Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αγγλικό ενθύμιο ενός …από λάθους βομβαρδισμού το Δεκέμβρη του 1943 η βόμβα που εξουδετερώνεται στο Κορδελιό

«…Δευ­τέ­ρα 6 Δεκεμ­βρί­ου 1943. Ο και­ρός είναι καλός. Έφα­γα μπι­ζέ­λια νερό­βρα­στα. Χθες το βρά­δυ ενώ η ωχρά σελή­νη εφώ­τι­ζε τα πάντα και ήταν πραγ­μα­τι­κώς μαγευ­τι­κή η βρα­διά αντή­χη­σαν αι τρο­με­ραί σει­ρή­ναι. Εγώ δεν εση­κώ­θη­κα ποσώς. Σχε­δόν μαζί με τας σει­ρή­νας ήρχι­σαν να πίπτουν βρο­χη­δόν αντια­ε­ρο­πο­ρι­κά παντός δια­με­τρή­μα­τος, ως και πολυ­βό­λα, διό­τι τα αερο­πλά­να ήταν πολύ χαμη­λά. Αλλά μετ’ ολί­γον έλαμ­ψε ο τόπος και τρο­με­ροί κρό­τοι σαν εκρή­ξεις βομ­βών ηκού­ο­ντο επί ένα τέταρ­τον. Εμείς και όλος ο κόσμος βέβαια ετρο­μο­κρα­τή­θη­μεν. Τα παρά­θυ­ρα έτρι­ζον απει­λη­τι­κώς, αι θύραι ήνοι­γον μόναι των και ολό­κλη­ρον το οικο­δό­μη­μα εσεί­ε­το εκ θεμε­λί­ων […]. Περί ώραν 11–12 ηκού­σθη­σαν και πάλιν αι σει­ρή­ναι, τίπο­τα όμως περισ­σό­τε­ρο. Την πρω­ί­αν έμα­θα ότι βομ­βάρ­δι­σαν την Νεά­πο­λη, Συκιές, Βάρ­να. ‘Απα­ντες συνοι­κι­σμοί. Περί τους πεντα­κο­σί­ους ανέρ­χο­νται οι νεκροί. Το από­γευ­μα επε­σκέ­φθην την πλη­γεί­σαν περιο­χήν της Βάρ­νας. Οι φονιά­δες γκρέ­μι­σαν τις παρά­γκες και σκό­τω­σαν τον κόσμο στα κρε­βά­τια τους. Σχε­δόν τα θύμα­τα τα είχαν μαζέ­ψει. Εγώ είδα δύο νεκρούς σκε­πα­σμέ­νους με ένα σεντό­νι. Τα ερεί­πια μαρ­τυ­ρούν περί της αναι­σχύ­ντου ατι­μί­ας που διε­πρά­χθη από τους «φίλους» μας!” ” (Γ.Ιωάννου “Η πρω­τεύ­ου­σα των προ­σφύ­γων” — «Κατο­χι­κό ημερολόγιο») .

Η βόμ­βα που “περί­με­νε” 74 σχε­δόν χρό­νια στα έγκα­τα της δυτι­κής Θεσ­σα­λο­νί­κης για να εξου­δε­τε­ρω­θεί με την γιγα­ντιαία επι­χεί­ρη­ση αύριο το πρωί (12/2), δεν είναι ιστο­ρι­κό “ενθύ­μιο” των Γερ­μα­νών κατα­κτη­τών, αλλά των Εγγλέ­ζων συμ­μά­χων “φίλων” μας…

… Ένα φρι­κα­λέο λάθος που έκα­ναν το βρά­δυ της 5ης Δεκεμ­βρί­ου 1943 τα εγγλέ­ζι­κα ‑συμ­μα­χι­κά αερο­πλά­να είχε ως επί­πτω­ση περί τους 500 νεκρούς, και μια σει­ρά από ογκώ­δεις βομ­βι­στι­κούς μηχα­νι­σμούς που …“δια­σώ­ζο­νται” μέχρι σήμερα.

Από το 1943 άρχι­σαν τα εγγλέ­ζι­κα αερο­πλά­να να βομ­βαρ­δί­ζουν τις γερ­μα­νι­κές εγκα­τα­στά­σεις στο λιμά­νι και στον σιδη­ρο­δρο­μι­κό σταθ­μό της Θεσσαλονίκης

Η μικροϊ­στο­ρία της λογο­τε­χνί­ας (και μάλι­στα από συγ­γρα­φείς “αυτό­πτες” και “αυτή­κο­ες” ) “συμπλη­ρώ­νει” εντυ­πω­σια­κά την “επί­ση­μη” ιστορία .

“Δεκέμ­βρης του 43 ήταν, βρά­δυ Κυρια­κής — το γρά­φω και στο βιβλίο μου- όταν τα συμ­μα­χι­κά αερο­πλά­να έκα­ναν ένα φρι­κα­λέο λάθος. Στους προ­σφυ­γι­κούς συνοι­κι­σμούς της Βάρ­νας, της Νεά­πο­λης και του Τόπαλ­τι (σημε­ρι­νό Ροδο­χώ­ρι) υπήρ­χαν πολ­λές παρά­γκες με σκε­πές από λαμα­ρί­νες… Γυά­λι­ζαν οι λαμα­ρί­νες τη νύχτα και τις ανταύ­γειες από τις σκε­πές τις εξέ­λα­βαν οι Εγγλέ­ζοι πιλό­τοι των βομ­βαρ­δι­στι­κών για…θάλασσα , για το λιμά­νι και τις επι­ταγ­μέ­νες από τους Γερ­μα­νούς απο­θή­κες κι άρχι­σε ένας ανε­λέ­η­τος βομ­βαρ­δι­σμός …” λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο λογο­τέ­χνης Περι­κλής Σφυ­ρί­δης (83 ετών σήμε­ρα — μόλις 10 το βρά­δυ εκεί­νο που οι Εγγλέ­ζοι “άφη­σαν” από …λάθος τα …συμ­μα­χι­κά τους “δώρα”… ).

“Γεν­νιέ­ται το ερώ­τη­μα πώς τα παρά­θυ­ρα έτρι­ζον απει­λη­τι­κώς, αι θύραι ήνοι­γον μόναι των και ολό­κλη­ρον το οικο­δό­μη­μα εσεί­ε­το εκ θεμε­λί­ων, αφού οι συνοι­κι­σμοί Βάρ­νας, Νεά­πο­λης και Συκε­ών βρί­σκο­νται πολύ μακριά από το κέντρο της πόλης, όπου διέ­με­νε τότε η οικο­γέ­νεια του συγ­γρα­φέα Γ.Ιωάννου” ανα­ρω­τιέ­ται στη μελέ­τη της “Η γερ­μα­νι­κή κατο­χή σε πεζο­γρά­φους της Θεσ­σα­λο­νί­κης” , η καθη­γή­τρια της Νεο­ελ­λη­νι­κής Φιλο­λο­γί­ας του ΑΠΘ Σωτη­ρία Σταυρακοπούλου.

…” Παρα­τη­ρού­με ότι αυτό συνέ­βη όταν μετ’ ολί­γον έλαμ­ψεν ο τόπος. Από το κεφά­λαιο του “Ψυχή μπλε και κόκ­κι­νη” του Περι­κλή Σφυ­ρί­δη, που ανα­φέ­ρε­ται στον βομ­βαρ­δι­σμό αυτόν, δια­βά­ζου­με πως όταν άρχι­σαν να φωνά­ζουν οι σει­ρή­νες, η οικο­γέ­νεια Σφυ­ρί­δη δεν ανη­σύ­χη­σε, διό­τι, όπως μας πλη­ρο­φο­ρεί ο συγ­γρα­φέ­ας, αυτό γινό­ταν συχνά. Θεω­ρού­σαν τους Εγγλέ­ζους δικούς τους ανθρώ­πους, συμ­μά­χους, που ήξε­ραν πού χτυ­πού­σαν. Γρά­φει: «Θα τους αλλά­ξου­νε τα φώτα», είπε ο πατέ­ρας, «θα ρημά­ξουν τα τρέ­να και το λιμά­νι», κι είχε η φωνή του μια δόση χαράς ή θριάμβου.

Μόλις όμως άρχι­σαν να πέφτουν οι βόμ­βες δίπλα τους, όλα τα μέλη της οικο­γέ­νειας, αλλό­φρο­να, έτρε­ξαν να φύγουν από το σπί­τι, να προ­φυ­λα­χτούν όπου μπο­ρού­σαν. Ο πατέ­ρας του Σφυ­ρί­δη πήρε τη σύζυ­γό του και τον μικρό Περι­κλή και έτρε­ξαν σε παρα­κεί­με­νο εγκα­τα­λειμ­μέ­νο παλαιό κατα­φύ­γιο. Γρά­φει:” Αυτό το παν­δαι­μό­νιο θα κρά­τη­σε κάνα εικο­σά­λε­πτο, όταν ένα αερο­πλά­νο, σφυ­ρί­ζο­ντας πάνω από τα κεφά­λια μας, έρι­ξε μια υπέρ­λα­μπρη φωτο­βο­λί­δα που έκα­νε τη νύχτα μέρα, κι αμέ­σως, ως δια μαγεί­ας, στα­μά­τη­σε ο βομ­βαρ­δι­σμός κι απο­μα­κρύν­θη­καν τα συμ­μα­χι­κά αερο­πλά­να αφή­νο­ντας πίσω τους κόλα­ση. Εύκο­λα συμπε­ραί­νει κανείς ότι η φωτο­βο­λί­δα βοή­θη­σε τους πιλό­τους να αντι­λη­φθούν το λάθος τους και να συνε­χί­σουν τον βομ­βαρ­δι­σμό στο λιμά­νι, που βρί­σκε­ται κοντά στο κέντρο της πόλης. Ο Ιωάν­νου, επο­μέ­νως, περι­γρά­φει τη συνέ­χεια του βομ­βαρ­δι­σμού μετά το «λάθος» στις Συκιές, Βάρ­να και Νεάπολη”

” Το πρωί ξυπνή­σα­με νωρίς από τα κλά­μα­τα, το θρή­νο μιας ολό­κλη­ρης γει­το­νιάς. «Ευτυ­χώς που οι Πόντιοι έλει­παν», είπε ο πατέ­ρας και ανα­φε­ρό­ταν στους γεί­το­νές μας, όπου το κατα­φύ­γιο στην αυλή και η βόμ­βα που έσκα­σε σύρ­ρι­ζα στο σπί­τι τους και μας γέμι­σε λάσπη και σου­βά­δες. «Είχαν γάμο κι ύστε­ρα τρα­πέ­ζι σε ταβέρ­να στις Συκιές», τον πλη­ρο­φό­ρη­σε η μάνα, αλλά σε λίγο ακού­στη­καν σπα­ρα­χτι­κές φωνές από τα απέ­να­ντι σπί­τια των Ποντί­ων, για­τί μια οβί­δα έσκα­σε πάνω στη συγκε­κρι­μέ­νη ταβέρ­να όπου γλε­ντού­σαν κι έπε­σε η πλά­κα, η ορο­φή, και σκό­τω­σε πολ­λούς, τους περισ­σό­τε­ρους από τους θαμώ­νες, μαζί με τη νύφη και το γαμπρό. Ανά­με­σα στα θύμα­τα ήταν κι η Σεβα­στή με την αδελ­φή της Ανθού­λα, δυο ψηλές και γεμά­τες κοπέ­λες, που όταν ήμουν μικρός, αλλά και αργό­τε­ρα, με έπαιρ­ναν συχνά αγκα­λιά στα αφρά­τα τους μπρά­τσα. Είχε σωθεί μόνο ο αδελ­φός τους ο Αντρέ­ας, που μαζί με άλλους προ­σπα­θού­σαν όλη νύχτα, με κασμά­δες και φτυά­ρια, να ξεθά­ψουν τους πλα­κω­μέ­νους. Όταν έφε­ραν τα κορί­τσια στο σπί­τι πάνω σ’ ένα κάρο, ο Αντρέ­ας δεν ξεκολ­λού­σε από πάνω τους, έκλαι­γε, χτυ­πιό­ταν και κατα­ριό­ταν τους Εγγλέ­ζους, αυτός που μισού­σε τους Γερ­μα­νούς και ξέρα­με ότι ήταν οργα­νω­μέ­νος και τους πολε­μού­σε. Οι γονείς τους γέρα­σαν ξαφ­νι­κά μεμιάς, δυο χού­φτα­λα που μαρά­θη­καν πάνω σε δυο σκα­μνιά, δίπλα στα φέρε­τρα που εν τω μετα­ξύ κάποιοι είχαν φέρει, και έκρυ­βαν το πρό­σω­πό τους με τα χέρια κι άλλο­τε τρα­βού­σαν τα μαλ­λιά τους. Οι δικοί μου όλοι είχαν αμέ­σως τρέ­ξει στο σπί­τι της Σεβα­στής και της Ανθού­λας για να συμπα­ρα­στα­θούν στους επι­ζή­σα­ντες. Έτσι βρή­κα εγώ την ευκαι­ρία να βγω έξω για να δω τι είχε γίνει, τη συμ­φο­ρά με τα δικά μου μάτια. Θυμά­μαι ότι ήταν ένα πρω­ι­νό με ήλιο, έναν ήλιο που δάγκω­νε, αφού το κρύο ήταν τσου­χτε­ρό και υπήρ­χαν λίγα χιό­νια στις παρυ­φές του δρό­μου. Τρά­βη­ξα προς τις Συκιές για να βρω την ταβέρ­να που έγι­νε ομα­δι­κός τάφος. Στην άκρη του δρό­μου υπήρ­χαν κάποια πτώ­μα­τα, οι νεκροί που δεν τους είχαν ακό­μη ανα­γνω­ρί­σει ή μαζέ­ψει οι δικοί τους. Μα πιο πολ­λά, ανα­τρι­χιά­ζω ακό­μα και τώρα που το γρά­φω, ήταν τα σκόρ­πια μέλη, χέρια και πόδια, αφού οι συγ­γε­νείς τους σήκω­σαν τα πτώ­μα­τα, αλλά ήταν νύχτα ή χρό­νος χαμέ­νος για να ψάξουν για τα μέλη που έλει­παν. Τη μνή­μη μου καί­ει ακό­μα ένα ποδα­ρά­κι που φορού­σε ένα και­νούρ­γιο παι­δι­κό παπού­τσι. Παρό­τι ήμουν συνη­θι­σμέ­νος από νεκρούς, όπως άλλω­στε κι όλα τα παι­διά της Κατο­χής, που είχα­με δει αρκε­τούς σκο­τω­μέ­νους ή πεθα­μέ­νους από πεί­να, αυτή η μαζι­κή δολο­φο­νία — τι τρα­γι­κό, από λάθος!”(Περικλή Σφυ­ρί­δη “Ψυχή μπλέ και κόκ­κι­νη” σελ. 93–94 “Βιβλιο­πω­λεί­ον της Εστίας).

“Οι νεκροί θάφτη­καν άρον-άρον…Λίγες μέρες μετά τελέ­στη­κε μνη­μό­συ­νο τους στην εκκλη­σία της Αγί­ας Σοφί­ας. Παρέ­στη μάλι­στα και ο Γερ­μα­νός διοι­κη­τής της πόλης που συλ­λυ­πεί­ται ‑σύμ­φω­να με τα δημο­σιεύ­μα­τα του τύπου της επο­χής τους οικεί­ους των νεκρών και μιλά για…“αχρείους δολο­φό­νους…” Τόσο θρά­σος..” συνε­χί­σει στη διή­γη­ση του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο συγ­γρα­φέ­ας Περι­κλής Σφυρίδης.

Ανα­φο­ρές στον “κατα λάθος” βομ­βαρ­δι­σμό της περιο­χής κάνει στο μυθι­στό­ρη­μα “Μεγά­λη Πλα­τεία” και ο Θεσ­σα­λο­νι­κιός λογο­τέ­χνης Νίκος Μπακόλας.

- Μια ακό­μη βόμ­βα πάντως, της επο­χής του Β΄Παγκοσμιου πολέ­μου (αγγλι­κής κατα­σκευ­ής και …άρα του ιδί­ου “λάθους” ) είχε απο­κα­λυ­φθεί και εξου­δε­τε­ρω­θεί στην ίδια ευρύ­τε­ρη περιο­χή …της Θεσ­σα­λο­νί­κης πριν απο 20 χρόνια.

Σύμ­φω­να με τηλε­γρά­φη­μα του ΑΠΕ (Αριθ­μός Είδη­σης: 281985 της 15/3/1997) :

Βόμ­βα αερο­πλά­νου από την επο­χή του Β’Πα­γκο­σμί­ου Πολέ­μου απο­κα­λύ­φθη­κε κατά τη διάρ­κεια χωμα­τουρ­γι­κών εργα­σιών στα θεμέ­λια οικο­δο­μής υπό ανέ­γερ­ση στην περιο­χή του Κορ­δε­λιού της Θεσσαλονίκης.

Η βόμ­βα, βάρους 200 κιλών, απο­κα­λύ­φθη­κε ευτυ­χώς έγκαι­ρα και φυλάσ­σε­ται ήδη στην περιο­χή από άνδρες της αστυ­νο­μί­ας, προ­κει­μέ­νου την ερχό­με­νη Τετάρ­τη να εξου­δε­τε­ρω­θεί από ομά­δα ειδι­κών πυρο­τε­χνουρ­γών που θα φθά­σουν από την Αθήνα.

Είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κή η δήλω­ση ανω­τέ­ρου αξιω­μα­τι­κού της αστυ­νο­μί­ας, που υπο­γράμ­μι­σε πως αν η βόμ­βα, που παρά την εξω­τε­ρι­κή οξεί­δω­ση που είχε υπο­στεί διέ­θε­τε τους πυρο­δο­τι­κούς της μηχα­νι­σμούς και είχε εκρα­γεί, θα άλλα­ζε θέση ολό­κλη­ρος ο δήμος του Κορ­δε­λιού. Η βόμ­βα είναι αγγλι­κής κατα­σκευ­ής και εντο­πί­σθη­κε από τους εργά­τες που εκτε­λού­σαν χωμα­τουρ­γι­κές εργα­σί­ες στο οικό­πε­δο της οδού Μακε­δο­νί­ας 23, στην περιο­χή του Κορ­δε­λιού, στη Δυτι­κή Θεσσαλονίκη.

 

(Το αλιεύ­σα­με από τα δια­δι­κτυα­κά μέσα μα πρω­το­γε­νής πηγή είναι το ΑΠΕ / Β. Χαρισοπούλου)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο