Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η φρικτή ιστορία του ναζισμού πίσω από το «Dance Me To The End Of Love» του Λ. Κόεν

Επι­μέ­λεια Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Eφυ­γε από τη ζωή ο Λέναρντ Κόεν, μα πριν φύγει με τα τρα­γού­δια του άγγι­ξε την ψυχή και την καρ­διά εκα­τομ­μυ­ρί­ων ανθρώπων.

Κέρ­δι­σε την αθα­να­σία με τις μελω­δί­ες του.

Σε συνέ­ντευ­ξή του μερι­κές εβδο­μά­δες πριν το θάνα­τό του, δήλω­σε: «Είμαι έτοι­μος να πεθά­νω. Ελπί­ζω ότι δεν είναι πάρα πολύ άβολα».

Με την ελπί­δα ότι η επι­θυ­μία του έγι­νε πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τον απο­χαι­ρε­τού­με με την υπεν­θύ­μι­ση της φρι­κτής ιστο­ρί­ας του πιο ερω­τι­κού ίσως τρα­γου­διού που έχει γρα­φτεί ποτέ του «Dance Me To The End Of Love» (1984).

Γεν­νή­θη­κε από τον θάνα­το, για να υμνεί τον έρω­τα και τη ζωή. Γρά­φτη­κε για να λυτρω­θούν οι ψυχές εκεί­νων που βίω­σαν την κτη­νω­δία στα κρε­μα­τό­ρια των ναζί. Είναι ένα τρα­γού­δι εμπο­τι­σμέ­νο με τη μυρω­διά της καμέ­νης ανθρώ­πι­νης σάρ­κας στα κρε­μα­τό­ρια του φασισμού.

Πίσω από το τρα­γού­δι είναι η γνώ­ση ότι όταν στα γερ­μα­νι­κά στρα­τό­πε­δα συγκε­ντρώ­σε­ως έκαι­γαν αιχ­μα­λώ­τους, οι ναζί διά­λε­γαν μερι­κούς τους οποί­ους έβα­ζαν να παί­ζουν μου­σι­κή ενώ οι συγκρα­τού­με­νοί τους περ­νού­σαν μπρο­στά τους στην ουρά του Άου­σβιτς, του Ντα­χά­ου, πηγαί­νο­ντας από την ουρά της φρί­κης, να θανα­τω­θούν και να καούν στα κρε­μα­τό­ρια. Το «Dance Me To The End Of Love» μιλά για έναν χορό μέχρι το τέλος της ύπαρξης.

Γι’ αυτό και οι πρώ­τοι στί­χοι του τρα­γου­διού λένε «Dance me to your beauty with a burning violin / Dance me through the panic ‘till I’m gathered safely in / Lift me like an olive branch and be my homeward dove» (Χόρε­ψέ με στα κάλ­λη σου με φλε­γό­με­νο βιο­λί / Χόρε­ψέ με στον πανι­κό μέσα ως λιμά­νι να βρε­θεί / Σήκω­σέ με ελαί­ας κλώ­νο γίν’ η περιστερά»

Ο ίδιος ο Leonard Cohen διη­γή­θη­κε κάπο­τε χαρα­κτη­ρι­στι­κά γι’ αυτό το τραγούδι:

«Είναι παρά­ξε­νος ο τρό­πος που γεν­νιέ­ται ένα τρα­γού­δι, κάθε τρα­γού­δι έχει κάποιου είδους σπό­ρο, που κάποιος βάζει στο χέρι σου ή ο ίδιος ο κόσμος βάζει στο χέρι σου, και γι’ αυτό η δια­δι­κα­σία είναι τόσο μυστή­ρια για το πώς γρά­φε­ται ένα τρα­γού­δι. Όμως το συγκε­κρι­μέ­νο ήρθε για μένα απλά επει­δή γνώ­ρι­ζα ή άκου­γα ότι δίπλα στα κρε­μα­τό­ρια, σε κάποια στρα­τό­πε­δα θανά­του υπήρ­χε μία ομά­δα μου­σι­κών, που απο­τε­λού­νταν από ένα κουαρ­τέ­το εγχόρ­δων, οι οποί­οι υπο­χρε­ώ­νο­νταν να παί­ζουν κάθε φορά που εξε­λισ­σό­ταν η δια­δι­κα­σία αυτής της φρί­κης. Και αυτούς τους ανθρώ­πους που έπαι­ζαν, τους περί­με­νε η ίδια τρο­μα­κτι­κή μοί­ρα. Και υπο­χρε­ώ­νο­νταν να παί­ζουν κλα­σι­κή μου­σι­κή, την ώρα που οι συγκρα­τού­με­νοί τους θανα­τώ­νο­νταν και καί­γο­νταν. Αυτή η μου­σι­κή λοι­πόν το “χόρε­ψέ με στην ομορ­φιά σου με ένα φλε­γό­με­νο βιο­λί” εννο­εί συμ­βο­λι­κά σαν ομορ­φιά το τέλος της ύπαρ­ξης, και το στοι­χείο του πάθους που διέ­πει κάθε ολο­κλή­ρω­ση. Όμως αυτή είναι η ίδια γλώσ­σα που χρη­σι­μο­ποιού­με για την από­λυ­τη παρά­δο­ση στον αγα­πη­μέ­νο ή στην αγα­πη­μέ­νη μας, έτσι ώστε σ’ ένα τρα­γού­δι να μην είναι σημα­ντι­κό εντέ­λει να γνω­ρί­ζει κανείς την απαρ­χή της γένε­σής του, για­τί εάν και η ίδια η γλώσ­σα προ­έρ­χε­ται απ’ αυτή την γενε­σιουρ­γό πηγή πάθους, μπο­ρεί να αγκα­λιά­σει οποια­δή­πο­τε παθια­σμέ­νη ενέργεια».

Χόρε­ψέ με σ’α­γά­πης εσχατιά

Χόρε­ψέ με στα κάλ­λη σου με φλε­γό­με­νο βιολί
Χόρε­ψέ με στον πανι­κό μέσα ως λιμά­νι να βρεθεί
Σήκω­σέ με ελαί­ας κλώ­νο γίν’ η περιστερά
Χόρε­ψέ με σ’α­γά­πης εσχατιά
Χόρε­ψέ με σ’α­γά­πης εσχατιά

Άσε να δω τα κάλ­λη σου σαν οι μάρ­τυ­ρες χαθούν
Κάνε με στην Βαβυ­λώ­να να νιώ­σω πως ριγούν
Δεί­ξε που δεν φτά­νει ο νους και κάνε το αργά
Χόρε­ψέ με σ’α­γά­πης εσχατιά
Χόρε­ψέ με σ’α­γά­πης εσχατιά

Χόρε­ψέ με στον γάμο τώρα, και παντοτινά
Χόρε­ψέ με τρυ­φε­ρά και πέρα μακριά
πιο πάνω απ’ την αγά­πη μας και πιο χαμηλά
Χόρε­ψέ με σ’α­γά­πης εσχατιά
Χόρε­ψέ με σ’α­γά­πης εσχατιά

Χόρε­ψέ με ως τα παι­διά που θε να γεννηθούν
Χόρε­ψέ με απ’ τις κουρ­τί­νες, μ’ αγκα­λιές που θα φθαρούν
Στή­σε μου μια τέντα και ας σπά­σαν τα σχοινιά
Χόρε­ψέ με σ’α­γά­πης εσχατιά
Χόρε­ψέ με σ’α­γά­πης εσχατιά

Χόρε­ψέ με στα κάλ­λη σου με φλε­γό­με­νο βιολί
Χόρε­ψέ με στον πανι­κό μέσα ως λιμά­νι να βρεθεί
Σήκω­σέ με ελαί­ας κλώ­νο γίν’ η περιστερά
Χόρε­ψέ με σ’α­γά­πης εσχατιά
Χόρε­ψέ με σ’α­γά­πης εσχατιά

Χόρε­ψέ με σ’α­γά­πης εσχατιά

(Η μετά­φρα­ση του τρα­γου­διού από το lyricstranslate.com)

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο