Γράφει ο Περικλής Παυλίδης* //
Η (για πολλοστή φορά) χρεοκοπία του αριστερού ρεφορμισμού
Το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα ρεφορμιστικό κόμμα που επιδιώκει τη διαχείριση του ελληνικού καπιταλισμού δεν είναι κάτι που προέκυψε αίφνης. Ήταν εμφανές από γεννήσεως αυτού του μορφώματος. Το γεγονός ότι στην ΕΕ άλλα κατ’ ουσίαν και στο μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος δεν υπάρχουν περιθώρια ρεφορμιστικών πολιτικών, ότι το κεφάλαιο διαμέσου της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής του προωθεί παγκοσμίως με εξαιρετική αδιαλλαξία την κατάργηση του αστικού «κοινωνικού κράτους» και των κεϋνσιανών μορφών ρύθμισης της οικονομίας ήταν και είναι επίσης ευρέως γνωστό. Το ότι η υπόσχεση του ΣΥΡΙΖΑ να καταργήσει τα μνημόνια και τις πολιτικές λιτότητας εντός της ζώνης του ΕΥΡΩ και της ΕΕ είναι εγγενώς καταδικασμένη σε χρεοκοπία ήταν επίσης κάτι εξ αρχής εξόχως προβλέψιμο.
Δέον να τονιστεί ότι η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς το 3ο μνημόνιο ήταν εν πολλοίς προδιαγεγραμμένη, δεδομένης της προσήλωσής του στη συμμετοχή της χώρας στη ζώνη του ΕΥΡΩ και στην ΕΕ, της αποδοχής εκ μέρους του των πλαισίων διαπραγμάτευσης που έθεσαν οι «εταίροι», της παραίτησής του από μονομερείς ενέργειες, της αναγνώρισης «υποχρεώσεων» ενώπιον των δανειστών κλπ. Ήταν προδιαγεγραμμένη και προβλέψιμη αυτή η πορεία διότι ήταν γνωστό τοις πάσι ότι ΕΕ/ΟΝΕ σημαίνει θεσμοθετημένη διαρκή λιτότητα για τους εργαζόμενους, διαρκή επιδίωξη μείωσης του κόστους εργασίας, επιθετική ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών, ανυπαρξία δυνατοτήτων εθνικής νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, κατάργηση των περιθωρίων κεϋνσιανής – ρεφορμιστικής διαχείρισης της οικονομίας, και συνεπώς, για την Ελλάδα σημαίνει διαρκές μνημόνιο (όπως σημαίνει άτυπο μνημόνιο δημοσιονομικών προσαρμογών και για τις άλλες χώρες της ΕΕ).
Ο ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε παταγωδώς όχι εξαιτίας εσφαλμένων τεχνικών χειρισμών του και κακών προθέσεων των «εταίρων» (κάποιοι μάλιστα μίλησαν για πραξικόπημα, αποφεύγοντας να κάνουν λόγο για θεσμοθετημένες πρακτικές ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας), αλλά γιατί εξ αρχής ήταν αδύνατο να επιτύχει αυτό που με ακραία πολιτικάντικο τρόπο υποσχόταν: να πείσει τις ηγεμονικές δυνάμεις της ΕΕ για το αδιέξοδο της εφαρμοζόμενης στην Ελλάδα πολιτικής και να αποσπάσει τη συναίνεσή τους για διαγραφή μέρους του χρέους και εφαρμογή κεϋνσιανών μέτρων αναθέρμανσης της οικονομίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ υποσχέθηκε τη φαινομενικά εύκολη αλλά στην πραγματικότητα ανύπαρκτη οδό αντιμετώπισης της βαθύτατης κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού προς όφελος των εργαζομένων εντός των θεσμικών πλαισίων και βάσει των κανόνων λειτουργίας του συστήματος, χωρίς σύγκρουση με το εγχώριο κεφάλαιο και την ιμπεριαλιστική ΕΕ, χωρίς ανατροπή της εξουσίας τους.
Η κοινοβουλευτική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς την κυβερνητική εξουσία, με το λαό απλώς σε ρόλο παρατηρητή, την αστική τάξη καθόλα κυρίαρχη, το κράτος καθόλα στην υπηρεσία της, και τους θεσμούς της ΕΕ/ΟΝΕ να ελέγχουν την οικονομία δεν μπορούσε να επιφέρει την παραμικρή κοινωνική ανατροπή.
Βέβαια η πορεία αυτή ήταν εγγεγραμμένη στον χαρακτήρα της ιδεολογίας του ΣΥΡΙΖΑ, αποτελούσε συνειδητή επιλογή της ηγεσίας και των στελεχών του, δεδομένου ότι ως πολιτικό μόρφωμα του αριστερού ρεφορμισμού (με ισχυρά χαρακτηριστικά μεταμοντέρνας ιδεολογικής θολούρας), εμφατικά αντίθετου στις θεωρητικές αρχές και επαναστατικές παραδόσεις του κομμουνιστικού κινήματος, εγκατέλειψε στις αναλύσεις και τον πολιτικό του λόγο τις έννοιες του ιμπεριαλισμού και του ταξικού χαρακτήρα του κράτους. Γι’ αυτό και στην πολιτική πρακτική του έβλεπε μπροστά του ένα κυβερνητικό μηχανισμό στο οποίο η «Αριστερά» δύναται να συμμετέχει διαχειριστικά, και όχι ένα κρατικό θεσμό ταξικής εξουσίας τον οποίο η Αριστερά καλείται να ανατρέψει, να καταστρέψει και να αλλάξει επαναστατικά, όπως έβλεπε «ευρωπαίους εταίρους» με τους οποίους η «Αριστερά» θα πρέπει να διεξάγει διάλογο και διαπραγματεύσεις και όχι ιμπεριαλιστές με τους οποίους η Αριστερά καλείται να διεξάγει πόλεμο ανατροπής της κυριαρχίας τους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ απέφευγε να αναγνωρίσει και να αναδείξει τον ταξικό – ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της ΕΕ/ΟΝΕ και να την αντιμετωπίσει ακριβώς βάσει αυτού του χαρακτήρα της. Αποτέλεσε παραδοσιακά (εκκινώντας από το κόμμα – πυρήνα του, το Συνασπισμό) δύναμη ιδεολογικού εξωραϊσμού των ιμπεριαλιστικών θεσμών του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και καλλιέργειας αυταπατών για τη δυνατότητα αλλαγής τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι συνυφασμένος με την απατηλή ιδέα της αριστερής μεταρρύθμισης της ΕΕ, όπως είναι συνυφασμένος με την ιδέα της αριστερής διαχείρισης του αστικού κράτους και μεταρρύθμισης της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας.
Και ας μη μας διαφεύγει ότι υπεύθυνες για τη στάση αυτή του ΣΥΡΙΖΑ είναι όλες οι τάσεις και συνιστώσες του. Όλες συνέβαλλαν με τον τρόπο τους στην ιδεολογική εξαπάτηση του λαού, όσον αφορά το εφικτό ενός άλλου καλύτερου καπιταλισμού εντός τη ΕΕ και διαμέσου αριστερών μεταρρυθμιστικών πολιτικών.
Κρίνω αναγκαίο να υπογραμμίσω ότι όλες οι πολιτικές συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ φέρουν μεγάλη ευθύνη για την πολιτικάντικη διαδρομή του, ενώ η κραυγαλέα χρεωκοπία του ρεφορμιστικού του εγχειρήματος σηματοδοτεί και τη δική τους παταγώδη χρεωκοπία. Τα πολιτικά μορφώματα που τώρα προκύπτουν ως τρόπον τινά εξ αριστερών διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, ως έξοδος από αυτόν συνιστωσών του, και διεκδικούν μιαν αυτόνομη πολιτική παρουσία (αναφέρομαι κυρίως στους ταγούς και τα στελέχη αυτών των μορφωμάτων και όχι στους απλούς οπαδούς τους) είναι εξόχως βεβαρυμμένα από το παρελθόν τους και κατ’ ουσίαν πολιτικά αναξιόπιστα.
Η χρεωκοπία των ευρωπαϊκών αυταπατών του ΣΥΡΙΖΑ αποκαλύπτει με τον πλέον οδυνηρό για τους εργαζόμενους τρόπο ότι η ΕΕ δεν είναι η Ευρώπη των λαών, ότι οι ηγεμονικές της δυνάμεις δεν είναι απλώς μια συμμαχία δογματικών του νεοφιλελευθερισμού, αλλά μαζί με τις ΗΠΑ αποτελούν τη συμμορία των ισχυρότερων ιμπεριαλιστικών χωρών του πλανήτη, οι οποίες εκμεταλλεύονται το μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπινων και φυσικών του πόρων και για τα συμφέροντά τους δε διστάζουν να αιματοκυλίσουν ολόκληρους λαούς, εμπλεκόμενες διαρκώς σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις ανά τον κόσμο.
Και ας μη μας διαφεύγει ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ/ΟΝΕ και στο ΝΑΤΟ είναι εξαιρετικής γεωστρατηγικής σημασίας για τον ευρωατλαντικό ιμπεριαλιστικό πόλο. Πιθανή αποδέσμευση της χώρας από αυτούς τους θεσμούς θα προκαλούσε ισχυρό πλήγμα στις οικονομικές-πολιτικές και στρατιωτικές δομές του, αλλάζοντας τις ισορροπίες σε μια εξαιρετικά ευαίσθητη γεωπολιτικά περιοχή. Γι’ αυτό θα πρέπει να θεωρείται απολύτως βέβαιο ότι η οποιαδήποτε προσπάθεια αποδέσμευσης θα επέφερε την άμεση αντίδραση του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού, με ό,τι μεθόδους και μορφές μπορεί κανείς να φανταστεί.
Η γρήγορη παταγώδης αποτυχία του ρεφορμιστικού εγχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ κατέδειξε και το γεγονός ότι η ελληνική αστική τάξη, κυρίως αυτή που αποτελεί το μεγάλο κεφάλαιο (τραπεζίτες-χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, εφοπλιστές, διεθνοποιημένα τμήματα του παραγωγικού κεφαλαίου), είναι υπαρξιακά συνδεδεμένη με την συμμετοχή της Ελλάδας στην ζώνη του ΕΥΡΩ, στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, γιατί σε αυτή τη σχέση ιμπεριαλιστικής εξάρτησης βλέπει τη διασφάλιση της ηγεμονίας της στη χώρα, την προστασία της από τον κίνδυνο μεταρρυθμιστικών αναδιανεμητικών πολιτικών, καθώς και τη δυνατότητα διεθνούς της παρουσίας, ανάπτυξης υποϊμπεριαλιστικών δραστηριοτήτων σε περιφερειακό επίπεδο. Πιθανή προσπάθεια αποδέσμευσης της χώρας από την ΕΕ/ΟΝΕ και το ΝΑΤΟ θα σήμαινε άμεση σύγκρουση με την ελληνική αστική τάξη και τους κοινωνικούς συμμάχους της.
Η χειραφετική προοπτική για την Ελλάδα
Δεδομένων των παραπάνω είναι ευκόλως αντιληπτή η αστοχία της αντιμνημονιακής ρητορείας και πολιτικής, η οποία εστιάζει την προσοχή στην αντιμετώπιση των μνημονίων, κάνοντας πως δε βλέπει ότι τα μνημόνια είναι απλώς η έκφανση και όχι το αίτιο της κατάστασης στην οποία βρίσκεται η χώρα.
Για να το θέσω αλλιώς, η αντιμνημονιακή ρητορεία συνιστά στρουθοκαμηλισμό, λίγο-πολύ συνειδητή αποφυγή της αναγκαιότητας αμφισβήτησης της στρατηγικά κρίσιμης για το ελληνικό κεφάλαιο και τον ευρωατλαντικό ιμπεριαλιστικό πόλο συμμετοχής της Ελλάδας στην ΕΕ/ΟΝΕ, εντός της οποίας η χώρα οδηγήθηκε στη σημερινή δεινή θέση.
Ενίοτε η αντιμνημονιακή ρητορεία συνοδεύεται από την αμφισβήτηση της παραμονής της Ελλάδας στη ζώνη του ΕΥΡΩ και την υποστήριξη της επιστροφής σε εθνικό νόμισμα, με συνακόλουθη ανάκτηση από το κράτος της δυνατότητας να ασκεί νομισματική και δημοσιονομική πολιτική.
Η ιδέα της εξόδου από τη ζώνη του ΕΥΡΩ διατυπώνεται σε ποικίλες παραλλαγές, περισσότερο ή λιγότερο ριζοσπαστικές. Σε κάθε περίπτωση είναι σημαντικό να έχουμε υπόψη ότι η ύπαρξη εθνικού νομίσματος από μόνη της δε θα δώσει καμία ουσιαστική λύση στα μεγάλα προβλήματα της χώρας, δε θα καθορίσει την ανασυγκρότηση των παραγωγικών της δυνάμεων, τον επαναπροσδιορισμό της θέσης της στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, την κατανομή του κοινωνικού πλούτου. Στο σύγχρονο κόσμο υπάρχει πληθώρα χωρών, μικρών αλλά και μεγάλων, οι οποίες αν και διαθέτουν εθνικό νόμισμα, έχουν εξαιρετικά μικρές δυνατότητες να αντιμετωπίζουν τις διακυμάνσεις του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, τις αβεβαιότητες και τις κρίσεις των καπιταλιστικών αγορών, να προστατεύουν τις εγχώριες παραγωγικές τους δυνάμεις από τα πανίσχυρα συγκροτήματα του πολυεθνικού κεφαλαίου.
Η έκδοση νομίσματος από μια εθνική κεντρική τράπεζα μπορεί κάλλιστα να σημαίνει εκτύπωση πολύχρωμων ετικετών άνευ αξίας και πληθωριστική αποδιοργάνωση της οικονομίας, κατάρρευση του συστήματος πληρωμών και απαξίωση των αποταμιεύσεων. Κρίσιμο ζήτημα για την διασφάλιση της σταθερότητας του νομισματικού συστήματος και την υλοποίηση φιλολαϊκής πολιτικής είναι το μέγεθος του πλούτου που παράγεται σε μια χώρα και το ποιος τον ιδιοποιείται. Πρόκειται ακριβώς για το ζήτημα της ιδιοκτησίας στον κοινωνικό πλούτο και στα μέσα που τον παράγουν. Και χωρίς τη ριζική αλλαγή των σχέσεων ιδιοκτησίας καμία αλλαγή νομίσματος δε θα βελτιώσει σημαντικά τη ζωή των εργαζομένων.
Οι αριστερές δυνάμεις που δίνουν έμφαση κυρίως στην έξοδο από τη ζώνη του ΕΥΡΩ και στην επιστροφή σε εθνικό νόμισμα (συναντώνται όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε κατεξοχήν ιμπεριαλιστικές χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία), που θεωρούν ότι στις δύσκολες συνθήκες της Ελλάδας αυτός πρέπει να είναι ο κύριος τρόπος αντιμετώπισης των κοινωνικών προβλημάτων, που αποφεύγουν να αναφερθούν (ή αναφέρονται με εξαιρετικά ασαφή τρόπο) στην αναγκαιότητα αλλαγής των σχέσεων ιδιοκτησίας, προδίδουν ακούσια ότι ο ριζοσπαστισμός τους δεν πηγαίνει πέραν της επιδίωξης ενός κεϋνσιανού τύπου εθνικο-κρατικά ρυθμιζόμενου καπιταλισμού, δοκιμασμένου σε μια προγενέστερη περίοδο ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας. Όχι τυχαία, αυτές οι δυνάμεις διακρίνονται κατά κανόνα από πατριωτικά ιδεολογικά χαρακτηριστικά και από ρεφορμιστική – διαχειριστική στάση απέναντι στο αστικό κράτος.
Το πρόβλημα όμως της Ελλάδας δεν είναι απλώς τα μνημόνια, ούτε μόνο το χρέος, ούτε φυσικά μόνο το ΕΥΡΩ, αλλά το γεγονός ότι ο ελληνικός κεφαλαιοκρατικός σχηματισμός είναι βαθύτατα παρηκμασμένος, ότι η ελληνική αστική τάξη και οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής αδυνατούν να δώσουν στη χώρα σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης, ευεργετικές για τους εργαζομένους.
H πρόσδεση του ελληνικού καπιταλισμού στους θεσμούς του εισέτι κυρίαρχου ευρωτλαντικού ιμπεριαλιστικού πόλου δεν μπορεί να δώσει καμία λύση, δεδομένου ότι ο ίδιος αυτός ο πόλος βρίσκεται σε βαθύτατη κρίση. Σε ένα κόσμο όπου η κυριαρχία του συρρικνώνεται και αμφισβητείται διαρκώς από νέες ανερχόμενες καπιταλιστικές δυνάμεις, ο πόλος αυτός στρέφεται στην αύξηση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων στο εσωτερικό του, πράγμα που συνοδεύεται αναπόφευκτα από τη συρρίκνωση – κατάργηση των δικαιωμάτων τους, από την ανάπτυξη των πιο επιθετικών μηχανισμών παραγωγής και απόσπασης υπεραξίας.
Όσον αφορά το εγχείρημα οικονομικής ολοκλήρωσης εντός της ΕΕ/ΟΝΕ, τα αδιέξοδά του είναι κάτι παραπάνω από εμφανή. Οι μεγάλες ανισορροπίες και ανισότητες μεταξύ των χωρών μελών της, η αδυναμία των περισσότερων να αντέξουν το σκληρό ανταγωνισμό με τη Γερμανία και μια μικρή ομάδα των πλέον ισχυρών οικονομιών, η κρίση χρέους και η οικονομική τελμάτωση των χωρών της περιφέρειας δημιουργούν μια ιδιαίτερα δυσχερή και ασταθή πραγματικότητα με δυσοίωνες προοπτικές.
Την ίδια στιγμή η θέση των εργαζομένων επιδεινώνεται στο μεγαλύτερο μέρος του σύγχρονου κεφαλαιοκρατικού κόσμου: υφιστάμενοι την εκτενή ιδιωτικοποίηση – εμπορευματοποίηση δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών και την ευρεία απορρύθμιση των σχέσεων εργασίας, υποχρεώνονται να δεχτούν να δουλεύουν περισσότερο και σε χειρότερες συνθήκες για να έχουν κάποια δουλειά, να λαμβάνουν μικρότερο μισθό για να λαμβάνουν κάποιο μισθό, να ζουν μια διαρκώς πιο επισφαλή ζωή, προκειμένου να έχουν κάποια ζωή.
Η περιρρέουσα πραγματικότητα καταμαρτυρεί το γεγονός ότι οι παλιές καλές μέρες του καπιταλισμού με κοινωνικό κράτος έχουν πλέον περάσει., πράγμα που καθιστά εκτός πραγματικότητας την ελπίδα για μια κοινοβουλευτική επανάκαμψη των πολιτικών του αριστερού ρεφορμισμού.
Για τους παραπάνω λόγους στις συνθήκες αυτές μπορεί να είναι εξαιρετικά επιζήμια η άνοδος της Αριστεράς στην κυβερνητική εξουσία σε ρόλο απλού διαχειριστή της κεφαλαιοκρατίας, διότι τότε η Αριστερά, αντί να αποτελέσει τη λύση των προβλημάτων του λαού, καθίσταται μέρος τους. Και είναι αυτονόητο ότι, όταν η Αριστερά, η οποία υποτίθεται ότι υφίσταται για να οδηγήσει την κοινωνία σε ένα καλύτερο – χειραφετημένο μέλλον, καταλήγει να διαχειρίζεται το παρόν του παρηκμασμένου καπιταλισμού, εκπέμπει στους εργαζόμενους το μήνυμα ότι εναλλακτικό μέλλον δεν υπάρχει, καταστρέφοντας στις συνειδήσεις τους την ελπίδα για λύτρωση και κοινωνική πρόοδο, την εμπιστοσύνη στις ιδέες και τα ιδεώδη της Αριστεράς. Κι όταν οι άνθρωποι χάσουν την ελπίδα και την αφοσίωση στην προοπτική ενός καλύτερου κόσμου, τότε το μόνο που απομένει είναι να ζήσουν κομφορμιστικά και κυνικά βάσει των κανόνων του υπάρχοντος κόσμου.
Η συμμετοχή της Αριστεράς σε ρεφορμιστικούς κυβερνητικούς τυχοδιωκτισμούς επιφέρει πάντα απογοήτευση στους εργαζόμενους, καλλιεργεί ισχυρότατη δυσπιστία στους αγώνες για την ανατροπή της κεφαλαιοκρατίας, διευκολύνει την εξάπλωση δεξιών, λαϊκιστικών – φασιστικών ιδεών και ρευμάτων στους κόλπους των εργαζομένων.
Για την Ελλάδα πλέον δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις. Η προοπτική ανασυγκρότησης των παραγωγικών της δυνάμεων και ανάκαμψης της οικονομίας της προς όφελος των εργαζομένων συνάπτεται με την έξοδό της από τη ζώνη του ΕΥΡΩ και φυσικά από την ΕΕ και με τη ριζική αλλαγή των σχέσεων ιδιοκτησίας.
Δέον να τονιστεί ότι η εν λόγω προοπτική συνιστά ζήτημα κυρίως ταξικό, ταξικού συσχετισμού δυνάμεων, έντασης και έκβασης της ταξικής πάλης, και δευτερευόντως ζήτημα τεχνικο-οικονομικών ρυθμίσεων. Και είναι απλουστευτικές έως αφελείς οι αναφορές σε μια πιθανή ρήξη με την ΕΕ/ΟΝΕ, δηλαδή με έναν θεμελιώδη πυλώνα του ευρωατλαντικού ιμπεριαλιστικού πόλου, ως σαν να επρόκειτο απλώς για αποτέλεσμα κυβερνητικών χειρισμών (μιας κυβέρνησης – μετώπου – συσπείρωσης κάποιων δυνάμεων της Αριστεράς) το οποίο, όπως εκτιμάται, μετά από κάποιες προσωρινές οικονομικές δυσκολίες, θα γίνει η απαρχή νέων ευκαιριών για την ελληνική οικονομία, απελευθερώνοντας κρυμμένες δυνατότητές της.
Οι αριστερές – αντικαπιταλιστικές δυνάμεις που προτάσσουν την έξοδο από τη ζώνη του ΕΥΡΩ και την ΕΕ (θεωρώ αναπόδραστη στο πλαίσιο μιας τέτοιας στόχευσης και την έξοδο από το ΝΑΤΟ) ως επιλογή του εργαζόμενου λαού, καθώς και την άρνηση πληρωμής του χρέους, θα πρέπει να έχουν σαφή αντίληψη του γεγονότος ότι ένα τέτοιο εγχείρημα συνιστά άμεσα επαναστατική κοινωνική ανατροπή, συναπτόμενη με σφοδρότατη σύγκρουση με τους ευρωατλαντικούς ιμπεριαλιστές και την ελληνική αστική τάξη.
Στην περίπτωση της Ελλάδας δεν μπορεί να υπάρξει κανένα «μεταβατικό πρόγραμμα» στο πλαίσιο του οποίου θα αρχίσουν υποτίθεται να ξηλώνονται σταδιακά ορισμένα μεμονωμένα αλλά βασικά στοιχεία –θεμέλια ύπαρξης του ελληνικού καπιταλισμού (έξοδος από ζώνη του ΕΥΡΩ, εθνικοποίηση τραπεζών, άρνηση πληρωμής του χρέους προς τα κράτη μέλη της ΕΕ) χωρίς να ξεσπάσει από τις πρώτες κιόλας στιγμές αυτής της διαδικασίας σφοδρότατη σύγκρουση με την εγχώρια αστική τάξη και τους ιμπεριαλιστές πάτρωνές της, η οποία για την Αριστερά αναπόφευκτα θα αποκτήσει τη μορφή του αγώνα για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου και την εγκαθίδρυση της κρατικής εξουσίας των εργαζομένων.
Η έξοδος από τη ζώνη του ΕΥΡΩ και την ΕΕ με όρους που υπαγορεύονται από τα συμφέροντα του εργαζόμενου λαού θα απαιτήσει άμεση αλλαγή της κρατικής εξουσίας (και όχι απλώς της κυβερνητικής) και των σχέσεων ιδιοκτησίας, θα επιφέρει τη ριζική αλλαγή των συνθηκών λειτουργίας της οικονομίας και ζωής της ελληνικής κοινωνίας, σε μια πορεία αναπόφευκτου επαναπροσδιορισμού των καταναλωτικών δυνατοτήτων, των κοινωνικών αναγκών και παραγωγικών προτεραιοτήτων της.
Στόχοι όπως οι παραπάνω δεν μπορούν να υλοποιηθούν σε οποιεσδήποτε συνθήκες και μάλιστα διαμέσου σταδιακών πολιτικών μεταρρυθμίσεων με όρους κοινοβουλευτικής αποτύπωσης κάποιας πλειοψηφικής λαϊκής ετυμηγορίας (όταν ριζοσπαστικές κοινωνικές διαθέσεις αποτυπώνονται μόνο κοινοβουλευτικά, τότε, αφενός δεν είναι και τόσο ριζοσπαστικές, αφετέρου ο ταξικός αντίπαλος έχει πάντα τη δυνατότητα να τις παρακολουθήσει και να προβεί σε προληπτικά μέτρα ανάσχεσής τους). Πρέπει να επισημανθεί εμφατικά ότι πρόκειται για στόχους η υλοποίηση των οποίων συνδέεται με την αντιμετώπιση ισχυρότατων αντιπάλων και απειλών, πράγμα που απαιτεί τη μεγάλη, συνειδητή και εξαιρετικά αποφασιστική – επαναστατική κινητοποίηση του εργαζόμενου λαού.
Ανατροπές αυτής της κλίμακας θα μπορούσαν να επιχειρηθούν μόνο στην περίπτωση εμφάνισης συγκεκριμένης κατάστασης στην ελληνική κοινωνία, με διακριτά χαρακτηριστικά της την απώλεια εκ μέρους της κυρίαρχης τάξης και των πολιτικών της εκπροσώπων της ικανότητας να διευθύνουν την κοινωνία (να διατηρούν την πρωτοβουλία κινήσεων, να διασφαλίζουν τη συναίνεση – ενσωμάτωση των αντίπαλων κοινωνικών τάξεων), τον ισχυρό μαζικό κλονισμό της εμπιστοσύνης μεγάλου μέρους των εργαζομένων στις προοπτικές του συστήματος, τη διάχυτη αίσθηση του ανέφικτου ικανοποίησης από αυτό των θεμελιωδών τους αναγκών, αλλά οπωσδήποτε και την εξαιρετική αναβάθμιση της αγωνιστικής αποφασιστικότητας και κινητοποίησης των λαϊκών στρωμάτων. Με τέτοιους όρους συντελούνται οι πραγματικές ριζικές αλλαγές των κοινωνικών σχέσεων, όταν βεβαίως υφίστανται πολιτικές δυνάμεις που έχουν σαφή αντίληψη της εναλλακτικής κοινωνικής προοπτικής και σαφή στρατηγική (η οποία θα πρέπει να προβάλλει στην κοινωνική συνείδηση με όρους ιδεολογικής ηγεμονίας) και βρίσκονται σε σύνδεση με μια υπαρκτή κοινωνική πρωτοπορία ιδεολογικά συνειδητοποιημένων και πολιτικά έμπειρων εργαζομένων, η οποία δύναται να επηρεάζει και να κινητοποιεί ευρύτερα στρώματα του λαού.
Δυστυχώς για την ελληνική Αριστερά το εγχείρημα της ρήξης με τη ζώνη του ΕΥΡΩ και την ΕΕ δυσχεραίνουν σημαντικά οι πολύ μικρές παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, η μεγάλη εξάρτησή της από εισαγωγές τεχνολογικού εξοπλισμού (οι παραγωγικές δυνατότητες μιας χώρας δεν αφορούν απλώς στην ύπαρξη φυσικών πόρων, αλλά στην κατοχή της τεχνολογίας που καθιστά εφικτή την παραγωγική αξιοποίησή τους) και η απουσία σαφών προοπτικών ένταξης σε κάποιο εναλλακτικό διεθνή καταμερισμό εργασίας, εύρεσης εναλλακτικών γεωπολιτικών συμμάχων, στήριξης σε άλλες ισχυρές χώρες, πέραν αυτών του ευρωατλαντικού ιμπεριαλιστικού πόλου.
Δυσχεραίνει το όποιο πιθανό εγχείρημα ρήξης της Ελλάδας με τους θεσμούς του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού και το γεγονός ότι προς το παρόν φαίνεται απίθανο αυτό να συναντηθεί με αντίστοιχα εγχειρήματα σε άλλες χώρες της ΕΕ, και να λάβει αναγκαία υποστήριξη από αυτά. Σε όλες σχεδόν τις χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου (με λίγες ίσως εξαιρέσεις) οι αριστερές δυνάμεις είναι μικρές, με ισχνή κοινωνική επιρροή, ενώ οι ριζοσπαστικές διαθέσεις των ίδιων των εργαζομένων είναι περιορισμένες έως ανύπαρκτες. Στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στο νότιο και ανατολικό τμήμα της (τα οποία πλήττονται περισσότερο από τον ανταγωνισμό εντός της ΕΕ με τις χώρες του Βορρά, αλλά και από την παγκόσμια κρίση της κεφαλαιοκρατίας) οι αντικαπιταλιστικές διαθέσεις των κοινωνιών και οι αντίστοιχες πολιτικές τους εκφράσεις απέχουν παρασάγγες από το να διεκδικήσουν πρωταγωνιστικό ιστορικό ρόλο.
Το ζήτημα της συνάντησης ενός ριζοσπαστικού κοινωνικού εγχειρήματος στην Ελλάδα με αντίστοιχα στην Ευρώπη είναι αποφασιστικής σημασίας, δεδομένου ότι μόνο σε μια τέτοια περίπτωση (σε μια περίπτωση γενικευμένου αντι-ΕΕ, αντι-καπιταλιστικού ξεσηκωμού σε ομάδα χωρών, σε ολόκληρη περιφέρεια της ηπείρου) θα μπορούσαμε βάσιμα να ελπίζουμε σε νικηφόρα έκβασή του εντός κάθε χώρας, δεδομένης μια περισσότερο εφικτής σε αυτή τη περίπτωση αδρανοποίησης των μηχανισμών αντίδρασης των ηγεμονικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και συνακόλουθα μιας ευκολότερης αντιμετώπισης της αντίδρασης των εγχώριων αστικών δυνάμεων.
Εν γένει αποτελεί ζήτημα που απαιτεί ψύχραιμη και σοβαρή εξέταση από τις δυνάμεις της Αριστεράς το κατά πόσο στις συνθήκες της Ευρώπης, και όχι μόνο, ριζικές κοινωνικές αλλαγές, οι οποίες δύνανται αρχικά να επιχειρηθούν σε μεμονωμένες χώρες, μπορούν να επιβιώσουν και να βαθύνουν σε αυτές χωρίς να απαιτηθούν συγχρονισμένες ή αλυσιδωτές ανατροπές σε ομάδα/ομάδες χωρών.
Η αναγκαιότητα εξέτασης του εφικτού της ρήξης με την ΕΕ/ΟΝΕ στην κλίμακα ομάδας χωρών, ολόκληρης περιοχής της ηπείρου, συνάπτεται επίσης με το εξαιρετικά σημαντικό γεγονός ότι στις σύγχρονες συνθήκες δυναμικής διεθνοποίησης της επιστημονικής – τεχνολογικής και παραγωγικής δραστηριότητας και αντίστοιχα του εξαιρετικά διεθνοποιημένου καταμερισμού εργασίας καμία οικονομία (πόσο μάλλον μια μικρή οικονομία όπως αυτή της Ελλάδας) δεν μπορεί να υπάρξει και να προοδεύσει σε καθεστώς απομόνωσης και αυτάρκειας.
Η αυτάρκεια, περί της οποίας συχνά γίνεται λόγος (αναφέρεται, φερ’ ειπείν, η αυτάρκεια της χώρας όσον αφορά την παραγωγή ορισμένων βασικών διατροφικών προϊόντων φυτικής και ζωικής προέλευσης, ενώ αποσιωπάται το γεγονός ότι τα προϊόντα αυτά παράγονται με λιπάσματα, φυτοφάρμακα, θερμοκήπια, υδροπονικό εξοπλισμό, ζωοτροφές, τρακτέρ και άλλα αγροτικά μηχανήματα, τα οποία εισάγονται κυρίως από τις χώρες της ΕΕ και τις ΗΠΑ και ότι χωρίς αυτά τα μέσα η αγροτική οικονομία της Ελλάδας και η «αυτάρκειά» της θα ήταν σε πολύ διαφορετική κατάσταση) μπορεί να αποτελέσει κρίσιμο ζητούμενο, αναγκαία επιδίωξη (επιδίωξη στοιχειώδους αυτάρκειας έκτατης ανάγκης) στην περίπτωση που η χώρα βρεθεί οικονομικά απομονωμένη, υπό την απειλή των χωρών του ευρωατλαντικού ιμπεριαλιστικού πόλου και των δορυφόρων του.
Όμως καμία χώρα δεν μπορεί να εξελιχθεί στις σημερινές συνθήκες χωρίς να ενταχθεί σε ένα διεθνικό σύστημα καταμερισμού της επιστημονικο-τεχνικής και παραγωγικής δραστηριότητας. Συνακόλουθα, το στρατηγικό πρόταγμα της Αριστεράς – το μέλλον της σοσιαλιστικής χειραφέτησης και προόδου (όπως τουλάχιστον μπορούμε να το διακρίνουμε βάσει του σημερινού επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων) δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να ταυτιστεί με το μοντέλο κλειστών εθνικών οικονομιών που παράγουν στο εσωτερικό τους όλα τα βασικά προϊόντα ή συνδέονται με άλλες εθνικές οικονομίες διαμέσου της ανταλλαγής έτοιμων εμπορευμάτων.
Η σοσιαλιστική υπέρβαση της ανάπτυξης και ολοκλήρωσης των παραγωγικών δυνάμεων και διαδικασιών που έχει επιτύχει ο καπιταλισμός εντός της ΕΕ (ολοκλήρωση που φέρει αναπόδραστα και τα χαρακτηριστικά της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης των ασθενέστερων οικονομιών από τις ισχυρότερες) δε θα είναι σαφώς η οικοδόμηση κάποιων αμιγώς εθνικο-κρατικών σοσιαλιστικών οικονομιών, αλλά η ανάπτυξη (επιπροσθέτως προς τις εθνικές κοινωνικές επιχειρήσεις) διεθνικών (εντός ομάδας χωρών, περιοχών της ηπείρου ή και στην κλίμακα όλης της ηπείρου) σοσιαλιστικών επιχειρήσεων, παραγωγικών συγκροτημάτων, δικτύων και υποδομών που θα λειτουργούν υπό την αιγίδα διεθνικών θεσμών σχεδιοποιημένης διεύθυνσής τους.
Πρόκειται για την προοπτική κοινωνικοποίησης της παραγωγής σε διεθνές επίπεδο ως κατ’ ουσίαν μοναδικού δρόμου διατήρησης και ανάπτυξης των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων, αλλά και πραγματικής υπέρβασης του καπιταλισμού σε εθνικό επίπεδο. Φρονώ ότι ριζοσπαστικά κοινωνικά εγχειρήματα τα οποία θα ξεκινήσουν σε μεμονωμένες χώρες, κι αν ακόμα υλοποιήσουν σημαντικές κοινωνικές αλλαγές σε εθνικό επίπεδο (πράγμα που σε κάθε περίπτωση θα έχει τεράστια σημασία), δε θα μπορέσουν να έχουν προοπτική και εν τέλει να καταστούν βιώσιμα, αν δεν ενσωματωθούν σε μεγαλύτερης – διεθνικής κλίμακας εγχειρήματα κοινωνικής αλλαγής και οικοδόμησης εναλλακτικής οικονομίας.
Για την ανασυγκρότηση της επαναστατικής Αριστεράς
Μια τέτοια αντίληψη της κοινωνικής χειραφέτησης απαιτεί ριζικό επαναπροσδιορισμό της κλίμακας των θεωρητικών επεξεργασιών και της στρατηγικής των επαναστατικών αριστερών δυνάμεων και σπεύδω εδώ να διευκρινίσω ότι ως επαναστατικές αριστερές δυνάμεις εννοώ αυτές που θέτουν το στόχο της ανατροπής της κεφαλαιοκρατίας και της οικοδόμησης μιας σοσιαλιστικής – κομμουνιστικής κοινωνίας (με δεδομένες τις ποικίλες –διαφορετικές αντιλήψεις για το χαρακτήρα αυτής της κοινωνίας).
Κρίνω αναγκαίο να τονίσω ότι μια εφικτή σοσιαλιστική – κομμουνιστική κοινωνία του μέλλοντος θα πρέπει να γίνει αντιληπτή όχι ως εθνική προοπτική (αν και αφετηριακά δεν μπορεί να μην έχει εθνική διάσταση και να μην επηρεαστεί σημαντικά από εθνικές ιδιαιτερότητες), αλλά ως προοπτική της παγκόσμιας ανθρωπότητας, θεμελιωμένη σε τάσεις και δυνατότητες του παγκόσμιου πολιτισμού (οι οποίες πολύ συχνά είναι αδύνατο να γίνουν αντιληπτές υπό το πρίσμα μιας εθνοκεντρικής ανάλυσης των κοινωνικών φαινομένων).
Και αυτές οι τάσεις και δυνατότητες, όσον αφορά την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο, την ανάπτυξη κατεξοχήν κοινωνικού χαρακτήρα παραγωγικών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένου του εξόχως κοινωνικού χαρακτήρα των μέσων σχεδίασης και διεύθυνσής τους, τους τρόπους αλληλεπίδρασης μεταξύ ανθρώπων και φύσης και ικανοποίησης των ανθρώπινων αναγκών, είναι σήμερα συγκλονιστικές και επιτρέπουν μιαν ασύγκριτα πιο συγκροτημένη και ισχυρή, εν σχέσει με το παρελθόν, θεμελίωση της σοσιαλιστικής –κομμουνιστικής στρατηγικής.
Με άλλα λόγια, η συζήτηση σήμερα για τον κομμουνισμό (πέραν κάποιων παρατηρούμενων ενίοτε ασκήσεων ακαδημαϊκού σχολαστικισμού και φλυαρίας) μπορεί να έχει νόημα για την Αριστερά και τον κόσμο της εργασίας, όταν συνάπτεται με την εξέταση των νέων δυνατοτήτων που εμφανίζονται εντός του συστήματος της υλικής παραγωγής για τη μετατροπή των εργαζομένων από υπηρέτες επιμέρους μέσων παραγωγής και έρμαια των δικών τους αποξενωμένων και ανεξέλεγκτων κοινωνικών δυνάμεων σε συλλογικούς διαχειριστές παραγωγικών διαδικασιών, σε αυθεντικά υποκείμενα της κοινωνικής εξέλιξης. Αναφέρομαι σε δυνατότητες που προκύπτουν από τη δυναμική τάση αυτοματοποίησης των μέσων παραγωγής, την τάση παρεμβολής μεταξύ των εργαζόμενων και του φυσικού περιβάλλοντος αυτοματοποιημένων – αυτορυθμιζόμενων, σε ορισμένο βαθμό, παραγωγικών διαδικασιών, οι οποίες μπορούν να ελέγχονται συνειδητά και συλλογικά από την κοινωνία. Η τάση αυτή περιλαμβάνει την εμφάνιση εξαιρετικά ευέλικτων ρομποτικών συστημάτων και την αυτοματοποίηση της παραγωγής στην κλίμακα ολόκληρων εργοστασίων, τη δημιουργία νέων πολυλειτουργικών υλικών με προσχεδιασμένες ιδιότητες, την χρήση νέων πηγών ενέργειας (εκ των οποίων εξαιρετικές φαίνεται να είναι οι προοπτικές της ηλιακής), την εμφάνιση νέου τύπου γεωργίας με υψηλό επίπεδο ελέγχου των φυσικο-παραγωγικών διαδικασιών ανάπτυξης των οργανισμών (υδροπονία, αεροπονία), την εξάπλωση τεχνολογιών επικοινωνίας και τεχνητής νοημοσύνης που επιτρέπουν την επεξεργασία τεράστιου όγκου δεδομένων, την εξαιρετικά ακριβή (με ισχυρές προγνωστικές δυνατότητες) μοντελοποίηση και σχεδίαση παραγωγικών δραστηριοτήτων και την άμεση επικοινωνία – συνεργασία μεταξύ απομακρυσμένων παραγωγών αλλά και μεταξύ παραγωγών και τελικών καταναλωτών.
Επισημαίνω τη σημασία των παραπάνω φαινομένων όχι γιατί θεωρώ ότι η τεχνολογική πρόοδος εντός της κεφαλαιοκρατίας θα οδηγήσει αυτομάτως σε κάποια άλλη κοινωνία, αλλά γιατί χωρίς τη διακρίβωση σε συνάρτηση με αυτά υπαρκτών δυνατοτήτων υπέρβασης της εργασίας ως καταπιεστικής υποχρέωσης, ως μόχθου και άχθους, αλλά και ικανοποίησης κατά βέλτιστο ποσοτικά και ποιοτικά τρόπο των βιοτικών αναγκών όλων των ανθρώπων είναι αδύνατο να θεμελιωθεί το εφικτό μιας κομμουνιστικής κοινωνίας καθολικά συντροφικών σχέσεων.
Δυστυχώς το επίπεδο των σύγχρονων θεωρητικών επεξεργασιών των διαφόρων δυνάμεων της Αριστεράς, της στρατηγικής τους και της ιδεολογικής επιρροής που ασκούν στις σύγχρονες κοινωνίες είναι θλιβερά χαμηλό.
Οι αριστερές δυνάμεις παγκοσμίως και βεβαίως και στην Ελλάδα αδυνατούν να διεκδικήσουν την ιδεολογική ηγεμονία διότι, πλην λίγων εξαιρέσεων, αντιλαμβάνονται επιδερμικά τις αλλαγές που συντελούνται στη σύγχρονη κεφαλαιοκρατία και, πολύ περισσότερο, κατανοούν ελάχιστα το πώς αυτές οι αλλαγές μπορούν να καταστήσουν εφικτή μια σοσιαλιστική – κομμουνιστική κοινωνία του μέλλοντος.
Ο θεωρητικός και ιδεολογικός λόγος της Αριστεράς είναι πολύ συχνά ιδιαίτερα φτωχός, αβάσταχτα αγκυλωμένος σε αφηρημένες συνθηματολογίες, ιδεοληπτικούς βερμπαλισμούς και ανούσιες θεωρητικολογίες, που δε σημαίνουν τίποτε περισσότερο από την οριοθέτηση των ιδιαίτερων ιδεολογικών ταυτοτήτων των ποικίλων πολιτικών ρευμάτων και οργανώσεών της.
Η αδιαφορία για τα ζητήματα της σοσιαλιστικής θεωρίας η ανάλωση σε ένα ατέρμονο τακτικισμό, περιορισμένο σε σπασμωδικές αντιδράσεις στις πρωτοβουλίες και ενέργειες του ταξικού αντιπάλου είναι δηλωτική του άρρητου συμβιβασμού της Αριστεράς με την κυριαρχία της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας.
Βεβαίως υπάρχουν και κάποιες δυνάμεις της Αριστεράς που αναφέρονται σε ζητήματα στρατηγικής, που καταπιάνονται με τη μελέτη των σοσιαλιστικών εμπειριών του παρελθόντος και προσπαθούν βάσει αυτών να διατυπώσουν ιδέες για τη σοσιαλιστική κοινωνική αλλαγή του μέλλοντος. Οι προσπάθειές τους όμως σε αυτή την κατεύθυνση είναι περιορισμένες, αποσπασματικές και χωρίς σημαντικά αποτελέσματα, ενώ ενίοτε δεν υπερβαίνουν τη μεταφορά, εν είδει συνταγών, σε σύγχρονα προγραμματικά κείμενα απλουστευτικά ερμηνευμένων και εξιδανικευμένων σοσιαλιστικών πρακτικών του παρελθόντος.
Αναφορικά με την εμπειρία των πρώτων σοσιαλιστικών κοινωνιών φρονώ ότι απαιτείται ακόμη σημαντική θεωρητική έρευνα, προκείμενου να γίνουν κατανοητοί οι βασικοί παράγοντες — οι νομοτελείς αντιφάσεις που προσέδωσαν σε αυτές τα ιδιότυπα χαρακτηριστικά τους και καθόρισαν την ιστορική τους πορεία. Το ζήτημα αυτό έχει τεράστια σημασία για την ανάπτυξη της σοσιαλιστικής θεωρίας και στρατηγικής και η ενασχόληση μαζί του περιλαμβάνει όχι μόνο την εξέταση των εν λόγω κοινωνιών υπό το πρίσμα της κλασικής θεωρίας του μαρξισμού, αλλά και την εξέταση του μαρξισμού (και τη διακρίβωση της εμβέλειάς του, όσον αφορά την κατανόηση της κομμουνιστικής προοπτικής) υπό το πρίσμα της ιστορικής εμπειρίας των πρώτων σοσιαλιστικών κοινωνιών. Όπως έδειξε με το έργο του ο σοβιετικός στοχαστής Β.Α.Βαζιούλιν, οι πρώτες σοσιαλιστικές κοινωνίες (τις οποίες ο ίδιος αποκαλεί κοινωνίες του πρώιμου σοσιαλισμού) καθιστούν εφικτή και αναγκαία την επανεξέταση και διαλεκτική άρση του θεωρητικού κεκτημένου του μαρξισμού, σε συνάρτηση με τη θεμελιώδη ανάπτυξη της θεωρίας για τους νόμους της κοινωνικής εξέλιξης και την κομμουνιστική προοπτική.
Η συστηματική επεξεργασία και ριζική ανασυγκρότηση της σοσιαλιστικής θεωρίας είναι εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση της διεκδίκησης από την Αριστερά πρωταγωνιστικού ρόλου στις κοινωνικές εξελίξεις. Οι σύγχρονοι ταξικοί αγώνες στην Ελλάδα και διεθνώς δεν μπορούν να είναι επιθετικοί και νικηφόροι, αν δεν έχουν σαφή τελικό σκοπό, θεμελιωμένο στη θεωρητική συνειδητοποίηση του εφικτού οργάνωσης και εξέλιξης της εργασίας χωρίς την κηδεμονία του κεφαλαίου, της δυνατότητας δηλαδή ανάκτησης από τους εργαζόμενους όλων εκείνων των λειτουργιών που το κεφάλαιο, ως αποξενωμένη και ανεξέλεγκτη κοινωνική δύναμη, επιτελεί στο σύστημα της παραγωγής.
Σαφώς η σύζευξη των άμεσων ζητημάτων της ταξικής πάλης με την θεωρητική τεκμηρίωση του εφικτού χειραφέτησης της εργασίας δεν είναι καθόλου απλή και εύκολη υπόθεση. Είναι όμως απαραίτητη για την επίτευξη ιδεολογικής ηγεμονίας των δυνάμεων της Αριστεράς, χωρίς την οποία δεν μπορεί να συγκροτηθεί μέτωπο κοινωνικών – ταξικών δυνάμεων ικανών να ανατρέψουν την κεφαλαιοκρατία.
Η συζήτηση για τη δημιουργία ενός τέτοιου μετώπου οφείλει να λαμβάνει υπόψη και την αναγκαιότητα συγκρότησης, ιδιαίτερα στις ανεπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές κοινωνίες του 21ου αιώνα, μιας κρίσιμης συμμαχίας μεταξύ των παραδοσιακών στρωμάτων της εργατικής τάξης που σχετίζονται κυρίως με τη φυσική – χειρωνακτική εργασία (βιομηχανική και μη) και των μαζικών πλέον και ραγδαία προλεταριοποιούμενων στρωμάτων της διανοητικής εργασίας (επιστημονικοτεχνική διανόηση της παραγωγής, μισθωτή διανόηση στον τομέα των υπηρεσιών, εκπαιδευτικοί κλπ). Αν στους ταξικούς αγώνες και στα σοσιαλιστικά εγχειρήματα του 20ου αιώνα αποφασιστικής σημασίας ήταν η συμμαχία των βιομηχανικών εργατών με τα φτωχά στρώματα των αγροτών, τώρα στις αναπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές κοινωνίες κρίσιμη καθίσταται η πολιτική ενότητα των φορέων της φυσικής (βιομηχανικής και μη) και της διανοητικής μισθωτής εργασίας. Η αύξηση του αριθμού των τελευταίων, ο εν πολλοίς διεθνοποιημένος χαρακτήρας της εργασίας τους, οι μεγαλύτερες ικανότητές τους για γνώση – κατανόηση του κόσμου, σχεδίαση δραστηριοτήτων, αυτο-οργάνωση και αυτόβουλη δράση σε συνδυασμό με τη ριζοσπαστικοποίησή τους λόγω της ισχυρής υποβάθμισης της παραδοσιακά καλύτερης κοινωνικής θέσης τους, διαμορφώνουν πιο ευνοϊκές συνθήκες για την αποφασιστική ενίσχυση του στρατοπέδου της εργασίας στον μεγάλο ταξικό αγώνα ενάντια στην εξουσία του κεφαλαίου.
Ειρήσθω εν παρόδω ότι, δυστυχώς, το ζήτημα της ταξικής – πολιτικής ενότητας των στρωμάτων της φυσικής μισθωτής εργασίας με τα στρώματα της μισθωτής διανοητικής εργασίας (στρώματα που αμφότερα συγκροτούν σήμερα το συλλογικό εργαζόμενο, δεδομένου ότι μόνο στην ενότητα των εργασιακών τους δραστηριοτήτων είναι σήμερα εφικτή η λειτουργία του συστήματος της υλικής παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα), καθώς και το θεωρητικό – ιδεολογικό πλαίσιο που απαιτείται για την επίτευξή της έχει ελάχιστα έως καθόλου απασχολήσει τις οργανωμένες δυνάμεις της σύγχρονης Αριστεράς.
Αντίστοιχα προς την αναπόδραστα διεθνή διάσταση που θα πρέπει να έχει μια εφικτή κοινωνική επανάσταση στις σύγχρονες συνθήκες και την αναγκαία παγκόσμια διάσταση – οπτική της επαναστατικής στρατηγικής, καθίσταται αναγκαία η συγκρότηση πολιτικών δυνάμεων της Αριστεράς σε διεθνικό – διεθνές επίπεδο, ως δυνάμεων που θα εκκινούν από μια κοινή συγκεκριμένη αντίληψη για την κατεύθυνση, τους στόχους και το περιεχόμενο της κοινωνικής επανάστασης σε μιαν ολόκληρη περιοχή (σε ολόκληρες περιοχές) του πλανήτη.
Μόνο τέτοιες δυνάμεις θα μπορέσουν να αμφισβητήσουν την εξουσία του κεφαλαίου σε εθνικό και συνάμα διεθνές επίπεδο, να αποτελέσουν πολιτικά υποκείμενα ιστορικών γεγονότων και ανατροπών.
Η παραπάνω αναγκαιότητα συχνά όχι μόνο δε γίνεται κατανοητή (ή γίνεται μερικώς κατανοητή) από τις δυνάμεις της Αριστεράς, αλλά υπάρχουν και πολιτικά μορφώματα που κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση. Επιδιώκουν, δηλαδή, τη συγκρότηση εθνικο-πατριωτικών συσπειρώσεων ερμηνεύοντας το σύγχρονο κοινωνικό ζήτημα υπό το πρίσμα κατεξοχήν πατριωτικών αντιλήψεων, δηλαδή ως ζήτημα καταπίεσης και εκμετάλλευσης των εθνών από τις νεοφιλελεύθερες ελίτ, τους διεθνείς τραπεζίτες και χρηματιστές – κερδοσκόπους. Αυτές οι (αριστερές;) δυνάμεις υποβαθμίζουν συστηματικά τον ταξικό χαρακτήρα των κοινωνικών σχέσεων και των κοινωνικών προβλημάτων και συνακόλουθα τον ταξικό χαρακτήρα της επίλυσής τους, προτάσσοντας το εθνικό συμφέρον, την εθνική κυριαρχία και τους εθνικο-πατριωτικούς αγώνες. Η «αριστερή» διάσταση αυτής της στάσης δεν υπερβαίνει προτάσσεις υλοποίησης πολιτικών σοσιαλδημοκρατικής προστασίας της εργασίας εντός μιας κρατικά ρυθμιζόμενης κεφαλαιοκρατικής οικονομίας.
Εν προκειμένω πρόκειται για μια «Αριστερά» τύπου πατριωτικής σοσιαλδημοκρατίας, η οποία με τον εθνικο-πατριωτικό της λόγο (λόγο που προτάσσει τη μικροαστική ουτοπία της επιστροφής σε έναν προ της περιβόητης «νέας τάξης πραγμάτων» εθνικο-κρατικά ρυθμιζόμενο καπιταλισμό) όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει (όπως ενίοτε δίνεται η εντύπωση) την ευρέως παρατηρούμενη άνοδο του εθνικισμού, αλλά αντιθέτως μπορεί να τη διευκολύνει. Όταν η Αριστερά προτάσσει το «εθνικό συμφέρον» και αγωνίζεται για αυτό, τότε στα μάτια του λαού δικαιώνει τον κατεξοχήν εκφραστή της ιδεολογίας του «εθνικού συμφέροντος», την ακροδεξιά.
Μια τέτοια στάση, όντας παντελώς αδιέξοδη (η κλίμακα των παραγωγικών διαδικασιών στη σύγχρονη κεφαλαιοκρατία έχει κατά πολύ υπερβεί τα όρια των εθνικών κρατών), εγκλωβίζει εκφυλιστικά την Αριστερά σε αντιδραστικές ουτοπίες, δρομολογεί την παραμόρφωση και παρακμή της, ακριβώς ως Αριστεράς, δηλαδή ως δύναμης που αγωνίζεται για τη χειραφέτηση της εργασίας και της κοινωνίας.
Η Αριστερά, ως τέτοια ακριβώς δύναμη, ως κομμουνιστική Αριστερά, δεν μπορεί παρά να είναι διεθνιστική, υπαρξιακά διεθνιστική. Διεθνισμός για την Αριστερά σημαίνει αφοσίωση στον τελικό σκοπό της χειραφέτησης της εργασίας – σκοπό ταξικό και συνάμα πανανθρώπινο, ο οποίος μπορεί πλήρως να υλοποιηθεί μόνο στην κλίμακα της παγκόσμιας ανθρωπότητας. Ο διεθνισμός της Αριστεράς ταυτίζεται με τον πανανθρώπινο χαρακτήρα των χειραφετικών στρατηγικών συμφερόντων της εργατικής τάξης, από τον οποίο (χαρακτήρα) πηγάζει το πρόταγμα της αγωνιστικής αλληλεγγύης μεταξύ των εργαζομένων όλου του κόσμου, ως αναγκαίου όρου νίκης στον αγώνα για την κομμουνιστική ενοποίηση της ανθρωπότητας.
Ως εκ τούτου, διεθνισμός για την Αριστερά σημαίνει ακλόνητη αφοσίωση στη διεξαγωγή ανεξάρτητης ταξικής πολιτικής, υπεράσπιση εντός των συγκεκριμένων εθνικο-κρατικών συνθηκών όχι των συμφερόντων της πατρίδας και του έθνους, τα οποία είναι εξ ορισμού απατηλά, αντιστοιχούν στα κυρίαρχα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου, καθώς και σε συμφέροντα, αυταπάτες και φιλοδοξίες των στρωμάτων της μικρομεσαίας ιδιωτικής ιδιοκτησίας και της εθνικο-κρατικής γραφειοκρατίας, αλλά των στρατηγικών συμφερόντων του κόσμου της μισθωτής εργασίας, ως συμφερόντων από τη φύση τους κοινών για όλους τους εργαζομένους του πλανήτη. Η Αριστερά απέναντι στην πλασματική ενότητα των ανθρώπων εντός της πατρίδας και του έθνους (σε κοινωνίες γενικευμένης αλλοτρίωσης και ανταγωνισμού, όπως είναι οι κεφαλαιοκρατικές, η πατριωτική ενότητα δεν μπορεί παρά να είναι πλασματική) προτάσσει την επαναστατική προοπτική της αυθεντικής σοσιαλιστικής ενοποίησής τους.
Βεβαίως η Αριστερά, δραστηριοποιούμενη αναπόφευκτα εντός διαφορετικών εθνικών κρατών, δεν μπορεί να αδιαφορεί για τις ιστορικές εμπειρίες και τις πολιτισμικές παραδόσεις του κάθε ξεχωριστού λαού. Πρέπει όμως να αντιμετωπίζει, να αξιολογεί και να υπερασπίζεται αυτές τις εμπειρίες και παραδόσεις υπό το πρίσμα των δικών της χειραφετικών ιδανικών. Έτσι, όταν τίθεται το ζήτημα της εθνικής ιστορίας και του εθνικού πολιτισμού, η Αριστερά δεν μπορεί παρά να υπερασπίζεται εκείνα τα στοιχεία τους που σηματοδοτούν την έκφραση στην ιστορική πορεία ενός λαού, στους αγώνες και στα επιτεύγματά του, αναγκών, ιδεών, στάσεων με πανανθρώπινη αξία, οι οποίες αποτελούν συμβολή στον παγκόσμιο πολιτισμό της ανθρωπότητας, στην παγκόσμια προσπάθεια των εργαζομένων για κοινωνική χειραφέτηση και πρόοδο. Συνάμα η Αριστερά θα πρέπει να διεξάγει ανειρήνευτο αγώνα ενάντια στις αναπόδραστα αναφυόμενες, εντός των εμποτισμένων από ανταγωνιστικές – αλλοτριωτικές σχέσεις εθνικών πολιτισμών, παραδόσεις και ιδεολογίες που εκφράζουν τα συμφέροντα και τις κοσμοαντιλήψεις των αφεντικών (της άρχουσας τάξης αλλά και των κάθε λογής μικρομεσαίων αφεντικών), ενάντια σε πατριαρχικές νοοτροπίες και πρακτικές, σε ποικίλες μορφές θρησκευτικού ανορθολογισμού, εθνικο-πατριωτικού ναρκισσισμού, εθνικιστικού μισανθρωπισμού και ρατσισμού.
Η Αριστερά δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την εξάπλωση του εθνικισμού – φασισμού διαμέσου της παραίτησης από τα δικά της ιδανικά και της στροφής προς εθνικο-πατριωτικές κοινωνικές ουτοπίες και ιδεολογίες, παρά δύναται να το κάνει αυτό καλλιεργώντας μέσω της πολιτικής πράξης και του λόγου της την εμπιστοσύνη των εργαζομένων στο εφικτό της υπέρβασης της εκμετάλλευσης και του ανταγωνισμού μεταξύ των ανθρώπων (άρα και μεταξύ των διαφορετικών εθνών, λαών κλπ), της ανάπτυξης καθολικών σχέσεων συντροφικότητας και αλληλεγγύης. Αν η έννοια «Αριστερά» εξακολουθεί να έχει πραγματική κοινωνική σημασία, δεν μπορεί παρά να είναι συνδεδεμένη με την αναγκαιότητα και προοπτική επαναστατικής υπέρβασης της κεφαλαιοκρατίας και χειραφέτησης της εργασίας, τουτέστιν με τη σοσιαλιστική – κομμουνιστική προοπτική.
Δυστυχώς το ξέσπασμα της τελευταίας οικονομικής κρίσης βρήκε στην Ελλάδα και διεθνώς τις δυνάμεις που επιμένουν ακόμη στον αγώνα για μια τέτοια προοπτική σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, κατ’ ουσίαν ανίκανες να επηρεάσουν τις πολιτικές εξελίξεις.
Το κομμουνιστικό κίνημα, ο μεγάλος πρωταγωνιστής των ταξικών αγώνων και καθοριστικός παράγων κοινωνικής προόδου στον 20ο αιώνα, υφίσταται ακόμη τις συνέπειες της συντριπτικής ήττας που υπέστη και της κονιορτοποίησης των δυνάμεών του μετά την κατάρρευση – ανατροπή των πρώτων σοσιαλιστικών καθεστώτων. Οδυνηρή πτυχή αυτής της ήττας είναι το γεγονός ότι στη συνείδηση εκατομμυρίων ανθρώπων της εργασίας σε όλο τον κόσμο είναι αδύναμη έως ανύπαρκτη η πεποίθηση ότι μια άλλη κοινωνία, πέραν του καπιταλισμού, είναι εφικτή. Ο σοσιαλισμός – κομμουνισμός εκλαμβάνεται σήμερα από πάρα πολλούς ως ουτοπία.
Με ιδιαίτερα συρρικνωμένη για δύο και πλέον δεκαετίες την κοινωνική τους επιρροή (σε αρκετές χώρες της Ευρώπης με εξαιρετικά ισχνή παρουσία) οι δυνάμεις της κομμουνιστικής Αριστεράς βρέθηκαν αντιμέτωπες με την κρίση και συμμετείχαν σε σημαντικούς κοινωνικούς αγώνες, χωρίς όμως να μπορούν για αντικειμενικούς λόγους να πρωταγωνιστήσουν πολιτικά, να ηγηθούν κινημάτων ικανών να ανατρέψουν το σύστημα που προκαλεί την κρίση.
Χρειάζεται να επισημανθεί ότι, δεδομένων των παραπάνω συνθηκών, καμία πολιτική έκφραση της Αριστεράς δε θα μπορούσε να επιτύχει κάτι καλύτερο. Θα πρέπει με ψυχραιμία και ειλικρίνεια να αναγνωριστεί ότι πρόκειται για ιστορικά καθορισμένη αδυναμία της Αριστεράς, η οποία φέρει το στίγμα ολόκληρης εποχής.
Στις μέρες μας η Αριστερά που επιμένει στην αγώνα για τη σοσιαλιστική αλλαγή της κοινωνίας θα λειτουργεί αναπόφευκτα ως δύναμη αντίστασης, όχι όμως ανατροπής. Αυτό καθίσταται αντικείμενο εκμετάλλευσης από ποικίλους εκπροσώπους του αριστερού ρεφορμισμού, οι οποίοι επιχειρούν να παρουσιάσουν την κομμουνιστική Αριστερά ως ιστορικά ξεπερασμένη, πιέζοντάς τη να ενσωματωθεί στα δικά τους πολιτικά μορφώματα και σχέδια. Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι σε συνθήκες παγκόσμιας ήττας του κομμουνιστικού κινήματος και ύπαρξής του σε εχθρικό κοινωνικό περιβάλλον (με αρνητικά διακείμενο προς αυτό και τον καθημερινό κοινό νου μεγάλων τμημάτων των ίδιων των εργαζομένων, τα οποία ενδιαφέρονται για άμεσες βελτιώσεις εντός της υπάρχουσας κοινωνίας) η συμμετοχή των δυνάμεων του σε ιδεολογικά και πολιτικά αμφίβολες συσπειρώσεις, οι οποίες στον ένα ή τον άλλο βαθμό επιδιώκουν τη διαχείριση της κεφαλαιοκρατίας, θα έχει ως αναπόδραστη συνέπεια τη γρήγορη παραμόρφωση και διάλυσή τους.
Η ανασυγκρότηση των δυνάμεων της επαναστατικής Αριστεράς με όρους που να την καθιστούν ικανή να πρωταγωνιστήσει καθοριστικά στις πολιτικές εξελίξεις θα απαιτήσει χρόνο και, συν τοις άλλοις, σημαντική αλλαγή – αναβάθμιση του επιπέδου κατανόησης της κοινωνικής πραγματικότητας και συγκρότησης των στρατηγικών της στόχων. Μια τέτοια ανασυγκρότηση θα πρέπει να γίνει αντιληπτή με όρους εποχής: νέα πολιτικά υποκείμενα μεγάλων κοινωνικών ανατροπών (πραγματικά επαναστατικά κόμματα) μπορούν να διαμορφωθούν σε κλίμακα εποχής, ως γέννημα, εν τέλει, των ίδιων των κοινωνιών που βρίσκονται σε κατάσταση επαναστατικής αναζήτησης εναλλακτικών προοπτικών (και όχι απλώς ορισμένων βουλησιαρχικά ενεργούντων προσώπων), ως αποτέλεσμα βαθιών αλλαγών στην κοινωνική συνείδηση βάσει συσσωρευμένης εμπειρίας των αδιεξόδων του κυρίαρχου συστήματος, ως συνέπεια νέων αναβαθμισμένων ικανοτήτων των εργαζομένων με ισχυρότερα στοιχεία αυτενέργειας σε συνάρτηση με μια αναγκαία σημαντική επιστημονικο-τεχνολογική και ευρύτερα πολιτισμική πρόοδο, βάσει αντικειμενικά υπαρκτών κι αξιοποιημένων νέων δυνατοτήτων πρόβλεψης του κοινωνικού μέλλοντος.
Δέον να σημειωθεί ότι πολύ συχνά στις μέρες μας αυτή η ανασυγκρότηση μεταφράζεται σε αίτημα και προσπάθεια δημιουργίας μετώπων, συσπειρώσεων, ενώσεων κλπ εντός της πληθώρας των υπαρχουσών αριστερών οργανώσεων, που είτε εκφράζουν ιστορικές διασπάσεις και ρεύματα του κομμουνιστικού κινήματος, είτε αφορούν σε νεοφανή πολιτικά μορφώματα. Αυτός ο μετωποκατασκευαστικός ζήλος αναλώνεται κατά κανόνα σε συγκυριακές (συνήθως με στόχο την εκλογική καταγραφή) συγκολλήσεις διαφορετικών αριστερών δυνάμεων, αρκετές από τις οποίες έχουν μικρή παρουσία στους κοινωνικούς αγώνες, πενιχρό θεωρητικό λόγο και ασήμαντη ιδεολογική επιρροή στην κοινωνία, με αποτέλεσμα τη σύμπηξη εξαιρετικά πλαδαρών σχημάτων, τα οποία ως τέτοια στερούνται κοινωνικής δυναμικής και προοπτικής.
Όσον αφορά τις ποικίλες συζητήσεις για την ανάγκη ενότητας της Αριστεράς και με δεδομένη την αναγνώριση της σημασίας της συνεργασίας σε ευρύ φάσμα κινηματικών δραστηριοτήτων, φρονώ ότι το μέλλον της Αριστεράς (ως επαναστατικής Αριστεράς) και των κοινωνικών αγώνων δε θα κριθεί απλώς από τη συγκόλληση των υπαρχόντων μορφωμάτων της, η οποία αντί να συνεπάγεται τη διαλεκτική δημιουργία ισχυρότερων πολιτικών δυνάμεων, ικανών να πρωταγωνιστήσουν στις κοινωνικές εξελίξεις, συνιστά απλώς αθροιστική συσσώρευση των ιστορικών ορίων, των πολιτικών – ιδεολογικών αδυναμιών κι αδιεξόδων αυτών των μορφωμάτων (πολύ συχνά μάλιστα συνιστά συσσώρευση των καιροσκοπικών μικροπολιτικών τους επιδιώξεων).
Στο ορατό μέλλον η πορεία της επαναστατικής Αριστεράς στην Ελλάδα και στην Ευρώπη θα κινηθεί στην κατεύθυνση αγώνων αντίστασης, οι οποίοι έχουν αναμφισβήτητα μεγάλη σημασία. Όσο πιο μαζικοί, τολμηροί και αποφασιστικοί θα είναι αυτοί οι αγώνες τόσο πιο δύσκολο θα είναι για το κεφάλαιο να υλοποιήσει τη στρατηγική του και σαφώς τόσο μεγαλύτερη θα είναι η ανάπτυξη μαχητικών δεσμών μεταξύ της Αριστεράς και των εργαζομένων.
Σε βάθος χρόνου η ανασυγκρότηση της Αριστεράς θα εξαρτηθεί από την εμφάνιση πολιτικών δυνάμεων, οι οποίες θα μπορέσουν να υπερβούν διαλεκτικά το ιστορικό παρελθόν της, να κατανοήσουν και να αναδείξουν τις σύγχρονες δυνατότητες σοσιαλιστικής χειραφέτησης της εργασίας, να συγκροτήσουν επαναστατική στρατηγική που να ανοίγει προοπτικές και να καθιστά εφικτή τη δημιουργία ενός κρίσιμου κοινωνικού μετώπου των εργαζομένων (όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σε διεθνές επίπεδο), ικανού να διεξάγει σκληρούς και νικηφόρους ταξικούς αγώνες.
Τέτοιες δυνάμεις, ικανές να διαμορφώσουν ισχυρή ριζοσπαστική ιδεολογική – πολιτική δυναμική μέσα στην κοινωνία, θα μπορέσουν να δρομολογήσουν και να καθορίσουν πιθανές γόνιμες πολιτικές συσπειρώσεις και στο χώρο της Αριστεράς.
*Επίκουρος καθηγητής ΠΤΔΕ ΑΠΘ
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε σε τρεις συνέχειες την προηγούμενη βδομάδα στο ΑΤΕΧΝΩΣ)