Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το αφήσαμε για αύριο

Φωτογραφία: Ελπίδα Πουρναρά

Φωτο­γρα­φία: Ελπί­δα Πουρναρά

“…Έτσι, μ’ αυτήν την κωλο­ε­φεύ­ρε­ση που τη λένε ρολόι, σπρώ­χνου­με τις ώρες και τις μέρες σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος, για­τί δε ζού­με, κατά­λα­βες; Όλο κοι­τά­με το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ’ την αρχή. Χωρί­σα­με τη μέρα σε πτώ­μα­τα στιγ­μών, σε σκο­τω­μέ­νες ώρες που τις θάβου­με μέσα μας, μέσα στις σπη­λιές του είναι μας, στις σπη­λιές όπου γεν­νιέ­ται η ελευ­θε­ρία της επι­θυ­μί­ας, και τις μπα­ζώ­νου­με με όλων των ειδών τα σκα­τά και τα σκου­πί­δια που μας πασά­ρουν σαν “αξί­ες”, σαν “ανά­γκες”, σαν “ηθι­κή”, σαν “πολι­τι­σμό”. Κάνα­με το σώμα μας ένα απέ­ρα­ντο νεκρο­τα­φείο δολο­φο­νη­μέ­νων επι­θυ­μιών και προσ­δο­κιών, αφή­νου­με τα πιο σημα­ντι­κά τα πιο ουσια­στι­κά πράγ­μα­τα, όπως να παί­ξου­με και να κου­βε­ντιά­σου­με με τα παι­διά και τα ζώα, με τα λου­λού­δια και τα δέντρα, να παί­ξου­με και να χαρού­με μετα­ξύ μας, να κάνου­με έρω­τα, ν’ απο­λαύ­σου­με τη φύση, τις ομορ­φιές του ανθρώ­πι­νου χεριού και του πνεύ­μα­τος, να κατέ­βου­με τρυ­φε­ρά μέσα μας, να γνω­ρί­σου­με τον εαυ­τό μας και τον διπλα­νό μας… Όλα, όλα, Σαλο­νι­κιέ, τ’ αφή­νου­με γι’ αυτό το αύριο που δεν θα έρθει ποτέ… Μόνο όταν ο θάνα­τος χτυ­πή­σει κάποιο αγα­πη­μέ­νο μας πρό­σω­πο πονά­με, για­τί συνή­θως σκε­φτό­μα­στε πως θέλα­με να του πού­με τόσα σημα­ντι­κά πράγ­μα­τα, όπως πόσο τον αγα­πού­σα­με, πόσο σημα­ντι­κός ήταν για εμάς… Όμως το αφή­σα­με για αύριο… Για να πάμε πού; Αφού ανα­τέλ­λει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε που­θε­νά αλλού, παρά μόνο στο θάνα­το, και ‘μεις οι μαλά­κες, αντί να κλαί­με το δει­λι­νό που χάθη­κε άλλη μια μέρα απ’ τη ζωή μας, χαι­ρό­μα­στε. Ξέρεις για­τί; Για­τί η μέρα μας είναι φορ­τω­μέ­νη με οδύ­νη, αντί να είναι μια περι­πέ­τεια, μια σύγκρου­ση με τα όρια της ελευ­θε­ρί­ας μας…”

Από το “Χαμο­γέ­λα ρε, τι σου ζητά­νε;” του Χρό­νη Μίσ­σιου στο “Το αφή­σα­με για αύριο” του Εισβο­λέα, τα νοή­μα­τα παρα­μέ­νουν αναλ­λοί­ω­τα. Ο χρό­νος που τρέ­χει, η δίνη, η οδύ­νη, τα χαμό­γε­λα που λιγο­στεύ­ουν, η ομορ­φιά που χάνεται.

Επι­μέ­λεια: Ελπί­δα Πουρναρά

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο