Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Άγιος Αντώνιος της ερήμου

Απ’ ό,τι φαί­νε­ται πρό­κει­ται για ιστο­ρι­κό πρό­σω­πο, αλλά μ’ αυτούς (τους χρι­στια­νο­συγ­γρα­φείς) δεν βρί­σκεις κι άκρη. Κατα­γό­ταν από το χωριό Κόμα από πλού­σιους, αλλά «χτυ­πη­μέ­νους» γονείς, που δεν τον σπού­δα­σαν για να μην τους χαλά­σει ως χρι­στια­νός. Έτσι ο Αντώ­νης έμει­νε ξύλο απε­λέ­κη­το. Πράγ­μα που δεν τον ενο­χλού­σε, όπως δεν ενο­χλεί (πέραν ημών) και πολ­λά εκα­τομ­μύ­ρια που κυκλο­φο­ρούν σήμερα.

Ο Αντώ­νης ήταν ζαβός και θεό­μουρ­λος (ψυχω­τι­κός). Όταν πέθα­ναν οι γονείς του έμει­νε με μεγά­λη περιου­σία και μια αδερ­φή παρ­θέ­να. Πάνω εκεί νόμι­σε πως του είπε το θεό­που­λο (γνω­στός και ως Χρι­στός ή Ιησούς) να χαρί­σει την περιου­σία του (στην εκκλη­σία) και να στρου­γκά­ρει την παρ­θέ­να σε ίδρυ­μα με άλλες παρ­θέ­νες όπου «επε­δί­δο­ντο σε έργα αγά­πης», όπερ και έκα­νε και τρά­βη­ξε για ένα ερη­μη­τή­ριο. Εκεί βρή­κε ένα μουρ­λό­γε­ρο που τον έμα­θε να προ­σεύ­χε­ται και να τρώ­ει ξερό ψωμί (ένα κομ­μά­τι κάθε μερι­κές μέρες).

Για κάποιο λόγο που δεν έχει κατα­στεί σαφής ως τις μέρες μας τον έβα­λε στο σημά­δι ο διά­βο­λος. Εν τω μετα­ξύ ο Αντώ­νης είχε προ­ο­δεύ­σει πολύ στην αγιο­σύ­νη και κατά­φε­ρε να μην τρώ­ει ούτε το ξερό κομ­μά­τι ψωμί. Θέλεις απ’ την πεί­να, την ζουρ­λα­μά­ρα του, ο Διά­βο­λος τον είχε από κοντά. Τι μ@λ@κ@ τον είπε που χάρι­σε την περιου­σία του, τι για την αδερ­φή του την παρ­θέ­να, βρά­χος ο Αντώ­νης. Διά­βο­λος όμως ο διά­βο­λος, του ‘φερε μπρο­στά του γυμνές όλες τις καλ­λο­νές της επο­χής. Ντου­βά­ρι ο Αντώ­νης. Τις έβα­λε να θωπεύ­ο­νται μετα­ξύ τους. Άγιος, ο άγιος. Παρα­τά­ει σύξυ­λο τον διά­βο­λο και χώνε­ται σ’ έναν ευρύ­χω­ρο… τάφο. Τα «παίρ­νει» ο διά­βο­λος και του στέλ­νει φίδια, σκορ­πιούς, λύκους, τίγρεις, δαί­μο­νες. Τον δαγκώ­νουν, τον ξεσκί­ζουν, τίπο­τα αυτός. Άλλα θηρία, άλλα ερπε­τά, άλλα αρθρό­πο­δα. Πάνω που πάει να του δώσει κου­του­λιά αυτο­προ­σώ­πως ο διά­βο­λος, να σου μια αχτί­δα φωτός (θεϊ­κού) στον τάφο.

  • Που ήσου­να γλυ­κύ­τα­τε θεέ μου και μου χει σπά­σει τα… θου κύριε, αυτός εδώ;
  • Εδώ ήμουν Αντώ­νιε και σε παρα­κο­λου­θού­σα αοράτως.

Σας τα γρά­φω κι ανα­τρι­χιά­ζω. Ο διά­ο­λος να ‘χει σκά­σει στα γέλια.

Εν τω μετα­ξύ, ο Αντώ­νης πιά­στη­κε απ’ την υγρα­σία του τάφου και τρά­βη­ξε για την έρη­μο. Στο δρό­μο ο διά­βο­λος του έρι­ξε έναν αση­μέ­νιο δίσκο. Γάτα ο Αντώ­νης, το πια­σε το υπο­νο­ού­με­νο (τι στο διά­ο­λο ήθε­λε ο δίσκος στην έρη­μη έρη­μο;) και αναφώνησε:

  • Πόθεν δίσκος εν τη ερήμω;
  • Βρε αϊ στο διά­ο­λο, ακού­στη­κε ο Διά­βο­λος και του ρίχνει μπρο­στά του άφθο­νο χρυσάφι.

Εδώ υπάρ­χει και η άπο­ψη πως το χρυ­σά­φι το ‘ριξε ο Γιαχ­βέ για να κάνει ρελάνς στο διάβολο.

Με τα πολ­λά έμει­νε είκο­σι χρό­νια στην έρη­μο ο Αντώ­νης. Τον επι­σκέ­πτο­νταν διά­φο­ροι, άκου­γαν τις φωνές των δαι­μό­νων καθώς μαλ­λιο­τρα­βιό­ταν μαζί τους και τα χρειάζονταν.

Μετά από ένα μικρό διά­λειμ­μα στην Αλε­ξάν­δρεια, ξανά στην έρη­μο ο άγιος. Πήρε και δυο καρ­βέ­λια ψωμί (ξερό). Το πήραν μυρω­διά όμως οι περί­ερ­γοι κι έτρε­χαν στην έρη­μο. Του κου­βα­λού­σαν και καμιά φραν­τζό­λα που απ’ τον δρό­μο είχε ξερα­θεί. Είδε κι απο­εί­δε ο Αντώ­νης κι είπε να μην τους ταλαι­πω­ρεί κι άρχι­σε να καλ­λιερ­γεί. Πήραν χαμπά­ρι τα άγρια ζώα (της ερή­μου) το μπο­στά­νι κι ερχό­ντου­σαν για το σαλα­τι­κό τους. Κάτι τους είπε για τον θεό του ο άγιος κι εκεί­να εξαφανίστηκαν.

Ένα βρά­δυ του έστει­λε ο διά­βο­λος όλα τα λιο­ντά­ρια της ερή­μου, αλλά ο Αντώ­νης τα κατα­τρό­πω­σε κι από τότε η έρη­μος δεν έχει λιοντάρια.
Τον καλού­σαν σε διά­φο­ρα μέρη να δίνει δια­λέ­ξεις υπέρ θεού. Συγκε­κρι­μέ­να τους έλεγε:
«Φυλάτ­τε­σθε, ἔλε­γε, ἀπό ρυπα­ρούς λογι­σμούς καί σαρ­κι­κᾶς ἠδο­νᾶς. Μή ἀπα­τά­σθε χορ­τα­σία κοι­λί­ας, φεύ­γε­τε τήν κενο­δο­ξί­αν καί συνε­χῶς προσεύχεσθε».

Τι ήταν να το λέει; Μονο­μιάς πίστευαν οι άπι­στοι κι ανα­τρί­χια­ζαν οι πιστοί. Σε μια περιο­δεία βρή­κε και την αδερ­φή του, γραία πια και ηγου­μέ­νη σε μονα­στή­ρι, αλλά εξ ίσου παρθένα.

Το 338 μ.X. τον καλούν ως τρα­μπού­κο στην Αλε­ξάν­δρεια ενα­ντί­ον των Αρεια­νών. Αφού καθά­ρι­σαν με τους Αρεια­νούς καθα­ρί­ζο­ντάς τους, έσω­σε τον έναν από δύο μονα­χούς που είχαν κορα­κιά­σει μερι­κά χιλιό­με­τρα μακριά του, στέλ­νο­ντας κάποιους να τους ξεδι­ψά­σουν. Έπει­τα έβα­λε μυα­λό στον Ευλό­γιο που είχε πάρει σπί­τι του έναν λεπρό και τον περιέ­θαλ­πε, αλλά του είχε μπει ο διά­βο­λος του λεπρού κι έβρι­ζε τον Ευλό­γιο. Αυτό κρά­τη­σε δέκα επτά χρό­νια και παρά λίγο να χ@σει την αγιο­σύ­νη του ο Ευλό­γιος και να πνί­ξει τον λεπρό αλλά του ‘πε μια μεγά­λη κου­βέ­ντα ο Αντώ­νης, συγκε­κρι­μέ­να: «Ευλό­γιε, τι θέλεις εδώ εσύ; Τρέ­ξε γρή­γο­ρα στην δου­λειά σου, για να μην χάσης τον μισθό δεκα­ε­φτά ετών». Κι ο Ευλό­γιος γύρι­σε πίσω και καλό­πια­νε τον λεπρό για να συνε­χί­σει να τον βρί­ζει. Σε τρεις μέρες πέθα­νε ο λεπρός και σε σαρά­ντα ο Ευλόγιος.

Ένα βρά­δυ που ο Αντώ­νης καθό­ταν στο βου­νό και συζη­τού­σε με τους μαθη­τές του (κάτι σας θυμί­ζει;) είδε να γίνε­ται μεγά­λη χαρά στον ουρα­νό, να πανη­γυ­ρί­ζουν οι άγγε­λοι και μια ολό­λευ­κη ψυχή να ανα­βαί­νει περι­χα­ρής που τα κακά­ρω­σε. Όλα αυτά τα ‘βλε­πε μόνο ο άγιος κι οι μαθη­τές τα χρειά­στη­καν. Για να τους ηρε­μή­σει τους είπε ότι μόλις είδε την ψυχή του Αμμούν να πηγαί­νει προς… θεού της. Οι μαθη­τές όμως που ‘ναι μεν χρι­στια­νοί αλλά όχι κι εντε­λώς κορόι­δα, ανα­τρί­χια­σαν, κρά­τη­σαν σε χαρ­τά­κι τη μέρα και την ώρα που συνέ­βη το γεγο­νός και μετά από τριά­ντα μέρες το επα­λή­θευ­σαν. Τότε πίστε­ψαν ακό­μη περισσότερο.

Σ’ ένα πλοιά­ριο που μπή­κε κάπο­τε του μύρι­σε μια βρώ­μα ανή­κου­στη και βρή­κε έναν φου­κα­ρά στο αμπά­ρι που τον είχαν κατα­λά­βει τα δαι­μό­νια και εξέ­πε­μπε αυτή τη βρώ­μα, που σήμε­ρα είναι γνω­στή ως πασο­κο­συ­ρι­ζί­λα. Έδιω­ξε τα δαι­μό­νια και για πολ­λά χρό­νια εξα­λεί­φθη­κε κι η βρώ­μα. Μετά έδιω­ξε τα ίδια δαι­μό­νια από κάποιον που έτρω­γε τις σάρ­κες του και στα­μά­τη­σε να τις τρώει.

Όταν τον ρωτού­σαν πώς μπο­ρεί να ζει, χωρίς να δια­βά­ζει βιβλία, τους απα­ντού­σε και τόσα δισε­κα­τομ­μύ­ρια δεν δια­βά­ζουν, εγώ σας πεί­ρα­ξα; Άλλω­στε επει­δή δεν δια­βά­ζου­με, έχου­με τον θεό μας. Και τους αποστόμωνε.

Με τα πολ­λά απο­φά­σι­σε να πεθά­νει 105 χρο­νών. Χάρι­σε τον μαν­δύα του στον Αθα­νά­σιο (είναι …άγιος που θα μας απα­σχο­λή­σει αύριο, μαζί με τον κολ­λη­τό του και δολο­φό­νο Κύριλ­λο) και ζήτη­σε να τον θάψουν κάπου κρυ­φά κι έτσι σήμε­ρα δεν έχου­με κόκα­λα και πετσά­κια του να προ­σκυ­νά­με. Μετά πέθανε.

Απο­λυ­τί­κιον:
«Ο κυρ Αντώ­νης πάει και­ρός που ζού­σε στην αυλή, με ένα κανά­τι κι ένα κρε­βά­τι και με κρα­σί πολύ…»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο