Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τα Μαριακά

(Από­σπα­σμα από το βιβλίο της Λιλής Ζωγρά­φου «ΑΝΤΙ­ΓΝώ­ΣΗ Τα δεκα­νί­κια του καπιταλισμού»)

Επί τέσ­σε­ρις τόσους αιώ­νες, τους πρώ­τους, η Μαρία του Ιωσήφ, και ιστο­ρι­κό βεβαιω­μέ­νη μητέ­ρα του Ιησού, θα εξα­φα­νι­στεί σχε­δόν από το επί­ση­μο προ­σκή­νιο. Η ιστο­ρι­κή ύπαρ­ξη της Μαρί­ας κρί­θη­κε αρχι­κά ενο­χλη­τι­κή. Στα ευαγ­γέ­λια ανα­φέ­ρε­ται μόνο όπου αυτό κρί­νε­ται απα­ραί­τη­το. (Άσε που βγά­λε βγά­λε δε θά ‘μενε τελι­κά τίπο­τα). Και ο ίδιος ο Παύ­λος, φανα­τι­κός μισο­γύ­νης, δεν την ανα­φέ­ρει ούτε μια φορά στις Επι­στο­λές του. Η ταπει­νή κατα­γω­γή του Ιησού και το σκάν­δα­λο της γέν­νη­σης του δεν μπο­ρού­σαν να αμφι­σβη­τη­θούν, φυσι­κά, από κεί­νον ιδιαί­τε­ρα που ήταν συγκαι­ρι­νός του. (Πολ­λοί ερευ­νη­τές ισχυ­ρί­ζο­νται ότι έλα­βε μέρος στη σταύ­ρω­ση, αλλά τα ντο­κου­μέ­ντα τους δεν είναι πει­στι­κά, ακό­μη). Ο τρό­πος όμως που είχε αρχί­σει ο Παύ­λος να εμφα­νί­ζει το σήριαλ του Κυρί­ου, που απε­σταλ­μέ­νος από τον ουρά­νιο πατέ­ρα είχε ενσαρ­κω­θεί σε ταπει­νό άνθρω­πο για να σώσει τους αμαρ­τω­λούς, προ­ϋ­πέ­θε­τε πως σιγά σιγά θ’ άφη­νε να ξεχα­στούν μέσα στη σιω­πή όλα τα στοι­χεία της ιστο­ρι­κής ύπαρ­ξης του Ιησού, τα σχε­τι­κά με το οικο­γε­νεια­κό του περι­βάλ­λον. Αυτό που κυρί­ως ενδιέ­φε­ρε κεί­να τα χρό­νια ήταν ν’ απο­συν­δε­θεί όχι μονά­χα από την πλη­βεία κατα­γω­γή του, αλλά και από το εσσαι­ι­κό κίνη­μα που απλω­νό­τα­νε όλο και περισ­σό­τε­ρο απει­λη­τι­κό στην Παλαι­στί­νη. Το ηθι­κό πρό­βλη­μα της γέν­νη­σης δημιουρ­γεί στον Παύ­λο οπωσ­δή­πο­τε αμη­χα­νία, γι’ αυτό και το απο­φεύ­γει όπως ο διά­βο­λος το λιβά­νι. Θεω­ρεί την εκκλη­σία σαν δεύ­τε­ρη Εύα, σύζυ­γο και μητέ­ρα του νέου Αδάμ, ενω­μέ­νους σε σάρ­κα μία (Εφεσ., ε’, 22).

Και για νά ‘μαστε δίκαιοι, ο ευαγ­γε­λι­σμός, τα κρί­να κι όλα τα θεα­μα­τι­κά περί την Μαρία είναι κατα­σκευά­σμα­τα άλλων, μετα­γενέστερων του Παύλου.

Ως τον τέταρ­το αιώ­να, οι απο­λο­γη­τές του χρι­στια­νι­σμού είναι κάπως προ­σε­χτι­κοί, για­τί έχουν αντι­μέ­τω­πο τον ελλη­νι­κό ορθο­λο­γι­σμό και απο­φεύ­γουν με κάθε τρό­πο να δώσουν λαβή σε σαρ­κα­στι­κά σχό­λια. Στα αρχαιό­τε­ρα χρι­στια­νι­κά κεί­με­να του Didache, του Κλή­με­ντα της Ρώμης, του Αγί­ου Πολύ­καρ­που κ.ά., δε βρί­σκου­με καμιά ανα­φο­ρά σχε­τι­κά με τη Μαρία-Παρ­θέ­νο. Με εξαί­ρε­ση τις ελά­χι­στες νύξεις του Αγί­ου Ιγνα­τί­ου, του Αγί­ου Ιου­στί­νου και του μάρ­τυ­ρος Ειρηναίου.

Την αγνο­ούν και στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τόσο πολύ, ώστε κανείς δεν είναι σε θέση να δώσει την παρα­μι­κρή πλη­ρο­φο­ρία για το πώς έζη­σε και το πότε πέθανε.

Στο τέλος του 2ου αιώ­να, όμως, κάνει την εμφά­νι­ση του ο πρώ­τος μύθος. Το σώμα της Μαρί­ας, τη στιγ­μή του θανά­του της, μετα­φέρ­θη­κε πάνω σ’ ένα σύν­νε­φο στην Ιερου­σα­λήμ και κει, μπρο­στά στους απο­στό­λους, ήρθε πάλι ο αρχάγ­γε­λος Γαβρι­ήλ (είναι αυτός που της είχε φέρει και τον κρί­νο) πήρε την ψυχή της και την πήγε στον παρά­δει­σο. Όταν μετά οι από­στο­λοι θέλη­σαν να θάψουν το «θνη­τό» κορ­μί της Μαρί­ας σ’ έναν τάφο στην κοι­λά­δα του Γιο­σα­φάτ, εμφα­νί­ζε­ται πλέ­ον ο ίδιος ο Ιησούς, αυτο­προ­σώ­πως, κρα­τά­ει την ψυχή, που τού ‘φερε πίσω από τον παρά­δει­σο ο αρχάγ­γε­λος Μιχα­ήλ μ’ έναν άγγε­λο βοη­θό, και την ενώ­νει με το σώμα…

Ο Άγιος Επι­φά­νειος δια­ψεύ­δει απε­ρί­φρα­στα τον παρα­πά­νω μύθο, που απο­δι­δό­τα­νε στον Άγιο Μελί­τω­να των Σάρ­δε­ων: «Ψάξ­τε σε όλες τις Γρα­φές», γρά­φει, «δε θα βρεί­τε που­θε­νά το θάνα­το της Μαρί­ας. Ούτε αν πέθα­νε ούτε αν δεν πέθα­νε, ούτε αν θάφτη­κε ούτε αν δε θάφτη­κε· ουδείς γνω­ρί­ζει το τέλος της».

Επί έξι ολό­κλη­ρους αιώ­νες η άγνοια και η σιω­πή καλύ­πτουν το θάνα­το της.

 

(Το εικα­στι­κό: “Η Μάνα Πανα­γιά της Γυά­ρου”, πυρο­γρα­φία του Γιώρ­γου Φαρσακίδη)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο