Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Απολογία και διδαχή Οδυσσέα Ανδρούτσου – Δολοφονήθηκε σαν σήμερα 5 Ιουνίου 1825

Σαν σήμε­ρα 5 Ιου­νί­ου 1825 δολο­φο­νή­θη­κε μέσα στην Ακρό­πο­λη των Αθη­νών από το άλλο­τε πρω­το­πα­λί­κα­ρό του Γκού­ρα, ο αγω­νι­στής της Ελλη­νι­κής Επα­νά­στα­σης, Οδυσ­σέ­ας Ανδρούτσος.

Με αφορ­μή αυτή την επέ­τειο, ανα­δη­μο­σιεύ­ου­με από το περιο­δι­κό Πυρ­σός (2/1961 — Δίμη­νο εικο­νο­γρα­φη­μέ­νο εκπο­λι­τι­στι­κό μορ­φω­τι­κό περιο­δι­κό) το γράμ­μα του Οδυσ­σέα Ανδρού­τσου, με ημε­ρο­μη­νία 14 Φλε­βά­ρη του 1924, προς τον Μορα­ΐ­την Κοτζα­μπά­ση, Ανα­στά­σιο Λόντο (Ο Πυρ­σός το τοπο­θε­τεί το Γενά­ρη του 1824 αλλά κάνει λάθος).

Το γράμ­μα σκια­γρα­φεί με τρό­πο συγκλο­νι­στι­κό την προ­σω­πι­κό­τη­τα μιας από τις μεγα­λύ­τε­ρες προ­σω­πι­κό­τη­τες της Επα­νά­στα­σης του 1821.

Μαζί με το γράμ­μα ανα­δη­μο­σιεύ­ου­με και το εισα­γω­γι­κό κεί­με­νο του περιο­δι­κού «Πυρ­σός»:

Ο Οδυσ­σέ­ας Ανδρού­τσος ήταν μία από τις εξέ­χου­σες στρα­τιω­τι­κές φυσιο­γνω­μί­ες του Εικο­σιέ­να, που με τη μάχη της Γρα­βιάς στις 8 του Μάη του 18221 έσω­σε στα πρώ­τα της βήμα­τα την Επα­νά­στα­ση. Βγαλ­μέ­νος από το λαό και φλο­γε­ρός υπε­ρα­σπι­στής του, κυνη­γή­θη­κε από τους πολι­τι­κά­ντη­δες και τους κοτζα­μπά­ση­δες και τέλος απαγ­χο­νί­στη­κε με κρυ­φή δια­τα­γή της κυβέρ­νη­σής τους στον Πύρ­γο της Ακρό­πο­λης. Τον βάφτι­σαν κι αυτόν προ­δό­τη, όπως και τον Καραϊ­σκά­κη και τον Κολο­κο­τρώ­νη, όπως και σήμε­ρα οι από­γο­νοί τους βαφτί­ζουν τους αγω­νι­στές της Εθνι­κής Αντίστασης.

Ο Ανδρού­τσος υπε­ρα­σπί­στη­κε τη γνή­σια εθνι­κο­λαϊ­κή συνεί­δη­ση του Εικο­σιέ­να με τα δημο­κρα­τι­κά ανα­γεν­νη­τι­κά της αιτή­μα­τα, που την προ­δο­σία τους συμ­βο­λί­ζει και ο δικός του τρα­γι­κός θάνατος.

Τα γράμ­μα­τα του Ανδρού­τσου που σώζο­νται, στέ­κο­νται ανά­με­σα στα καλύ­τε­ρα κεί­με­να του Εικο­σιέ­να. Ένα απ’ αυτά, που το απευ­θύ­νει στον μεγα­λο­κο­τζα­μπά­ση Ανα­στά­σιο Λόντο στις 15 Γενά­ρη του 184 και που παρου­σιά­ζει τον Ανδρού­τσο τέτοιον όπως ήταν, παλι­κά­ρι και υπε­ρα­σπι­στή των δίκαιων του αγώ­να, δημο­σιεύ­ου­με παρακάτω.

Προς τον Μορα­ΐ­την Κοτζα­μπά­ση, Ανα­στά­σιο Λόντο

Εσύ έχεις πολ­λές δου­λειές και καθώς ακούω κατα­γί­νε­σαι ημέ­ρα και νύκτα. Δια τού­το δεν έπρε­πε να σε εμπο­δί­σω με τού­το το γράμ­μα, και μάλι­στα όπου μαζί σου δεν έχω αντα­πό­κρι­ση, όντας άλλη η δική μου δου­λειά και άλλη η δική σου. Μολο­ντού­το, επει­δή είδα εις ενός σου φίλου  γράμ­μα ν’ ανα­φέ­ρεις το όνο­μά μου, βια­σμέ­νος είμαι να σου κάνω πέντε έξι αρά­δες. Κι αν έχουν κανέ­να καλό μέσα, άκου­σέ το, ειδε­μή κάψε της.

Λέγεις του φίλου σου: Αν γρά­ψεις σ’ εκεί­νο το διά­βο­λο, τον Οδυσ­σέα, γρά­ψε του από μέρους μου να βγά­λει μερι­κούς δια­βό­λους από μέσα του. Του το λέγω μπέ­σα με μπέ­σα και τότε θέλει γίνει χρή­σι­μος εις την πατρί­δα, και θέλει λάβει αξί­ως το όνο­μα, το οποίο φέρει.-  Κύριε, καθώς λέτε σεις οι δια­βα­σμέ­νοι, δυο λογιώ διά­βο­λοι εμβαί­νουν μέσα εις τους ανθρώ­πους. Πρώ­της λογής, ως έλε­γε ο φιλό­σο­φος που απέ­θα­νε εδώ κάτου, είναι ο διά­βο­λος που κάθε καλός άνθρω­πος έχει μέσα του, ο διά­βο­λος που ορμη­νεύ­ει και δεί­χνει τον καλό δρό­μο και εμπο­δί­ζει το δαι­μο­νι­σμέ­νο από το να πρά­ξει το κακό.

Η θρη­σκεία μας μάς διδά­σκει να πιστεύ­ο­με ότι κατά θεία παρα­χώ­ρη­ση μπαί­νει πολ­λές φορές ο διά­βο­λος σ’ έναν άνθρω­πο και τον ορμη­νεύ­ει να κάνει όλα τα κακά, και αυτός είναι ο δεύ­τε­ρος διάβολος.

Τώρα εγώ είμαι σε απο­ρία, ποιος διά­βο­λος σε σένα κατοι­κεί, ο πρώ­το ή ο δεύ­τε­ρος; Όσο διά λόγου μου, να ξεύ­ρεις ότι αφή­νω εσέ­να να μου πεις ποιον από τους δυο δια­βό­λους έχω μέσα μου.

Ο καπε­τάν Λεω­νί­δας Ανδρού­τσος πατέ­ρας του Οδυσ­σέα — Θεόφιλος

Ο πατέ­ρας μου, εν και­ρώ Τουρ­κί­ας. εγύ­ρι­ζε μέσα εις τα βου­νά και εσκό­τω­νε Τούρ­κους. έτρε­χε εις τους κάμπους και εις τα όρη, και εθα­νά­τω­νε Τούρ­κους. ενυ­κτέ­ρευε εις τα δάση, εκρύ­πτα­το εις τα ποτά­μια, εσκό­τω­νε Τούρ­κους. όσες φορές ευρέ­θη εις τα βάθη της θάλασ­σας, Τούρ­κους έπνι­γε. Και εις ολι­γο­λο­γία, αφού ερή­μω­σε πολ­λές επαρ­χί­ες των τυράν­νων, ως αλη­θι­νός δαι­μο­νι­σμέ­νος υπέρ της Πατρί­δος, εμαρ­τύ­ρη­σε εις αυτή την καθέ­δρα του τυράν­νου μας. Τι λογής διά­βο­λο είχε μέσα του, του πρώ­του είδους, ή του δεύ­τε­ρου, εγώ δε μπο­ρώ να το απο­φα­σί­σω και στέ­κει σε σένα να το γνωρίσεις.

Εγώ δε, χωρίς προ­σω­πι­κώς να γνω­ρί­ζω από ποιο δαί­μο­να εσύ­ρε­τον ο πατέ­ρας μου, ήρχι­σα από παι­δί ορφα­νό να γυρεύω τα χνά­ρια του ίδιου του δια­βό­λου. Τον περισ­σό­τε­ρον και­ρόν της ζωή μου, που τον επέ­ρα­σα; Τον επέ­ρα­σα σκο­τώ­νο­ντας Τούρ­κους, κυνη­γώ­ντας τυράν­νους. Τον επέ­ρα­σα εις τα σπή­λαια και εις τα βου­νά. Τα καρ­τέ­ρια των δρό­μων, οι λόγκοι και τ’ άγρια θηρία είναι οι μάρ­τυ­ρες ότι δυσκό­λως έφευ­γεν ο Τούρ­κος από τα χέρια μου, αν εζύ­γω­νε καμ­μιά πενη­ντα­ριά οργυιαίς. Εγώ εσυ­να­να­στρε­φό­μουν με αυτούς τους τυράν­νους και ήμουν καλά πλη­ρω­μέ­νος, διά να σέβω­μαι τους ομο­γε­νείς των, αλλά κινού­με­νος από τον διά­βο­λόν μου, Τούρ­κους εσκό­τω­να. Οι κρη­μνοί, τα ποτά­μια, οι πάγοι, τα χιό­νια και τα δάση ήσαν τ’ αγα­πη­τά μου κατοι­κη­τή­ρια, το τουρ­κι­κό αίμα το προ­σφά­γι μου. Εση­κώ­θη η Επα­νά­στα­σις και ευθύς συρό­με­νος από τον διά­βο­λόν μου, ελά­τρευ­σα τους αρχη­γούς της, τη φωνή της άκου­σα στα φυλ­λο­κάρ­δια μου, εσε­βά­στη­κα την από­φα­σίν της και έτρε­ξα με όλους τους αρμα­το­λούς της Ελλά­δος να σκο­τώ­σω Τούρ­κους. Μολο­νό­τι εκέρ­δι­ζα εν και­ρώ Τουρ­κί­ας, ο διά­βο­λός μου μού αφή­ρε­σεν αυτήν την κλί­σιν, αφού εση­κώ­σα­μεν τ’ άρμα­τα. Και τι τα πολυ­λο­γώ; Τόσον με εφώ­τι­σεν ο διά­βο­λός μου, ώστε να γεμί­σω ψεί­ραις, να λιμά­ξω ψωμί, να κεί­το­μαι εις τα νερά, εις τα χιό­νια και εις τη λάσπην, να δοκι­μά­ζω κάθε στρα­τιω­τι­κήν αχα­ρι­στί­αν, να πίνω φαρ­μά­κια από εχθρούς και φίλους, να κυνη­γώ­μαι ως κατά­δι­κος από αυτούς τους συγ­γε­νείς και φίλους της δικαιο­σύ­νης, να επι­θυ­μώ συνε­λεύ­σεις εθνι­κάς, να αγα­πώ δικαί­ους διοι­κη­τάς, να είμαι λάτρης των ενα­ρέ­των και φίλος των σοφών, να διψώ την αυτο­νο­μί­αν και ανε­ξαρ­τη­σί­αν της Ελλά­δος, επι­θυ­μώ­ντας μόνον και μόνον Ελλη­νες να διοι­κούν και να βασι­λεύ­ουν εις τους Ελλη­νας. Εκ τού­των όλον, δάσκα­λε, ημπο­ρείς να συμπε­ρά­νεις ποιος διά­βο­λος ευρί­σκε­ται μέσα μου.

Είναι ο διά­βο­λος εκεί­νος, όπου έκα­με το Σωκρά­τη να πιει το φαρ­μά­κι δια τας ειλι­κρι­νείς εις την πατρί­δα του εκδου­λεύ­σεις ή πάλι είναι ο δαί­μο­νας, όστις έκα­με τους ομο­γε­νείς να παρα­δώ­σουν την πατρί­δα εις τους Μακε­δό­νας, εις τους Ρωμαί­ους και έπει­τα εις τους Τούρ­κους! Εγώ για λόγου μου νομί­ζω, ότι εσύ έχεις μέσα σου το διά­βο­λο όπου είχε και μέσα του και ο Σωκρά­της, που ξέρεις γράμ­μα­τα και δια­βά­ζεις τον Ξενο­φώ­ντα και τον Πλά­τω­να. Είσαι νέος έως 22 χρο­νώ, και μολο­ντού­το είσαι βου­λευ­τής. Χαί­ρε­σαι υπό­λη­ψη, μολο­νό­τι λες πως και χωρίς ομό­νοια δύνα­ται η πατρίς να κυβερ­νη­θεί, με τα γράμ­μα­τα και τον Ξενο­φώ­ντα στο χέρι. Σχί­ζεις τη διοί­κη­ση του Έθνους, δια­φε­ντεύ­εις τους συγ­γε­νείς σου, όπου κατα­κρα­τούν τα εθνι­κά εισο­δή­μα­τα, σπεί­ρεις ζιζά­νια εις Μοριά και Ρού­με­λη, ανε­βά­ζεις και κατε­βά­ζεις από τα αξιώ­μα­τα όποιο θέλεις.

Τέλος πάντων, δίνεις καλό παρά­δειγ­μα εις την επαρ­χία σου, της χρη­στοη­θεί­ας, της εγκρα­τεί­ας, της αφι­λο­κερ­δεί­ας, της δικαιο­σύ­νης. Ερμη­νεύ­εις τους συγ­γε­νείς σου, ως μαθη­τής του Σωκρά­τους, να μην αδι­κούν εις τη ζωή, εις την τιμή, εις την ιδιο­κτη­σία όλους τους συνε­παρ­χιώ­τας των. Εις ολί­γα λόγια, ερευ­νώ­ντας και εγώ από το μέρος μου τίνες οι πρά­ξεις του πατρός σου και οι ανδρα­γα­θί­αι του αδελ­φού σου, το φέρ­σι­μο των πρου­χό­ντων συγ­γε­νών σου, ενθυ­μού­με­νος τη διά­λυ­ση της εθνι­κής Συνέ­λευ­σης εξ αιτί­ας σου, την προ­σκόλ­λη­σή σου εις ξένη Αυλή και όχι εις την απε­λευ­θέ­ρω­ση της Ελλά­δος, συμπε­ραί­νει, δάσκα­λε, μπέ­σα με μπέ­σα, ότι εσύ έχεις μέσα σου το δαί­μο­να του Σωκράτους.

Κοί­τα­ξε όμως καλά, ότι κάθε Έλλη­νας έχει μέσα του δώδε­κα λεγε­ώ­νας δια­βό­λων. Και επά­ρε τα μέτρα σου, διό­τι, ως λέγει η παροι­μία, ένας διά­βο­λος σκο­τώ­νει τον άλλο. Κοί­τα­ξε καλά, διό­τι ή κοντεύ­ει να χαθεί η πατρίς ή θα πέσει εις κανέ­να χει­ρό­τε­ρο ζυγό από εκεί­νο, όπου βαστού­σαν οι πατέ­ρες μας.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο