Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η κοινωνιολογία των πολιτικών οργανώσεων της Αριστεράς

Γρά­φει ο Θανά­σης Αλε­ξί­ου //
Καθη­γη­τής Κοινωνιολογίας/Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Σε αυτό το άρθρο θα εξε­τά­σου­με την ταξι­κή βάση («ταξι­κό­τη­τα») και την οργα­νω­τι­κή δομή των πολι­τι­κών οργα­νώ­σε­ων της Αρι­στε­ράς, καθώς   από αυτούς τους παρά­γο­ντες εξαρ­τά­ται η αξιο­πι­στία του προ­γραμ­μα­τι­κού τους λόγου (αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κού, αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κού, αντι­φα­σι­στι­κού κ.ο.κ.). Επο­μέ­νως θα γνω­ρί­ζου­με, αφή­νο­ντας στην άκρη τις εξαγ­γε­λί­ες, τι αυτές μπο­ρούν να κάνουν, μέχρι που μπο­ρούν να φτά­σουν. Ο ταξι­κός χαρα­κτή­ρας μιας πολι­τι­κής οργά­νω­σης ελέγ­χε­ται κοι­νω­νιο­λο­γι­κά, αν πλη­ρού­νται δύο βασι­κοί όροι. Ο ένας έχει να κάνει με την κοι­νω­νι­κή βάση αυτών των οργα­νώ­σε­ων (ταξι­κές θέσεις των μελών τους), και ο δεύ­τε­ρος, αν αυτές έχουν αυτο­νο­μη­θεί από άτο­μα, παρέ­ες και πρα­κτι­κές, συγκρο­τώ­ντας μια «δομή», ώστε ο προ­γραμ­μα­τι­κός τους λόγος να εμφα­νί­ζε­ται ενιαί­ος, και να μην αλλά­ζει ανά­λο­γα με τα άτο­μα, τον εργα­σια­κό χώρο, τη γεω­γρα­φι­κή περιο­χή κ.ο.κ. Ο δεύ­τε­ρος λόγος είναι εξί­σου σημα­ντι­κός, καθώς η εκπρο­σώ­πη­ση ταξι­κών συνι­στά κοι­νω­νι­κή σχέ­ση και όχι προ­σω­πι­κή σχέ­ση. Στις προ­θέ­σεις μας είναι να περι­γρά­ψου­με το πρό­βλη­μα και να δια­τυ­πώ­σου­με κάποια ερευ­νη­τι­κά ερω­τή­μα­τα ώστε στη συνέ­χεια αυτά να υπο­στη­ρι­χτούν  και εμπειρικά.

Ο πρώ­τος όρος πλη­ρεί­ται σε ένα βαθ­μό, αν μια πολι­τι­κή οργά­νω­ση δια­θέ­τει ικα­νο­ποι­η­τι­κά και αντι­προ­σω­πευ­τι­κά ερεί­σμα­τα στους χώρους δου­λειάς, στα εργο­τά­ξια, στη πόλη, στο χωριό κ.α. Εκεί που παρά­γε­ται ο κοι­νω­νι­κός πλού­τος και γίνε­ται αντι­κεί­με­νο ιδιο­ποί­η­σης. Εδώ λαμ­βά­νουν χώρα οι διερ­γα­σί­ες (τρι­βές, ζυμώ­σεις, δρά­σεις) που φέρ­νουν τις ταξι­κές θέσεις κοντά στην ταξι­κή συνεί­δη­ση (ταξι­κή πάλη) δημιουρ­γώ­ντας τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις για την πολι­τι­κή οργά­νω­ση της εργα­τι­κής τάξης. Η σύγκλη­ση ταξι­κής θέσης και ταξι­κής συνεί­δη­σης είναι το πλέ­ον καθο­ρι­στι­κό στοι­χείο για να προσ­διο­ρί­σου­με τον ταξι­κό χαρα­κτή­ρα μιας πολι­τι­κής οργά­νω­σης, για­τί αλλιώς ο καθένας/μία μπο­ρεί να ισχυ­ρί­ζε­ται ότι κάνει «ταξι­κό», «αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κό» αγώ­να, πόσο μάλ­λον, όταν πολ­λοί, απο­συν­δέ­ο­ντας την ταξι­κή συνεί­δη­ση από την ταξι­κή θέση (Αλτου­σέρ, Που­λαν­τζάς κ.ά.), δια­τεί­νο­νται πως οι κοι­νω­νι­κές τάξεις υπάρ­χουν μόνο μέσα στην πάλη των τάξε­ων. Έτσι, εφό­σον η «πάλη των τάξε­ων» δεν είναι «απο­τέ­λε­σμα των κοι­νω­νι­κών τάξε­ων» (Αλτου­σέρ, Θέσεις, 1999, σ. 65)», δηλα­δή, όσον αφο­ρά στο θέμα μας,  παρά­γω­γο της σύγκλη­σης ταξι­κών θέσε­ων (εργα­τι­κών) και ταξι­κής συνεί­δη­σης, οι διά­φο­ρες πολι­τι­κές οργα­νώ­σεις της Αρι­στε­ράς, μπο­ρούν να δια­τεί­νο­νται, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας μια αντι­κα­πι­τα­λι­στή φρα­σε­ο­λο­γία, πως εκφρά­ζουν πολι­τι­κά την εργα­τι­κή τάξη. Και αυτό, παρό­λο που η κοι­νω­νι­κή τους βάση απο­τε­λεί­ται κυρί­ως από μικρο­α­στι­κά και μεσο­α­στι­κά στρώ­μα­τα. Όπως αντι­λαμ­βά­νε­ται ο καθένας/μία, οι θέσεις αυτές που εγγρά­φο­νται πρω­τί­στως στο «δομο­μαρ­ξι­σμό» (Αλτου­σέρ, Που­λαν­τζάς, Μπα­λι­μπάρ κ.ά.), καθι­στούν περιτ­τή την πολι­τι­κή οργά­νω­ση της εργα­τι­κής τάξης, αφή­νο­ντας ουσια­στι­κά την εργα­τι­κή τάξη στην πολι­τι­κή κηδε­μο­νία των μεσαί­ων στρω­μά­των. Έτσι η κινη­μα­τι­κή (δια­τα­ξι­κή) δρά­ση αυτών των στρω­μά­των, ‑από τη στιγ­μή που η εργα­τι­κή τάξη είναι ακέ­φα­λη, χωρίς πολι­τι­κή οργάνωση‑, μπο­ρεί να προ­βάλ­λε­ται ως  αντι­προ­σω­πευ­τι­κή και για τους εργάτες/τριες.

Ας έρθου­με στο δεύ­τε­ρο όρο, αν δηλα­δή η πολι­τι­κή οργά­νω­ση έχει αυτο­νο­μη­θεί από τα άτο­μα, τις παρέ­ες, τις πρα­κτι­κές τους κ.ο.κ., ώστε να είναι αξιό­πι­στη και να μην αλλά­ζει κατά το δοκούν. Όπως ορθά επι­ση­μαί­νει ένας βεμπε­ρια­νός στο­χα­στής, ο P. Bourdieu, τα μέλη των υπο­τε­λών τάξε­ων έχουν ανά­γκη, σε αντί­θε­ση με την κυρί­αρ­χη (αστι­κή) τάξη που έχει πόρους και μέσα (ομά­δες πίε­σης, αστι­κά κόμ­μα­τα, ιδε­ο­λο­γι­κούς μηχα­νι­σμούς κ.ά.), αλλά και το κρά­τος,  μόνι­μες πολι­τι­κές οργα­νώ­σεις («δομή») που θα προ­σφέ­ρουν στα μέλη τους ένα πρό­γραμ­μα σκέ­ψης και κατ’ επέ­κτα­ση ένα πλαί­σιο δρά­σης. Αυτή η «δομή» (Κόμ­μα, πολι­τι­κή  οργά­νω­ση κ.λπ.)  θα δια­σφα­λί­ζει πολι­τι­κά τη συνέ­χεια της εργα­τι­κής τάξης, ώστε τα μέλη της να μην ξανα­πέ­σουν στο δια­κε­κομ­μέ­νο της εξα­το­μι­κευ­μέ­νης ύπαρ­ξης (ανα­δί­πλω­ση στην ιδιω­τι­κή ζωή, ανα­ζή­τη­ση ατο­μι­κών οδών σωτη­ρί­ας κ.λπ.) (Μπουρ­ντιέ, Μικρόκοσμοι,1992:126–28).

Με βάση αυτούς τους δύο όρους, μπο­ρεί να ελεγ­χθεί ποιες πολι­τι­κές οργα­νώ­σεις της Αρι­στε­ράς μπο­ρούν να δια­σφα­λί­σουν τη συνέ­χεια της εργα­τι­κής τάξης; Ιδιαί­τε­ρη σημα­σία έχει επί­σης να ελεγ­χθεί ποια πολι­τι­κή οργά­νω­ση δια­σφα­λί­ζει, όχι μόνο την πολι­τι­κή αλλά και την ιστο­ρι­κο-βιω­μα­τι­κή συνέ­χεια της ελλη­νι­κής εργα­τι­κή τάξης, όπως ανα­πα­ρί­στα­ται στη συλ­λο­γι­κή μνή­μη. Η τελευ­ταία συνι­στά συμ­βο­λι­κό, πολι­τι­σμι­κό  και οργα­νω­σια­κό πόρο (μετα­φο­ρά γνώ­σης, οργα­νω­τι­κών πρα­κτι­κών, κουλ­τού­ρας κ.λπ.). Με αυτή την έννοια η «δομή» έχει μνή­μη που συμ­βάλ­λει, όπως συμ­βαί­νει με την περί­πτω­ση του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος Ελλά­δας (ΚΚΕ), στον ταξι­κό αυτο­προσ­διο­ρι­σμό της ελλη­νι­κής εργα­τι­κής τάξης αλλά και στον κοι­νω­νι­κό αυτο­προσ­διο­ρι­σμό της ελλη­νι­κής κοι­νω­νί­ας, αφού η ιστο­ρία του είναι συνυ­φα­σμέ­νη, τον τελευ­ταίο αιώ­να, με την ιστο­ρία της χώρας (Μεσο­πό­λε­μος, Αντί­στα­ση, Εμφύ­λιος Πόλε­μος, Δικτα­το­ρία 21ης Απρι­λί­ου, Μετα­πο­λί­τευ­ση κ.ο.κ.).

Άλλο ένα σημα­ντι­κό στοι­χείο που οφεί­λει να χαρα­κτη­ρί­ζει μια πολι­τι­κή οργά­νω­ση της Αρι­στε­ράς, είναι αν αυτή μπο­ρεί να συν­δέ­σει πολι­τι­κά-οργα­νω­τι­κά τον ταξι­κό παρά­γο­ντα με το λαϊ­κό παρά­γο­ντα. Αν δύνα­ται να προ­σε­ται­ρι­στεί προς όφε­λος μιας κοι­νω­νι­κής συμ­μα­χί­ας με την εργα­τι­κή τάξη τα μικρο­α­στι­κά στρώ­μα­τα στην απλή εμπο­ρευ­μα­τι­κή παρα­γω­γή (αγρό­τες, έμπο­ροι, βιο­τέ­χνες κ.ά.). Μόνο έτσι θα ανα­κο­πεί, η  «δομι­κή»  επιρ­ρέ­πεια αυτών των στρω­μά­των, ‑εξαι­τί­ας της αμφί­ση­μης ταξι­κής τους θέσης και του φόβου για προλεταριοποίηση‑, όπως κατα­δεί­χτη­κε ιστο­ρι­κά (βλ. Ύστε­ρη Δημο­κρα­τία της Βαϊ­μά­ρης), προς την ακρο­δε­ξιά και το φασι­σμό. Εξί­σου σημα­ντι­κό για την πολι­τι­κή οργά­νω­ση της εργα­τι­κής τάξης, αν όχι το σημα­ντι­κό­τε­ρο, το πλέ­ον κρί­σι­μο, για κοι­νω­νί­ες με καπι­τα­λι­στι­κή ταξι­κή διάρ­θρω­ση, είναι η σύμπη­ξη της κοι­νω­νι­κής συμ­μα­χί­ας με τα μεσαία στρώ­μα­τα που φέρουν λει­τουρ­γί­ες του ανα­βαθ­μι­σμέ­νου «συλ­λο­γι­κού εργά­τη». Αυτά, ως δια­τα­ξι­κό μόρ­φω­μα, εκφρά­ζουν, τόσο ταξι­κές κατα­στά­σεις της μισθω­τής εργα­σί­ας, όσο και λει­τουρ­γί­ες του κεφα­λαί­ου (εποπτική/ελεγκτική εργα­σία κ.λπ.).

Με βάση τους δύο όρους που θέσα­με παρα­πά­νω (ταξι­κή  βάση, αυτο­νό­μη­ση της πολι­τι­κής οργά­νω­σης από πρό­σω­πα και πρα­κτι­κές κ.ά.), μόνο το ΚΚΕ πλη­ροί, όσον αφο­ρά στην ελλη­νι­κή κοι­νω­νία,  σε σημα­ντι­κό βαθ­μό αυτούς, ενώ δια­σφα­λί­ζει επί­σης, ως «δομή», την πολι­τι­κή και ιστο­ρι­κο-βιω­μα­τι­κή συνέ­χεια της ελλη­νι­κής εργα­τι­κή τάξης. Οι άλλες οργα­νώ­σεις της Αρι­στε­ράς, έχουν περισ­σό­τε­ρο μια δια­τα­ξι­κή κοι­νω­νι­κή βάση (μικρο­α­στι­κά, μεσαία στρώ­μα­τα, ελεύ­θε­ροι επαγ­γελ­μα­τί­ες κ.λπ.) ενώ ως οργα­νώ­σεις είναι «αυτο­α­να­φο­ρι­κές». Δια­κρί­νο­νται δηλα­δή για τον άτυ­πο χαρα­κτή­ρα τους, προ­έ­κτα­ση γενε­α­κών-βιω­μα­τι­κών κύκλων. Η  κατα­νο­μή ρόλων και λει­τουρ­γειών εξαρ­τά­ται σε μεγά­λο βαθ­μό από τα πρό­σω­πα και τις πρα­κτι­κές τους, τον τόπο, το χώρο εργα­σί­ας κ.λπ. Σε μεγά­λο βαθ­μό αυτή η άτυ­πη οργα­νω­τι­κή δομή χαρα­κτη­ρί­ζει και τον ΣΥΡΙΖΑ (βλ. συνι­στώ­σες, «πολι­τι­κές παρέ­ες»  κ.λπ.) και είναι ένας από τους λόγους που αυτός γρή­γο­ρα μετα­τρά­πη­κε  σε αρχη­γι­κό κόμ­μα. Το γεγο­νός αυτό δίνει μια πλου­ρα­λι­στι­κή διά­στα­ση στο προ­γραμ­μα­τι­κό τους λόγο. Ακρι­βώς γι’ αυτό τα μέλη τους δύνα­ται να ανα­πτύσ­σουν μια «αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή», ακό­μη και «εξε­γερ­σια­κή» φρα­σε­ο­λο­γία, χωρίς «δογ­μα­τι­σμούς», ενώ είναι ανοι­χτά σε «νεω­τε­ρι­στι­κούς» τρό­πους ζωής. Με αυτή την έννοια δια­σκε­δά­ζο­νται και οι κατη­γο­ρί­ες απέ­να­ντι σε ένα κόμ­μα (με τυπι­κή δομή), για «μονο­λι­θι­κό­τη­τα», «δογ­μα­τι­σμό» και «ελεγ­κτι­κή διά­θε­ση», καθώς αυτά τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά, είναι δομι­κά (τυπι­κά), προ­έρ­χο­νται από την ίδια τη φύση της πολι­τι­κής οργά­νω­σης. Εξάλ­λου εδώ τα άτο­μα δεν συμ­με­τέ­χουν ως πρό­σω­πα αλλά ως μέλη και γίνο­νται φορείς λει­τουρ­γιών της οργά­νω­σης (βλ. και Μου­ζέ­λης, Οργά­νω­ση & Γρα­φειο­κρα­τία, 1991:16–17).

Σε αρκε­τές πολι­τι­κές οργα­νώ­σεις της Αρι­στε­ράς, δια­φαί­νε­ται επί­σης, όπως δεί­ξα­με στην αρχή,  μια απο­σύν­δε­ση της κοι­νω­νι­κής συνεί­δη­σης από τις ταξι­κές θέσεις των μελών τους. Ενώ τα μέλη τους είναι εκπαι­δευ­τι­κοί, πανε­πι­στη­μια­κοί, ελεύ­θε­ροι επαγ­γελ­μα­τί­ες κ.ά. αυτές υιο­θε­τούν έναν «εργα­τί­στι­κο» και «ριζο­σπα­στι­κό» λόγο. Ενδε­χο­μέ­νως εθνο­γρα­φι­κές έρευ­νες, από τη στιγ­μή που τα πρό­σω­πα προσ­διο­ρί­ζουν σε σημα­ντι­κό βαθ­μό την οργά­νω­ση, θα μπο­ρού­σαν να κατα­δεί­ξουν, «πηγαί­νο­ντας» στα υπο­κεί­με­να,  με μεγα­λύ­τε­ρη σαφή­νεια το περιε­χό­με­νο αυτού του λόγου. Από την άλλη, το γεγο­νός ότι η κοι­νω­νι­κή βάση αυτών των οργα­νώ­σε­ων συγκρο­τεί­ται κυρί­ως από μικρο­α­στι­κά και μεσαία στρώ­μα­τα σε συνάρ­τη­ση με την αντί­λη­ψή τους για την πολι­τι­κή δρά­ση (πρω­τί­στως ως πολί­τες και δευ­τε­ρευό­ντως ως ταξι­κά υπο­κεί­με­να), προσ­δί­δει στην κοι­νω­νι­κή δρά­ση ένα δια­τα­ξι­κό (κινη­μα­τι­κό) χαρα­κτή­ρα ενώ ευνο­εί  τον πολι­τι­κό βολο­ντα­ρι­σμό. Ως γνω­στό οι πολί­τες συνι­στούν ένα δια­τα­ξι­κό μόρ­φω­μα, για­τί σε αυτό ανή­κουν οι εργά­τες, τα μεσαία στρώ­μα­τα, τα αστι­κά στρώ­μα­τα, οι αγρό­τες κ.ο.κ. Έτσι η σφαί­ρα της πολι­τι­κής εξου­σί­ας αυτο­νο­μεί­ται από το οικο­νο­μι­κό-ταξι­κό στοι­χείο, δημιουρ­γώ­ντας την ψευ­δαί­σθη­ση πως αρκεί η πολι­τι­κή (εκλο­γι­κή) δρά­ση. Ωστό­σο η άνο­δος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξου­σία και η συνέ­χι­ση της ίδιας οικο­νο­μι­κής (ταξι­κής) πολι­τι­κής με ένα μάλι­στα επα­χθέ­στε­ρο μνη­μό­νιο, ‑παρά την κάθε­τη αντί­θε­ση του εκλο­γι­κού σώμα­τος (βλ. Δημο­ψή­φι­σμα 2015)-, κατα­δει­κνύ­ει το πεπε­ρα­σμέ­νο του πολι­τι­κού στοιχείου.

Ακρι­βώς λόγω της κοι­νω­νι­κής τους βάσης, αλλά και λόγω της ταύ­τι­σης των μελών αυτών των οργα­νώ­σε­ων με την ιδιό­τη­τα του πολί­τη αυτές οι οργα­νώ­σεις προ­σλαμ­βά­νουν ακό­μη και σήμε­ρα τον και­ρο­σκο­πι­σμό και τις ανα­κο­λου­θί­ες του ΣΥΡΙΖΑ (κατάρ­γη­ση μνη­μο­νί­ων, αύξη­ση μισθών κ.λπ.) σαν να πρό­κει­ται για προ­σω­πι­κές σχέ­σεις. Δηλα­δή με βολο­ντα­ρι­στι­κούς και ηθι­κι­στι­κούς όρους («λεί­πει η πολι­τι­κή βού­λη­ση», «αθέ­τη­ση υπο­σχέ­σε­ων», «Ο Τσί­πρας έγι­νε που­λέν του αστι­κού πολι­τι­κού συστή­μα­τος»  κ.λπ.). Σύμ­φω­να λοι­πόν με την κοι­νω­νι­κή βάση αυτών των πολι­τι­κών οργα­νώ­σε­ων, τις ταξι­κές θέσεις και την εργα­σια­κή κατά­στα­ση των μελών τους (ημι-αυτό­νο­μα εργα­σια­κά περι­βάλ­λο­ντα, θέσεις κύρους, πολι­τι­σμι­κό κεφά­λαιο κ.λπ.), όπως έχει δεί­ξει επί­σης ο D. Geary (Το Ευρω­παϊ­κό εργα­τι­κό Κίνη­μα, 1988), ‑ερμη­νεύ­ο­ντας τη διά­σπα­ση του εργα­τι­κού κινή­μα­τος σε σοσιαλ­δη­μο­κρά­τες και κομμουνιστές‑,  οι ετι­κέ­τες ρεφορ­μι­σμός, οπορ­του­νι­σμός κ.λπ. δεν είναι κενές περιε­χο­μέ­νου. Αυτές θέλουν να υπο­δεί­ξουν πως οι πολι­τι­κές οργα­νώ­σεις της Αρι­στε­ράς (μέρος της οποί­ας είναι και ο ΣΥΡΙΖΑ) μετα­θέ­τουν το ζήτη­μα, εξαι­τί­ας της κοι­νω­νι­κής τους βάσης (μικρο­α­στι­κά και μεσαία στρώ­μα­τα), από την προ­γραμ­μα­τι­κή της κατάρ­γη­σης των εκμε­ταλ­λευ­τι­κών σχέ­σε­ων και την κοι­νω­νι­κή χει­ρα­φέ­τη­ση  στις «ριζο­σπα­στι­κές» μεταρ­ρυθ­μί­σεις (ρεφορ­μι­σμός).

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο