Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αυτός, ο (κομμουνιστής) ΔΗΜΑΡΧΟΣ αυτός και η Λασπούπολη που έγινε… μύθος

Όπου κι αν κοι­τά­ξω σε ανα­ζή­τη­ση της επι­και­ρό­τη­τας βλέ­πω συντρί­μια και πολ­λές μικρές τραγωδίες.…

Μια βόλ­τα στο δια­δί­κτυο, ένα ζάπ­πινγκ στα κανά­λια, δυο τηλε­φω­νή­μα­τα σε φίλους που βρέ­θη­καν κυριο­λε­κτι­κά στο μάτι του κυκλώ­να κι η απελ­πι­σία δεν αργεί να με πιά­σει για όλους αυτούς που κλαί­νε ανθρώ­πους, σπί­τια, χωρά­φια, μαγα­ζιά, περιου­σί­ες και κόπους μιας ζωής.

Και τότε σκέ­φτο­μαι, πάντα μα πάντα και μετά από κάθε θεο­μη­νία, πως υπάρ­χουν λύσεις, αρκεί να θέλει κάποιος να τις δει και να ‘ναι απο­φα­σι­σμέ­νος να τις υλο­ποι­ή­σει κόντρα σε κάθε είδους κόστος.

Ένας υπουρ­γός, ένας βου­λευ­τής, ένας Περι­φε­ρειάρ­χης πια ή έστω ένας δήμαρ­χος βρε αδερφέ…

Ένας δήμαρ­χος σαν κι αυτόν που ευτύ­χη­σε να έχει η Λάρι­σα στη διάρ­κεια της δεκα­ε­τί­ας του ’80 και που χάρη σ’ αυτόν έχου­με σήμε­ρα όλοι εμείς οι Λαρι­σαί­οι την πολυ­τέ­λεια να βλέ­που­με τις θεο­μη­νί­ες αυτές σαν σε ται­νία και να κλεί­νου­με άφο­βοι τις τηλε­ο­ρά­σεις μας κάτι τέτοιες βρα­διές σαν την προ­χθε­σι­νή, για να παρα­δο­θού­με αμέ­ρι­μνοι στον ύπνο του δικαίου.

Αρι­στεί­δη Λαμπρού­λη τον λέγα­νε, γρά­φω για τους νεό­τε­ρους κι είναι εκεί­νος ο παπ­πού­λης που ‘χουν την προ­το­μή του στην πλα­τεία στο Φρού­ριο, που ‘χει τ’ όνο­μά του και που συχνά — πυκνά την κάνε­τε αγνώ­ρι­στη απ’ τις… εικα­στι­κές σας παρεμ­βά­σεις. Ίσως για­τί δεν ξέρε­τε! Ίσως αν ξέρατε…

Να ξέρα­τε ας πού­με πως αυτή η πόλη που γεν­νη­θή­κα­τε, ζεί­τε και δεν έχω καμιά αμφι­βο­λία ότι την αγα­πά­τε, μέχρι και τα μέσα του ’80 δεν ήταν παρά μια Λασπού­πο­λη. Οι ασφαλ­το­στρώ­σεις πάλευαν να διώ­ξουν τη λάσπη και το χώμα απ’ την καθη­με­ρι­νό­τη­τα, αλλά ερχό­ταν πάντα μια βρο­χή να ξανα­φέ­ρει στην επι­φά­νεια την πραγ­μα­τι­κή της ταυ­τό­τη­τα. Δεν χρεια­ζό­ταν καν θεομηνία!

Αρκού­σε μια σχε­τι­κά δυνα­τή βρο­χή και ήξε­ρες ότι ειδι­κό­τε­ρα σε κάποια σημεία η διέ­λευ­ση δεν είναι δυνα­τόν να γίνει με τα πόδια ή με δίκυ­κλο. Ήθε­λε στην χει­ρό­τε­ρη αυτο­κί­νη­το και στην καλύ­τε­ρη βάρκα…

Ίσως το πιο χαρα­κτη­ρι­στι­κό σημείο-κατα­τε­θέν της λαρι­σι­νής ταυ­τό­τη­τας, ήταν αυτό της συμ­βο­λής των οδών Γεωρ­γιά­δου και Ολύ­μπου, που με την προ­νοη­τι­κό­τη­τά του είχε απο­τυ­πώ­σει περί­φη­μα στις φωτο­γρα­φί­ες του ο Σπύ­ρος Τσαντόπουλος.

Για να κατα­λά­βου­με τι λέμε, εδώ είναι η οδός Γεωρ­γιά­δου (από Ολύ­μπου προς Γενι­κό Νοσο­κο­μείο) κι έπει­τα η οδός Ολύ­μπου (από Γεωρ­γιά­δου προς κέντρο), πριν τη βροχή:

larisa2 larisa3

Κι αυτή που ακο­λου­θεί είναι η Γεωρ­γιά­δου μετά τη βροχή:

larisa4 larisa5

Κι όταν η φύση απο­φά­σι­ζε να μας δρο­σί­ζει λίγο παρα­πά­νω, υπήρ­χαν γει­το­νιές ολό­κλη­ρες, χιλιά­δες οικο­γέ­νειες Λαρι­σαί­ων, που δεν κοι­μό­ταν τις νύχτες. Αλλά δεν καθό­ταν κι άπρα­γοι, καθώς άντρες γυναί­κες και παι­διά, σε Ταμπά­κια και Ν. Σμύρ­νη ειδι­κό­τε­ρα, μαζεύ­ο­νταν στις όχθες του Πηνειού, που το νερό έγλυ­φε την κοί­τη κι έβα­ζαν τσου­βά­λια να ενι­σχύ­σουν το ανά­χω­μα, που αν έσπα­γε θα μας έκα­νε Καρ­δί­τσα, Φάρ­σα­λα, Μου­ζά­κι κι Αλμυ­ρό μαζί.

Να ‘ναι πάντα καλά ο Σπύ­ρος ο Τσα­ντό­που­λος, για να μη νομί­ζε­τε πως σας λέω παραμύθια:

larisa6 larisa7

Δεν μπο­ρού­σε να συνε­χι­στεί αυτό. Κάτι έπρε­πε να γίνει. Η Λάρι­σα του μέλ­λο­ντος δεν θα στα­μα­τού­σε ποτέ να είναι μια παρα­πο­τά­μια πόλη και δεν μπο­ρού­σε να ζει ούτε μόνι­μα βου­λιαγ­μέ­νη στη λάσπη, με τους παλιούς μεταλ­λι­κούς λασπο­τή­ρες απα­ραί­τη­το αξε­σουάρ έξω απ’ τα σπί­τια (σ.σ. δυστυ­χώς δεν είχα στη διά­θε­σή μου και μια τέτοια φωτο­γρα­φία), ούτε θα μπο­ρού­σε να καρ­διο­χτυ­πά­ει πως θα πνι­γεί κάθε φορά που έπε­φταν καρε­κλο­πό­δα­ρα σε βου­νά και κάμπο.

Και με από­φα­ση του Αρι­στεί­δη Λαμπρού­λη και της δημο­τι­κής του αρχής, κάπου στα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του ’80 κι ακρι­βώς πριν το άλλο μεγά­λο παρεμ­βα­τι­κό έργο της πεζο­δρό­μη­σης του κέντρου, έγι­νε αυτό:

larisa8

 

Μιλά­με για την διά­νοι­ξη κατ’ αρχάς της Ηρώ­ων Πολυ­τε­χνεί­ου, απ’ όπου και το στιγ­μιό­τυ­πο, που στα­μα­τού­σε με ανά­χω­μα στο ύψος της οδού Βόλου, προ­κει­μέ­νου να φτά­νει ως τη γέφυ­ρα της Ν. Σμύρ­νης και σκά­ψι­μο βαθύ απ’ άκρο σ’ άκρο, για την εγκα­τά­στα­ση του κεντρι­κού αγω­γού του δικτύ­ου απο­χέ­τευ­σης ομβρί­ων υδά­των που βλέπετε.

Παι­δί της Ακα­δη­μί­ας του λόγου μου, με θυμά­μαι να τρέ­χω εκεί μέσα στις “σπη­λιές” μαζί με την παλιο­πα­ρέα, να βγαί­νω κοντά στις παλιές φυλα­κές, να μας έχει πιά­σει η νύχτα, να χεζό­μα­στε να ξανα­μπού­με, να μην ξέρου­με πως να γυρί­σου­με πίσω κι όταν τα κατα­φέρ­να­με ρωτώ­ντας, να βρί­σκου­με μια γει­το­νιά ανά­στα­τη να μας ψάχνει στα μαύ­ρα σκοτάδια.

Τα σχό­λια ωστό­σο που ακού­γο­νταν εκεί­νον τον και­ρό για τον δήμαρ­χο, δεν ήταν το ίδιο χαρι­τω­μέ­να. Μπι­νε­λί­κι και των γονέ­ων, για­τί πέρα απ’ τον κεντρι­κό αγω­γό, το δίκτυο απλώ­νο­νταν σε όλη την πόλη, με σκα­ψί­μα­τα παντού και την λασπου­ριά να συνο­δεύ­ει πλέ­ον και την παρα­μι­κρή ψιχάλα.

Ένα χρό­νο κρά­τη­σε; Δύο χρό­νια κρά­τη­σε; Δεν ίδρω­σε τ’ αυτί του απο­φα­σι­σμέ­νου Αρι­στεί­δη, που με παράλ­λη­λα έργα ανα­φο­ρι­κά με τον Πηνειό, έκα­νε την Λασπού­πο­λη να μοιά­ζει μύθος για να τον διη­γού­μα­στε στα παι­διά μας και την Λάρι­σα να κάνει το πρώ­το βήμα για την μετα­τρο­πή της σε σύγ­χρο­νο αστι­κό κέντρο, που ‘χουν πια πολ­λοί, πολ­λούς λόγους να την ζηλεύουν.

Το κυριώ­τε­ρο όμως είναι πως από τότε, γεμά­τα 35 χρό­νια πια, κάθε που έχει θεο­μη­νία η πόλη κοι­μά­ται ήσυ­χη πως θα ξυπνή­σει το πρωί και θα πάει στη δου­λειά της.

larisa9Δήμαρ­χε, Αρι­στεί­δη Λαμπρού­λη, σέβο­μαι που σαν γνή­σιος κομ­μου­νι­στής δεν πίστευ­ες στο Θεό, αλλά αν υπάρ­χει, αν λέω, να έχει πάντα καλά την ψυχά­ρα σου… Κι αν σου μου­τζου­ρώ­νουν καμιά φορά λίγο παρα­πά­νω την προ­το­μή, μην τα συνε­ρί­ζε­σαι. Παι­διά είναι, σαν κι εμάς τότε που τρέ­χα­με στις “σπη­λιές”, με τη χαρά της νιό­της και την άγνοια κιν­δύ­νου… Ξέρεις καλύ­τε­ρα εσύ!

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Δεν είναι πλε­ο­να­σμός να πω ένα ακό­μη ευχα­ρι­στώ στον Σπύ­ρο Τσα­ντό­που­λο για την άδεια χρή­σης των φωτο­γρα­φιών, που χωρίς αυτές δεν θα είχε ολο­κλη­ρω­θεί ποτέ αυτό το κείμενο.

(Το εξαι­ρε­τι­κό κεί­με­νο του Χρή­στου Τσου­μά­ρη ανα­δη­μο­σιεύ­ου­με από το pressing.gr)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο