Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

“Ένα μεγάλο βράδυ” στο Σκοπευτήριο Καισαριανής

Με μια αξέ­χα­στη βρα­διά ξεκί­νη­σαν οι εκδη­λώ­σεις του ΚΚΕ στην Και­σα­ρια­νή _με τη στή­ρι­ξη του –με επι­κε­φα­λής τη Λαϊ­κή Συσπεί­ρω­ση Δήμου για τα 80 χρό­νια από την Πρω­το­μα­γιά του 1944 και την εκτέ­λε­ση των 200 αγω­νι­στών-κομ­μου­νι­στών, παρου­σιά­ζο­ντας το ιστο­ρι­κό μυθι­στό­ρη­μα του Σπύ­ρου Τζό­καένα μεγά­λο βρά­δυ”.

Πλή­θος κόσμου συγκε­ντρώ­θη­κε από νωρίς στο Σκο­πευ­τή­ριο, όπου όλα είναι έτοι­μα για τον πρώ­το σταθ­μό του 50ού Φεστι­βάλ, σήμε­ρα Κυρια­κή 28 Απρί­λη. Μετα­ξύ των παρευ­ρι­σκό­με­νων οι Γιάν­νης Πρω­τού­λης και Θέμης Γκιώ­νης _μέλη του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, ο Ηλί­ας Στα­μέ­λος Δήμαρ­χος Και­σα­ρια­νής, ο Γιάν­νης Μανου­σο­γιαν­νά­κης, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, ο γερό­λυ­κος Γιώρ­γης Κατη­μερ­τζής (πρώ­ην δήμαρ­χος και Αντι­πρό­ε­δρος ΠΕΑΕΑ – ΔΣΕ) κά

Κανέλ­λα Γεωργοπούλου

Μίλη­σαν οι:

  • Κανέλ­λα Γεωρ­γο­πού­λου εκ μέρους του ΚΚΕ
  • Σπύ­ρος Τζό­κας, πανε­πι­στη­μια­κός, συγ­γρα­φέ­ας _για τον Ναπο­λέ­ο­ντα Σουκατζίδη
  • Κυρια­κή Καμα­ρι­νού, εκπαι­δευ­τι­κός, διδά­κτωρ Κοι­νω­νιο­λο­γί­ας, μέλος την συντα­κτι­κής επι­τρο­πής του περιο­δι­κού «Θέμα­τα Παι­δεί­ας» και συνερ­γά­της του εκδο­τι­κού Σύγ­χρο­νη Εποχή
  • Γιάν­νης Μηλιός, ομό­τι­μος καθη­γη­τής Πολι­τι­κής Οικο­νο­μί­ας στο Εθνι­κό Μετσό­βιο Πολυ­τε­χνείο, διευ­θυ­ντής του περιο­δι­κού «Θέσεις»
  • Ανα­στά­σης Γκί­κας, διδά­κτωρ Πολι­τι­κών Επιστημών 
    • Δρα­μα­το­ποι­η­μέ­να απο­σπά­σμα­τα από το βιβλίο παρου­σιά­στη­καν από την Ειρή­νη Μελά σε σκη­νο­θε­σία της Αγγε­λι­κής Κασσόλα
    • Ο Τάκης Κων­σια­ντα­κό­που­λος ερμή­νευ­σε δύο τρα­γού­δια από τον Επιτάφιο

Παρα­θέ­του­με την ομι­λία του Σπύ­ρου Τζόκα

Φίλες και φίλοι καλη­σπέ­ρα σας. Θα ήθε­λα εκ των προ­τέ­ρων να ευχα­ρι­στή­σω όλους εσάς που κάνα­τε τον κόπο να έρθε­τε στο χώρο αυτό. Ιδιαί­τε­ρα βέβαια του ανθρώ­πους που μου κάνουν την τιμή να βρί­σκο­νται στο πάνελ, την Κυρια­κή Καμα­ρι­νού, τον Γιάν­νη Μηλιό και τον Ανα­στά­ση Γκί­κα. Ακό­μα εκεί­νους που συμ­με­τέ­χουν στη δρα­μα­το­ποί­η­ση και είναι πρό­θυ­μοι σε κάθε κάλε­σμα μας, εννοώ την Αγγε­λι­κή Κασό­λα, την Ειρή­νη Μελά και τον Τάκη Κων­στα­ντα­κό­που­λο. Το Δήμαρ­χο Ηλία Στα­μέ­λο και το Δημο­τι­κό Συμ­βού­λιο που στην κορυ­φαία εκδή­λω­ση της πόλης μου έκα­ναν την τιμή να συμπε­ρι­λά­βουν και το βιβλίο μου. Τέλος στη Σύγ­χρο­νη Επο­χή που αγκά­λια­σε το νέο μου βιβλίο με ιδιαί­τε­ρη θέρμη.

Σχε­τι­κά με το βιβλίο τώρα.
Η ιστο­ρία ξεκι­νά­ει από την Και­σα­ρια­νή και τελειώ­νει εκεί. Από έναν καφε­νέ της Και­σα­ρια­νής, φθι­νό­πω­ρο 2023. Και στη συνέ­χεια ένα ταξί­δι στο χρό­νο, μέχρι την επι­στρο­φή και πάλι στα χώμα­τα της Και­σα­ρια­νής. Το «ένα μεγά­λο βρά­δυ» είναι ένα ιστο­ρι­κό μυθι­στό­ρη­μα που δια­τρέ­χει την σύγ­χρο­νη ιστο­ρία του τόπου μας. Από τους εκτο­πι­σμούς του 1914–1915, την Ελλά­δα των δυο ηπεί­ρων και των πέντε θαλασ­σών, στην τρα­γω­δία της Μικρα­σια­τι­κής κατα­στρο­φής, το οδυ­νη­ρό δρά­μα των προ­σφύ­γων, τις εξο­ρί­ες, την κατο­χή και την ένο­πλη αντί­στα­ση στον κατακτητή.

Μέσα από την ανα­δρο­μή στο παρελ­θόν, που κάνει ο έγκλει­στος στο στρα­τό­πε­δο του Χαϊ­δα­ρί­ου, Ναπο­λέ­ων Σου­κα­τζί­δης, περι­μέ­νο­ντας να ξημε­ρώ­σει η μέρα της εκτέ­λε­σης του, ο ανα­γνώ­στης ταξι­δεύ­ει στις πατρο­γο­νι­κές εστί­ες του Μικρα­σια­τι­κού Ελλη­νι­σμού, στην Τρι­γλιά και από εκεί στην Πρού­σα και στα τάγ­μα­τα εργα­σί­ας (Αμε­λέ Ταμπου­ρού σσ. δεί­τε εδώ) στα βάθη της Ανατολής.

«Τον άνθρω­πο μπο­ρείς αν θες να τον εξο­ντώ­σεις, αλλά δεν μπο­ρείς να τον νική­σεις» Η φρά­ση αυτή του Έρνεστ Χεμιν­γουαίη κυριαρ­χού­σε στο μυα­λό μου, όταν σκε­φτό­μουν τη μορ­φή του Ναπο­λέ­ο­ντα Σου­κα­τζί­δη, του ήρωα του ιστο­ρι­κού μυθι­στο­ρή­μα­τος. Το τελευ­ταίο του βρά­δυ, αυτό που ξημέ­ρω­νε η Πρω­το­μα­γιά του 1944, προ­σπα­θεί να συν­θέ­σει το παζλ της σύντο­μης ζωής του και ταυ­τό­χρο­να λεη­λα­τη­μέ­νης. Αυτό το βρά­δυ μιλά­ει με το παρελ­θόν. Μετα­φέ­ρε­ται στο χρό­νο. Στη δια­δρο­μή της Ιστο­ρί­ας… από το 1909, που γεν­νή­θη­κε. Τα χνά­ρια της ανα­ζή­τη­σης τον πάνε πίσω. Όχι πολύ πίσω            έτσι και αλλιώς η ζωή του δεν είναι μεγά­λη. Μικρή είναι. Και βασα­νι­στι­κή. Από φύτρα μικρα­σια­τι­κή είναι. Από εκεί ξεκι­νά­ει η Ιστο­ρία του.

Η τρα­γι­κή Ιστο­ρία της πατρί­δας μας με φόντο τη δια­δρο­μή ενός προ­σώ­που.… ενός τρα­γι­κού ανθρώ­που. Οι σκη­νές από τα βασα­νι­στή­ρια που υπέ­στη­σαν οι αγω­νι­στές, οι κομ­μου­νι­στές από τους φασί­στες, Έλλη­νες και ξένους, αλλά και από την καθη­με­ρι­νή ζωή μέσα στις φυλα­κές και τους τόπους εξο­ρί­ας, είναι ιδιαί­τε­ρα σκληρές.

Οι φωτει­νές εξαι­ρέ­σεις, όπως τα συντρο­φι­κά γλέ­ντια των κρα­του­μέ­νων με χορό και τρα­γού­δι ή το Λαϊ­κό Πανε­πι­στή­μιο του Δημή­τρη Γλη­νού, μια χαρα­μά­δα ελπί­δας στην απάν­θρω­πη εξο­ρία της Ακρο­ναυ­πλί­ας. Η δια­δρο­μή Αη Στρά­της — Ακρο­ναυ­πλία — Λάρι­σα — Χαϊ­δά­ρι — Και­σα­ρια­νή, που σημά­δε­ψε τη σύντο­μη ζωή του αγω­νι­στή Ναπο­λέ­ο­ντα Σου­κα­τζί­δη, είναι ποτι­σμέ­νη με αίμα.
Και κάπως έτσι, ξανα­φτά­νου­με στο ξημέ­ρω­μα της Πρω­το­μα­γιάς του 1944. Ο στρα­το­πε­δάρ­χης εκφω­νεί τον κατά­λο­γο των μελ­λο­θα­νά­των. Παρών! Παρών! Βρο­ντε­ρό, αντρειω­μέ­νο. Με μια βρα­χνά­δα από το ξενύ­χτι. Καθά­ρι­ζαν το λαι­μό τους όταν έφτα­νε η σει­ρά τους, για ν’ ακου­στεί καλά. Να μη φανεί εξαι­τί­ας της βρα­χνά­δας υπο­το­νι­κό, φοβι­σμέ­νο, δει­λό. Ναι, αυτό είναι: Φοβού­νται την ξεφτί­λα περισ­σό­τε­ρο από το θάνατο.

Το νού­με­ρο 71 είναι ο Ναπο­λέ­ων Σου­κα­τζί­δης. «Όχι εσύ, Ναπο­λέ­ων», θα πει ο στρα­το­πε­δάρ­χης, που χρεια­ζό­ταν, ως διερ­μη­νέα το Σου­κα­τζί­δη. Και ο Ναπο­λέ­ων ο μικρα­σιά­της, ο Ναπο­λέ­ων ο κρη­τι­κός, ο Ναπο­λέ­ων ο έλλη­νας, ο Ναπο­λέ­ων ο κομ­μου­νι­στής, θα αρνη­θεί την προ­σφο­ρά, για να μη μπει άλλος κρα­τού­με­νος στη θέση του. Και θα βαδί­σει οικειο­θε­λώς στο θάνα­το, αφή­νο­ντας πίσω του τον ήλιο που εκεί­νη την ώρα χάρα­ζε, πίσω από τον Υμηττό…

 

Και ύστε­ρα η ανα­χώ­ρη­ση και η δια­δρο­μή, η δια­δρο­μή θανά­του. Τελευ­ταί­οι απο­χαι­ρε­τι­σμοί. Τα στό­μα­τα ανοί­γουν για παραγ­γε­λί­ες στους δικούς τους ανθρώ­πους. Κάποιοι γρά­φουν και μικρά, πρό­χει­ρα σημειώ­μα­τα. «Να βρεις τη μάνα μου. Στο επι­σκε­πτή­ριο. Μην την αφή­σεις να περι­μέ­νει, μην την ξευ­τι­λί­σει ο σκο­πός. Φεύ­γω ευτυ­χι­σμέ­νος να της πεις. Να’ ναι περή­φα­νη για το γιο της, όπως ήταν πάντα.» Τα φευ­γα­λέα λόγια του Νίκου, πριν ανέ­βει στο φορ­τη­γό για το τελευ­ταίο του ταξί­δι, την τελευ­ταία του ταλαι­πω­ρία. «Την κορού­λα μου, την πρι­γκί­πισ­σα της καρ­διάς μου. Δεν την έζη­σα. Δεν τη χάρη­κα. Θα είμαι νοε­ρά δίπλα της. Μην την ξεχά­σε­τε σύντρο­φοι., μην την ξεχά­σε­τε.

Δύσκο­λα έβγαι­ναν τα λόγια. Την φωτο­γρα­φία της πρι­γκί­πισ­σάς του έσφιγ­γε στο χέρι ο Γιώρ­γος. Την έσφιγ­γε σαν να φοβό­ταν ότι θα του την πάρουν. Όλα του τα είχαν πάρει. Δεν θα επέ­τρε­πε και αυτό. Σφι­κτά αγκα­λια­σμέ­νη η πρι­γκί­πισ­σά του. Να μην την δουν.

Και ο Ναπο­λέ­ων αγέ­ρω­χος στη σει­ρά και αυτός για το τελευ­ταίο ταξίδι.
«Μην μας δουν να κλαί­με σύντρο­φοι., μην τους κάνου­με τη χάρη.. Ακρο­ναυ­πλιώ­τι­κα θα πεθά­νου­με.. όρθιοι, όπως τα δέντρα» φώνα­ξε συγκι­νη­μέ­νος μπαί­νο­ντας στο φορτηγό.

Ο Ανέ­στης ανε­βα­σμέ­νος σ’ ένα πεζού­λι με δυνα­τή φωνή δίνει το παράγ­γελ­μα. «Σε γνω­ρί­ζω από την κόψη Του σπα­θιού την τρο­με­ρή» Οι υπό­λοι­ποι ακο­λου­θούν. Κανείς δεν μπο­ρεί να τους εμπο­δί­σει. Κατά­νυ­ξη και συγκί­νη­ση. Ιερο­τε­λε­στία ήταν. Από την ψυχή έβγαι­νε η φωνή. Η δύνα­μη των στί­χων έδει­χνε τερά­στια. Και οι πέτρες λύγι­ζαν σ’ αυτό το συγκλο­νι­στι­κό θέαμα.
Ποτέ ο χαι­ρε­τι­σμός της Λευ­τε­ριάς δεν αντι­λά­λη­σε στις πολι­τεί­ες και τα χωριά, τα βου­νά και τα φαράγ­για της Ελλά­δας πιο συγκι­νη­τι­κά, πιο ειλι­κρι­νά, πιο αντρειω­μέ­να.. Μέχρι την κορυ­φή του Υμητ­τού έφτα­νε. Και ο αντί­λα­λος χτυ­πού­σε ευθεία τις καρ­διές τους.

Και μετά οι ομο­βρο­ντί­ες των μυδρα­λί­ων ήταν εκκω­φα­ντι­κές. Και μετά σιω­πή, απέ­ρα­ντη σιω­πή. Νεκρι­κή. Λες και αυτό που ακού­γο­νταν ήταν στη φαντα­σία τους. Και μετά πάλι τα ίδια, οι επό­με­νοι. Η πιο φτη­νή αφαί­ρε­ση της ζωής. Η πιο ανε­κτί­μη­τη πρά­ξη ζωής. Πάλι τα ίδια. Κατά εικο­σά­δες τους κατέ­βα­ζαν από τα καμιό­νια. Τους έμπα­ζαν μέσα. Τους έστη­ναν. Και τους εκτε­λού­σαν με τα πολυ­βό­λα που ήταν στη­μέ­να σε 4 βάσεις και με οπλο­πο­λυ­βό­λα. Ένας αξιω­μα­τι­κός διέ­τασ­σε πυρ και πυρο­βο­λού­σε πρώ­τος. Αυτός έδι­νε και τη χαρι­στι­κή βολή στον εγκέφαλο.

Οι γυναί­κες βγή­καν στους δρό­μους και τους γέμι­σαν με λου­λού­δια. Έτσι, έκα­ναν κάθε φορά που ο δρό­μος πλημ­μύ­ρι­ζε από το αίμα των ηρώ­ων. Που­θε­νά αλλού και σε κανέ­να άλλο τόπο της Ευρώ­πης δεν έγι­ναν τόσες εκτε­λέ­σεις, σε ένα μικρό τόπο. Ήθε­λαν να τρο­μο­κρα­τή­σουν την αδού­λω­τη συνοι­κία. Και σ’ αυτό το έργο βοη­θού­σαν και οι χίτες. Φώνα­ζαν και πυρο­βο­λού­σαν τις γυναί­κες που πέτα­γαν λου­λού­δια στην οδό Σκο­πευ­τη­ρί­ου πάνω στα αίμα­τα που έτρε­χαν από τα’ αυτο­κί­νη­τα. Όλος ο δρό­μος έγι­νε κόκ­κι­νος. Από τα σκου­πι­διά­ρι­κα έστα­ζε το αίμα. Τα χωνιά βγή­καν στους δρό­μους «σας καλεί το ΕΑΜ, σας καλεί η ΕΠΟΝ, σας καλεί­το ΚΚΕ»
Και πόσο παρά­ξε­να αντρειεύ­ε­σαι μιλώ­ντας με τους πεθα­μέ­νους, όταν δε φτά­νουν πια οι ζωντα­νοί που σου από­μει­ναν”. Λέει ο Γιώρ­γος Σεφέρης

Θαρ­ρώ πως κάπως έτσι αισθα­νό­μα­στε, σ’ αυτούς τους δύσκο­λους και­ρούς, όλοι όσοι συμ­με­ρι­ζό­μα­στε τα ιδα­νι­κά, τις αξί­ες και τα ορά­μα­τα του Ναπο­λέ­ο­ντα Σου­κα­τζί­δη, των «200» κομ­μου­νι­στών, που θυσιά­στη­καν στην Και­σα­ρια­νή για την Ελλά­δα και το λαό της. Όμως, για μας «δεν υπάρ­χουν πιο ζωντα­νοί από τους πεθα­μέ­νους μας». Όσο η πατρί­δα μας, μέσα στο πλαί­σιο του ιμπε­ρια­λι­στι­κού συστή­μα­τος παρα­μέ­νει εξαρ­τη­μέ­νη, όσο εμπλέ­κε­ται στους ιμπε­ρια­λι­στι­κούς πολέ­μους, όσο η εργα­τι­κή τάξη, το συλ­λο­γι­κό ιστο­ρι­κό υπο­κεί­με­νο που επέ­λε­ξε να υπη­ρε­τή­σει με τη ζωή, τη δρά­ση και το θάνα­τό του ο Ναπο­λέ­ων Σου­κα­τζί­δης παρα­μέ­νει τάξη υπάλ­λη­λη, όσο μιλούν για κέρ­δη και ζημιές και όχι για ανθρώ­πι­νες ζωές, όσο παρα­μέ­νει ο φαύ­λος κύκλος της εκμε­τάλ­λευ­σης και της αδι­κί­ας, των πολέ­μων και της φτώ­χειας και μ’ ένα λόγο, όσο η εθνι­κή και η κοι­νω­νι­κή ελευ­θε­ρία υπο­νο­μεύ­ο­νται και ακυ­ρώ­νο­νται από την άρχου­σα τάξη και τις μεγά­λες ιμπε­ρια­λι­στι­κές δυνά­μεις στον τόπο μας, αλλά και σ’ όλες τις χώρες του κόσμου, η ιδε­ο­λο­γία, η θεω­ρία και η πρά­ξη που γεν­νά­νε Σου­κα­τζί­δη­δες παρα­μέ­νουν οι «Μεγά­λες Ουσί­ες» των και­ρών, απα­ντά­νε στα μεγά­λα αιτή­μα­τα των και­ρών, γεν­νά­νε τα μελ­λο­ντι­κά μεγά­λα κινή­μα­τα των καιρών.

«Εμπρός της γης οι κολα­σμέ­νοι της πεί­νας σκλά­βοι εμπρός, εμπρός …» Φτά­νουν πια της σκλα­βιάς τα χρό­νια. Στον αγώ­να ενω­μέ­νοι κι ας μη λεί­ψει κανείς. Τέτοιες φωνές ακού­γο­νται. Ο αντί­λα­λος από το Σκο­πευ­τή­ριο της Και­σα­ρια­νής. Παρα­μέ­νει. Αν γονα­τί­σεις στη γη, εκεί στο θυσια­στή­ριο και βάλεις το αυτί σου στο χώμα θα τον ακού­σεις τον αντί­λα­λο. Ακό­μα και στην γύρω περιο­χή, στον συνοι­κι­σμό. Ακού­γο­νται οι φωνές, λυπη­τε­ρές φωνές, οργι­σμέ­νες φωνές. Όσο κοντο­ζυ­γώ­νει κάποιος στον τόπο που ακού­γο­νται οι φωνές, τόσο αυτές αλαρ­γεύ­ουν. Φωνές που σε ξυπνούν από τον ύπνο τις κρύ­ες νύχτες του χει­μώ­να. Για όνει­ρα που κάνα­με, δικαιώ­μα­τα που κατα­κτή­θη­καν, δικαιω­μέ­νες και αδι­καί­ω­τες θυσί­ες που κατα­τέ­θη­καν στο βωμό της ελπί­δας. Η μνή­μη, η ελπί­δα, η θυσία, ο αγώ­νας ολο­ζώ­ντα­νες παρου­σιά­ζο­νται μπρο­στά σου. Και έχουν τη μορ­φή των δια­κο­σί­ων κομμουνιστών».

Και­σα­ρια­νή να θυμά­σαι εσύ αυτούς που, για την τιμή και την λευ­τε­ριά σου, δεν λογά­ρια­σαν θάνα­το και βάσα­να. Κι’ αν εσύ τους λησμο­νή­σεις, θα τους θυμη­θούν οι πέτρες και τα χώμα­τα, όπου έχυ­σαν αίμα­τα και δάκρυα.

Σε όλους εκεί­νους που άφη­σαν πίσω τους μια παρα­κα­τα­θή­κη. Μια Και­νή Δια­θή­κη αξιο­πρέ­πειας, σεβα­σμού και ηθι­κού πλε­ο­νε­κτή­μα­τος. Εκεί­νων που φύλα­ξαν μέχρι τέλους τις δικές τους Θερ­μο­πύ­λες, κατα­βάλ­λο­ντας ένα κόστος που ξεπερ­νά τις ανθρώ­πι­νες αντο­χές. Στους αλύ­γι­στους που δεν λύγι­σαν ούτε σε εξο­ρί­ες ούτε σε φυλα­κές. Αυτοί που κρά­τη­σαν τη ζωή τους. Σε αυτούς υπο­σχό­μα­στε ότι κρα­τή­σου­με τη σπί­θα αυτή αναμ­μέ­νη και θα την κάνου­με φωτιά που θα φωτί­σει το μέλ­λον. Και σε εκεί­νους που απερ­γά­ζο­νται την αλλοί­ω­ση της Ιστο­ρί­ας, σε εκεί­νους που προσ­δο­κούν να μας γονα­τί­σουν, απα­ντά­με απλά με το στί­χο του Φώτη Αγγου­λέ «Μην καρ­τε­ρά­τε να λυγί­σου­με».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο