του Γιώργου Κ. Καπρινιώτη //
Αρχικά, θα ήθελα να συγχαρώ τον Πολιτιστικό και Κοινωνικό Σύλλογο Ηγουμενίτσας «ΡΕΝΑ ΚΩΤΣΙΟΥ», και ιδιαίτερα την πρόεδρό του κ. Ελευθερία Κώτσιου, που διοργανώνουν την αποψινή βιβλιοπαρουσίαση, γιατί μ’ αυτήν την πρωτοβουλία τιμούν έμπρακτα μία πνευματική δημιουργό, την κ. Χαρούλα Βερίγου – Μπάντιου. Έτσι, με την ενέργεια αυτή δίνεται η δυνατότητα να γίνει ευρύτερα γνωστή στη Θεσπρωτία η συγγραφέας, που ναι μεν κατάγεται από την Κρήτη και ζει στην αντίπερα ακτή, την Κέρκυρα, αλλά έχει δεθεί και με τον νομό μας, αφού ο σύζυγός της κ. Μιχάλης Μπάντιος κατάγεται από τον Τσαμαντά. Από τη δική μου πλευρά αισθάνομαι ιδιαίτερη ικανοποίηση, που μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω μέσα από το βιβλίο « Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα» τη συγγραφέα — που συμβαίνει να είναι, παράλληλα, και ποιήτρια — και να συμμετέχω στην αποψινή βιβλιοπαρουσίαση.
Οφείλω να ομολογήσω ότι δεν είχα προηγουμένως την ευκαιρία να γνωρίσω έστω και ένα έργο της κ. Βερίγου. Τώρα, που το έφερε η συγκυρία να μελετήσω το βιβλίο, το οποίο παρουσιάζομε απόψε, μπορώ κάλλιστα να υπογραμμίσω ανεπιφύλακτα ότι πρόκειται για ένα πολύ καλό λογοτεχνικό βιβλίο, με τα υπέροχα επτά διηγήματα που περιλαμβάνονται σ’ αυτό. Πιστεύω πως κάθε αναγνώστης αυτού του πονήματος κερδίζει πολλαπλά και νιώθει την ανάγκη να το ξαναδιαβάσει, προκειμένου να τρυγήσει και πτυχές που δεν εισέπραξε από την πρώτη ανάγνωση. Γι αυτό, κάνω λόγο για μελέτη και όχι για μια απλή περιδιάβαση. Με συγκεντρωμένη ψυχή και πνεύμα ο αναγνώστης αισθάνεται την ανάγκη να ανατρέχει στις σελίδες αυτού του βιβλίου και να ανακαλύπτει όχι μόνο τις λογοτεχνικές αρετές του, αλλά και μια σειρά από πολλά και ποικίλα θέματα, που αποτελούν και προβλήματα της κοινωνίας. Θα παρομοίαζα το βιβλίο, χωρίς υπερβολή, ως μια δεξαμενή, που, για να γευτείς το απολαυστικό και δροσερό νερό της, θα πρέπει να αντλείς πολλές φορές.
Ασφαλώς, το βιβλίο αυτό δεν αποτελεί, απλώς, ένα ευχάριστο ανάγνωσμα, με προβληματισμούς και συγκινήσεις, αλλά περιέχει πολλά στοιχεία και πολλές πληροφορίες, που σίγουρα θα ενδιαφέρουν όχι μόνο τους απλούς αναγνώστες αλλά και επιστήμονες, όπως λαογράφους, κοινωνιολόγους, γλωσσολόγους, φιλολόγους και ιστορικούς.
Μελετώντας το, σε πρώτη φάση, σταχυολόγησα, ως πολύ ενδιαφέροντα τα ακόλουθα:
Κοινωνικά θέματα και φαινόμενα: Η θέση της γυναίκας, η εκπαίδευση και οι ποινές στο δημοτικό σχολείο, η κοινωνική κινητικότητα στο εξωτερικό και στο εσωτερικό, η βία, ενδοοικογενειακή και μη, αλλά και η αλληλεγγύη και η εκδήλωση ευγνωμοσύνης. Στοιχεία λαογραφίας, όπως είναι: ευχές, κατάρες, ξόρκια, μάγια, ρόλος ονείρων για το μέλλον, έθιμα, γρουσουζιές, φιλέματα και προλήψεις. Επίσης, θίγονται θέματα ιστορικά, όπως είναι ο εμφύλιος πόλεμος, το καθεστώς Ενβέρ Χότζα, ο κόσμος των κλειστών και ο κόσμος των ανοιχτών συνόρων.
Όλα αυτά διατυπώνονται με λογοτεχνική γραφή διανθισμένη με πολλές λέξεις και φράσεις από την ντοπιολαλιά των κατοίκων της περιοχής Φιλιατών και Μουργκάνας. Επίσης, η συγγραφέας επιστρατεύει στον λόγο της την αριστοφανική διατύπωση, όταν ξεχειλίζει η αγανάκτηση και όταν σε άτομα περισσεύει η θρασυδειλία ή η ψευτομαγκιά αν θέλετε. Ακόμη, θίγονται συναισθήματα, όπως το άγχος, ο φόβος, η ανασφάλεια και η υπαρκτή ή ανύπαρκτη συζυγική απιστία.
Επιπλέον, η συγγραφέας στηλιτεύει και καταδικάζει το κακό και κάθε μορφή βίας και έμμεσα καλεί και τον αναγνώστη να πράττει το ίδιο. Ακόμη, αξιοσημείωτη είναι, κατά τη γνώμη μου, και η παρουσία του τραγικού στοιχείου. Αναφέρω ενδεικτικά, αυτό που αποκαλεί στο έργο του, «Ποιητική τέχνη», ο Αριστοτέλης περιπέτεια, δηλαδή, τη μεταβολή των πραττομένων εις το εναντίον. Ένα πρόσωπο περιπίπτει από μια κατάσταση στην αντίθετή της. Από τη χαρά στη λύπη, από την ευτυχίας στη δυστυχία ή αντίστροφα. Στο πρώτο διήγημα με τίτλο: « Έχει πολλά και καλά άστρα στο Φιλιάτι, μο κοπέλα!», η Φαινώ, που ένα απόγευμα γνώρισε έναν νέο και της άνοιξε η καρδιά της, το πρωί της επόμενης έμαθε πώς ο πατέρας της έφυγε από τη ζωή. Από την πρωτόγνωρη χαρά πέρασε στην ανείπωτη θλίψη. Ακούστε και τη λογοτεχνική διατύπωση της συγγραφέως: «Εκεί που είχε ανοίξει η κουρτίνα της καρδιάς να μπει λίγο ήλιος, ένιωσε πως ξανασκοτείνιασε».
Ακόμα ο αναγνώστης, μελετώντας τα συγκεκριμένα διηγήματα, έχει την ευκαιρία να αποθησαυρίσει πολλά θυμόσοφα λόγια, παροιμίες και στοχασμούς:
Στη σελίδα 152 τονίζει: Είναι κάτι στιγμές που αποδεικνύουν πως το ένστικτο δε λαθεύει ποτέ, πως η καρδιά δεν γερνά και τα μάτια δεν ξεχνούν. Ακολουθούν κι άλλοι στοχασμοί με αρχή τη φράση «είναι κάτι στιγμές».
Στη σελ.101 έχει ιδιαίτερη σημασία το αντιθετικό ζεύγος δεν ήθελα… κι όμως. Η ηρωίδα Μαλαματή εξομολογείται: Δεν ήθελα να παντρευτώ κι όμως παντρεύτηκα. Δεν ήθελα αυτόν που μ’ έδωκαν κι όμως δεν χάλασα το χατίρι τους. Δεν ήθελα τα αποφόρια της ζωής κανενός κι όμως μ’ αυτά ντύνομαι. Δεν ήθελα να με λυπούνται κι όμως… Τελειωμό δεν έχουν τα «δεν ήθελα» και τα «όμως».
Επίσης, τα θυμόσοφα λόγια και οι παροιμίες με τη συχνή παρουσία και τη διαχρονική τους αξία διδάσκουν και νουθετούν τους αναγνώστες. Ενδεικτικά αναφέρω:
-Απού φελά, παντού φελά (όποιος ωφελεί, παντού ωφελεί (προσφέρει).
-Γλιτώσαμαν απ’ τα θηρία τα μεγάλα και τώρε, όπως καταντήσαμαν, θα μας φάν’ οι δικοί μας ψύλλοι [48].
-Όσα φέρνει μια ώρα, δεν τα φέρνει μια ζωή.
-Τα βάσανα δεν έχουν κατοικιά. Σήμερα, εδώγια, αύριο εκείγια κι όταν είναι να σε βρουν δεν σου στέλνουν σήμα κινδύνου να καρτεράς να προφυλαχτείς. Φανερώνονται εκεί που δεν τα περιμένεις.
- Ό,τι είναι η περιουσία είναι και η ομορφιά. Σήμερα δική σου, αύριο κανενός.
Αλλά πιστεύω πως έχει ιδιαίτερη αξία και η αναφορά της συγγραφέως στην Κραυγή του Μουνκ. (στο διήγημα για την τιμή της γυναικός σελ. 77). Η Κραυγή είναι ένας περίφημος πίνακας του Νορβηγού ζωγράφου Μουνκ, που δείχνει έναν άνδρα να περπατά σε μία γέφυρα κατά το ηλιοβασίλεμα, με το κεφάλι του ανάμεσα στις παλάμες και με μία έκφραση τρόμου στο πρόσωπό του. Είναι η απόλυτη ενσάρκωση του φόβου, της αγωνίας και της αποξένωσης. Έχει καταλήξει να συμβολίζει την αρνητική συναισθηματική αντίδραση σχεδόν στα πάντα. Κατά ανάλογο τρόπο, και στα διηγήματα του βιβλίου παρουσιάζονται γυναικείες μορφές να βρίσκονται σε απόγνωση, σε κατάσταση αγωνίας, φόβου, σύγχυσης ή και αλλοφροσύνης, εξαιτίας των σοβαρών προβλημάτων που βίωσαν.
Αλλά, το κύριο και βασικό θέμα που διαπερνά όλα τα διηγήματα είναι οι πολλαπλοί ρόλοι και η θέση της γυναίκας στην περιοχή Φιλιατών κατά τον εικοστό αιώνα. Η αγράμματη ή μισοαγράμματη και υποτιμημένη γυναίκα, σε σχέση με τον άντρα, επιτελεί επάξια τον ρόλο της ως συζύγου, μάνας και πεθεράς. Μεγαλώνει τα παιδιά της με αρχές και αξίες, αντικαθιστώντας και τον άντρα — πατέρα, που σε πολλές περιπτώσεις βρίσκεται στην ξενιτιά. Φροντίζει με καρτερία και υπομονή τα πεθερικά της. Εργάζεται σκληρά και αδιαμαρτύρητα μέσα και έξω από το σπίτι. Ασχολείται όχι μόνο με το νοικοκυριό αλλά και με εργασίες που έχουν σχέση με κήπους, χωράφια και ζώα. Σου δημιουργείται η εντύπωση πως η γυναίκα της περιοχής της Μουργκάνας είναι φτιαγμένη από ατσάλι και δεν λυγίζει στις δυσκολίες και στις αντιξοότητες που αντιμετωπίζει καθημερινά. Πιστεύει στις προλήψεις και χρησιμοποιεί τα βότανα και τα ξόρκια, για να αντιμετωπίζει τις συνηθισμένες αρρώστιες και το μάτιασμα. Παλεύει με τα στοιχειά της φύσης και με ανθρώπους που την επιβουλεύονται και επιδιώκουν οποιαδήποτε εκμετάλλευσή της. Στη σελίδα 163 διαβάζουμε:
-Κι οι έρημες γυναίκες τι έρχονταν στον κόσμο; Τι καταλάβαιναν; Ίτσιου τίποτες. Τις πάντρεβαν, τις έβαζαν σε περισσότερη τυραγνία και βάσανα. Αρέντευαν μαναχά να υπηρετούν πότε τους άντρες, πότε τους γερόντους, τα παιδιά, τις κοπέλες, τον πόλεμο, ως και αυτόν τον διάτανο. Οι συνηθισμένες συμβουλές, που άκουγαν τα κορίτσια από τη μικρή τους ηλικία ήταν.
«Να σκέπτεσαι πρώτα την φαμελιά σου, άντα θά ’ρθει ο καιρός ν’ αποκτήσεις, δεύτερα τους άλλους γύρα σου και στον πάτο, άμα μείκει για τ’ εσένα και να κρατείς το στόμα κλειστό, έτσι κάνουν οι γυναίκες του θεουλάκη, έτσι να κάνεις κι εσύ δολιοκόπελη».
Η αντίληψη ότι η γυναίκα είναι πηγή του κακού και κατώτερη από τον άντρα υποστηρίζεται ακόμη και από έναν ιερωμένο:
-Να κάνεις υπομονή. Εσείς οι γυναίκες είστε καταραμένες. Εξαιτίας σας χάσαμε τον παράδεισο. Κους, είστε όλες πιο κάτω από τους άντρες. Έτσι, σας έφκιασε ο Θεός. Δεν κάνει να σηκώνετε κεφάλι. Ο άντρας και να κάνει δεν έχει ευθύνη, το φταίξιμο είναι της γυναικός. Αυτή βάζει ο σιατάνης και κουνάει την ουρά. Είναι η αμαρτία η προπατορική, μο τσούπρα. Άιντε τώρα σύρε και μην κοτήσεις να σηκώσεις κεφάλι. [35]
Βέβαια, η επίσημη θέση της Ορθόδοξης εκκλησίας εκφράζεται με την επιστολή προς Γαλάτας του Απ Παύλου: « Ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι ελεύθερος ουδέ δούλος, ουκ ένι άρσεν ή θήλυ». Μ’ άλλα λόγια δεν αναγνωρίζει ο Χριστός διαφορές και διακρίσεις ανάμεσα στα δύο φύλα ούτε στις εθνικότητες, ούτε στην κοινωνική τάξη. Όλοι είναι ίσοι απέναντι στο Χριστό.
Η προαιώνια διάκριση των δύο φύλων αποτυπώνεται ανάγλυφα στο διήγημα: «Χιόνη και Χιόνη, χιόνι να σ’ έθαβε». Το κορίτσι ήταν κατάρα για την οικογένεια και η ευθύνη βάραινε μόνο τη μάνα. Τα πεθερικά της Μαλαματής να πώς υποδέχτηκαν την εγγονή τους, τη Χιόνη:
Δεν χάρηκαν πεθερικά και ο άντρας της. Το σχόλιό τους: Τι χαρά να σου δώκει μια παλιοκόπελη. Εμείς λογαριάζαμαν να κάνει παιδί (αγόρι). Πού ξέραμαν δεν ήταν άξια; Η πεθερά «γενναιόδωρη» της πήγε μια φασκιά πλεγμένη από νήμα μιας παλιάς ζακέτας. Αν είχες κάνει παιδί , μωρή Μαλαματή, θα του ‘φερνα μια χρυσή λίρα. Για την κοπέλα δεν έχω.
Αλλά και τα θέματα του βιασμού και της ενδοοικογενειακής ή μη βίας, που αποτελούν και σύγχρονα προβλήματα, θίγονται στο βιβλίο. Το μήνυμα το δίνει η αγράμματη Λυγερή στο τέλος του διηγήματος, για την τιμή του αντρός, που προτρέπει να καταγγέλλουμε τη βία στον εισαγγελέα: «Και μορφωμένες κι αμόρφωτες, άμα σας τύχει ζαγάρ’, πρέπει να μιλάτ’».
Δεν θα μπορούσα να παραλείψω και το θέμα της αλληλεγγύης , που λειτουργούσε ως συνεκτικός δεσμός σε παλαιότερες κοινωνίες και που είναι ζητούμενο σε κάθε εποχή. Στη σελ. 91 αναφέρεται:
Από λάμπα έπιασε φωτιά και κάηκε ένα σπίτι. Την άλλη μέρα μαζώχτηκε όλο το χωριό. Βοήθησαν όλοι με το μυστρί και τον ασβέστη. Άλλος στη σκέπη, άλλοι να μάσουν τα αποκαΐδια, μπάλωσαν όπως όπως τις ζημιές. Τους έδωκαν βελέντζες και σκουτιά και κάτι από τα χρειαζούμενα του νοικοκυριού, ό,τι είχε περισσευούμενο ο καθένας. Άλλος έναν ντρουβά αλεύρι, άλλος μισό τενεκέ λάδι, ένα σακούλι τραχανά, μια αρμαθιά μαραγγούλες, ένα νταβά γιομάτο φασούλια. Ως να βραδιάσει είχαν ξαναμάσει καινούριο βιος [91].
Είναι αναγκαίο να υπογραμμίσουμε, στο σημείο αυτό, ότι όσα καταγράφονται δεν ακολουθούν μια ευθύγραμμη και μονότονη πορεία, αλλά ο λόγος έχει ποικιλία, παρεμβάλλονται γνήσιοι διάλογοι, εκφράζονται σκέψεις, γίνονται συγκρίσεις. Ο στοχασμός και η περισυλλογή της συγγραφέως έχουν συχνή παρουσία, χωρίς να απουσιάζει και η φαντασία. Οι αναφορές και οι νύξεις για το παρελθόν δεν γίνονται, για να μείνουμε προσκολλημένοι σ’ αυτό, αλλά, έχοντας υπόψη το παλιό, να χαράξουμε ένα καλύτερο και πιο ανθρώπινο μέλλον. Άλλωστε, το αναφέρει ρητά και η ίδια στο εσώφυλλο (αυτί) του εμπροσθοφύλλου: «Ακουμπώ στο παρελθόν, όμως η λέξη που με καθορίζει είναι το Αύριο».
Η κ. Βερίγου κάνει πράξη αυτό που γράφει ο ποιητής Γ. Χουλιάρας: «ο συγγραφέας προσπαθεί να διερμηνεύσει με τον λόγο αλλεπάλληλες αναγνώσεις της κοινωνίας». Έτσι, και στο συγκεκριμένο βιβλίο η ίδια αναδεικνύεται βαθύς ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής. Στα διηγήματά της δεν βλέπει μόνον εξωτερικά τις ηρωίδες της σαν σκιορίσματα της φύσης, αλλά προσπαθεί να μπει βαθιά μέσα στην ψυχή τους, να έρθει στη θέση τους και να διαβάσει τις ανέκφραστες σκέψεις τους, στο βαθμό που μπορεί. Με τη βαθιά της γυναικεία ευαισθησία και ανθρωπιά προσπαθεί να συμπαρασταθεί, εκδηλώνοντας αβίαστα τα ποικίλα συναισθήματά της. Η συγκίνηση, που πιστεύω πως προδίδει έντονη ανθρωπιά, εκδηλώνεται αβίαστα και αυθόρμητα σε ανθρώπινες καταστάσεις και συμπεριφορές.
Επιπρόσθετα, η κ. Βερίγου κατέχει πολύ καλά την τέχνη του λόγου και χειρίζεται άριστα τη νεοελληνική γλώσσα. Απ’ ό,τι πρόσεξα δεν χρησιμοποιεί ούτε μια ξένη λέξη. Αντίθετα, εμπλουτίζει τη νεοελληνική γλώσσα με πολλές λέξεις και φράσεις του γλωσσικού ιδιώματος της περιοχής Μουργκάνας, Φιλιατών και γενικότερα της Θεσπρωτίας, θα έλεγα. Αναφέρω ενδεικτικά μερικές τέτοιες σπάνιες λέξεις και φράσεις. Λινάδερφα (Μικρότερα αδέρφια), γκιόξι (θώρακας), κλιόρεψε (κοιμήσου), μαλέκω (γιαγιά), τσέργα (στρωσίδι ή κουβέρτα), κρόθα (κόρα), ίτσιου (καθόλου), αναρίτσιασε, (ρίγησε) τηληόραση (τηλεόραση).
-Ορέ καμάρια τση θειάκως, κείνη που τη λένε Κρινιώ δεν τη γλέπω, που είναι τη;»
-Δεν πεθαινίσκει κι αυτή να λευτερωθείς. Κους μο κοπέλα!
Μπορεί αυτό, και κυρίως για τους νεότερους, να δημιουργεί κάποιο πρόβλημα κατανόησης, αλλά από τα συμφραζόμενα μπορεί ο καθένας να εικάσει το νόημα.
Παράλληλα, συναντάμε και το γλωσσικό φαινόμενο του αναγραμματισμού1, που έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα. λορόι, γρωνίζω, λεηκτρολόγος, τση αντί, αντίστοιχα ρολόι, γνωρίζω, ηλεκτρολόγος, της.
Όμως, έχει ιδιαίτερη σημασία για την ελληνική γλώσσα και γενικότερα για τη γλωσσολογία να καταγράφονται στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα όλες οι λέξεις και όλες οι σημασίες τους, γιατί όλες μαζί απαρτίζουν το μεγάλο ανθόκηπο της γλώσσας μας.
Για την ΟΝΕΣΚΟ ( Οργανισμός του ΟΗΕ για την εκπαίδευση, την επιστήμη και τον πολιτισμό) έχει αξία και σημασία κάθε ανθρώπινη δημιουργία, άρα κάθε γλώσσα, κάθε γλωσσικό ιδίωμα και κάθε λέξη. Την αξία αυτή αποτυπώνει και η ακόλουθη στιχομυθία ανάμεσα στον Νίκο Καζαντζάκη και τον Άγγελο Σικελιανό, που την καταγράφει ο Ι. Κακριδής στο έργο του: Προσφορά στον Νεοελληνικό λόγο:
«Το 1915 περιόδευαν Σικελιανός και Καζαντζάκης. Βρήκαν σε μια περιοχή ένα ωραίο αγριολούλουδο, αλλά δεν ήξεραν το όνομά του. Ρώτησαν παιδιά, αλλά δεν ήξεραν. Τους παρέπεμψαν σε μια γερόντισσα. Πήγαν να τη βρουν, αλλά είχε πεθάνει αποβραδίς. Τη μέρα εκείνη ο Άγγελος κι εγώ πενθήσαμε δύο θανάτους, εξομολογήθηκε ο Καζαντζάκης».
Επίσης, η αφήγηση και οι στοχασμοί στα διηγήματα δεν διατυπώνονται μονότονα αλλά υπάρχει εναλλαγή σχεδόν σε όλα τα πρόσωπα ενικού και πληθυντικού αριθμού, ανάλογα με τις περιστάσεις. Έτσι ο λόγος γίνεται ζωντανός και άμεσος.
Ως προς τον τρόπο γραφής και το ύφος θα έλεγα ότι υπάρχει πολύς στοχασμός, κατάθεση ψυχής και πνεύματος, ευαισθησία, ανθρώπινα συναισθήματα και λεκτική καλαισθησία.
Το βιβλίο αυτό, καρπός πνευματικής προσπάθειας, ανθρώπινης ευαισθησίας και κοινωνικού ρεαλισμού, αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, αξιοσημείωτη συνεισφορά στη σύγχρονη Νεοελληνική λογοτεχνία και κοινωνία. Θίγει τόσο πολλά ενδιαφέροντα και ευαίσθητα θέματα, που οδηγούν τον αναγνώστη να προβληματιστεί κι αυτός να συγκινηθεί και να βλέπει όσα συμβαίνουν γύρω του πιο υπεύθυνα, πιο ενεργητικά, πιο κριτικά. Από την άλλη μεριά, είναι ένα βιβλίο που το απολαμβάνει ο αναγνώστης, γιατί δονείται ο εσωτερικός του κόσμος, με αποτέλεσμα να αγαπάει περισσότερο τη λογοτεχνία και να ανατρέχει στα λογοτεχνικά έργα. Με αυτά συντροφιά μπορεί να περνάει τις ώρες του ευχάριστα, να συγκινείται, να εισπράττει σοφία, να παραδειγματίζεται και να τα έχει ως αντίδοτο στη μονοτονία της καθημερινότητας.
Πριν κλείσω θα ήθελα να συγχαρώ την κ. Βερίγου για το εξαιρετικό βιβλίο που μας χάρισε και να της ευχηθώ να είναι πάντα καλά με την οικογένειά της και να συνεχίσει το δημιουργικό, λογοτεχνικό και συγγραφικό της έργο.
Τελειώνω, με μια παραίνεση του γάλλου μυθιστοριογράφου Αντρέ Μωρουά: « Η τέχνη προσφέρει στο πνεύμα αυτό που του αρνείται η ζωή, την ένωση του στοχασμού με την γαλήνη».
________________________________________________________________________
Παραπομπή
1.Αναγραμματισμός: η δημιουργία μιας λέξης με μετάθεση των γραμμάτων που υπάρχουν σε μια φράση ή σε μια άλλη λέξη π.χ, «γραφή » είναι αναγραμματισμός της λέξης « φραγή » [Πηγή: Βικιλεξικό].
Ο αναγραμματισμός ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα. Με τον αναγραμματισμό εντυπωσιάζουμε, κερδίζουμε την προσοχή, ίσως προκαλούμε και θυμηδία.
Συναφής είναι και ο όρος σαρδάμ. Σαρδάμ είναι αναγραμματισμός του επωνύμου του ηθοποιού και σκηνοθέτη Αχιλλέα Μαδρά (1875–1972, Μαδράς- Σαρδάμ), ο οποίος σατιρίζοντας τη συνήθειά του να μπερδεύει τα λόγια του καθώς μιλούσε, διάβασε ανάποδα (από δεξιά προς αριστερά) τα γράμματα του επωνύμου του και δημιούργησε τη λέξη σαρδάμ. Το σαρδάμ παρατηρείται στον προφορικό λόγο και δεν γίνεται εσκεμμένα, αλλά εν τη ρύμη του λόγου γίνεται λάθος στην προφορά μιας λέξης. Π.χ. Αρνί αντί Ανρί, συγκάλυψα αντί συγκάλεσα. Αίγιο πέλαγος αντί Αιγαίο πέλαγος, θέματα βλαμμένα αντί θέματα βαλμένα[ Πηγή: Βικιλεξικό].
____________________________________________________________________________________
Γιώργος Κ. Καπρινιώτης Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων
Ο Γιώργος Καπρινιώτης του Κωνσταντίνου και της Αθηνάς γεννήθηκε το έτος 1946 στο Καρτέρι Θεσπρωτίας.
ΣΠΟΥΔΕΣ
1)Πτυχίο Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ιωαννίνων (1966), με υποτροφία του Ι.Κ.Υ.
2)Πτυχίο Φιλοσοφικής Σχολής Ιωαννίνων, τμήμα κλασικό (1971), με υποτροφία του Ι.Κ.Υ.
3)Πτυχίο Σχολής Επιμόρφωσης Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης Ιωαννίνων, ετήσιας διάρκειας (ΣΕΛΜΕ 1982).
4)Εξάμηνη επιμόρφωση στην Ακαδημία Επιμόρφωσης και Μετεκπαίδευσης Εκπαιδευτικών και Στελεχών Εκπαίδευσης του Ντίλινγκεν Βαυαρίας της Γερμανίας σε θέματα σχολικής Παιδαγωγικής, Ψυχολογίας και Συμβουλευτικής (χειμερινό εξάμηνο 2000- 2001).
Υπηρέτησε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευσης ως καθηγητής, υποδιευθυντής, διευθυντής γυμνασίων — λυκείων, διευθυντής του Πολυκλαδικού Λυκείου Ηγουμενίτσας και του Μεταλυκειακού Προπαρασκευαστικού Κέντρου, προϊστάμενος εκπαιδευτικών θεμάτων και Διευθυντής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Θεσπρωτίας. Για μια πενταετία υπηρέτησε με απόσπαση σε λύκεια του Μονάχου (1998–2003). Από τον Απρίλιο του 2003 μέχρι τον Αύγουστο του 2007 υπηρέτησε ως Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων στους Νομούς Άρτας και Πρέβεζας.
Έγραψε τα βιβλία: α) Συμβουλευτικό Υλικό σε θέματα Παιδαγωγικής, Διδακτικής, Διαχείρισης της τάξης κ.α.
β)Οδηγός Ορθογραφίας, Ετυμολογίας και Ερμηνείας Λέξεων και Φράσεων της Νεοελληνικής Γλώσσας
Αρθρογραφεί στον τοπικό τύπο της Θεσπρωτίας, κυρίως στη «ΘΕΣΠΡΩΤΙΚΗ» στα «ΧΑΙΡΕΤΗΜΑΤΑ», εφημερίδα της Αδελφότητας των εν Αθήναις Σαρακατσαναίων Ηπείρου και στο περιοδικό «ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΙΟΙ» της Αδελφότητας Σαρακατσαναίων Ηπείρου.