Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χαρούλα Βερίγου – Μπάντιου: Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα

του Γιώρ­γου Κ. Καπρι­νιώ­τη //

Αρχι­κά, θα ήθε­λα να συγ­χα­ρώ   τον Πολι­τι­στι­κό και  Κοι­νω­νι­κό Σύλ­λο­γο Ηγου­με­νί­τσας «ΡΕΝΑ ΚΩΤΣΙΟΥ», και ιδιαί­τε­ρα την πρό­ε­δρό του κ. Ελευ­θε­ρία Κώτσιου,  που  διορ­γα­νώ­νουν την απο­ψι­νή βιβλιο­πα­ρου­σί­α­ση, για­τί μ’ αυτήν την πρω­το­βου­λία τιμούν έμπρα­κτα  μία   πνευ­μα­τι­κή δημιουρ­γό, την κ. Χαρού­λα Βερί­γου – Μπά­ντιου. Έτσι, με την ενέρ­γεια αυτή δίνε­ται η δυνα­τό­τη­τα να γίνει ευρύ­τε­ρα γνω­στή στη Θεσπρω­τία η συγ­γρα­φέ­ας, που ναι μεν κατά­γε­ται από την Κρή­τη και ζει στην αντί­πε­ρα ακτή,  την Κέρ­κυ­ρα, αλλά έχει δεθεί και με τον νομό μας,  αφού ο σύζυ­γός της κ. Μιχά­λης Μπά­ντιος κατά­γε­ται από τον Τσα­μα­ντά. Από τη δική μου πλευ­ρά αισθά­νο­μαι ιδιαί­τε­ρη ικα­νο­ποί­η­ση, που μου δόθη­κε η ευκαι­ρία να γνω­ρί­σω μέσα από το βιβλίο  « Οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα» τη συγ­γρα­φέα — που συμ­βαί­νει να είναι, παράλ­λη­λα, και ποι­ή­τρια — και να συμ­με­τέ­χω στην απο­ψι­νή βιβλιοπαρουσίαση.

verigou1Οφεί­λω να ομο­λο­γή­σω ότι δεν είχα προη­γου­μέ­νως την ευκαι­ρία να γνω­ρί­σω έστω και ένα έργο της κ. Βερί­γου.   Τώρα, που το έφε­ρε η συγκυ­ρία να μελε­τή­σω το βιβλίο, το οποίο παρου­σιά­ζο­με από­ψε, μπο­ρώ κάλ­λι­στα να υπο­γραμ­μί­σω ανε­πι­φύ­λα­κτα ότι πρό­κει­ται για ένα πολύ καλό λογο­τε­χνι­κό βιβλίο, με τα υπέ­ρο­χα επτά διη­γή­μα­τα που περι­λαμ­βά­νο­νται σ’ αυτό. Πιστεύω πως   κάθε ανα­γνώ­στης αυτού του πονή­μα­τος κερ­δί­ζει πολ­λα­πλά και νιώ­θει την ανά­γκη να το ξανα­δια­βά­σει, προ­κει­μέ­νου να τρυ­γή­σει και πτυ­χές που δεν εισέ­πρα­ξε από την πρώ­τη ανά­γνω­ση. Γι αυτό, κάνω λόγο για μελέ­τη και όχι για μια απλή περι­διά­βα­ση. Με συγκε­ντρω­μέ­νη ψυχή και πνεύ­μα ο ανα­γνώ­στης αισθά­νε­ται την ανά­γκη να ανα­τρέ­χει στις σελί­δες αυτού του βιβλί­ου και να ανα­κα­λύ­πτει όχι μόνο τις λογο­τε­χνι­κές αρε­τές του, αλλά και μια σει­ρά από πολ­λά και ποι­κί­λα θέμα­τα, που απο­τε­λούν και  προ­βλή­μα­τα της κοι­νω­νί­ας. Θα παρο­μοί­α­ζα το βιβλίο, χωρίς υπερ­βο­λή, ως μια δεξα­με­νή, που, για να γευ­τείς το απο­λαυ­στι­κό και δρο­σε­ρό νερό της,  θα πρέ­πει να αντλείς πολ­λές φορές.

Ασφα­λώς, το βιβλίο αυτό δεν απο­τε­λεί, απλώς, ένα ευχά­ρι­στο ανά­γνω­σμα, με προ­βλη­μα­τι­σμούς και συγκι­νή­σεις, αλλά περιέ­χει πολ­λά στοι­χεία και πολ­λές πλη­ρο­φο­ρί­ες, που σίγου­ρα θα ενδια­φέ­ρουν όχι μόνο τους απλούς ανα­γνώ­στες αλλά και επι­στή­μο­νες, όπως λαο­γρά­φους, κοι­νω­νιο­λό­γους, γλωσ­σο­λό­γους, φιλο­λό­γους και ιστορικούς.

Μελε­τώ­ντας το, σε πρώ­τη φάση, στα­χυο­λό­γη­σα, ως πολύ ενδια­φέ­ρο­ντα τα ακόλουθα:

Κοι­νω­νι­κά θέμα­τα και φαι­νό­με­να: Η θέση της γυναί­κας, η εκπαί­δευ­ση και οι ποι­νές στο δημο­τι­κό σχο­λείο, η κοι­νω­νι­κή κινη­τι­κό­τη­τα verigou2στο εξω­τε­ρι­κό και στο εσω­τε­ρι­κό,  η  βία, ενδο­οι­κο­γε­νεια­κή και μη,  αλλά και η αλλη­λεγ­γύη και  η εκδή­λω­ση ευγνω­μο­σύ­νης. Στοι­χεία λαο­γρα­φί­ας, όπως είναι: ευχές, κατά­ρες, ξόρ­κια, μάγια, ρόλος ονεί­ρων για το μέλ­λον, έθι­μα, γρου­σου­ζιές, φιλέ­μα­τα και προ­λή­ψεις. Επί­σης, θίγο­νται θέμα­τα ιστο­ρι­κά, όπως είναι ο εμφύ­λιος πόλε­μος, το καθε­στώς Ενβέρ Χότζα, ο κόσμος των κλει­στών και ο κόσμος των ανοι­χτών συνόρων.

Όλα αυτά δια­τυ­πώ­νο­νται με λογο­τε­χνι­κή γρα­φή διαν­θι­σμέ­νη με πολ­λές λέξεις και φρά­σεις από την ντο­πιο­λα­λιά των κατοί­κων της περιο­χής Φιλια­τών και Μουρ­γκά­νας. Επί­σης, η συγ­γρα­φέ­ας επι­στρα­τεύ­ει στον λόγο της  την αρι­στο­φα­νι­κή δια­τύ­πω­ση, όταν ξεχει­λί­ζει η αγα­νά­κτη­ση και όταν σε άτο­μα  περισ­σεύ­ει η θρα­συ­δει­λία ή η ψευ­το­μα­γκιά αν θέλε­τε. Ακό­μη, θίγο­νται συναι­σθή­μα­τα, όπως το άγχος, ο φόβος, η ανα­σφά­λεια και η υπαρ­κτή ή ανύ­παρ­κτη συζυ­γι­κή  απιστία.

Επι­πλέ­ον, η συγ­γρα­φέ­ας στη­λι­τεύ­ει και κατα­δι­κά­ζει το κακό και κάθε μορ­φή βίας και έμμε­σα καλεί και τον ανα­γνώ­στη να πράτ­τει το ίδιο. Ακό­μη, αξιο­ση­μεί­ω­τη είναι, κατά τη γνώ­μη μου, και η παρου­σία του τρα­γι­κού στοι­χεί­ου. Ανα­φέ­ρω ενδει­κτι­κά, αυτό που απο­κα­λεί στο έργο του,  «Ποι­η­τι­κή τέχνη», ο Αρι­στο­τέ­λης περι­πέ­τεια, δηλα­δή, τη μετα­βο­λή των πρατ­το­μέ­νων εις το ενα­ντί­ον. Ένα πρό­σω­πο περι­πί­πτει από  μια κατά­στα­ση στην αντί­θε­τή της. Από τη χαρά στη λύπη, από την ευτυ­χί­ας στη δυστυ­χία ή αντί­στρο­φα. Στο πρώ­το διή­γη­μα με τίτλο: « Έχει πολ­λά και καλά άστρα στο Φιλιά­τι,  μο κοπέ­λα!», η  Φαι­νώ, που ένα από­γευ­μα γνώ­ρι­σε έναν νέο και της άνοι­ξε η καρ­διά της, το πρωί της επό­με­νης έμα­θε πώς ο πατέ­ρας της έφυ­γε από τη ζωή. Από την πρω­τό­γνω­ρη χαρά πέρα­σε στην  ανεί­πω­τη θλί­ψη. Ακού­στε και τη λογο­τε­χνι­κή δια­τύ­πω­ση της συγ­γρα­φέ­ως: «Εκεί που είχε ανοί­ξει η κουρ­τί­να της καρ­διάς να μπει λίγο ήλιος, ένιω­σε πως ξανασκοτείνιασε».

Ακό­μα ο ανα­γνώ­στης, μελε­τώ­ντας τα συγκε­κρι­μέ­να διη­γή­μα­τα, έχει την ευκαι­ρία να απο­θη­σαυ­ρί­σει πολ­λά θυμό­σο­φα λόγια, παροι­μί­ες και στοχασμούς:

Στη σελί­δα 152 τονί­ζει: Είναι κάτι στιγ­μές που απο­δει­κνύ­ουν πως το ένστι­κτο δε λαθεύ­ει ποτέ, πως η καρ­διά δεν γερ­νά και τα μάτια δεν ξεχνούν. Ακο­λου­θούν κι άλλοι στο­χα­σμοί με αρχή τη φρά­ση «είναι κάτι στιγμές».

Στη σελ.101 έχει ιδιαί­τε­ρη σημα­σία το αντι­θε­τι­κό ζεύ­γος δεν ήθε­λα… κι όμως. Η ηρω­ί­δα Μαλα­μα­τή εξο­μο­λο­γεί­ται: Δεν ήθε­λα να παντρευ­τώ κι όμως παντρεύ­τη­κα. Δεν ήθε­λα  αυτόν που μ’ έδω­καν κι όμως δεν χάλα­σα το χατί­ρι τους. Δεν ήθε­λα τα απο­φό­ρια της ζωής κανε­νός κι όμως μ’ αυτά ντύ­νο­μαι. Δεν ήθε­λα να με λυπού­νται κι όμως… Τελειω­μό δεν έχουν τα «δεν ήθε­λα» και τα «όμως».

verigou3

Επί­σης, τα θυμό­σο­φα λόγια και οι παροι­μί­ες  με τη συχνή παρου­σία  και τη δια­χρο­νι­κή τους αξία διδά­σκουν και νου­θε­τούν τους ανα­γνώ­στες. Ενδει­κτι­κά αναφέρω:

-Απού φελά, παντού φελά (όποιος ωφε­λεί, παντού ωφε­λεί (προ­σφέ­ρει).

-Γλι­τώ­σα­μαν απ’ τα θηρία τα μεγά­λα και τώρε, όπως κατα­ντή­σα­μαν, θα μας φάν’ οι δικοί μας ψύλ­λοι [48].

-Όσα φέρ­νει μια ώρα, δεν τα φέρ­νει μια ζωή.

-Τα βάσα­να δεν έχουν κατοι­κιά. Σήμε­ρα, εδώ­για, αύριο εκεί­για κι όταν είναι να σε βρουν δεν σου στέλ­νουν σήμα κιν­δύ­νου να καρ­τε­ράς να προ­φυ­λα­χτείς. Φανε­ρώ­νο­νται εκεί που δεν τα περιμένεις.

- Ό,τι είναι η περιου­σία είναι και η ομορ­φιά. Σήμε­ρα δική σου, αύριο κανενός.

Αλλά πιστεύω πως έχει ιδιαί­τε­ρη αξία και η ανα­φο­ρά της συγ­γρα­φέ­ως στην Κραυ­γή του Μουνκ. (στο διή­γη­μα για την τιμή της γυναι­κός σελ. 77). Η Κραυ­γή είναι ένας περί­φη­μος πίνα­κας του Νορ­βη­γού ζωγρά­φου Μουνκ, που δεί­χνει έναν άνδρα να περ­πα­τά σε μία γέφυ­ρα κατά το  ηλιο­βα­σί­λε­μα, με το κεφά­λι του ανά­με­σα στις παλά­μες  και με μία έκφρα­ση τρό­μου στο πρό­σω­πό του. Είναι η από­λυ­τη ενσάρ­κω­ση του φόβου, της αγω­νί­ας και της απο­ξέ­νω­σης. Έχει κατα­λή­ξει να συμ­βο­λί­ζει την αρνη­τι­κή συναι­σθη­μα­τι­κή αντί­δρα­ση σχε­δόν στα πάντα. Κατά ανά­λο­γο τρό­πο, και στα διη­γή­μα­τα του βιβλί­ου παρου­σιά­ζο­νται γυναι­κεί­ες μορ­φές να βρί­σκο­νται σε από­γνω­ση, σε κατά­στα­ση αγω­νί­ας, φόβου, σύγ­χυ­σης ή και αλλο­φρο­σύ­νης, εξαι­τί­ας των σοβα­ρών προ­βλη­μά­των που βίωσαν.

verigou4

Αλλά, το κύριο και  βασι­κό θέμα που δια­περ­νά όλα τα διη­γή­μα­τα είναι οι πολ­λα­πλοί ρόλοι και η θέση της γυναί­κας στην περιο­χή Φιλια­τών κατά τον εικο­στό αιώ­να. Η αγράμ­μα­τη ή μισο­α­γράμ­μα­τη και υπο­τι­μη­μέ­νη γυναί­κα, σε σχέ­ση με τον άντρα, επι­τε­λεί επά­ξια τον ρόλο της ως συζύ­γου, μάνας και πεθε­ράς. Μεγα­λώ­νει τα παι­διά της με αρχές και αξί­ες, αντι­κα­θι­στώ­ντας και τον άντρα — πατέ­ρα, που σε πολ­λές περι­πτώ­σεις βρί­σκε­ται στην ξενι­τιά. Φρο­ντί­ζει με καρ­τε­ρία και υπο­μο­νή τα πεθε­ρι­κά της. Εργά­ζε­ται σκλη­ρά και αδια­μαρ­τύ­ρη­τα μέσα και έξω από το σπί­τι. Ασχο­λεί­ται όχι μόνο με το νοι­κο­κυ­ριό αλλά και με εργα­σί­ες που έχουν  σχέ­ση με κήπους, χωρά­φια και ζώα. Σου δημιουρ­γεί­ται η εντύ­πω­ση πως  η γυναί­κα της περιο­χής της Μουρ­γκά­νας είναι φτιαγ­μέ­νη από ατσά­λι και δεν λυγί­ζει στις δυσκο­λί­ες και στις αντι­ξο­ό­τη­τες που αντι­με­τω­πί­ζει καθη­με­ρι­νά. Πιστεύ­ει στις προ­λή­ψεις και χρη­σι­μο­ποιεί τα βότα­να και τα ξόρ­κια, για να αντι­με­τω­πί­ζει τις συνη­θι­σμέ­νες αρρώ­στιες και το μάτια­σμα. Παλεύ­ει  με τα στοι­χειά της φύσης και με ανθρώ­πους που την επι­βου­λεύ­ο­νται και επι­διώ­κουν οποια­δή­πο­τε εκμε­τάλ­λευ­σή της. Στη σελί­δα 163 διαβάζουμε:

-Κι οι έρη­μες γυναί­κες τι έρχο­νταν στον κόσμο; Τι κατα­λά­βαι­ναν; Ίτσιου τίπο­τες. Τις πάντρε­βαν, τις έβα­ζαν σε περισ­σό­τε­ρη τυρα­γνία και βάσα­να. Αρέ­ντευαν μανα­χά να υπη­ρε­τούν πότε τους άντρες, πότε τους γερό­ντους, τα παι­διά, τις κοπέ­λες, τον πόλε­μο, ως και αυτόν τον διά­τα­νο. Οι συνη­θι­σμέ­νες συμ­βου­λές, που άκου­γαν τα κορί­τσια από τη μικρή τους ηλι­κία ήταν.

«Να σκέ­πτε­σαι πρώ­τα την φαμε­λιά σου, άντα θά ’ρθει ο και­ρός ν’ απο­κτή­σεις, δεύ­τε­ρα τους άλλους γύρα σου και στον πάτο, άμα μεί­κει για τ’ εσέ­να και να κρα­τείς το στό­μα κλει­στό, έτσι κάνουν οι γυναί­κες του θεου­λά­κη, έτσι να κάνεις κι εσύ δολιοκόπελη».

verigou6

Η αντί­λη­ψη ότι η γυναί­κα είναι πηγή του κακού και κατώ­τε­ρη από τον άντρα υπο­στη­ρί­ζε­ται ακό­μη και από έναν ιερωμένο:

-Να κάνεις υπο­μο­νή. Εσείς οι γυναί­κες είστε κατα­ρα­μέ­νες. Εξαι­τί­ας σας χάσα­με τον παρά­δει­σο. Κους, είστε όλες πιο κάτω από τους άντρες. Έτσι,  σας έφκια­σε ο Θεός. Δεν κάνει να σηκώ­νε­τε κεφά­λι. Ο άντρας και να κάνει δεν έχει ευθύ­νη, το φταί­ξι­μο είναι της γυναι­κός. Αυτή βάζει ο σια­τά­νης και κου­νά­ει την ουρά. Είναι η αμαρ­τία η προ­πα­το­ρι­κή, μο τσού­πρα. Άιντε τώρα  σύρε και μην κοτή­σεις να σηκώ­σεις κεφά­λι. [35]

Βέβαια, η επί­ση­μη θέση της Ορθό­δο­ξης εκκλη­σί­ας εκφρά­ζε­ται με την επι­στο­λή προς Γαλά­τας του Απ Παύ­λου: « Ουκ ένι Ιου­δαί­ος ουδέ  Έλλην, ουκ ένι ελεύ­θε­ρος ουδέ δού­λος, ουκ ένι άρσεν ή θήλυ». Μ’ άλλα λόγια δεν ανα­γνω­ρί­ζει ο Χρι­στός δια­φο­ρές και δια­κρί­σεις ανά­με­σα στα δύο φύλα ούτε στις εθνι­κό­τη­τες, ούτε στην κοι­νω­νι­κή τάξη. Όλοι είναι ίσοι απέ­να­ντι στο Χριστό.

Η προ­αιώ­νια διά­κρι­ση των δύο φύλων απο­τυ­πώ­νε­ται ανά­γλυ­φα στο διή­γη­μα: «Χιό­νη και Χιό­νη, χιό­νι να σ’ έθα­βε». Το κορί­τσι ήταν κατά­ρα για την οικο­γέ­νεια και η ευθύ­νη βάραι­νε μόνο τη μάνα. Τα πεθε­ρι­κά της Μαλα­μα­τής να πώς υπο­δέ­χτη­καν την εγγο­νή τους, τη Χιόνη:

Δεν χάρη­καν πεθε­ρι­κά και ο άντρας της. Το σχό­λιό τους: Τι χαρά να σου δώκει μια παλιο­κό­πε­λη. Εμείς λογα­ριά­ζα­μαν να κάνει παι­δί (αγό­ρι). Πού ξέρα­μαν δεν ήταν άξια; Η πεθε­ρά «γεν­ναιό­δω­ρη» της πήγε μια φασκιά πλεγ­μέ­νη από νήμα μιας παλιάς ζακέ­τας. Αν είχες κάνει παι­δί , μωρή Μαλα­μα­τή, θα του ‘φερ­να μια χρυ­σή λίρα. Για την κοπέ­λα δεν έχω.

Αλλά και τα θέμα­τα  του βια­σμού και της ενδο­οι­κο­γε­νεια­κής ή μη βίας, που απο­τε­λούν και σύγ­χρο­να προ­βλή­μα­τα, θίγο­νται στο βιβλίο. Το μήνυ­μα το δίνει η αγράμ­μα­τη Λυγε­ρή στο τέλος του διη­γή­μα­τος, για την τιμή του αντρός, που προ­τρέ­πει να καταγ­γέλ­λου­με τη βία στον εισαγ­γε­λέα: «Και μορ­φω­μέ­νες κι αμόρ­φω­τες, άμα σας τύχει ζαγάρ’, πρέ­πει να μιλάτ’».

Δεν θα μπο­ρού­σα να παρα­λεί­ψω  και το θέμα της αλλη­λεγ­γύ­ης , που λει­τουρ­γού­σε ως συνε­κτι­κός δεσμός σε παλαιό­τε­ρες κοι­νω­νί­ες και που είναι ζητού­με­νο σε κάθε επο­χή. Στη σελ. 91 αναφέρεται:

Από λάμπα έπια­σε φωτιά και κάη­κε ένα σπί­τι. Την άλλη μέρα μαζώ­χτη­κε όλο το χωριό. Βοή­θη­σαν όλοι με το μυστρί και τον ασβέ­στη. Άλλος στη σκέ­πη, άλλοι να μάσουν τα απο­κα­ΐ­δια, μπά­λω­σαν όπως όπως τις ζημιές. Τους έδω­καν βελέν­τζες και σκου­τιά και κάτι από τα χρεια­ζού­με­να του νοι­κο­κυ­ριού, ό,τι είχε περισ­σευού­με­νο ο καθέ­νας. Άλλος έναν ντρου­βά αλεύ­ρι, άλλος μισό τενε­κέ λάδι, ένα σακού­λι τρα­χα­νά, μια αρμα­θιά μαραγ­γού­λες, ένα ντα­βά γιο­μά­το φασού­λια. Ως να βρα­διά­σει είχαν ξανα­μά­σει και­νού­ριο βιος [91].

Είναι ανα­γκαίο να υπο­γραμ­μί­σου­με, στο σημείο αυτό, ότι όσα κατα­γρά­φο­νται δεν ακο­λου­θούν μια ευθύ­γραμ­μη και   μονό­το­νη πορεία, αλλά ο λόγος έχει ποι­κι­λία, παρεμ­βάλ­λο­νται γνή­σιοι διά­λο­γοι, εκφρά­ζο­νται σκέ­ψεις, γίνο­νται συγκρί­σεις. Ο στο­χα­σμός και η περι­συλ­λο­γή της συγ­γρα­φέ­ως έχουν συχνή παρου­σία, χωρίς να απου­σιά­ζει και η φαντα­σία. Οι ανα­φο­ρές και οι νύξεις για το παρελ­θόν  δεν γίνο­νται, για να μεί­νου­με προ­σκολ­λη­μέ­νοι σ’ αυτό, αλλά, έχο­ντας υπό­ψη το παλιό, να χαρά­ξου­με ένα καλύ­τε­ρο και πιο ανθρώ­πι­νο  μέλ­λον. Άλλω­στε, το ανα­φέ­ρει ρητά και η ίδια στο εσώ­φυλ­λο (αυτί) του εμπρο­σθο­φύλ­λου: «Ακου­μπώ στο παρελ­θόν, όμως η λέξη που με καθο­ρί­ζει είναι το Αύριο».

Η κ. Βερί­γου κάνει πρά­ξη αυτό που γρά­φει ο ποι­η­τής Γ. Χου­λιά­ρας:   «ο συγ­γρα­φέ­ας προ­σπα­θεί να διερ­μη­νεύ­σει με τον λόγο αλλε­πάλ­λη­λες ανα­γνώ­σεις της κοι­νω­νί­ας». Έτσι, και στο συγκε­κρι­μέ­νο βιβλίο  η  ίδια ανα­δει­κνύ­ε­ται βαθύς ανα­τό­μος της ανθρώ­πι­νης ψυχής. Στα διη­γή­μα­τά της  δεν  βλέ­πει  μόνον εξω­τε­ρι­κά τις ηρω­ί­δες της σαν σκιο­ρί­σμα­τα της φύσης, αλλά προ­σπα­θεί να μπει βαθιά μέσα στην ψυχή τους,  να έρθει στη θέση τους και να δια­βά­σει τις ανέκ­φρα­στες σκέ­ψεις τους, στο βαθ­μό που μπο­ρεί. Με τη βαθιά της γυναι­κεία ευαι­σθη­σία  και ανθρω­πιά προ­σπα­θεί να συμπα­ρα­στα­θεί, εκδη­λώ­νο­ντας αβί­α­στα  τα ποι­κί­λα συναι­σθή­μα­τά της. Η συγκί­νη­ση, που πιστεύω πως προ­δί­δει έντο­νη ανθρω­πιά, εκδη­λώ­νε­ται αβί­α­στα και αυθόρ­μη­τα σε ανθρώ­πι­νες κατα­στά­σεις  και συμπεριφορές.

Επι­πρό­σθε­τα, η κ. Βερί­γου κατέ­χει πολύ καλά την τέχνη του λόγου και χει­ρί­ζε­ται άρι­στα τη νεο­ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα. Απ’ ό,τι πρό­σε­ξα δεν χρη­σι­μο­ποιεί ούτε μια ξένη λέξη. Αντί­θε­τα, εμπλου­τί­ζει τη νεο­ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα με πολ­λές λέξεις και φρά­σεις του γλωσ­σι­κού ιδιώ­μα­τος της περιο­χής  Μουρ­γκά­νας, Φιλια­τών και γενι­κό­τε­ρα της Θεσπρω­τί­ας, θα έλε­γα. Ανα­φέ­ρω ενδει­κτι­κά μερι­κές τέτοιες σπά­νιες λέξεις και φρά­σεις. Λινά­δερ­φα (Μικρό­τε­ρα αδέρ­φια), γκιό­ξι (θώρα­κας), κλιό­ρε­ψε (κοι­μή­σου), μαλέ­κω (για­γιά), τσέρ­γα (στρω­σί­δι ή κου­βέρ­τα), κρό­θα (κόρα), ίτσιου (καθό­λου),  ανα­ρί­τσια­σε, (ρίγη­σε)  τηληό­ρα­ση (τηλε­ό­ρα­ση).

-Ορέ καμά­ρια τση θειά­κως, κεί­νη που τη λένε Κρι­νιώ δεν τη γλέ­πω, που είναι τη;»

-Δεν πεθαι­νί­σκει κι αυτή να λευ­τε­ρω­θείς. Κους μο κοπέλα!

Μπο­ρεί αυτό, και κυρί­ως για τους νεό­τε­ρους, να δημιουρ­γεί κάποιο πρό­βλη­μα κατα­νό­η­σης, αλλά από τα συμ­φρα­ζό­με­να μπο­ρεί ο καθέ­νας να εικά­σει το νόημα.

Παράλ­λη­λα, συνα­ντά­με και το γλωσ­σι­κό φαι­νό­με­νο του ανα­γραμ­μα­τι­σμού1, που έχει τις ρίζες του στην αρχαιό­τη­τα. λορόι, γρω­νί­ζω, λεη­κτρο­λό­γος, τση αντί, αντί­στοι­χα ρολόι, γνω­ρί­ζω, ηλε­κτρο­λό­γος, της.

Όμως, έχει ιδιαί­τε­ρη σημα­σία για την ελλη­νι­κή γλώσ­σα και γενι­κό­τε­ρα για τη γλωσ­σο­λο­γία  να κατα­γρά­φο­νται στο τοπι­κό γλωσ­σι­κό ιδί­ω­μα όλες οι λέξεις και όλες οι σημα­σί­ες τους, για­τί όλες μαζί απαρ­τί­ζουν το μεγά­λο ανθό­κη­πο της γλώσ­σας μας.

Για την ΟΝΕΣΚΟ ( Οργα­νι­σμός του ΟΗΕ για την εκπαί­δευ­ση, την επι­στή­μη και τον πολι­τι­σμό) έχει αξία και σημα­σία κάθε ανθρώ­πι­νη δημιουρ­γία, άρα  κάθε γλώσ­σα, κάθε γλωσ­σι­κό ιδί­ω­μα και κάθε λέξη. Την αξία αυτή απο­τυ­πώ­νει και η ακό­λου­θη στι­χο­μυ­θία ανά­με­σα στον Νίκο Καζαν­τζά­κη και τον Άγγε­λο Σικε­λια­νό, που την κατα­γρά­φει ο Ι. Κακρι­δής στο έργο του: Προ­σφο­ρά στον Νεο­ελ­λη­νι­κό λόγο:

«Το 1915 περιό­δευαν Σικε­λια­νός και Καζαν­τζά­κης. Βρή­καν σε μια περιο­χή  ένα ωραίο αγριο­λού­λου­δο, αλλά δεν ήξε­ραν το όνο­μά του. Ρώτη­σαν παι­διά, αλλά δεν  ήξε­ραν. Τους παρέ­πεμ­ψαν σε μια γερό­ντισ­σα. Πήγαν να τη βρουν, αλλά είχε πεθά­νει απο­βρα­δίς. Τη μέρα εκεί­νη ο Άγγε­λος κι εγώ πεν­θή­σα­με δύο θανά­τους, εξο­μο­λο­γή­θη­κε ο Καζαντζάκης».

Επί­σης,  η αφή­γη­ση και οι στο­χα­σμοί στα διη­γή­μα­τα δεν δια­τυ­πώ­νο­νται μονό­το­να  αλλά υπάρ­χει εναλ­λα­γή  σχε­δόν σε όλα τα πρό­σω­πα  ενι­κού και πλη­θυ­ντι­κού αριθ­μού, ανά­λο­γα με τις περι­στά­σεις. Έτσι ο λόγος γίνε­ται ζωντα­νός και άμεσος.

Ως προς τον τρό­πο γρα­φής και το ύφος θα έλε­γα ότι υπάρ­χει πολύς στο­χα­σμός, κατά­θε­ση ψυχής και πνεύ­μα­τος, ευαι­σθη­σία, ανθρώ­πι­να συναι­σθή­μα­τα και λεκτι­κή καλαισθησία.

Το βιβλίο  αυτό, καρ­πός πνευ­μα­τι­κής προ­σπά­θειας, ανθρώ­πι­νης ευαι­σθη­σί­ας και κοι­νω­νι­κού ρεα­λι­σμού, απο­τε­λεί, κατά τη γνώ­μη μου, αξιο­ση­μεί­ω­τη συνει­σφο­ρά στη σύγ­χρο­νη Νεο­ελ­λη­νι­κή λογο­τε­χνία και κοι­νω­νία. Θίγει τόσο πολ­λά ενδια­φέ­ρο­ντα και ευαί­σθη­τα θέμα­τα, που οδη­γούν τον ανα­γνώ­στη να προ­βλη­μα­τι­στεί κι αυτός να συγκι­νη­θεί και να βλέ­πει όσα συμ­βαί­νουν  γύρω του πιο υπεύ­θυ­να, πιο ενερ­γη­τι­κά, πιο κρι­τι­κά. Από την άλλη μεριά, είναι ένα βιβλίο που το απο­λαμ­βά­νει ο ανα­γνώ­στης,  για­τί δονεί­ται ο εσω­τε­ρι­κός του κόσμος, με απο­τέ­λε­σμα να αγα­πά­ει περισ­σό­τε­ρο  τη λογο­τε­χνία και  να ανα­τρέ­χει στα λογο­τε­χνι­κά έργα. Με αυτά συντρο­φιά   μπο­ρεί να περ­νά­ει τις ώρες του ευχά­ρι­στα, να συγκι­νεί­ται, να εισπράτ­τει σοφία, να παρα­δειγ­μα­τί­ζε­ται και να τα έχει ως αντί­δο­το στη μονο­το­νία της καθημερινότητας.

Πριν κλεί­σω θα ήθε­λα να συγ­χα­ρώ την κ. Βερί­γου για το εξαι­ρε­τι­κό βιβλίο που μας χάρι­σε και να της ευχη­θώ  να είναι πάντα καλά με την οικο­γέ­νειά της και να συνε­χί­σει το δημιουρ­γι­κό, λογο­τε­χνι­κό και συγ­γρα­φι­κό της έργο.

Τελειώ­νω, με  μια παραί­νε­ση του γάλ­λου μυθι­στο­ριο­γρά­φου Αντρέ Μωρουά: « Η τέχνη προ­σφέ­ρει στο πνεύ­μα αυτό που του αρνεί­ται η ζωή, την ένω­ση του στο­χα­σμού με την γαλήνη».

________________________________________________________________________

Παρα­πο­μπή

1.Αναγραμματισμός: η δημιουρ­γία μιας λέξης με μετά­θε­ση των γραμ­μά­των που υπάρ­χουν σε μια φρά­ση ή σε μια άλλη λέξη π.χ, «γρα­φή » είναι ανα­γραμ­μα­τι­σμός της λέξης « φρα­γή » [Πηγή: Βικιλεξικό].

Ο ανα­γραμ­μα­τι­σμός ήταν γνω­στός και στην αρχαιό­τη­τα. Με τον ανα­γραμ­μα­τι­σμό εντυ­πω­σιά­ζου­με, κερ­δί­ζου­με την προ­σο­χή, ίσως προ­κα­λού­με και θυμηδία.

Συνα­φής είναι και ο όρος σαρ­δάμ. Σαρ­δάμ είναι  ανα­γραμ­μα­τι­σμός του επω­νύ­μου του ηθο­ποιού και σκη­νο­θέ­τη Αχιλ­λέα Μαδρά (1875–1972,  Μαδράς- Σαρ­δάμ), ο οποί­ος σατι­ρί­ζο­ντας τη συνή­θειά του να μπερ­δεύ­ει τα λόγια του καθώς μιλού­σε, διά­βα­σε ανά­πο­δα (από δεξιά προς αρι­στε­ρά) τα γράμ­μα­τα του επω­νύ­μου του και δημιούρ­γη­σε τη λέξη σαρ­δάμ. Το σαρ­δάμ παρα­τη­ρεί­ται στον προ­φο­ρι­κό λόγο και δεν γίνε­ται εσκεμ­μέ­να, αλλά εν τη ρύμη του λόγου γίνε­ται λάθος στην προ­φο­ρά μιας λέξης. Π.χ. Αρνί αντί Ανρί, συγκά­λυ­ψα αντί συγκά­λε­σα. Αίγιο πέλα­γος αντί Αιγαίο πέλα­γος, θέμα­τα βλαμ­μέ­να αντί θέμα­τα βαλ­μέ­να[ Πηγή: Βικιλεξικό].

____________________________________________________________________________________

Γιώργος Κ. Καπρινιώτης  Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων
Ο Γιώργος Καπρινιώτης του Κωνσταντίνου και της Αθηνάς γεννήθηκε το έτος 1946 στο Καρτέρι Θεσπρωτίας.
ΣΠΟΥΔΕΣ
1)Πτυχίο Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ιωαννίνων (1966), με υποτροφία του Ι.Κ.Υ.
kapriniotis2)Πτυχίο Φιλοσοφικής Σχολής Ιωαννίνων, τμήμα κλασικό (1971), με υποτροφία του Ι.Κ.Υ.
3)Πτυχίο Σχολής Επιμόρφωσης Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης Ιωαννίνων, ετήσιας διάρκειας (ΣΕΛΜΕ 1982).
4)Εξάμηνη επιμόρφωση στην Ακαδημία Επιμόρφωσης και Μετεκπαίδευσης Εκπαιδευτικών και Στελεχών Εκπαίδευσης του Ντίλινγκεν Βαυαρίας της Γερμανίας σε θέματα σχολικής Παιδαγωγικής, Ψυχολογίας και Συμβουλευτικής (χειμερινό εξάμηνο 2000- 2001).
Υπηρέτησε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευσης ως καθηγητής, υποδιευθυντής, διευθυντής γυμνασίων — λυκείων, διευθυντής του Πολυκλαδικού Λυκείου Ηγουμενίτσας και του Μεταλυκειακού Προπαρασκευαστικού Κέντρου, προϊστάμενος εκπαιδευτικών θεμάτων και Διευθυντής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Θεσπρωτίας. Για μια πενταετία υπηρέτησε με απόσπαση σε λύκεια του Μονάχου (1998–2003). Από τον Απρίλιο του 2003 μέχρι τον Αύγουστο του 2007 υπηρέτησε ως Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων στους Νομούς Άρτας και Πρέβεζας.
Έγραψε τα βιβλία: α) Συμβουλευτικό Υλικό σε θέματα Παιδαγωγικής, Διδακτικής, Διαχείρισης της τάξης κ.α.
β)Οδηγός Ορθογραφίας, Ετυμολογίας και Ερμηνείας Λέξεων και Φράσεων της Νεοελληνικής Γλώσσας
Αρθρογραφεί στον τοπικό τύπο της Θεσπρωτίας, κυρίως στη «ΘΕΣΠΡΩΤΙΚΗ» στα «ΧΑΙΡΕΤΗΜΑΤΑ», εφημερίδα της Αδελφότητας των εν Αθήναις Σαρακατσαναίων Ηπείρου και στο περιοδικό «ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΙΟΙ» της Αδελφότητας Σαρακατσαναίων Ηπείρου.

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο