Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σχολικό Θέατρο και αστική ιδεολογία[1]

Γρά­φει ο Θανά­σης Ν. Καραγιάννης

[1940–1949]

Ιστο­ρι­κή και θεα­τρι­κή περιρ­ρέ­ου­σα ατμόσφαιρα:

Στη δεκα­ε­τία, στην οποία εστιά­ζει ο φακός της ιστο­ρι­κής μας έρευ­νας για το Σχο­λι­κό Θέα­τρο και ειδι­κά για τη δρα­μα­τουρ­γι­κή του παρα­γω­γή, εξε­λίσ­σο­νται διε­θνώς σημα­ντι­κά γεγο­νό­τα, όπως ο Β΄ Παγκό­σμιος πόλε­μος, ο οποί­ος «γεν­νή­θη­κε από τον ενδοϊ­μπε­ρια­λι­στι­κό αντα­γω­νι­σμό και στό­χευε (σ.σ.: βασι­κά) στη συντρι­βή της Ε.Σ.Σ.Δ.»,[3] αλλά και γεγο­νό­τα στο εσω­τε­ρι­κό της χώρας μας, όπου η ωμή ένο­πλη επέμ­βα­ση των Άγγλων στα εσω­τε­ρι­κά μας πράγ­μα­τα, είχε ως απο­τέ­λε­σμα τις εξε­λί­ξεις στα «Δεκεμ­βρια­νά» (3 Δεκ. 1944–5 Ιαν. 1945), τη συμ­φω­νία της Βάρ­κι­ζας (12 Φεβρ. 1944), το συμ­βό­λαιο του Λιβά­νου (20 Μαΐ­ου 1944), τη συμ­φω­νία της Καζέρ­τας (24 Σεπτ. 1944) και τον τριε­τή αδελ­φο­κτό­νο Εμφύ­λιο πόλε­μο (1946–1949).

Στην Κατο­χή (1941–1944) η νεο­λαία υπέ­στη τα πάν­δει­να: πεί­να και κακου­χί­ες (το Χει­μώ­να του 1941–1942 πέθα­ναν από την πεί­να 60.000 παι­διά και από το διαρ­κή υπο­σι­τι­σμό κατα­στρά­φη­κε η υγεία 130.000 παι­διών) και ένα σημα­ντι­κό μέρος της υπέ­στη ορφά­νια και εγκα­τά­λει­ψη.[4] Είναι φυσι­κό ότι ο πόλε­μος και η Κατο­χή επέ­δρα­σαν δυσμε­νώς και στην ψυχι­κή υγεία των περισ­σό­τε­ρων παι­διών, εκτός από αυτά που οργα­νω­μέ­να συμ­με­τεί­χαν στην Εθνι­κή Αντί­στα­ση, στις τάξεις της Ε.Π.Ο.Ν., με την πολι­τι­κή καθο­δή­γη­ση και την ηθι­κή στή­ρι­ξη και δια­παι­δα­γώ­γη­ση του Ε.Α.Μ. και της Π.Ε.Ε.Α. Ο παι­δα­γω­γός Κώστας Καλαν­τζής σχο­λιά­ζει με έμφα­ση την περί­ο­δο του πολέ­μου και της Κατο­χής, επι­ση­μαί­νο­ντας ότι «Εστα­μά­τη­σαν την κανο­νι­κήν εξέ­λι­ξιν του ψυχι­κού βίου των παι­διών, τα ωρί­μα­σαν προ­ώ­ρως, επέ­δρα­σαν βλα­πτι­κώς επί της συναι­σθη­μα­τι­κής ζωής των, εκλό­νι­σαν την προ­σω­πι­κό­τη­τά των και έθε­σαν εν κιν­δύ­νω τον ηθι­κόν των κόσμον. Αντι­θέ­τως ένα μέρος της νεο­λαί­ας, το οποί­ον έλα­βε μέρος εις τον Αγώ­να της Εθνι­κής Αντι­στά­σε­ως, εξέ­φυ­γε την κατα­στρε­πτι­κήν αυτήν επί­δρα­σιν και διέ­πλασ­σε νέαν ηθι­κήν, της θυσί­ας, της αλλη­λεγ­γύ­ης και της αγά­πης προς την Πατρί­δα.»[5]

Sxoliko theatro 2

Από την πρώ­τη στιγ­μή της κήρυ­ξης του Ελλη­νο-ιτα­λι­κού πολέ­μου, πολ­λοί καλ­λι­τέ­χνες και ηθο­ποιοί έθε­σαν εαυ­τόν στην Αντί­στα­ση κατά του εισβο­λέα και στη συνέ­χεια κατά των κατα­κτη­τών της πατρί­δας μας.[6] Λογο­τέ­χνες, ηθο­ποιοί, μου­σι­κοί, σκη­νο­θέ­τες, δρα­μα­τουρ­γοί, σκη­νο­γρά­φοι, εκπαι­δευ­τι­κοί κ.ά. άνθρω­ποι του πνεύ­μα­τος αντα­πο­κρί­θη­καν στο κάλε­σμα κυρί­ως του Ε.Α.Μ. και της Ε.Π.Ο.Ν., οργα­νώ­θη­καν και πρό­σφε­ραν πολ­λά στα δυστυ­χι­σμέ­να παι­διά της πολε­μι­κής και κατο­χι­κής περιό­δου, αλλά και αργό­τε­ρα κατά την εμφυ­λιο­πο­λε­μι­κή περί­ο­δο. Ο Βασί­λης Ρώτας, ο Γιώρ­γος Κοτζιού­λας, ο Νίκος Καρ­βού­νης, η Σοφία Μαυ­ροει­δή-Παπα­δά­κη, η Γαλά­τεια Καζαν­τζά­κη, ο Γερά­σι­μος Σταύ­ρου, ο Νίκος Ακί­λο­γλου, ο Αλέ­κος Ξένος, η Άννα Ξένου, ο Αλέ­ξης Μυρια­λής, η Αλέ­κα Μυρια­λή, ο Άκης Σμυρ­ναί­ος, ο Χάρης Σακελ­λα­ρί­ου και τόσοι άλλοι στις εσχα­τιές της ηπει­ρω­τι­κής και νησιω­τι­κής Ελλά­δας συνέ­βα­λαν καθο­ρι­στι­κά στη μόρ­φω­ση και στην ψυχα­γω­γία των παι­διών, αλλά και στη συνει­δη­τή και απο­φα­σι­στι­κή τους μαχη­τι­κή κοι­νω­νι­κή και αντι­στα­σια­κή τους δρά­ση για εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία, λαϊ­κή δημο­κρα­τία, αξιο­πρέ­πεια, με αγω­νι­στι­κή διά­θε­ση και με ποι­κί­λες καλ­λι­τε­χνι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες, όχι μόνο στον τομέα της Παι­δι­κής Λογο­τε­χνί­ας[7], αλλά και του Παι­δι­κού Θεά­τρου και Κου­κλο­θε­ά­τρου[8], της Μου­σι­κής, της Εκπαί­δευ­σης[9] κ.ο.κ.

Η οργα­νω­τι­κή δου­λειά της Ε.Π.Ο.Ν. και των στε­λε­χών και μελών της στά­θη­κε καθο­ρι­στι­κή για την επι­τυ­χία των εκπο­λι­τι­στι­κών εκδη­λώ­σε­ων σε όλη την Ελλά­δα, στην Κατο­χή, αλλά και στα βου­νά της «Ελεύ­θε­ρης Ελλά­δας». Σημα­ντι­κή ήταν η θεα­τρι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα του «Θεα­τρι­κού Ομί­λου Ε.Π.Ο.Ν. Θεσ­σα­λί­ας», του Βασί­λη Ρώτα και των συνερ­γα­τών του, ηθο­ποιών, μου­σι­κών, σκη­νο­γρά­φων και μελών της Οργά­νω­σης[10] και άλλων ΕΠΟ­Νί­τι­κων θεα­τρι­κών ομά­δων σε όλη τη χώρα.[11]

Πρέ­πει εδώ να υπο­γραμ­μι­στεί ότι η συγκε­κρι­μέ­νη ιδε­ο­λο­γι­κή πίστη των δημιουρ­γών στα πατριω­τι­κά, κοι­νω­νι­κά και ταξι­κά ιδε­ώ­δη, δεν είχε κάποια σχέ­ση με τις όποιες προ­σπά­θειες και συγκε­κρι­μέ­νες επι­λή­ψι­μες κοι­νω­νι­κές πρα­κτι­κές ανθρώ­πων των γραμ­μά­των και των τεχνών, οι οποί­οι, πολ­λοί απ’ αυτούς, ιδιο­τε­λείς καθώς ήταν, ήθε­λαν «και την πίτ­τα ολό­κλη­ρη και το σκύ­λο χορ­τά­το», δηλ. να προ­σφέ­ρουν στα παι­διά κάποιο καλ­λι­τε­χνι­κό υλι­κό, συναι­σθη­μα­τι­κά και μόνο ορμώ­με­νοι, αλλά υλι­κό ακίν­δυ­νο και ανώ­δυ­νο για τους κατα­κτη­τές και τους ντό­πιους συνερ­γά­τες τους (δοσί­λο­γους, προ­δό­τες, συνερ­γά­τες και κάθε είδους «εθνι­κό­φρο­νες», οι οποί­οι επέ­δει­ξαν παντός είδους άνο­μες και ανή­θι­κες δρα­στη­ριό­τη­τες κατά την επο­χή της Κατο­χής και του Εμφύ­λιου πολέ­μου, σε βάρος του λαού μας και κυρί­ως κατά των αγω­νι­στών της Εθνι­κής Αντί­στα­σης), και τελι­κά … οι ίδιοι στη συνέ­χεια βρα­βεύ­τη­καν μάλι­στα από την πολι­τεία γι’ αυτή την ιδιο­τε­λή και μειο­δο­τι­κή πατριω­τι­κά συμπε­ρι­φο­ρά τους.

Έτσι, ορι­σμέ­νοι απ’ αυτούς, χωρίς ν’ αγω­νι­στούν κατά του Φασι­σμού και Ναζι­σμού, κατά των κατο­χι­κών δυνά­με­ων, κατά των κυβερ­νή­σε­ων Γ. Τσο­λά­κο­γλου και κάθε βασι­λό­φρο­να και «εθνι­κό­φρο­να» προ­δό­τη της πατρί­δας μας και συνερ­γά­τη των κατα­κτη­τών, αργό­τε­ρα κέρ­δι­σαν βρα­βεία και επαί­νους από τις μετέ­πει­τα «εθνι­κό­φρο­νες» κυβερ­νή­σεις και τους βασιλείς.

Θ’ ανα­φερ­θώ μόνο σ’ ένα παρά­δειγ­μα, εντε­λώς ενδει­κτι­κό: η Αντι­γό­νη Μετα­ξά (η γνω­στή «θεία Λένα», η οποία έχει προ­σφέ­ρει τόσα και τόσα λογο­τε­χνι­κά, θεα­τρι­κά και εγκυ­κλο­παι­δι­κά κεί­με­να για παι­διά) κατά τη διάρ­κεια της Κατο­χής επι­με­λού­νταν τις ραδιο­φω­νι­κές εκπο­μπές της «Θέα­τρο για παι­διά» και «Η ώρα του παι­διού», και μ’ αυτές πρό­σφε­ρε ψυχα­γω­γία στα παι­διά.[12] Όμως, απ’ όσο γνω­ρί­ζω, δεν παρου­σί­α­σε κάποια έστω στοι­χειώ­δη αντι­στα­σια­κή δρα­στη­ριό­τη­τα, παρά μόνο επέ­δει­ξε ανε­κτι­κό­τη­τα στους κατα­κτη­τές και συνερ­γά­στη­κε με τους συνερ­γά­τες τους. Αργό­τε­ρα, το 1965, βρα­βεύ­τη­κε από την Ακα­δη­μία Αθη­νών και ο βασι­λιάς της απέ­νει­με το παρά­ση­μο του «Τάγ­μα­τος της Ευποι­ί­ας», ενώ άλλοι άξιοι καλ­λι­τέ­χνες συνά­δελ­φοί της, αν και έδω­σαν τη ζωή τους για τη λευ­τε­ριά της πατρί­δας μας, αν και άλλοι αγω­νί­στη­καν στην Εθνι­κή μας Αντί­στα­ση, αν και πρό­σφε­ραν με την τέχνη τους ανυ­πο­λό­γι­στες υπη­ρε­σί­ες στα παι­διά, στη νεο­λαία και στο λαό μας, κατά την ίδια περί­ο­δο, εντού­τοις δεν έτυ­χαν παρό­μοιων δια­κρί­σε­ων. Και όσοι απ’ αυτούς επέ­ζη­σαν, όχι μόνο δεν πήραν βρα­βεία και παρά­ση­μα από το αστι­κό μετεμ­φυ­λιο­πο­λε­μι­κό κρά­τος, αλλά αντι­θέ­τως εξο­ρί­στη­καν και βασα­νί­στη­καν και τοιου­το­τρό­πως «αμεί­φθη­καν» … για τις πολύ­τι­μες υπη­ρε­σί­ες τους στην πατρίδα.

Θεμα­το­λο­γι­κές προσεγγίσεις:

Η θεμα­το­λο­γία της Δρα­μα­τουρ­γί­ας για παι­διά, την περί­ο­δο που εξε­τά­ζου­με, ήταν ποι­κί­λη, και κυρί­ως κάλυ­πτε τις ανά­γκες των σχο­λι­κών γιορ­τών[13]: της 25ης Μαρ­τί­ου 1821,[14] της 28ης Οκτω­βρί­ου 1940 (από το 1944 και μετά),[15] των Χρι­στου­γέν­νων-Πρω­το­χρο­νιάς, των Απο­κριών, της Μητέ­ρας και των εξετάσεων.

Οι δρα­μα­τουρ­γοί όμως του Σχο­λι­κού Θεά­τρου επι­κέ­ντρω­ναν την παρα­γω­γή τους και σε άλλα θέμα­τα, όπως: στην Ελλη­νι­κή Μυθο­λο­γία, τη λαϊ­κή μας παρά­δο­ση, τους Βαλ­κα­νι­κούς πολέ­μους, τον Μακε­δο­νι­κό Αγώ­να, την Κατο­χή και την Εθνι­κή Αντί­στα­ση, την αντι­κομ­μου­νι­στι­κή προ­πα­γάν­δα και σε άλλα κοι­νω­νι­κά, θρη­σκευ­τι­κά και φυσιο­λα­τρι­κά θέματα.

Sxoliko theatro 1

Ιδε­ο­λο­γι­κές επισημάνσεις:

Μια παρά­με­τρος του αστι­κού ιδε­ο­λο­γι­κού φάσμα­τος ήταν η θρη­σκο­λη­ψία και η καλ­λιέρ­γεια της μετα­φυ­σι­κής σκέ­ψης των παι­διών. Ο ορθο­λο­γι­σμός, η απλή λογι­κή σκέ­ψη και πόσο μάλ­λον η επι­στη­μο­νι­κή σκέ­ψη και γνώ­ση απου­σιά­ζουν και δεν απο­τε­λούν στό­χους από παι­δα­γω­γι­κή άπο­ψη στους θεα­τρι­κούς δια­λό­γους και κατά την εξέ­λι­ξη του μύθου. Ανα­φέ­ρω ένα παράδειγμα:

Η Λίζα Π. Τζου­νά­κου, στο βιβλίο της Το ανταρ­τό­πλη­κτο (Πει­ραιεύς 1949) και συγκε­κρι­μέ­να στο κεί­με­νο «Τα παι­διά μας στο 1942. Μονό­πρα­κτο δρα­μα­τά­κι για τα σχο­λεία», ανα­φέ­ρε­ται στο βαρύ χει­μώ­να του 1942 της Κατο­χής. Η μάνα Αννιώ συζη­τά με τα μικρά παι­διά της, Νίκο και Βάσω, για τις κακου­χί­ες του πολέ­μου και ιδιαί­τε­ρα για την πεί­να. Κι ενώ εκεί­να επι­κρί­νουν το θεό για την απο­νιά του, η μάνα τούς απα­ντά: «ΑΝΝΙΩ: Πάψε, Νίκο! Δεν ντρέ­πε­σαι; Τι λόγια είναι αυτά; Ο καλός Θεός όλον τον κόσμο αγα­πά και τον φρο­ντί­ζει, τον λυπά­ται. Μα αυτό που μας κάνει σήμε­ρα είναι τιμω­ρία, για­τί δεν τον ακού­με. Η κατα­στρο­φή έχει πέσει σ’ όλον τον κόσμο, για­τί έφυ­γε απ’ το δρό­μο του Θεού. Γι’ αυτό έστει­λε τους Γερ­μα­νούς και μας τιμω­ρούν, γι’ αυτό χρειά­ζε­ται, καλά μου παι­διά, υπο­μο­νή. Κι’ αν είσθε καλά παι­διά πάλι θαρ­θούν καλές μέρες.», και παρα­κά­τω, ενώ προ­σεύ­χε­ται: «[…] Εσύ γλυ­κειά μου Παρ­θέ­να, εσύ λυπή­σου πια τον κόσμο σου. Μη τον τιμω­ρείς. Αρκε­τά υπο­φέ­ρει. Λυπή­σου, σα μάν­να πού­σαι, του­λά­χι­στον αυτά τα φτω­χά παι­δά­κια. Τι φταί­νε τα κακό­μοι­ρα, που κάθε μέρα πλη­ρώ­νου­νε, με τη ζωού­λα και την υγεία τους, την κακία πού­χουν οι μεγά­λοι ανα­με­τα­ξύ τους.» Είναι σαφής η αντι-δια­λε­κτι­κή σκέ­ψη, η ηθι­κο­πλα­στι­κή και θεο­κε­ντρι­κή αντί­λη­ψη και ιδε­ο­λο­γία της συγ­γρα­φέα, η οποία δεν αγγί­ζει καν θέμα­τα, από ιστο­ρι­κή και κοι­νω­νιο­λο­γι­κή άπο­ψη, όπως: ο ναζι­σμός και τα εγκλή­μα­τά του στο Β΄ Παγκό­σμιο πόλε­μο, η Εθνι­κή Αντί­στα­ση κ.ά., αλλά αντι­θέ­τως καλ­λιερ­γεί στα μικρά παι­διά: α) τη μοι­ρο­λα­τρία, β) την ιδε­α­λι­στι­κή αντί­λη­ψη των κοι­νω­νι­κών φαι­νο­μέ­νων –χωρίς του­λά­χι­στο ν’ ανα­φέ­ρει έστω μια λογι­κή σκέ­ψη–, γ) τον απο­προ­σα­να­το­λι­σμό των παι­διών από τις αιτί­ες του πολέ­μου και των φρι­κτών συνε­πειών του και δ) δεν προ­σπα­θεί να τα πεί­σει, παί­ζο­ντας τον προ­σή­κο­ντα παι­δα­γω­γι­κό ρόλο της ως μάνα, και τον κοι­νω­νι­κό ρόλο της ως άνθρω­πος, για την ανα­γκαιό­τη­τα αντί­στα­σης σε αυτούς που σκόρ­πι­σαν το θάνα­το και τις κατα­στρο­φές σε εκα­τομ­μύ­ρια ανθρώ­πους, στη φύση και στον ανθρώ­πι­νο πολι­τι­σμό, σε αυτούς που τους σκλά­βω­σαν και που απο­τε­λούν την αιτία για την πεί­να και το θάνα­το του λαού μας και των άλλων λαών. Τοιου­το­τρό­πως, θα έδι­νε στα παι­διά της επι­χει­ρή­μα­τα για να κατα­νο­ή­σουν το μέγε­θος της αδι­κί­ας, της εγκλη­μα­τι­κό­τη­τας, της ανη­θι­κό­τη­τας, της διε­θνούς παρά­νο­μης τρο­μο­κρα­τί­ας των ναζι­στών και φασι­στών του Άξο­να κ.ο.κ.

Η αστι­κή αντι­κομ­μου­νι­στι­κή ιδε­ο­λο­γι­κή προ­πα­γάν­δα και υστε­ρία είναι μια άλλη πλευ­ρά της θεμα­το­λο­γί­ας του Σχο­λι­κού Θεά­τρου, την οποία συνα­ντού­με ιδιαί­τε­ρα στα έργα της περιό­δου του Εμφύ­λιου πολέ­μου. Μια μεγά­λη μερί­δα εκπαι­δευ­τι­κών είχαν γαλου­χη­θεί στη βασι­κή και στην ακα­δη­μαϊ­κή τους εκπαί­δευ­ση, στην οικο­γέ­νειά τους, αλλά και στον κοι­νω­νι­κό τους περί­γυ­ρο, με τα νάμα­τα του τρί­πτυ­χου «Πατρίς, θρη­σκεία, οικο­γέ­νεια», ενός συν­θή­μα­τος του οποί­ου οι ρίζες, όπως μας πλη­ρο­φο­ρεί η Έφη Γαζή, βρί­σκο­νται στην Ευρώ­πη, αλλά και στην Ελλά­δα, κατά την περί­ο­δο 1880–1930.[16] Θ’ ανα­φερ­θώ μόνο σε ορι­σμέ­νες σχε­τι­κές περι­πτώ­σεις έργων του Σχο­λι­κού Θεά­τρου[17]:

Ο Δημή­τριος Αντ. Σαμα­ράς, Διευ­θυ­ντής του 12ου Δημ. Σχο­λεί­ου Α΄ Περιφ. Θεσ­σα­λο­νί­κης, κυκλο­φό­ρη­σε στα 1949 το βιβλίο του Νάου­σα, στο οποίο συμπε­ριέ­λα­βε το έργο «Το Ελλη­νό­που­λο. Χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο δρα­μα­τά­κι σε δύο πρά­ξεις». Ένα μισαλ­λό­δο­ξο έργο, μ’ εθνι­κι­στι­κό και όχι πατριω­τι­κό πνεύ­μα, με θρη­σκό­λη­πτη και όχι θρη­σκευ­τι­κή αντί­λη­ψη, με το οποίο φιλο­δο­ξού­σε να δια­πο­τί­σει τις ψυχές των μικρών παι­διών με μίσος για τους Σλά­βους, «τα κόκ­κι­να τσα­κά­λια», που «πήραν οι κακούρ­γοι τα παι­διά για να που­λή­σουν την ψυχή τους στον Σατα­νά», «που αυτοί οι κακούρ­γοι τα μάζε­ψαν και τα πήγαν στις σλα­βι­κές χώρες», που προ­σπα­θούν «τα Ελλη­νό­που­λα αυτά, πολύ δύσκο­λα και με πολ­λά βασα­νι­στή­ρια να κατορ­θώ­σουν να τα κάμουν σαν τα μού­τρα τους». Ο δημο­δι­δά­σκα­λος, ένα από τα βασι­κά πρό­σω­πα του έργου, με οργί­λο ύφος λέει: «Οι κακούρ­γοι ορφά­νε­ψαν χιλιά­δες ελλη­νό­που­λα και χιλιά­δες γονείς τούς πήραν τα παι­διά τους! Άτι­μοι Σλά­βοι, ’κεί­νο που χρό­νια επι­θυ­μού­σα­τε, να αφα­νί­σε­τε την ελλη­νι­κή φυλή πάτε να το επι­τύ­χε­τε, ως ένα βαθ­μό, με τα ελλη­νό­φω­να όργα­νά σας», υπο­νο­ώ­ντας το Ε.Α.Μ., τον Ε.Λ.Α.Σ. και το Κ.Κ.Ε. Και συνε­χί­ζει: «Οι συμ­μο­ρί­τες σαν τους πει­να­σμέ­νους λύκους τώρα, σε μικρές ομά­δες χωρι­σμέ­νοι μπαί­νουν στα χωριά, για να αρπά­ξουν τρό­φι­μα και να σπεί­ρουν τον τρό­μο, την κατα­στρο­φή και το θάνα­το. Οι τυφλοί! Οι αφιο­νι­σμέ­νοι απ’ την εθνο­κτό­νο προ­πα­γάν­δα των Σλά­βων, δεν βλέ­πουν πως φθί­νει η φυλή μας κάθε μέρα! Οι κανί­βαλ­λοι! Ελλη­νί­δων μανά­δων παι­διά οι ίδιοι, ροφούν το αίμα της μεγά­λης τους μάνας, της Ελλά­δας.» Και η σύζυ­γος του δασκά­λου εκθειά­ζει τις Παι­δου­πό­λεις και την εμπνεύ­στριά τους την «καλή» Γερ­μα­νί­δα, πρώ­ην δρα­στή­ριο μέλος της ναζι­στι­κής χιτλε­ρι­κής νεο­λαί­ας, βασί­λισ­σα Φρει­δε­ρί­κη, που «όλα τα παι­διά την αγα­πού­νε σαν νάναι μητέ­ρα τους και τη λατρεύ­ου­νε σαν αγία.»: «Αυτά τα καη­μέ­να έχα­σαν τον πατέ­ρα και τη μάνα τους. Τους σκό­τω­σαν οι αγριάν­θρω­ποι, μα βρή­καν μια πονε­τι­κή μάνα, την Βασί­λισ­σά μας, που τα συμ­μά­ζε­ψε και τα φρο­ντί­ζει τόσο, που ξεχνούν τον πόνο της ορφάνιας.»

Η αστι­κή προ­πα­γάν­δα, προ­σπα­θού­σε να μπο­λιά­σει τον αντι­κομ­μου­νι­σμό στις ψυχές των μαθη­τών των Δημ. Σχο­λεί­ων, ασύ­στο­λα και με αντι-δεο­ντο­λο­γι­κό και αντι-επι­στη­μο­νι­κό τρό­πο. Ουσια­στι­κά, προ­σπα­θού­σε να μη μάθουν ποτέ τα παι­διά και οι γονείς τους την αλή­θεια για τη φιλο­ξε­νία, τη στορ­γή και τη θαλ­πω­ρή που δέχτη­καν χιλιά­δες παι­διά στις πρώ­ην σοσια­λι­στι­κές χώρες. Επι­δί­ω­κε να δυσφη­μι­στούν οι Λαϊ­κές Δημο­κρα­τί­ες και η συμ­βο­λή τους στο «παι­δο­σώ­σι­μο» αυτών των 25.000, περί­που, παι­διών, τα οποία στάλ­θη­καν εκεί μετά από πρό­τα­ση των λαϊ­κών συμ­βου­λί­ων της χώρας μας, από σχε­τι­κό αίτη­μα της Προ­σω­ρι­νής Δημο­κρα­τι­κής Κυβέρ­νη­σης και με απο­δο­χή από τις εκεί κυβερ­νή­σεις ν’ ανα­λά­βουν όλα τα έξο­δα για την απο­κα­τά­στα­ση της δια­τα­ραγ­μέ­νης από τον πόλε­μο ψυχι­κής υγεί­ας των παι­διών, την υγιει­νή δια­βί­ω­σή τους και τη μόρ­φω­σή τους.[18] Επί­σης, η ντό­πια αστι­κή πολι­τι­κή ηγε­σία και ο ξένος παρά­γο­ντας ήθε­λαν να μη μάθουν ποτέ οι Έλλη­νες τη φασι­στι­κή προ­πα­γάν­δα και αυταρ­χι­κή συμπε­ρι­φο­ρά που δέχο­νταν όσα παι­διά, ιδί­ως φυλα­κι­σθέ­ντων, εξο­ρι­σθέ­ντων, πολι­τι­κών προ­σφύ­γων και εκτε­λε­σθέ­ντων κομ­μου­νι­στών, κλεί­στη­καν στις επο­νο­μα­ζό­με­νες ψευ­δε­πί­γρα­φα «Παι­δου­πό­λεις» της Φρει­δε­ρί­κης, στα επί της ουσί­ας «παι­δι­κά γκέ­το», «φασι­στι­κά κάτερ­γα», «στρα­τό­πε­δα-αντι­κομ­μου­νι­στι­κά ανα­μορ­φω­τή­ρια».[19]

Θ’ ανα­φερ­θώ και σ’ ένα άλλο έργο της ίδιας θεμα­το­λο­γί­ας, το οποίο δια­κα­τέ­χε­ται, επί­σης, από μισαλ­λο­δο­ξία, αντι­κομ­μου­νι­σμό και φιλο­βα­σι­λι­κή προ­πα­γάν­δα. Πρό­κει­ται για το θεα­τρι­κό κεί­με­νο του Βασι­λεί­ου Παπα­ευ­θυ­μί­ου, «Οι Ηπει­ρο­το­πού­λες. Πατριω­τι­κό σκετς» (απ’ το βιβλίο του, Το Σχο­λείο μας γιορ­τά­ζει, Αθή­ναι 1949). Ο δρα­μα­τουρ­γός σημειώ­νει στον πρό­λο­γο του βιβλί­ου: «[…] πιστεύω ακό­μα πως δίνω ένα βιβλίο μορ­φω­τι­κό και ψυχα­γω­γι­κό για τον μαθη­τή πρώ­τα και για κάθε Έλλη­να ύστε­ρα». Και ασφα­λώς ευνο­ού­σε η επο­χή για να θεω­ρεί­ται ένα έργο του Σχο­λι­κού Θεά­τρου ως «μορ­φω­τι­κό», όταν αυτό υμνού­σε τη βασι­λεία και μπό­λια­ζε στις ψυχές των παι­διών την απέ­χθεια στον κομ­μου­νι­σμό. Είναι το μονα­δι­κό βιβλίο, στο οποίο συνά­ντη­σα την εξής θεμα­το­λο­γι­κή κατη­γο­ρία έργων του Σχο­λι­κού Θεά­τρου: «Από τον αντι­κομ­μου­νι­στι­κό αγώ­να». Ο δρα­μα­τουρ­γός σημειώ­νει, επί­σης, πλη­ρο­φο­ρια­κά τα εξής: «Το σκετς λαμ­βά­νει χώραν στην Αγία Μαρί­να της Ηπεί­ρου, λίγο πριν να μπουν μέσα οι Σλαυο­κομ­μου­νι­σταί», δίνο­ντας σαφές ιδε­ο­λο­γι­κό στίγ­μα. Η υπό­θε­ση σχε­τί­ζε­ται με το «Χορό του Ζαλόγ­γου», προ­σο­μοιά­ζο­ντας εκεί­νη την ηρω­ι­κή πρά­ξη αυτο­θυ­σί­ας των Σου­λιω­τισ­σών, κατά την επο­χή της Τουρ­κο­κρα­τί­ας, με την τωρι­νή πρά­ξη κάποιων Ηπει­ρω­τισ­σών, οι οποί­ες πέφτουν από το βρά­χο και σκο­τώ­νο­νται για να σωθούν από τους «κατσα­πλιά­δες», ελπί­ζο­ντας ότι θα μετα­μορ­φω­θούν πεθαί­νο­ντας σε σει­ρή­νες της θάλασ­σας και θα ρωτούν τους καρα­βο­κύ­ρη­δες, όπως περί­που ρωτού­σε η γορ­γό­να, η αδερ­φή του Μεγα­λέ­ξαν­δρου: «Ζη η Ελλά­δα μας παι­διά;» και θα τους απα­ντούν «Ναι! ζει και μεγα­λώ­νει!» Και θα ξανα­ρω­τούν: «Ζη ο Παύ­λος Βασι­λιάς;» και θ’ απα­ντούν: «Ω! Ζη και βασιλεύει!».

Το παι­δα­γω­γι­κό και κοι­νω­νι­κό μήνυ­μα έβγαι­νε έμμε­σα και με αβί­α­στο τρό­πο: καλύ­τε­ρα βασι­λιά, παρά κομ­μου­νι­σμό…! ή κάπως έτσι… Ο συγ­γρα­φέ­ας εκφρά­ζε­ται ως «ακραιφ­νής βασι­λό­φρων» και με στι­χουρ­γι­κό τρό­πο, στην αρχή του βιβλί­ου, με τη δημο­σί­ευ­ση «εμπνευ­σμέ­νων καλ­λι­τε­χνι­κών» στί­χων του με τίτλο: «Ύμνος εις την Α.Μ. την Βασί­λισ­σαν Φρει­δε­ρί­κην», οι οποί­οι βρί­σκο­νται μελο­ποι­η­μέ­νοι[20] σε παρ­τι­τού­ρα στις τελευ­ταί­ες σελί­δες του βιβλί­ου. Αντι­γρά­φω μερι­κούς, απ’ αυτούς, τους οποί­ους υπο­θέ­τω ότι τρα­γου­δού­σαν κάποιοι μαθη­τές σε ορι­σμέ­να σχο­λεία, ώστε οι φιλό­μου­σοι βασι­λό­φρο­νες διδά­σκα­λοί τους να δώσουν και μ’ αυτό τον τρό­πο τα δια­πι­στευ­τή­ριά τους στους προϊ­στα­μέ­νους τους, στη Βασί­λισ­σά τους και στην Εθνι­κή τους Κυβέρ­νη­ση: «Εσύ Μεγά­λη Εστιά­δα, / στον ιερό μας το βωμό / με της ψυχής σου την λαμπά­δα / κρά­τα τον ιερό πυρ­σό. / Κι’ οδή­γα μας, Βασί­λισ­σά μας, / σε πιο μεγά­λα ιδα­νι­κά / για να γεν­νούν τα δάκρυά μας / του Θρό­νου σου τα πιο λαμπρά / δια­μά­ντια αγά­πης του Λαού μας / να τον κοσμούν παντο­τει­νά / και σκόρ­πι­ζέ μας τη χαρά / με χέρια πάντα στορ­γι­κά.» Και το ρεφραίν: «Μάγισ­σα είσαι, Ρήγισ­σα, / με το χρυ­σό ραβδί σου / ξέρεις να γειά­νης τις πλη­γές, / τους πόνους να για­τρεύ­ης, / ξέρεις να βασιλεύης.»

Επί­σης ο Ν. Φατσέ­ας, στο βιβλίο του Θεα­τρι­κά σκετς (πατριω­τι­κά και κωμι­κά) (Αθή­ναι 1948), συμπε­ριέ­λα­βε το αντι­κομ­μου­νι­στι­κό και φιλο­βα­σι­λι­κό έργο του «Ελλη­νι­κό προ­σκλη­τή­ριο», στα πλαί­σια του πατριω­τι­κού πνεύ­μα­τος, που όταν ο συγ­γρα­φέ­ας υπερ­βάλ­λει, μετα­τρέ­πε­ται σε εθνι­κι­στι­κό, όπως άλλω­στε συνη­θι­ζό­ταν για πολ­λές δεκα­ε­τί­ες στη Σχο­λι­κή Δρα­μα­τουρ­γία. Το πρω­τα­γω­νι­στι­κό πρό­σω­πο «Η Ελλάς» προ­σκα­λεί όλα τα παι­διά της ν’ αγω­νι­στούν ενά­ντια στους «συμ­μο­ρί­τες», για να σωθεί η πατρί­δα μας. Λέει ο «Αερο­πό­ρος»: «για­τί με τον ατσά­λι­νο δικό σας ανδρι­σμό / εσείς θα ξεκλη­ρί­σε­τε τον συμ­μο­ρι­τι­σμό.» Και ο «Στρα­τιώ­της» λέει στη «Β. Ήπει­ρο»: «Θα ξαναρ­θής ολό­κλη­ρη πάλι στην αγκα­λιά μας / και θάχης για κορώ­να σου τον Παύ­λο Βασι­λιά μας.»

Επί­λο­γος:

Ιδε­ο­λο­γι­κές απο­χρώ­σεις και αντι­θέ­σεις, οι οποί­ες υπάρ­χουν ανά τους αιώ­νες, ενταγ­μέ­νες στο φιλο­σο­φι­κό δίπο­λο ιδεαλισμός/υλισμός επι­κρα­τού­σαν και στην Ελλά­δα κατά τη δεκα­ε­τία 1940–1949. Οι ιδε­ο­λο­γι­κές συγκρού­σεις γενι­κό­τε­ρα είχαν κατά την περί­ο­δο εκεί­νη ως απο­τέ­λε­σμα ακό­μη και την ένο­πλη έκβα­σή τους κατά τον Εμφύ­λιο πόλε­μο. Ως επι­κρα­τού­σα ιδε­ο­λο­γία όμως ο ιδε­α­λι­σμός, είχε παρα­χθεί, επι­βλη­θεί και διο­χε­τευ­θεί μέσα από πολι­τι­κά, κοι­νω­νι­κά, εκπαι­δευ­τι­κά κανά­λια, με όπλα την αστι­κή προ­πα­γάν­δα, και με επι­πλέ­ον θεσμούς όπως ήταν η εκκλη­σία, ο τύπος και ο στρα­τός. Το ιδε­ο­λο­γι­κό τρί­πτυ­χο της «πιο δια­δε­δο­μέ­νης “συν­θη­μα­τι­κής φρά­σης” της σύγ­χρο­νης ελλη­νι­κής ιστο­ρί­ας»: «Πατρίς – Θρη­σκεία – Οικο­γέ­νεια», είχε ριζώ­σει βαθιά στη συνεί­δη­ση των παι­διών από την καθε­στω­τι­κή ιδε­ο­λο­γία, είχε επι­βλη­θεί και νομο­θε­τι­κά, ώστε κανέ­νας να μην μπο­ρεί να απο­φύ­γει την εφαρ­μο­γή της ή να μην έχει την ευχέ­ρεια να την αμφι­σβη­τή­σει, ιδί­ως οι δημό­σιοι υπάλ­λη­λοι και οι «μετα­λα­μπα­δευ­τές των αιώ­νιων ιδε­α­λι­στι­κών αξιών»…, οι εκπαι­δευ­τι­κοί. Η δε τρο­μο­κρα­τία που ασκή­θη­κε είτε νομο­θε­τι­κά είτε με τα όπλα, τους διωγ­μούς, τις δολο­φο­νί­ες, τις φυλα­κί­σεις, τις εξο­ρί­ες, κρα­τι­κών και παρα­κρα­τι­κών μηχα­νι­σμών, είχε ως απο­τέ­λε­σμα το φόβο, τη σύμπρα­ξη με το «δυνα­τό δυνά­στη», Έλλη­να ή ιμπε­ρια­λι­στή εισβο­λέα, με έμπρα­κτη πρα­κτι­κή: την ανο­χή, τη σιω­πή και τον «ιδε­ο­λο­γι­κό παπα­γα­λι­σμό», «για να έχουν ήσυ­χο το κεφά­λι τους» πάρα πολ­λοί εκπαιδευτικοί.

Το Σχο­λι­κό Θέα­τρο δεν ήταν δυνα­τό ν’ απο­φύ­γει το σφι­χτό ιδε­ο­λο­γι­κό ενα­γκα­λι­σμό της αστι­κής προ­πα­γάν­δας στην ποι­κί­λη θεμα­το­λο­γία της δρα­μα­τουρ­γί­ας που παρή­χθη κατά την εν λόγω δεκα­ε­τία. Εκεί­νο που ξέφυ­γε από τον κλοιό ήταν ως ένα βαθ­μό το Παι­δι­κό, το Ερα­σι­τε­χνι­κό και το Λαϊ­κό Θέα­τρο, κυρί­ως αυτό που δημιουρ­γή­θη­κε από αρι­στε­ρούς δρα­μα­τουρ­γούς, αγω­νι­στές της Εθνι­κής Αντί­στα­σης, όπως ήταν οι: Βασί­λης Ρώτας, Γιώρ­γος Κοτζιού­λας, Γαλά­τεια Καζαν­τζά­κη, Μιχά­λης Παπα­μαύ­ρος, Γερά­σι­μος Σταύ­ρου, Νίκος Ακί­λο­γλου, Χάρης Σακελ­λα­ρί­ου, Στρα­τής Π. Παπα­δά­κης κ.ά. Η θεμα­το­λο­γία της δρα­μα­τουρ­γί­ας τους ήταν συνυ­φα­σμέ­νη με την αρι­στε­ρή και σοσια­λι­στι­κή ιδε­ο­λο­γία και με κοι­νω­νι­κές αξί­ες, όπως: η εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία, η ειρή­νη, η λευ­τε­ριά, ο πατριω­τι­σμός, η λαο­κρα­τία, η αυτο­θυ­σία, η συλ­λο­γι­κό­τη­τα, η συντρο­φι­κό­τη­τα, η ανι­διο­τέ­λεια, το αγέ­ρω­χο και ασυμ­βί­βα­στο του χαρα­κτή­ρα κ.ά., δίνο­ντας μέσα από τα θεα­τρι­κά κεί­με­νά τους για παι­διά, ακό­μη και στο Κου­κλο­θέ­α­τρο και στο Λαϊ­κό Θέα­τρο Σκιών, ισχυ­ρά ραπί­σμα­τα, στους δοσί­λο­γους προ­δό­τες συνερ­γά­τες των ναζι­στών και φασι­στών κατα­κτη­τών, στους συμ­βι­βα­σμέ­νους ποτα­πούς κου­κου­λο­φό­ρους Γερ­μα­νο­τσο­λιά­δες, στους ιδιο­τε­λείς μαυ­ρα­γο­ρί­τες, στους αδί­στα­κτους δολο­φό­νους και τρο­μο­κρά­τες Χίτες και άλλους παρα­κρα­τι­κούς. Αυτοί ήταν εκεί­νοι που με την ανο­χή του νόμου και την οργα­νω­μέ­νη συμ­βο­λή της αστυ­νο­μί­ας και του στρα­τού, κάτω από τις εντο­λές και τη συνερ­γα­σία των αποικιοκρατών/ιμπεριαλιστών Άγγλων και Αμε­ρι­κα­νών αφε­ντι­κών τους, έδω­σαν συνέ­χεια μετά την Κατο­χή στην αστι­κή ιδε­ο­λο­γι­κή προ­πα­γάν­δα και στη βίαιη επι­βο­λή των «αστι­κών αξιών», γεγο­νός που επη­ρέ­α­ζε έμμε­σα –πλην σαφώς άμε­σα– την εκπαι­δευ­τι­κή πολι­τι­κή, την ιδε­ο­λο­γι­κή δια­παι­δα­γώ­γη­ση της νεο­λαί­ας και το Σχο­λι­κό Θέα­τρο. Και … η έρευ­να συνεχίζεται!

Τα Θεα­τρι­κά έργα και η Θεμα­το­λο­γία τους:

Στον παρα­κά­τω «Ενδει­κτι­κό κατά­λο­γο» περι­λαμ­βά­νε­ται ένα μέρος της εκδο­τι­κής παρα­γω­γής έργων Σχο­λι­κού Θεά­τρου, αλλά και άλλων που δημο­σιεύ­τη­καν στον περιο­δι­κό τύπο κατά τη χρο­νι­κή περί­ο­δο στην οποία αναφέρομαι.

Απο­κλεί­ο­νται απ’ αυτόν άλλα θεα­τρι­κά έργα, τα οποία γρά­φτη­καν ή δημο­σιεύ­τη­καν στις επό­με­νες δεκα­ε­τί­ες, με θεμα­το­λο­γι­κές ανα­φο­ρές στα ιστο­ρι­κά γεγο­νό­τα της περιό­δου 1940–1949.

Επει­δή ο εν λόγω κατά­λο­γος είναι ευρύς, δημο­σιεύω εδώ ένα μέρος του και αφο­ρά τις θεμα­το­λο­γι­κές ενό­τη­τες: «Για την 28 Οκτω­βρί­ου 1940», «Για την περί­ο­δο 1941–1944 (Κατο­χή και Εθνι­κή Αντί­στα­ση)», «Για τον Εμφύ­λιο πόλε­μο» και «Από τον αντι­κομ­μου­νι­στι­κόν αγώνα».

 

ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ – ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

– ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ[21]

Για την 28η Οκτω­βρί­ου 1940:

Θύμης Κων­στα­ντί­νος[22], «Η συμ­βο­λή των ελλη­νί­δων στον Αγώ­να», 1949 (Εθνι­κή Κιβω­τός)

  1. Θύμης Κων­στα­ντί­νος, «Γράμ­μα από το Μέτω­πο», 1949 (Εθνι­κή Κιβω­τός)
  2. Θύμης Κων­στα­ντί­νος, «Ο γυρι­σμός του πατέ­ρα (Διά­λο­γος)», 1949 (Εθνι­κή Κιβω­τός)

Για την περί­ο­δο 1941–1944 (Κατο­χή και Εθνι­κή Αντίσταση):

Ρώτας Βασί­λης, «Το πιά­νο. Κομω­δία για κού­κλες», 1943 (Το πιά­νο)

  1. Ρώτας Βασί­λης, «Η Κατο­χή. Μονό­πρα­κτο» (ανέκ­δο­το)
  2. Ρώτας Βασί­λης, «Μάνα. Μονό­πρα­κτο» (ανέκ­δο­το)
  3. Ρώτας Βασί­λης, «Οι Γραμ­μα­τι­ζού­με­νοι», 1946
  4. Ρώτας Βασί­λης, «Τα ελλη­νι­κά νειά­τα. Τρα­γω­δία» [1946][23] (Τα ελλη­νι­κά νειά­τα)
  5. Χάσου­λας Γεώρ­γιος Κωνστ., «Η σκλα­βω­μέ­νη Ελλά­δα 1941–1944. Δρά­μα σε τρεις πρά­ξεις», 1947 (Η σκλα­βω­μέ­νη Ελλά­δα 1941–1944)
  6. Μπα­σιά­κος Ευάγ., «Η θυσία. Μονό­πρα­κτο» [ Για την πατρί­δα. 2. Η θυσία (1947) και: Στον βωμό σου Πατρί­δα (1949)]
  7. Παπ­πάς Στέ­φα­νος Β., «Τα Νέα Ψαρά. Δρά­μα σε δυο πρά­ξεις» [1948] («Εμπνευ­σμέ­νο από την τρα­γι­κή σφα­γή του Κομ­μέ­νου στις 16 Αυγού­στου 1943») (Τα Νέα Ψαρά)
  8. Αντω­νί­ου-Καρα­ντώ­νη Ελέ­νη, «Στα χρό­νια της Κατο­χής. Σκετς», 1949 (Σχο­λι­κές Εορ­τές)
[Δημό­που­λος Ευάγ. Κων., «Τρί­πρα­κτον έργον. Η Ελλη­νι­κή Ψυχή (28η Οκτω­βρί­ου 1940 – 14 Οκτω­βρί­ου 1944)», 1949 (Η Ελλη­νι­κή Ψυχή)]
  1. Παπα­ευ­θυ­μί­ου Βασ., «Ο γυιος μου (σε δύο μέρη)», 1949 (Το Σχο­λείο μας γιορ­τά­ζει)
  2. Μπα­σιά­κος Ευάγ., «Χρι­στού­γεν­να του 1942. Μονό­πρα­κτη δρα­μα­τι­κή σκη­νή» [1949] (ο μύθος εξε­λίσ­σε­ται το 2002) (Στον βωμό σου Πατρί­δα)
  3. Παπα­μαύ­ρος Μιχ., «Ο Αγώ­νας. Δρά­μα», 1989 (Σακελ­λα­ρί­ου Χάρης, Το Θέα­τρο της Αντί­στα­σης)
  4. Μαυ­ροει­δή-Παπα­δά­κη Σοφία, «Το τραί­νο δε θα περά­σει», 9.1945[24]
  5. Παπα­δά­κης Στρα­τής, «Η γέφυ­ρα του χωριού (Ανοι­κο­δό­μη­ση) Μονό­πρα­κτο πατριω­τι­κό σκετς», χ.χ. (ανα­φο­ρά στην αμέ­σως μετα­πο­λε­μι­κή περί­ο­δο, 1945) (Τελειώ­νο­ντας το σχο­λείο μας. Τόμος Β΄)

Για τον Εμφύ­λιο πόλεμο:

Φατσέ­ας Ν.[25], «Ελλη­νι­κό προ­σκλη­τή­ριο. Φινα­λέ­το επι­θε­ω­ρη­σια­κό», 1948 (Θεα­τρι­κά σκετς. Πατριω­τι­κά και κωμι­κά)

  1. Σαμα­ράς Δημ. Αντ., «Το Ελλη­νό­που­λο. Χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο δρα­μα­τά­κι σε δύο πρά­ξεις», 1949 («παιδομάζωμα»-«παιδοσώσιμο») (Νάου­σα)

«Από τον αντι­κομ­μου­νι­στι­κόν αγώνα»:

[Φατσέ­ας Ν., «Ελλη­νι­κό προ­σκλη­τή­ριο. Φινα­λέ­το επι­θε­ω­ρη­σια­κό», 1948 (Θεα­τρι­κά σκετς. Πατριω­τι­κά και κωμι­κά)] [Δημό­που­λος Ευάγ. Κων., «Τρί­πρα­κτον έργον. Η Ελλη­νι­κή Ψυχή (28η Οκτω­βρί­ου 1940 – 14 Οκτω­βρί­ου 1944)», 1949 (Η Ελλη­νι­κή Ψυχή)] [Σαμα­ράς Δημ. Αντ., «Το Ελλη­νό­που­λο. Χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο δρα­μα­τά­κι σε δύο πρά­ξεις», 1949 (Νάου­σα)]
  1. Παπα­ευ­θυ­μί­ου Βασ., «Οι Ηπει­ρο­το­πού­λες. Πατριω­τι­κό σκετς», 1949 (Το Σχο­λείο μας γιορ­τά­ζει)

[1]. Εισή­γη­ση που ανα­κοι­νώ­θη­κε την Κυρια­κή, 7 Οκτ. 2012, στο 6ο Πανελ­λή­νιο Συνέ­δριο του Ελλη­νι­κού Ινστι­τού­του Εφαρ­μο­σμέ­νης Παι­δα­γω­γι­κής και Εκπαί­δευ­σης (ΕΛΛ.Ι.Ε.Π.Ε.Κ), με τίτλο «Παι­δεία κάλ­λι­στον εστί κτή­μα βρο­τοίς», το οποίο πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε στο διή­με­ρο 6 & 7 Οκτ. 2012 στο Μαρά­σλειο Διδα­σκα­λείο στην Αθήνα.

[3]. Βλ. εφ. «Κυρια­κά­τι­κος Ριζο­σπά­στης», «7 ΜΕΡΕΣ μαζί», 6 Σεπτ. 2009, σ. 11–14.

[4]. Ο Κ. Καλαν­τζής γρά­φει σχε­τι­κά: «Η ιδία η Κυβέρ­νη­σις έρρι­ψεν εις τον δρό­μον εκα­το­ντά­δες ορφα­νών παι­διών επι­τά­ξα­σα Ιδρύ­μα­τα και ορφα­νο­τρο­φεία, όπως το περί­φη­μον ορφα­νο­τρο­φεί­ον Αθη­νών “Γ. και Αικ. Χατζη­κώ­στα” δια να το μετα­τρέ­ψη εις φυλα­κάς.», βλ. Καλαν­τζής Κων­στα­ντί­νος, Η Παι­δεία εν Ελλά­δι 1935–1951 (εισα­γω­γή: Γ. Γρόλ­λιος – Χρ. Τζή­κας), Ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα, Αθή­να 2002, σ. 101.

[5]. Βλ. Καλαν­τζής Κων­στα­ντί­νος (2002), Η Παι­δεία εν Ελλά­δι 1935–1951 (εισα­γω­γή: Γ. Γρόλ­λιος – Χρ. Τζή­κας), Ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα, Αθή­να, σ. 101.

[6]. Σχε­τι­κά με το θέμα υπάρ­χει πλού­σια βιβλιο­γρα­φία και αρθρο­γρα­φία. Ενδει­κτι­κά ανα­φέ­ρω: Λεο­ντα­ρί­της, Γ., «Το θέα­τρο στην Κατο­χή», στο ένθε­το «Επτά Ημέ­ρες» της εφ. «Καθη­με­ρι­νή», 25.4.1999, σ. 5–14, Καγ­γε­λά­ρη, Δηώ, «Της Κατο­χής και του Θεά­τρου», στο ίδιο ένθε­το της ίδιας εφη­με­ρί­δας (Αφιέ­ρω­μα: «Η Κατο­χι­κή Αθή­να»), 25.4.1999, σ. 15–17, της ίδιας, «Σκη­νές πολέ­μου», στο ίδιο ένθε­το της ίδιας εφη­με­ρί­δας (Αφιέ­ρω­μα: «Η Ελλά­δα τον 20ό αιώ­να 1940–1945»), 14.11.1999, σ. 34–36, Γεωρ­γο­πού­λου, Βαρ­βά­ρα, «ΣΕΗ – Διοι­κη­τι­κά Συμ­βού­λια και η δρά­ση τους: Ιστο­ρι­κή ανα­δρο­μή. Β΄1940–1945: Τα δύσκο­λα χρό­νια», σ. 105–112, και «Εθνι­κή και κοι­νω­νι­κή προ­σφο­ρά των Ελλή­νων ηθο­ποιών. Β΄1940–1947», στο βιβλίο Σωμα­τείο Ελλή­νων Ηθο­ποιών. Ογδό­ντα χρό­νια. 1917–1997 (έρευ­να – επο­πτεία – συντο­νι­σμός: Χρ. Στα­μα­το­πού­λου-Βασι­λά­κου), Σμπί­λιας, Αθή­να 1999, σ. 283–334 κ.ά.

[7]. Βλ. Σακελ­λα­ρί­ου Χάρης, Η Παι­δι­κή Λογο­τε­χνία στην Αντί­στα­ση, Σύγ­χρο­νη Επο­χή, Αθή­να 1983.

[8]. Βλ. Σακελ­λα­ρί­ου Χάρης, Το Θέα­τρο της Αντί­στα­σης, Σύγ­χρο­νη Επο­χή, Αθή­να 21995.

[9]. Βλ. Σακελ­λα­ρί­ου Χάρης, Η Παι­δεία στην Αντί­στα­ση, Σύγ­χρο­νη Επο­χή, Αθή­να 32003.

[10]. Βλ. Ρώτας Βασ., «Το Θέα­τρο στην Αντί­στα­ση», στο βιβλίο: Θέα­τρο και Αντί­στα­ση, Κέντρο Μαρ­ξι­στι­κών Ερευ­νών – Σύγ­χρο­νη Επο­χή, Αθή­να 1981, σ. 13–29.

[11]. Σχε­τι­κές ανα­φο­ρές έχω συμπε­ρι­λά­βει στην «Παρα­στα­σιο­γρα­φία» για την εξε­τα­ζό­με­νη χρο­νι­κή περί­ο­δο, στο τελευ­ταίο βιβλίο μου. Βλ. Θανά­ση Ν. Καρα­γιάν­νη, Ιστο­ρία της Δρα­μα­τουρ­γί­ας για παι­διά στην Ελλά­δα (1871–1949) και την Κύπρο (1932–1949), Εκδό­σεις Αντ. Στα­μού­λη, Θεσ/νίκη 2012, σ. 261–318.

[12]. Οι παρα­κά­τω ανα­φο­ρές μάλ­λον σκο­πεύ­ουν στην εξι­δα­νί­κευ­ση και τον εξω­ραϊ­σμό των αστι­κών προ­τύ­πων από ορι­σμέ­νους σύγ­χρο­νους μελε­τη­τές και συγ­γρα­φείς, και αναμ­φί­βο­λα ένα απ’ αυτά τα’ αστι­κά πρό­τυ­πα είναι η Αντι­γό­νη Μετα­ξά. Αυτό γίνε­ται σαφές και από το ύφος και από τα επι­χει­ρή­μα­τα που χρη­σι­μο­ποιούν οι συντά­κτες τους: α. «Στα χρό­νια που η Ελλά­δα στέ­να­ζε κάτω απ’ τον εχθρι­κό ζυγό (1941–1944), η γλυ­κιά Θεία Λένα με τα παρα­μύ­θια της γύρι­ζε το Ελλη­νό­που­λο στις παλιές επο­χές και δόξες, το ενθάρ­ρυ­νε και κρα­τού­σε άσβε­στη μέσα στην καρ­διά του τη φλό­γα που λέγε­ται ελπί­δα, και ταξί­δευε μαζί της χέρι με χέρι, καρ­διά με καρ­διά, από την επο­χή της δόξας της Ελλά­δας μέχρι την επο­χή εκεί­νη της σκλα­βιάς, ανά­με­σα στα δρο­μά­κια και στα υπό­γεια, όπου η πεί­να, ο τρό­μος και ο θάνα­τος είχαν φωλιά­σει.», βλ. τη δακτυ­λο­γρα­φη­μέ­νη μελέ­τη: Σχο­λή Νηπια­γω­γών Καρ­δί­τσας, Πηνε­λό­πη Δέλ­τα – Αντι­γό­νη Μετα­ξά – Εισα­γω­γή στην Παι­δι­κή Λογο­τε­χνία, Καρ­δί­τσα 1979, σ. 109, β. «Γέμι­σε –λένε πολ­λοί– την παι­δι­κή λογο­τε­χνία με ζωά­κια και παι­δά­κια και κου­κλί­τσες και τρε­νά­κια, με υπο­κο­ρι­στι­κά και ροζ κόσμο που καμιά σχέ­ση δεν είχε με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και που καμιά κρι­τι­κή σκέ­ψη δεν καλ­λιερ­γού­σε. Ξεχνούν όμως εδώ οι επι­κρι­τές την επο­χή και τις ειδι­κές ανά­γκες που κάλυ­ψε η προ­σφο­ρά της. Με τα ζωά­κια και τα ροζ παι­δά­κια κρά­τη­σε τη νύχτα της Κατο­χής μια πόρ­τα ολά­νοι­χτη, την Ώρα του Παι­διού, για ν’ ακού­νε τα παι­διά – όσα μπο­ρού­σαν – τη γλώσ­σα τους και να παίρ­νουν κου­ρά­γιο, να νιώ­θουν ζεστα­σιά και να περ­νούν, έστω και νηστι­κά, λίγα λεπτά γαλή­νης, όταν όλα γύρω τους τα τάρα­ζαν και τα τρό­μα­ζαν και δεν τους έκρυ­βαν τίπο­τα από την τρα­γι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και τη φρί­κη του πολέ­μου.», βλ. Πέτρο­βιτς-Ανδρου­τσο­πού­λου Λότη, Μιλώ­ντας για τα παι­δι­κά βιβλία, Καστα­νιώ­της, Αθή­να 1983, σ. 69 και γ. «Και κάτι ακό­μα που αυξά­νει το ειδι­κό βάρος αυτής της εκπο­μπής (σ.σ.: «Η ώρα του παι­διού») είναι ότι υπήρ­ξε κατά το διά­στη­μα της κατο­χής 41–44 το ηθι­κό αντι­στύ­λι, η παρη­γο­ριά και η ελπί­δα. Με την ανα­φο­ρά στους θρύ­λους του λαού μας, στους αρχαί­ους και νεό­τε­ρους ήρω­ες, στη μυθο­λο­γία και στις παρα­δό­σεις μας θέρ­μαι­νε τις καρ­διές με τον πόθο της λευ­τε­ριάς και ενί­σχυε την πεποί­θη­ση πως γρή­γο­ρα η γαλα­νό­λευ­κη θα κυμά­τι­ζε στην Ακρό­πο­λη. Αυτή είναι μια πλευ­ρά της προ­σφο­ράς της Θεί­ας Λένας, που θα άξι­ζε ασφα­λώς μια ειδι­κό­τε­ρη μελέ­τη και αξιο­λό­γη­ση.», βλ. Ανα­γνω­στό­που­λος Β.Δ., «Το έργο της Θεί­ας Λένας. 15 χρό­νια από το θάνα­τό της», περ. «Δια­δρο­μές», τεύχ. 3, Φθι­νό­πω­ρο 1986, σ. 193.

Σημειω­τέ­ον ότι κατά την Κατο­χή γενι­κός διευ­θυ­ντής της ελλη­νι­κής ραδιο­φω­νί­ας ανέ­λα­βε ο Ιωάν­νης Βουλ­πιώ­της (1902–1999), ο οποί­ος υπήρ­ξε ένας από τους βασι­κούς πρω­το­στά­τες για την ίδρυ­ση των Ταγ­μά­των Ασφα­λεί­ας. Η Αντι­γό­νη Μετα­ξά από το 1941 συνερ­γά­στη­κε μαζί του, καθιε­ρώ­νο­ντας τις ραδιο­φω­νι­κές εκπο­μπές της: «Η ώρα του παι­διού», «Ελά­τε να ταξι­δέ­ψου­με», «Το Θέα­τρο της Κυρια­κής» και άλλες. Βλ. σχε­τι­κά: Ανα­γνω­στό­που­λος Β.Δ., «Πενή­ντα χρό­νια Ραδιο­φω­νί­ας και οι παι­δι­κές εκπο­μπές», περ. «Δια­δρο­μές», τεύχ. 13, Χει­μώ­νας 1988, σ. 279. Συμπε­ραί­νε­ται ότι έχει δίκαιο ο Β.Δ. Ανα­γνω­στό­που­λος όταν σημειώ­νει ότι: «θα άξι­ζε ασφα­λώς μια ειδι­κό­τε­ρη μελέ­τη και αξιο­λό­γη­ση.» και για τις ραδιο­φω­νι­κές παι­δι­κές εκπο­μπές της, αλλά θα πρό­σθε­τα και γενικότερα,.

Για τον Ιωάν­νη Βουλ­πιώ­τη, αντι­γρά­φω ένα σύντο­μο βιο­γρα­φι­κό του από το δια­δί­κτυο: «Γεν­νή­θη­κε το 1902 στην Αθή­να και σπού­δα­σε μηχα­νο­λό­γος μηχα­νι­κός στη Γερ­μα­νία. Στα τέλη της δεκα­ε­τί­ας 1920, έπει­τα από τον γάμο του με την κόρη του Γερ­μα­νού μεγα­λο­βιο­μη­χά­νου Ζήμενς, ανέ­λα­βε διευ­θυ­ντι­κή θέση στα κεντρι­κά γρα­φεία του συγκρο­τή­μα­τος AEG — Siemens — Telefunken. Εκπρο­σώ­πη­σε το συγκρό­τη­μα ένα­ντι του Ελλη­νι­κού Δημο­σί­ου σε διά­φο­ρες συμ­βά­σεις μεγά­λων προ­μη­θειών, όπως των τηλε­φω­νι­κών κέντρων και των ραδιο­φω­νι­κών εγκα­τα­στά­σε­ων. Με την ιδιό­τη­τα αυτή συμ­με­τεί­χε στα Δ.Σ. των ημι­κρα­τι­κών εται­ριών ΑΕΤΕ (προ­κά­το­χος του ΟΤΕ) και ΑΕΡΕ (προ­κά­το­χος του ΕΙΡ). Κατά την Κατο­χή ανέ­λα­βε γενι­κός διευ­θυ­ντής της ελλη­νι­κής ραδιο­φω­νί­ας και υπήρ­ξε ένας από τους βασι­κούς πρω­το­στά­τες για την ίδρυ­ση των Ταγ­μά­των Ασφα­λεί­ας. Πέθα­νε το 1999 στην Αθήνα.»

Θα ήταν πολύ δια­φο­ρε­τι­κή, άκρως ζοφε­ρή και δυσά­ρε­στη, η πολι­τι­κή και κοι­νω­νι­κή κατά­στα­ση των λαών και των ανθρώ­πων, εάν είχαν επι­κρα­τή­σει ιδέ­ες όπως οι παρα­πά­νω. Δηλα­δή, σε περί­ο­δο φασι­στι­κής και ναζι­στι­κής κατο­χής ενός λαού, να ενδιέ­φε­ρε μόνο η ψυχα­γω­γία των παι­διών με μύθους, θρύ­λους και παρα­μύ­θια, μόνο η παρο­χή ηρώ­ων και προ­τύ­πων, μόνο η παι­δα­γω­γι­κή θεω­ρη­τι­κή ανα­φο­ρά και ενα­σχό­λη­ση, χωρίς παράλ­λη­λα να υπάρ­χει συμ­με­το­χή στην πρω­το­πο­ρια­κή αντι­στα­σια­κή δρά­ση των δια­νο­ού­με­νων και καλ­λι­τε­χνών για το ξεσή­κω­μα του λαού, με στό­χο τη λευ­τε­ριά και την εθνι­κή του ανεξαρτησία.

[13]. Βλ. Μαυ­ρί­δου Ελέ­νη, «Η καθιέ­ρω­ση των σχο­λι­κών γιορ­τών στο Δημο­τι­κό Σχο­λείο – Ιστο­ρι­κό διά­γραμ­μα (19ος και 20ός αιώ­νας)», Δια­δί­κτυο, 12.7.2010.

[14]. Καθιε­ρώ­θη­κε ως σχο­λι­κή γιορ­τή με Β.Δ. από το 1838. Βλ. «Η πρώ­τη εθνι­κή εορ­τή», εφ. «Ακρό­πο­λις», Αθή­να 25 Μαρ­τί­ου 1884, σελ. 2.

[15]. Καθιε­ρώ­θη­κε ως σχο­λι­κή γιορ­τή με Β.Δ. από το 1944 (Φ.Ε.Κ. 4/24.10.1944), τεύχ. Α΄, σ. 13 και αργό­τε­ρα με το Β.Δ. 157/25.2.1969 (Φ.Ε.Κ. 46/11.3.1969)

[16]. Βλ. Γαζή Έφη, Πατρίς Θρη­σκεία Οικο­γέ­νεια. Ιστο­ρία ενός συν­θή­μα­τος 1880–1930, Πόλις, Αθή­να 2011, σσ. 361, Ανδρειω­μέ­νος Γιώρ­γος, Η νέα γενιά υπό καθο­δή­γη­ση: Το παρά­δειγ­μα του περιο­δι­κού Η Νεο­λαία (1938–1941), Ίδρυ­μα Κώστα και Ελέ­νης Ουρά­νη της Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών, Αθή­να 2012, σ. .

[17]. Οι όποιοι σχο­λια­σμοί, σχε­τι­κά με το θέμα, έχουν δημο­σιευ­θεί στο παρελ­θόν, μάλ­λον είναι επι­φα­νεια­κοί και γενι­κό­λο­γοι. Παρα­θέ­τω μόνο μία περί­πτω­ση: «Δύο τρία (σ.σ.: έργα) ανα­φέ­ρο­νται στον Εμφύ­λιο (κυρί­ως στο “παι­δο­μά­ζω­μα”), δια­πο­τι­σμέ­να με φανα­τι­σμό, συνέ­πεια του εμφυ­λιο­πο­λε­μι­κού πνεύ­μα­τος.», βλ. Ανα­γνω­στό­που­λος Β.Δ., Η ελλη­νι­κή παι­δι­κή λογο­τε­χνία κατά τη μετα­πο­λε­μι­κή περί­ο­δο (1945–1958), Καστα­νιώ­της, Αθή­να 1991, σ. 175.

[18]. «Για την αντι­με­τώ­πι­ση του προ­βλή­μα­τος της μόρ­φω­σης και της πατριω­τι­κής του δια­παι­δα­γώ­γη­σης, το Κ.Κ.Ε. συγκρό­τη­σε το Μάη του 1948 την Επι­τρο­πή Βοή­θειας στο Παι­δί (Ε.ΒΟ.Π.), με επι­κε­φα­λής τον καθη­γη­τή της Ιατρι­κής Πέτρο Κόκ­κα­λη και μέλη την Έλλη Αλε­ξί­ου, τον Γιώρ­γη Αθα­να­σιά­δη, τον Γιώρ­γη Ζωί­δη και άλλους εκπαιδευτικούς.

Σε σύντο­μο χρο­νι­κό διά­στη­μα, τα τρο­μαγ­μέ­να και άρρω­στα Ελλη­νό­που­λα απαλ­λά­χτη­καν από τους εφιάλ­τες του πολέ­μου, ηρέ­μη­σαν ψυχι­κά, επα­νέ­κτη­σαν την υγεία τους και επι­δό­θη­καν με ζήλο στη μάθηση.

Όταν στάλ­θη­καν στις λαϊ­κο­δη­μο­κρα­τι­κές χώρες το 60% απ’ αυτά ήταν αγράμ­μα­τα, το 17% είχε τελειώ­σει μόνο την Α΄ Δημο­τι­κού και το 14% μόνο τη Β΄. Στις φιλό­ξε­νες χώρες όλα φοί­τη­σαν σε σχο­λεία και πολ­λά έγι­ναν επι­στή­μο­νες ή τελεί­ω­σαν μέσες και ανώ­τε­ρες τεχνι­κές σχο­λές.», βλ. Δοκί­μιο ιστο­ρί­ας του Κ.Κ.Ε. Α΄ τόμο, 1918–1949, Σύγ­χρο­νη Επο­χή, Αθή­να 32001, σ. 589–590.

[19]. Βλ. Σέρ­βος Δημ., Το Παι­δο­μά­ζω­μα και ποιοι φοβού­νται την αλή­θεια, Σύγ­χρο­νη Επο­χή, Αθή­να 2001, σσ. 349, «Οι “νεκρές ζώνες” και οι συνέ­πειες της δημιουρ­γί­ας τους», στο βιβλίο Η τρί­χρο­νη επο­ποι­ία του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλά­δας 1946–1949, Ριζο­σπά­στης – Σύγ­χρο­νη Επο­χή, Αθή­να 21998, σ. 457–469, «Η διά­σω­ση χιλιά­δων παι­διών από τις περιο­χές των πολε­μι­κών συγκρού­σε­ων», στο βιβλίο Δοκί­μιο ιστο­ρί­ας του Κ.Κ.Ε. Α΄ τόμο, 1918–1949, ό.π., σ. 589–590, Μητσό­που­λος Θαν., «Μεί­να­με Έλλη­νες», Οδυσ­σέ­ας, Αθή­να 1979, Γκρι­τζώ­νας Κώστας, Τα παι­διά του Εμφυ­λί­ου πολέ­μου, Φιλί­στωρ, Αθή­να 1998, Πανελ­λή­νια Ένω­ση Αγω­νι­στών Εθνι­κής Αντί­στα­σης και Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλά­δας, Τα παι­διά του Εμφυ­λί­ου και της Πολι­τι­κής Προ­σφυ­γιάς, Έκδο­ση Π.Ε.Α.Ε.Α.-Δ.Σ.Ε., Αθή­να 2011, σσ. 335 κ.ά.

Σχε­τι­κά με το «Παι­δο­μά­ζω­μα» κυκλο­φό­ρη­σαν και στα επό­με­να χρό­νια βιβλία με θεα­τρι­κά έργα για το Σχο­λι­κό Θέα­τρο, όπως γ.π. του Μιχ. Α. Μπα­ξε­βά­νο­γλου, Σχο­λι­κό Θέα­τρο. Το Παι­δο­μά­ζω­μα, Αθή­να 1950 κ.ά.

[20]. Από τη Δ. Ι. Πανα­γιω­το­πού­λου-Κού­ρου, στις σ. 126–127.

[21]. Στον «Ενδει­κτι­κό κατά­λο­γο» περιέ­χο­νται έργα του Σχο­λι­κού Θεά­τρου, τα οποία γρά­φτη­καν και δημο­σιεύ­τη­καν σε βιβλία και σε περιο­δι­κά (ή είναι ανέκ­δο­τα) κατά την περί­ο­δο 1940–1949. Όσον αφο­ρά τα ιστο­ρι­κά γεγο­νό­τα της ίδιας χρο­νο­λο­γι­κής περιό­δου γρά­φτη­καν και δημο­σιεύ­τη­καν αρκε­τά ακό­μη έργα του Σχο­λι­κού Θεά­τρου, τα οποία δεν περιέ­χο­νται εδώ.

[22]. Ο Κων­στα­ντί­νος Θύμης είναι συντ. εκπαι­δευ­τι­κός-θεο­λό­γος, νομι­κός και ιστο­ρι­κός, από την Κέρ­κυ­ρα. Στη συγ­γρα­φι­κή του παρα­γω­γή συμπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται και βιβλία που αφο­ρούν την εκπαί­δευ­ση και εκδό­θη­καν πριν από το 1949, όπως: Το Παι­δα­γω­γι­κόν Σχο­λεί­ον της επο­χής μας (2 τεύ­χη), Τα δίκαια παρά­πο­να των δημο­δι­δα­σκά­λων, Πάλι στη δόξα (ποι­ή­μα­τα), Ελλη­νι­κός & Χρι­στια­νι­κός Ευαγ­γε­λι­σμός (Σχο­λι­κή εορ­τή), Μία εκλε­κτή συλ­λο­γή δια σχο­λι­κάς εορ­τάς (μονό­λο­γοι, διά­λο­γοι, ποι­ή­μα­τα και λόγοι).

[23]. Το έργο άρχι­σε να γρά­φε­ται από το δρα­μα­τουρ­γό στο τέλος του 1944 και τέλειω­σε μέσα στο 1945.

[24]. Περ. «Νέα Γενιά», Αρ. φύλ­λου 56, 5 Σεπτέμ­βρη 1945, σ. 10–11.

[25]. Ο Νίκος Φατσέ­ας (1914–1990) γεν­νή­θη­κε στα Φατσά­δι­κα των Κυθή­ρων. Ήταν δρα­μα­τουρ­γός και στι­χουρ­γός. Συνερ­γά­στη­κε με σημα­ντι­κούς καλ­λι­τέ­χνες του Μεσο­πό­λε­μου, αλλά και της μετα­πο­λε­μι­κής περιό­δου, όπως οι: Μιχ. Σου­γιούλ, Νίκος Γού­να­ρης, Μίμης Πλέσ­σας, Γιώρ­γος Μου­ζά­κης, Γιώρ­γος Κατσα­ρός κ.ά., γρά­φο­ντας θαυ­μά­σιους στί­χους πολύ γνω­στών και δια­χρο­νι­κής αξί­ας τρα­γου­διών τους, όπως: «Γύρι­σε, σε περι­μέ­νω, γύρι­σε», «Για μας κελαη­δούν τα που­λιά», «Τίπο­τε άσχη­μο δεν έχεις», «Από­ψε τα μεσά­νυ­χτα» κ.ά.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο