα­γού­δι, η Σ. Μπέλ­λου απο­τέ­λε­σε για πολ­λές γενιές σύμ­βο­λο. Χάρη στις δυνα­τές και σε βάθος ερμη­νεί­ες της, που δεν περιο­ρί­στη­καν μόνο στο να ψυχα­γω­γή­σουν, αλλά κατά­φε­ραν να συνε­πά­ρουν, αγγί­ζο­ντας πολύ συχνά ευρύ­τε­ρες κοι­νω­νι­κές κατα­στά­σεις. Η αμί­μη­τη, μονα­δι­κή στο είδος φωνή της, έδω­σε φτε­ρά σε δεκά­δες τρα­γού­δια, κάνο­ντάς τα ανα­πό­σπα­στο κομ­μά­τι της ελλη­νι­κής ψυχής. Η Μπέλ­λου δεν τρα­γου­δού­σε απλώς τρα­γού­δια. Τους έβα­ζε την ανε­ξί­τη­λη σφρα­γί­δα της, προσ­δί­δο­ντάς τους απα­ρά­μιλ­λη γοη­τεία. Αυτή του αλη­θι­νού, αυθε­ντι­κού και αφτια­σί­δω­του. Αυτή, που τόσο λεί­πει από τις σημε­ρι­νές ερμηνείες.

Και είναι αναμ­φι­σβή­τη­το ότι είχε μια εξαι­ρε­τι­κή αλλη­λε­πί­δρα­ση με το κοι­νό, με τους λαϊ­κούς ανθρώ­πους, στους οποί­ους απευ­θυ­νό­ταν. Μέσα από τις ερμη­νεί­ες της ήταν σαν ν’ αντάλ­λασ­σε κάποιες από τις σκέ­ψεις της με το λαϊ­κό άνθρω­πο, αυτόν που έπαιρ­νε το μήνυ­μα και την έβα­ζε στην καρ­διά του. Συγ­χω­ρώ­ντας τις όποιες αδυ­να­μί­ες της. Προ­σφέ­ρο­ντάς της, όπως το άξι­ζε άλλω­στε, αγά­πη, θαυ­μα­σμό. Μπο­ρεί η Σωτη­ρία Μπέλ­λου μαζί με τη δόξα και την επι­τυ­χία να γνώ­ρι­σε και αρκε­τές πίκρες, όμως η αγά­πη του απλού κόσμου δεν έπα­ψε στιγ­μή να τη συντροφεύει.

Ακό­μα και στις πολ­λές, δύσκο­λες μέρες, που πέρα­σε νοση­λευό­με­νη στο νοσο­κο­μείο “Σωτη­ρία”. Ακό­μα και στις άλλες, τις βασα­νι­στι­κές, που ακο­λού­θη­σαν και σημα­δεύ­τη­καν από τον δύσκο­λο, προ­σω­πι­κό αγώ­να της με την αρρώ­στια. Ισως αυτό να βρί­σκει την εξή­γη­σή του στην αντί­λη­ψη που είχε η ίδια για την τέχνη της. “Ο,τι έχω πει, έλε­γε σε παλιό­τε­ρη συνέ­ντευ­ξή της στο “Ριζο­σπά­στη” (6/12/87), είναι βγαλ­μέ­νο απ’ τη ζωή. Κρά­τη­σα μια ποιό­τη­τα, για­τί για να πω ένα τρα­γού­δι κάθο­μαι και το μελε­τώ. Το δια­βά­ζω, το ξανα­δια­βά­ζω, να δω την έννοια του, πού κατα­λή­γει… Υστε­ρα, όλα τα τρα­γού­δια που ‘χω πει τα ‘χω αγαπήσει.Ορισμένα τα ‘χω αγα­πή­σει πιο πολύ, όπως κι ο κόσμος. Είναι δεμέ­να μαζί μου. Εχω ένα που το ‘χει γρά­ψει ο Τσι­τσά­νης: “Ποια καρ­διά δε θα ραϊ­σει”. Αυτό το τρα­γού­δι κάτι μου λέει. ‘Η το “Η κοι­νω­νία μ’ έχει αδι­κή­σει”, το “Στα­μά­τη­σε μανού­λα μου”. Ολα τα τρα­γού­δια τα ένιω­θα όταν τα έλε­γα, είναι βγαλ­μέ­να από μέσα μου”.

Αν και υπήρ­ξε κατ’ εξο­χήν τρα­γου­δί­στρια του ρεμπέ­τι­κου η Σ. Μπέλ­λου το ίδιο επι­τυ­χη­μέ­να ερμή­νευ­σε και κομ­μά­τια του έντε­χνου τρα­γου­διού. Εχο­ντας στο ενερ­γη­τι­κό της τρα­γού­δια των Παπαϊ­ω­άν­νου, Χιώ­τη, Μητσά­κη, Καπλά­νη, Τσι­τσά­νη, Βαμ­βα­κά­ρη, Καλ­δά­ρα, Χατζη­χρή­στου, Περι­στέ­ρη κ.ά. δε δίστα­σε να κατα­θέ­σει τη λιτή, δωρι­κή φωνή της σε δημιουρ­γί­ες των Ξαρ­χά­κου, Σαβ­βό­που­λου, Μού­τση, Ανδριό­που­λου, Λάγιου, Κου­νά­δη κ.ά.

Ασυμ­βί­βα­στη, με αγω­νι­στι­κή διά­θε­ση η Σωτη­ρία Μπέλ­λου, δέθη­κε με το λαό, και με τα τρα­γού­δια της και με κοι­νούς αγώ­νες. Σε μια από τις τελευ­ταί­ες της συνε­ντεύ­ξεις στο “Ριζο­σπά­στη” (27/2/94) θυμό­ταν: “Και “Ριζο­σπά­στη” δια­κι­νού­σα… Ημουν, είμαι και θα είμαι αρι­στε­ρή. Το λέω και το φωνά­ζω… Πέρα­σα πολ­λά. Και ξύλο και φυλακές”.

Πηγή: Ριζο­σπά­στης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο