Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΒΑΣΙΛΗ ΔΙΟΝΥΣΟΠΟΥΛΟΥ: Εκ του φυσικού και μη

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΙΟΥ Δ. ΜΑΤΘΙΟΠΟΥΛΟΥ
ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΔΙΟΝΥΣΟΠΟΥΛΟΥ

«Στα παλαιό­τε­ρα έργα, που εκθέ­τει ο Διο­νυ­σό­που­λος στο Πολι­τι­στι­κό Κέντρο Μελί­να Μερ­κού­ρη, στις συν­θέ­σεις με θέμα τους ποδο­σφαι­ρι­στές της δεκα­ε­τί­ας του 1980, είναι εμφα­νής η ρεα­λι­στι­κή πραγ­μά­τευ­σή τους. Ο ζωγρά­φος ήταν στα έργα αυτά δημιουρ­γι­κός, με την έννοια ότι αντλού­σε από την καθη­με­ρι­νό­τη­τα τα θεμα­τι­κά του στοι­χεία για να τα μετα­πλά­σει και ανα­συν­θέ­σει ζωγρα­φι­κά σε χρώ­μα­τα και σχή­μα­τα μέσα από τη δική του οπτι­κή και τέχνη, καθώς μέστω­νε αφε­νός η μαθη­τεία στη Σχο­λή, αφε­τέ­ρου οι συνε­χι­ζό­με­νες μελέ­τες στα Μου­σεία και τους αρχαιο­λο­γι­κούς χώρους (Πομπη­ία), αλλά και στις Πινα­κο­θή­κες και τα μου­σεία της Ευρώ­πης και ιδιαί­τε­ρα της Ισπανίας».

«Η αγω­νία για ακό­μα μεγα­λύ­τε­ρη λιτό­τη­τα στα εκφρα­στι­κά του μέσα και για έναν ακό­μα πιο άμε­σο, πηγαίο και αδια­με­σο­λά­βη­το τρό­πο έκφρα­σης, απέ­λη­ξε σε μια δισ­διά­στα­τη χει­ρο­νο­μια­κή ζωγρα­φι­κή, σε έναν τρό­πο που ήθε­λε λες να συλ­λά­βει δια μιας, ως ανα­λα­μπή, και να απο­δώ­σει αστρα­πιαία το όρα­μά του».

«Σει­ρή­νες, Πάνες, κένταυ­ροι, κύκλω­πες και άλλες μυθι­κές μορ­φές κατα­κλύ­ζουν από τη δεκα­ε­τία του 1990 την παρα­γω­γή του, τόσο στη ζωγρα­φι­κή, όσο και στην κερα­μι­κή, εκφρά­ζο­ντας έναν προ­σω­πι­κό κόσμο απε­λευ­θε­ρω­τι­κής φυγής, πρω­το­γο­νι­κό, οργια­στι­κό, ουτο­πι­κό και άχρονο».

«Στη ζωγρα­φι­κή παρα­γω­γή των τελευ­ταί­ων χρό­νων, ο Διο­νυ­σό­που­λος επέ­στρε­ψε σε μια ενδιά­με­ση περιο­χή: στην εξπρε­σιο­νι­στι­κή απει­κό­νι­ση του τοπί­ου της Μεθώ­νης. Ο καλ­λι­τέ­χνης ανα­με­τρά­ται με τον χώρο, τη διαύ­γεια του ουρα­νού και της θάλασ­σας, τα γεω­φυ­σι­κά μορ­φώ­μα­τα των λόφων και των νησιών, το σκλη­ρό φως του νότου και την δια­πά­λη του με τη σκιά που ορί­ζει καθα­ρά τα άναρ­χα σχή­μα­τα των φυτών και των δέντρων».

«Διαι­σθά­νο­μαι μπρο­στά σε αυτά τα τοπία την εμμο­νή του ζωγρά­φου στην οπτι­κή παρα­τή­ρη­ση, τη φόρ­τι­ση της ματιάς που τη δια­περ­νά το φως του ανοι­κτού χώρου, τη φυσιο­λα­τρι­κή ενσυ­ναί­σθη­ση και την αισθη­τι­κή του εγρή­γορ­ση να συλ­λά­βει το όλο, όχι ως ύλη διά­σπαρ­τη σε επι­μέ­ρους φυσι­κές οντό­τη­τες, αλλά ως ενιαία παλ­μι­κή ενέρ­γεια ζωής, ως διά­χυ­τη φωτα­γω­γία και αέναο ρυθ­μό. Όλα εσω­τε­ρι­κεύ­ο­νται οπτι­κά και μετου­σιώ­νο­νται σε χρώμα».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο