Γράφει ο Βασίλης Λιόγκαρης //
Ποιος είσαι εσύ ο αναμάρτητος που πρώτος την πέτρα στον Λαό πετάς με τόσο μίσος; Πως τόλμησες το αποτρόπαιο έγκλημα, καβαλημένος στο μαύρο άτι της εξουσίας εξοπλισμένο με τα πτερύγια της ντόπιας και ξένης πλουτοκρατίας που σε στηρίζει; Ποιος είσαι εσύ και με ποιο δικαίωμα χαμπέρι και στον χωροφύλακα και στον αστυφύλακα δίνεις; Θάρρεψες το μπόι σου σαν τον ίσκιο σου πως είναι και δικαστής – απόγονος βρικολάκων εξουσιαστών – των πάντων, θεών, ανθρώπων και δαιμόνων το δίκιο καταμερίζεις.
Ποιος είσαι εσύ που μεσάνυχτα την πόρτα μας χτυπάς με υψωμένο το δρεπάνι του δράκοντα να μας αποκεφαλίσεις;
Φτηνή κι άθλια μούμια αντίγραφο παλαιοντολογικών ευρημάτων, δεν γνωρίζεις πως η θέση σου στο καλάθι των αχρήστων βρίσκεται;
Μια παροιμία λέει ‘’ δείξε μου τον φίλο σου να σου πω ποιος είσαι ‘’
Εσένα ποιοι σε παινεύουν, ποιοι σε συνδράμουν και ποιοι σε στηρίζουν στη Βουλή;
Στον ύπνο μου σε είδα ψες. Κ’ είχες δύο ματάκια που κλαίνε. Πως να τα λένε; Πως;
.….…..
Ταπεινοί και καταφρονεμένοι ζούμε μνημονεύοντας θανάτους εκτελεσμένων μίας εποχής που ποτέ δεν θα λησμονήσουμε.
Φωτίστε την σκηνή, σηκώστε την αυλαία να φανεί, να ξεσκεπαστεί η βρώμα και η σαπίλα, ν’ αναδειχθεί η βαρβαρότητα.
Κοιταχτείτε στον καθρέφτη και προτού ανατριχιάσετε δείτε το αλλοιωμένο σας πρόσωπο. Στα μαύρα κατάστιχα της ντροπής, στα τάρταρα της Ιστορίας. Μνημόνιο καταραμένου μνημονίου θ’ ακολουθεί κάθε μετέωρο σας βήμα. Τη σιωπή που θ’ ακολουθήσει μετά τις γοερές κραυγές της απόγνωσης και της απελπισίας, θα σκεπάσει η θλιβερότητα του νεκροταφείου…
Άθλια καλοπληρωμένα κομπιουτεράκια, εντολοδόχοι άνομων και αντιλαϊκών συμφερόντων, διαμορφωτές της κοινής γνώμης, διαστρεβλωτές της αλήθειας και της πραγματικότητας, σιχαμερά ερπετά, σαπρόφυτα της κοινωνικής παρακμής.… μην πυροβολείτε τους απεργούς!
Η ιερότητα να είναι κανείς απεργός είναι ανέγγιχτη, συνταγματικά κατοχυρωμένη, κατακτημένη με ιδρώτα και αίμα. Μακριά οι δηλητηριώδεις πένες σας από τ΄ανθρώπινα προβλήματα και δικαιώματα που δεν είστε σε θέση ούτε να κατανοήσετε ούτε να αισθανθείτε.
Μας σφάξατε με το μπαμπάκι, απαλά και ‘ σοσιαλιστικά ‘ για αυτό το μαχαίρι μπήκε πολύ βαθιά στην καρδιά.
Λίγα πράγματα, έτσι γενικά κι αόριστα τώρα που βράζει το καζάνι έτοιμο να εκτινάξει το σκέπασμα του.…
_________________________________________________________________________________________________________
Ο Βασίλης Λιόγκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες, εργάτες, πολυφαμελίτες. Έζησε στα πρώτα παιδικά του χρόνια τη λαίλαπα της κατοχής και μεταφέρει τις τραυματικές αυτές εμπειρίες στα γραφτά του. Σπούδασε θέατρο και για ένα διάστημα δούλεψε σ’ αυτό. Αργότερα απορροφήθηκε από την παραγωγική διαδικασία όπου εργάστηκε σε διάφορες βιομηχανίες. Ο Βασίλης Λιόγκαρης είναι συγγραφέας της γενιάς και της τάξης του. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.