του Ηρακλή Κακαβάνη //
Ο Γιώργος Φαρσακίδης είναι ένας μεγάλος φίλος και δάσκαλός μου. Δεν λέω «φίλος μου» γιατί ο Γιώργος είναι γενικής αποδοχής στη φιλία. Όμως το «δάσκαλός μου» το διεκδικώ μετά από όσα έμαθα ‑εκών άκων– κοντά του. Με το θάρρος αυτής της διττής σχέσης μαζί του, σας στον συστήνω, αν και νομίζω ότι δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Είναι γνωστό και το έργο του και η ζωή του. Εγώ, μαζί με την επανάληψη ή αναδιατύπωση ήδη ειπωμένων πραγμάτων θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω τον Γιώργο Φαρσακίδη με υλικό που ο ίδιος μας δίνει στα βιβλία του.
Ο Γ. Φαρσακίδης είναι τύπος κατ’ εξοχήν βαρναλικός, στα απλά και ανθρώπινα, στην αντίληψη για την τέχνη, στη στάση ζωής, στη σάτιρα και το καλαμπούρι. Απρόβλεπτος και ετοιμόλογος. Στην πιο αθώα φράση, στην ανύποπτη στιγμή θα βρει το ερέθισμα να σπάσει τον πάγο, να δημιουργήσει οικειότητα, να σου πει κάτι που φεύγοντας θα το σκεφτείς. Αυτή του την ικανότητα να αστειεύεται θα τη χρησιμοποιήσει και στις πιο δύσκολες στιγμές απέναντι στους δεσμώτες του. Όπως σε κάποιο διάλειμμα της εξορίας που τον κάλεσε το ανερχόμενο αστέρι της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, ο Βαλεργάκης, για να του ανακοινώσει προσωπικά ότι ψηφίστηκε διάταξη και αν αρνηθεί να δώσει παρών, θα επιστρέψει πάλι στην εξορία:
«Είχα την ατυχή έμπνευση κάνοντας πλάκα να τον ρωτήσω, αν το παρών πρέπει καθημερινά να το δίνουμε στα κεντρικά ή στο παράρτημα Ασφαλείας της γειτονιάς; Κι έγινε το θάμα!
Μου πρόσφεραν κάθισμα και στιγμιαία αναβαθμίστηκα σε ‘’κύριο Φαρσακίδη’’.
- Όσον αφορά το παρών, μην το σκέπτεστε. Έτσι, απλώς, πού και πού, να περνάτε για μια καλημέρα.
- Κύριε Βαλεργάκη, το έχω σκεφτεί, του απαντώ κι εγώ με χαμόγελο. Δε θα έρθω να δώσω παρών, καθότι η διάταξη είναι και αντισυνταγματική και παράνομη.
Κι έγινε έκρηξη!
- Βρε καθίκι! Σε ποιον πας να πουλήσεις μαγκιά; Θα μου το πληρώσεις πολύ ακριβά. Και να θυμάσαι, θα είσαι ο πρώτος που θα συλλάβω!
Ο κύριος μοίραρχος στάθηκε συνεπής. Ήμουν ο πρώτος που πιάσανε τη μεθεπόμενη μέρα. Στο κρατητήριο κατάβρεγμα με παγωμένο νερό, ξύλο μέχρι λιποθυμίας και την άγουσα για Αϊ-Στράτη για άλλα δυόμισι χρόνια».
Είναι πολλές οι φάρσες που αφηγείται στο υπό έκδοση «Ευτράπελα της εξορίας» και πρωταγωνιστής είναι ο ίδιος. Ίσως να μην είναι και τυχαίο το πρώτο συνθετικό του επιθέτου του (φάρσα). Μαζί με την πλάκα και ο αυτοσαρκασμός όπως στη φωτογραφία όπου εικονίζεται με ένα γάιδαρο, με την ακόλουθη λεζάντα:
«Στη φωτογραφία ο Γ. Φαρσακίδης (δεύτερος από τ’ αριστερά) στο στρατόπεδο του Αϊ-Στράτη».
Ο Φαρσακίδης από μικρός ήταν εξοικειωμένος με τα ζώα. Πάντα στη ζωή του υπάρχει ένα ζώο. Μικρό αφιέρωμα στη μνήμη του αξέχαστου τετράποδου φίλου του Μπούμπη είναι το μικρό εικονογραφημένο βιβλιαράκι «Ο Μπούμπης» που εξέδωσε πέρσι. Μια μνήμη σίγουρα φορτισμένη και με κάποιες υποβόσκουσες και ανομολόγητες προσωπικές συναισθηματικές καταστάσεις.
Στην οικογένειά του πάντα είχαν ζώα. Αρκετές οι αναφορές και οι σχετικές φωτογραφίες στα βιβλία του. Αυτή η σχέση ξεκινά από τα πρώτα παιδικά του χρόνια στη νεαρή τότε Σοβιετική Ενωση, με τον σκύλο τον Ρεξ που συνέχεια τριβόταν πάνω του και τη Μούρα:
«Η Μούρα, η μεγάλη ριγωτή γάτα μας, κοιμάται κουλουριασμένη στα πόδια μου. Ξέρω πως μ’ αγαπάει σαν το παιδί. Αλλιώς δε θα μούφερνε εκείνον τον ποντικό να τον ακουμπήσει στο προσκεφάλι μου. Και να περιμένει δίπλα μου ‘’μουρ, μουρ, μουρ’’ να ξυπνήσω».
Μάλιστα, στην εξορία τα φιλοζωικά του αισθήματα κρίθηκαν ως μαρξιστική «παρεκτροπή».
«Έτσι και στην εξορία ήταν επόμενο να έχω υπό την ‘’προστασία’’ μου γάτα ή σκύλο. Κάποια φορά που καθόμουν κρατώντας στα χέρια μου ένα γατάκι, στάθηκε από πάνω μου ο Λευτράκης. Χωριατόπαιδο του δημοτικού ο Λευτέρης και με ‘’επέπληξε’’ λέγοντας:
- Ε, ρε, πώς καταντήσαμε! Κι όπως πάμε, θα γίνουμε και ζωόφιλοι!
Σκέφτηκα ότι προφανώς εννοούσε κάποιο αντιμαρξιστικό παραπάτημα που δε θα είναι εύκολο να αντικρούσεις…
Την επόμενη μέρα τού είχα κολλήσει απλά σαν αντίλογο, στο κρεβάτι του μια φωτογραφία του Λένιν…!»
Σε αυτή τη φωτογραφία ο Λένιν έχει αγκαλιά μια γάτα.
Όταν γύρισε πριν 10 μέρες από τη Θεσσαλονίκη, μιλήσαμε στο τηλέφωνο και τον ρώτησα πότε ήρθε, μου απάντησε:
Χτες ήρθα, άφησα όμως τη Μαμούκα μόνη και στεναχωριέται. Της λείπω. (Η Μαμούκα είναι η γάτα του).
Οι δισεβδομαδιαίες συναντήσεις μας αποτελούν φροντιστήριο καθολικής μάθησης για τον υποφαινόμενο και τους ‑τυχερούς- συνοδούς. Πολλές φορές, όταν του θέτω ερωτήματα, χαριτολογώντας λέει ότι πήγα να τον αρμέξω, μα η παρέα μαζί του, η συζήτηση είναι μάθημα ζωής, ήθους και γνώσης. Για τα ωραία της ζωής. Για την τέχνη, τη λογοτεχνία, την ποίηση, την ιστορία, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. «Το ΚΚΕ είναι οι αγώνες και οι θυσίες, είναι το όραμα ενός άλλου κόσμου. Πότε μη ρίξεις νερό στο μύλο του αντικομμουνισμού» μου είπε πριν μερικούς μήνες όταν έκλεισε ένας μακρόχρονος κύκλος κομματικής χρέωσης στο «Ριζοσπάστη». Μόνιμη έγνοια του το κόμμα. Φάνηκε και με την τοποθέτησή του στον τελευταίο προσυνεδριακό διάλογο του ΚΚΕ. Αξίζει να τη διαβάσουμε όπως και αυτή στο 14ο Συνέδριο. Μια πρόταση θα υπενθυμίσω από αυτή του την τοποθέτηση που όπως είπε ο Χαρίλαος συμπύκνωνε την πείρα του παγκόσμιου κινήματος: «Με τρομάζουν οι εύκολοι χαρακτηρισμοί, η συνθηματολογία και η υπεραπλούστευση».
Και στις συζητήσεις μας πάντα «παρoύσα» η ποίηση. Ο Παλαμάς, Βάρναλης, ο Ρίτσος, ο Αγγουλές, ο Μαλακάσης, ακόμα και ο Βιζυηνός. Κι όλα από μνήμης, ακόμη και τώρα σε υπερώριμη ηλικία.
Η ζωή του είναι ένα συναρπαστικό ταξίδι από την προεπαναστατική Ρωσία μέχρι τις μέρες μας. Με στάσεις στα σημαντικότερα γεγονότα του προηγούμενου αιώνα, από τα οποία δεν έλλειψε. Αυτό το ταξίδι περιγράφεται στο λεύκωμα «Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη. Μαρτυρίες Λόγου και Τέχνης» .
Αλύγιστος, ανυποχώρητος. Νωρίς, έφηβος ακόμη, άκουσε το κάλεσμα του ποιητή:
Ανάξιος όποιος ξάφνου ακούει
το προσκλητήρι των καιρών
να το φυσάει ή να το κρούει
σάλπιγγα ή τύμπανο…Τ’ ακούει
δεν λέει: Παρών!
Αυτοδίδακτος στους χώρους εξορίας, ζωγραφίζει και χαράζει θέματα με περιεχόμενο από τη ζωή των συγκρατούμενων συναγωνιστών, καταγράφει την καθημερινότητα και τις θηριωδίες και η ζωγραφική, το χαρακτικό γίνονται ένα μέσο επικοινωνίας και καταγγελίας. Και αργότερα μετά την απόλυσή του η Τέχνη του συνδέεται με τους αγώνες του ελληνικού λαού. Τέχνη και ζωή στην υπηρεσία του λαού.
Λαέ αγαπημένε
σ’ αγαπάμε και ζούμε
σ’ αγαπάμε και δεν υποφέρουμε
σ’ αγαπάμε και γράφουμε ωραία τραγούδια
Αυτό την έκανε τέχνη διαχρονική αφού στο επίκεντρό της είχε τον αγωνιζόμενο άνθρωπο, τις αγωνιστικές σελίδες του λαού, την ίδια τη ζωή. Το περιεχόμενο αυτής της Τέχνης περιέγραψε ο ίδιος σε ομιλία του πριν μερικά χρόνια (αυτό το κείμενο υπάρχει ως πρόλογος στη μικρή Ιθάκη):
«Και εμείς, δουλεύοντας σε συνθήκες αντίξοες τα σκηνικά του στρατοπεδικού μας θεάτρου, αντλούσαμε κουράγιο από την αίσθηση των στιγμών της χαράς που θα δίναμε στους ταλαιπωρημένους από την πολύχρονη κράτηση, συνεξόριστους. Ζωγραφίζαμε, χαράζαμε, τυπώναμε κάρτες στον Αϊ-Στράτη, και επί Χούντας αργότερα στη Γυάρο και Λέρο. Να μάθουν οι έξω ότι ζούμε και κρατάμε άπαρτο το αγωνιστικό μας χαράκωμα. Πρότυπα μας οι μεγάλοι ρεαλιστές που είχαν θέσει την τέχνη τους στην υπηρεσία των λαϊκών συμφερόντων. Θαυμάζαμε τον Μαγιακόφσκι που είχε στρατεύσει την ποίηση του στην καταπολέμηση του αναλφαβητισμού. Τον Ριβιέρα που ζωγραφίζει σκυμμένες πλάτες και γερμένα κεφάλια των αγροτών, Αμερικάνους ληστές πετρελαίων, τραπεζίτες με τη βίβλο και πόρνες της “υψηλής κοινωνίας”. Αλλά και την απελευθερωμένη γη, με τους γεωπόνους, τα τρακτέρ και τα λαϊκά πανηγύρια. Χαιρόμασταν την καυστική ειρωνεία του Πικάσο για τους αρνητές του κοινωνικού περιεχομένου στην Τέχνη και τη δήλωση του στους βολεμένους αστούς για το ότι τα έργα του: «…είναι βόλια που στοχεύουνε πάνω τους…».
Μετά τη διάλυση των στρατοπέδων, ζώντας στην κοινωνία της «Ελεύθερης Αγοράς» πιστοποιούσα όλο και περισσότερο ότι η τέχνη που δεν ξανοίγει προοπτικές ενός κόσμου καλύτερου, που προβάλλει σαν αυτοσκοπό τη βία και την απληστία του κέρδους, μια τέχνη που της είναι αδιάφορος ο ανθρώπινος πόνος, που πολεμά τις χαρές της ζωής, την ομορφιά, τη φύση, τον έρωτα, δεν είναι παρά μια τέχνη σύμφωνη με τις επιταγές των προνομιούχων της Νέας Τάξης Πραγμάτων»
Ας παρακολουθήσουμε όμως αναλυτικά τη ζωή και το έργο του:
Γεννήθηκε στην Οδησσό της Σοβιετικής Ένωσης στα 1926. Γιος της Ρωσίδας, αρχοντομαθημένης, θρήσκας, αληθινά φιλάνθρωπης, ζωόφιλης, πολιτικά αδιάφορης, πάντα αυστηρή με το γιο της, Ελένας, και του Πόντιου μορφωμένου, άθεου, κυνηγημένου από τους Τούρκους, εύπορου έμπορου Αναστάσιου Φαρσακίδη, τιμημένου από τη νεοσύστατη ΕΣΣΔ σαν «πρωτοπόρος της σοσιαλιστικής εργασίας», γιατί παρά τις αντιρρήσεις του πίστευε πως «το μεγάλο δίκιο είναι το δίκιο της επανάστασης».
«Οι μετεπαναστατικές συνθήκες δεν ήταν εύκολες. Το ’33 υπήρχε πείνα. Ο κόσμος σατίριζε, πως όσο ήταν ο “βλάκας ο Νικόλαος στην εξουσία το ψωμί είχε ένα πενηνταράκι. Αλλά με τους μπολσεβίκους δεν υπάρχει ούτε ψίχουλο”. Ο ίδιος λαός που έκανε την Επανάσταση, στα δύσκολα χρόνια ακολούθησε αυτό που έλεγε ο Μαρξ, ότι αν δε γεμίσει το στομάχι, ο άνθρωπος θα ακολουθήσει το άμεσο συμφέρον του. Ο πατέρας μου έλεγε ” εγώ είμαι αστός, αλλά είμαι σε θέση να καταλάβω την αναγκαιότητα αυτής της δύσκολης περιόδου, αφού χτίζεται ένα ωραίο μέλλον. Ενώ, αυτοί που έκαναν την επανάσταση και πολέμησαν στις τάξεις του Κόκκινου Στρατού δεν είναι σε θέση να το καταλάβουν”».
Ο νεαρός Γιώργος θα φοιτήσει στο ελληνικό σχολείο της Οδησσού. Ομως, το 1934 η οικογένεια αποφασίζει να φύγει στην Ελλάδα, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Στις 14 Ιούλη 1934 η οικογένεια έφτασε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και εγκαταστάθηκε στο Ντεπώ.
Τα βιώματα αυτής της περιόδου τα ιστορεί στο αυτοβιογραφικό βιβλίο «Πρώτη πατρίδα», που βραβεύτηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών. Είναι η πρώτη του εμφάνιση ως συγγραφέας. «Βιώματα και συμβάντα ενός τόπου και μιας εποχής», όπως μας προϊδεάζει ο ίδιος. Οδησσός στη μετεπαναστατική Ρωσία, με πηγές “ό,τι έχει περισώσει η παιδική μνήμη, οι αφηγήσεις και η μεταγενέστερη προσωπική οπτική”.
Είναι ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς πώς η αστή μάνα εξοικειώνεται με την Επανάσταση και τους κομμουνιστές, ενδεικτική η στάση της αυτού που συμβαίνει στη ρώσικη κοινωνία.
Για τις ανάγκες στέγασης του πληθυσμού τούς πήραν δύο δωμάτια από το σπίτι, κάρφωσαν και την πόρτα στο μεσότοιχο, βάλαν και την ντουλάπα από πίσω για να ξεχωρίσουν τα διαμερίσματα. Ήταν τέτοια η σύγχυση της μητέρας του με τους καινούριους γείτονες τους οποίους έφεραν παρά τη θέλησή της, που ούτε να τους αντικρίσει δεν ήθελε.
«Εκείνος υπαξιωματικός του στρατού, απ’ αυτούς που πέρασαν με τους κόκκινους, φοράει στολή με δυο τρυγονάκια στο πέτο, δικά τους διακριτικά. Εκείνη, ανακατεύεται με το θέατρο. Πώς μπλέξαμε, Θεέ μου; Τι κουμάσια θα είναι; Τουλάχιστον δεν έχουν παιδιά, μου φτάνουν οι μπελάδες με τα δικά μου. Τους άκουγα όλη μέρα να περπατούν πίσω από την πόρτα μου, να τακτοποιούνται σε δικά μου δωμάτια και δεν έβρισκα ησυχία… Τη δεύτερη μέρα ανοίγω να μπάσω τη Μούρα μας, που νιαούριζε έξω από την πόρτα τους, η προδότρα, και βρεθήκαμε αντικριστά, φάτσα με φάτσα. ‘’Καλησπέρα’’ μου λέει, ‘’έχω κάτι εντόσθια για τη γάτα σας, με λένε Ολγα Πετρόβνα’’. Ετσι αυθόρμητα με χαμόγελο. Την κοιτάω, μελαχρινούλα, νόστιμη και δεν έμοιαζε καθόλου με εκείνα τα τέρατα που φαντάστηκα. Οσο να της επιστρέψω το πιάτο, να ‘σου κι ο άντρας της. Με καλησπέρισε, χάιδεψε τη Μούρα: ‘’όμορφο ζωντανό, πώς τη λένε;’’. Τον κοιτάω και σκέφτομαι, πρόσωπο καλοσυνάτο, άνθρωπος όπως όλοι και να είναι …κομμουνιστής! Πρώτη νύχτα που κοιμήθηκα χωρίς βραχνάδες, λες κι έφυγε ένας βράχος από πάνω μου».
Την αλήθεια της επανάστασης δε δίσταζε να την ομολογήσει. Όταν ο γιός της, ένα χρόνο μετά τον ερχομό τους στην Ελλάδα, έπαθε μόλυνση και χρειάστηκε να τον πάει στο νοσοκομείο, όταν είδε την ανύπαρκτη πρόνοια για τους ασθενείς, με περηφάνια είπε: «Στη Ρωσία μπορεί να είχαμε δυσκολίες, αλλά μάθαμε να μας συμπεριφέρονται ανθρώπινα». Και το βράδυ που διηγούνταν το περιστατικό σε φίλους κάποιος απόρησε. «Μα πήγατε χωρίς μέσο… Ας δίνατε τουλάχιστο κανένα μπαξίσι».
«’’Μέσο, μπαξίσι, μα τι μου λέτε!’’ κόρωσε η μάνα. ‘’πέρσι τούτον εδώ τον συμμαζέψαν κάτω απ’ το τραμ. Όλο βρώμα και αίματα, ίδιο αλητάκι. Και ποιος νομίζετε τον χειρούργησε; Ο ίδιος ο καθηγητής, ο Ουσπένσκι, η κορυφή! Και τι περιποίηση, κι ούτε καπίκι. Μπορεί να είναι όπως το λέτε κύριε Στράτο και μπολσεβίκοι και άθεοι, αλλά το σωστό και η αλήθεια να λέγονται».
Λέει ο ίδιος ο Γιώργος για τη μητέρα του: «Αυτή η μάνα είχε ωραίες αρχές, που έφταναν στα όρια της αυταπάρνησης, αλλά λόγω της καταγωγής της έβλεπε αλλιώς τα πράγματα. Αυτή η γυναίκα, που φύλαγε αυτόγραφα αστέρων του τσαρικού θεάτρου, μας βοηθούσε αργότερα να τυπώνουμε παράνομα προκηρύξεις και να φυγαδεύουμε Ρώσους αιχμαλώτους από τη Θεσσαλονίκη».
Κεντρικό πρόσωπο σε αυτό το βιβλίο η μητέρα του, η οποία με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο από τον πατέρα του, σφράγισε την προσωπικότητα του Γ.Φ. Γυναίκα έξυπνη και ικανή να ανταπεξέλθει σε κάθε κατάσταση με τον τρόπο της, σε αντίθεση με τον Αναστάση. Τύπος κινηματογραφικός.
Είπα πριν ότι η μάνα του ήταν αυστηρή μαζί του. Ο ίδιος χαριτολογώντας λέει ότι ήταν πάντα σε κόντρα με τη μάνα του που έβλεπε ότι ο «ανεπρόκοπος» (όπως τον αποκαλούσε) γιός της δε θα γίνει αυτό που η ίδια θα ήθελε. Στα βιβλία του Γιώργου η μάνα του είναι παρούσα, επιφανειακά αυστηρή και απογοητευμένη, μα με περίσσια αγάπη και περηφάνια για το γιό της. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός που αφηγείται ο ίδιος. Την περίοδο της εξορίας, όταν σε κάποια ολιγοήμερη άδεια επισκέπτεται το σπίτι του απολογείται στη μάνα του και της λέει «μάνα, δεν έκανα δήλωση, ούτε θα κάνω δήλωσης μετανοίας» Και η μάνα του του απαντάει «Ήξερα ότι είσαι μπουμπουνοκέφαλος αλλά αλίμονό σου αν μου γύρναγες πίσω και με σκυμμένο το κεφάλι».
Η κυρία Ελενα όπως όλες οι μανάδες των κρατουμένων αγωνιστών, υπέφερε περήφανα τον εγκλεισμό του παιδιού της. Θυμίζει τη μάνα του Κατράκη ο οποίος κάποτε θέλησε να δοκιμάσει την ψυχική αντοχή της μάνας του: -«Τι είναι Μανόλη;» -«Θες να ‘ρθω στο σπίτι, μάνα;» -«Πώς θα ‘ρθεις;» -«Ε… θα υπογράψω και θα ‘ρθω»- «Ιντα να υπογράψεις;» -«Δήλωση» -«Ιντα δήλωση;» -«Οτι δεν είμαι αυτό που είμαι…» -«Και δεν είσαι;» -«Είμαι» -«Μην υπογράψεις, κερατά, μην υπογράψεις…».
Ο πατέρας, με τις ιδέες, το ήθος, την καλοσύνη του επέδρασε καθοριστικά για το «δρόμο» που πήρε ο γιος. Όταν την περίοδο της τρομοκρατίας ο Διευθυντής Ασφαλείας κάλεσε τον Αναστάση για να μεσολαβήσεις ώστε να υπογράψει ο γιός του, περήφανα απάντησε «Δε θα υπογράψει, μην επιμένετε και καλά θα κάνει». Όταν αργότερα το έμαθε ο γιός ένιωσε πολύ υπερήφανος. Η πολύ μορφωμένη, γλωσσομαθής αδελφή του Έλλη, τον επηρέασε με την προσφορά της στους πάσχοντες και την αυτοθυσία της για την οικογένειά της. Η μάνα του επέδρασε στην αξιοπρέπεια, στην περηφάνια, στη δύναμη του χαρακτήρα, στην ακλόνητη ιδεολογία, ίσως και στο δημιουργικό πείσμα του. Κι ας μην της πολυάρεσε που ο γιος της «όλο ζωγράφιζε», όλο για τους μπολσεβίκους ήθελε να ακούει. Κι όλο «τσίτωνε τ’ αυτιά του» να ακούει τον ξεριζωμένο Ρώσο γερο — «φιλόσοφο», Ιππολύτ Αντρέγιεβιτς Γκοφστέτερ, «λες και δε σου φτάνει η δική σου χαζομάρα», του ‘λεγε η μάνα του, όσο κι αν ο «φιλόσοφος» εκτιμούσε πολύ το μυαλό του γιου της, που όλο φτωχόπαιδα του Ντεπώ έκανε φίλους. Αυτός ο Ρώσος διανοούμενος, φίλος και οπαδός του Τολστόι, στάθηκε ο πνευματικός του πατέρας, αυτός που του έμαθε ότι «χωρίς μίσος για το άδικο δεν υπάρχει αγάπη». Για το φιλόσοφο μιλά στο ομώνυμο βιβλίο του που εκδόθηκε πριν μερικά χρόνια.
Η Κατοχή βρήκε τον Φαρσακίδη στη Β’ Γυμνασίου κι έβαλε τέλος στη σχολική του σταδιοδρομία. Ο καφενές του πατέρα δεν μπορούσε, πια, να ζήσει την οικογένεια. Η αδελφή του έγινε εθελόντρια νοσοκόμα στον Ερυθρό Σταυρό (αργότερα βοήθησε τους ανταρτοΕΛΑΣίτες). Ανάγκη να δουλέψει κι ο γιος για την επιβίωση της οικογένειας. Έκανε διάφορες δουλειές. Κυρίως όμως στο μύλο του «Αλατίνη».
«Εκεί ήταν τα γερμανικά αρτοποιεία. Δουλεύανε και στη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, αλλά δε με είχαν δεχτεί γιατί δεν είχα ταυτότητα της ΕΟΝ. Δουλεύαμε μέρα — νύχτα, σε τρεις βάρδιες. Εκεί αναπτύχθηκαν οι πρώτοι αντιστασιακοί πυρήνες. Εκεί έκανα και μια σειρά γελοιογραφίες. Απ’ ό,τι ξέρω, είναι οι μοναδικές που υπάρχουν από εκείνη την περίοδο. Υπήρχε άνθηση της γελοιογραφίας στον ιταλικό πόλεμο, αλλά στην Κατοχή αναπτύχθηκαν άλλα είδη και όχι η γελοιογραφία. Στην αρχή σατίριζα τους Γερμανούς του εργοστασίου, και μετά τα γεγονότα. Κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι και μερικές τυπωμένες σε πολύγραφο. Άλλες έγιναν ταμπλό και κρεμάστηκαν».
Το καλοκαίρι του ’44 εντάσσεται στον ΕΛΑΣ Χαλκιδικής. Στον ΕΛΑΣ ζωγραφίζει και κρατά ημερολόγιο, το οποίο δεν επιτρεπόταν για λόγους περιφρούρησης (Μέσα στο επόμενο διάστημα θα εκδώσει το ημερολόγιο του Βουνού)
Σε μια μάχη με ένα βουλγάρικο τάγμα στον Αγιο Πρόδρομο Χαλκιδικής, ο Γιώργος χάνει το σακίδιο, όπου είχε τα σκίτσα του. Δεκαετίες αργότερα, στη μεταπολίτευση, θα διαβάσει στο «Ριζοσπάστη» για τα «Σκίτσα ενός άγνωστου ΕΛΑΣίτη, προσφορά από τη ΛΔ της Βουλγαρίας»! Τι είχε συμβεί; Ο Βούλγαρος που τα βρήκε ήταν σιτιστής εκείνου του τάγματος, με το οποίο συγκρούστηκαν. Μάλιστα, σε μερικά από τα σκίτσα είναι γραμμένοι και λογαριασμοί για το συσσίτιο. Μετά από 30 χρόνια τα παρέδωσε στην Ελληνική Λέσχη της Σόφιας.
Στις 2 Σεπτέμβρη 1944, λίγο έξω από το χωριό Χορτιάτης, δύο δεκαοχτάχρονοι μαχητές του ΕΛΑΣ, ο Γ.Φ. και ο Σταύρος Δήμου σε ενέδρα που περιφρουρούσε σημαντική σύσκεψη στελεχών του ΕΑΜ χτύπησαν γερμανικό αυτοκίνητο. Ο οδηγός τραυματίστηκε βαριά όμως οι άλλοι δύο Γερμανοί κατάφεραν να ξεφύγουν. Μετά το χτύπημα του αυτοκινήτου οι κάτοικοι του χωριού ειδοποιήθηκαν από τους ΕΛΑΣίτες να φύγουν από το χωριό. Οι περισσότεροι κάτοικοι έφυγαν. Όμως πάνω από 145 άτομα κυρίως γυναικόπαιδα, δίνοντας πίστη στα λόγια του ιερέα και του προέδρου ότι οι «Γερμανοί δε θα πειράξουν όσους δεν είναι κομμουνιστές», σφαγιάστηκαν ή κάηκαν ζωντανοί. Αργότερα, οι κρατούντες έπλασαν το μύθο «ενός γιατρού που πήγαινε να απολυμάνει το υδραγωγείο και οι κακοί κομμουνιστές τον σκότωσαν». Τα γεγονότα του Χορτιάτη ιστορεί στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε το 2011 «Μια επαίσχυντη συμφωνία και το ολοκαύτωμα του Χορτιάτη»
Ο Γ. Φαρσακίδης θα τραυματιστεί βαριά και στα δυο χέρια, σε μια μάχη κοντά στο Σπήλαιο Πετραλώνων, στο χωριό Κρήνη. Η Υποδειγματική Διμοιρία της ΕΠΟΝ, της οποίας έγινε μέλος, έπρεπε να εφορμήσει μετά από αντιπερισπασμό του λόχου εναντίον ενός γερμανικού στρατοπέδου. Οι αντάρτες είχαν μόνο δύο πολυβόλα, από τα οποία το ένα έπαθε εμπλοκή, ενώ στην Υποδειγματική Διμοιρία, που ήταν ομάδα κρούσης μοιράστηκαν μόνο 45 σφαίρες στον καθένα. Με αυτά τα «όπλα» έπρεπε να νικήσουν 6 πολυβολεία με βαριά πολυβόλα, 40 κάρα με οπλισμό, 80 Γερμανούς εξοπλισμένους σαν «αστακούς». «Ακροβολιστήκαμε. Υποτίθεται πως θα τους αιφνιδίαζε ο λόχος μας κι εμείς, όταν χτυπούσε η σάλπιγγα οπισθοχώρηση, θα κάναμε επίθεση με τις ξιφολόγχες… Οταν βάζανε ριπή τα γερμανικά πολυβόλα, τα χορταράκια τα θέριζε, λες και περνούσε κόσα», θυμάται. Μια από αυτές τις ριπές του «θέρισε» τα κόκαλα του αριστερού του χεριού, τραυματίζοντας και το δεξί. Ο σύντροφος επικεφαλής της ομάδας τον μετέφερε στην πλάτη του παρά την παρότρυνση του Φαρσακίδη να τον αφήσει. Στο ορεινό «χειρουργείο» (κατ’ ευφημισμόν) των ανταρτών θα τον χειρουργήσει πάνω στα χόρτα, χωρίς αναισθητικό, ένας μαιευτήρας. Τελειώνοντας του λέει, «εκεί που θα πας να τους πεις να σου το κόψουνε αμέσως». Εκεί που πήγε δεν υπήρχε ούτε χειρούργος ούτε εργαλεία. Και ο νεαρός παθολόγος γιατρός του το ξέκοψε. «Τι θες δηλαδή, να σου το κόψω με τσεκούρι; Ασ’ το να κρέμεται και βλέπουμε». Αργότερα θα πάθει μόλυνση, θα χαροπαλέψει αλλά τελικά έζησε και το χέρι γλίτωσε.
Πρέπει να σημειώσω εδώ ότι πριν τη μάχη στάλθηκε ‑ως δεινός καλλιτέχνης- να χαρτογραφήσει την περιοχή και τα σχέδιά του χρησιμοποιήθηκαν στην επιχείρηση. Σε κάποια απ’ τις συναντήσεις μας τον ρώτησε φίλος και συνάδελφος, ο Γιώργος ο Μουσγάς, ποια ήταν η πρώτη σκέψη μετά τη διάλυση του αριστερού χεριού απ’ τη ριπή.
Η απάντηση ήταν: Ευτυχώς που δεν χτυπήθηκε το δεξί χέρι μου για να μπορώ να ζωγραφίζω. Μα όταν πάγωσα τότε διαπίστωσα ότι και στο δεξί μου χέρι είχα φάει δύο ή τρείς σφαίρες.
Και στην ερώτηση πώς ξανάθρεψαν τα χέρια του, του απάντησε: Η φύση κάνει θαύματα.
Όμως εκτός απ’ τα θαύματα της φύσης υπήρχε και η θέληση με την πίστη για ζωή του ίδιου του Γιώργου. (ο Γ.Μ. πολύ θα ήθελε να είναι σήμερα εδώ αλλά ανειλημμένη από καιρό υποχρέωση δεν του το επέτρεψε)
Απελευθέρωση. Ματωμένος Δεκέμβρης, το κράτος του τρόμου, Ασφάλεια και ο Γ. Φαρσακίδης παίρνει το «δρόμο» των χιλιάδων συναγωνιστών του μετά την απελευθέρωση. Βασανιστήρια φρικτά και εξορίες. Από το ’47 μέχρι το ’61 (με ένα μικρό διάλειμμα το ’56) και άλλα 3,5 χρόνια στη διάρκεια της χούντας θα «επισκεφθεί» τη Μακρόνησο, τον Αϊ-Στράτη, τη Γυάρο και τη Λέρο. Οι «αποφάσεις εκτόπισης» με το στερεότυπο «εξακολουθεί να εμμένει μετά φανατισμού εις τας κομμουνιστικάς του πεποιθήσεις…» ανανεώνονται κάθε χρόνο για 16,5 χρόνια σε στρατόπεδα πολιτικών κρατουμένων χωρίς δίκη ή καταδίκη. Θα «γευτεί» όλα τα γνωστά βασανιστήρια, αλλά και μερικά που εφαρμόζονταν για πρώτη φορά. Στην εξορία, όμως, παρά το τσακισμένο χέρι, θα αναπτύξει και το ταλέντο του δίπλα σε ανθρώπους όπως ο Ρίτσος, και ο Χρήστος Δαγκλής, ο «δάσκαλος» στη ζωγραφική .
Λέει ο ίδιος στο λεύκωμα Μακρόνησος :
«Πολλές οι προσωπικότητες στο στρατόπεδο του Αϊ-Γιώργη, της Αντίστασης, των γραμμάτων, της τέχνης. Κι όσοι είχαμε αμαρτάνει πάνω σε χαρτί με σχέδια ή γραφτά κι όσοι ακόμη από μας δεν το τόλμησαν, κάνουμε όνειρα να τα μοιραστούμε μαζί τους, ν’ αντλήσουμε γνώσεις πολύτιμες για πολλούς. Κάμποσοι μ’ ενδιαφέρον και ταραχή θα ξεφυλλίσουν τα μακρωνησιώτικα σκίτσα μου και ξέχωρ’ από τους άλλους θα μου μείνει η εικόνα του Μάνου Κατράκη.
Καθιστός στα χαλάσματα τα ‘χει πάρει στα χέρια του και τον κοιτάω να σοβαρεύει μονομιάς, να πισωγυρίζει τα φύλλα, με τρεμάμενα δάχτυλα να ξανακοιτάζει σκεφτικός κάποιο σχέδιο και στο κακοξυρισμένο του μάγουλο να κυλάει το δάκρυ.
Τα καλοείδε κάποια φορά, σηκώθηκε απότομα και με φίλησε σταυρωτά. Σε ευχαριστώ μου λέει, που το μπόρεσες… και συνέχισέ τα, τ’ ακούς, μου κάνει κουνώντας το δάχτυλό του, αλλιώς θάναι σαν να τους έχεις προδώσει».
Το λεύκωμα Μακρόνησος με σχέδια και κείμενά του τυπώθηκε το 1964. Είναι η πρώτη μαρτυρία που περιγράφει την κόλαση της Μακρονήσου, τους βασανιστές και τα εγκλήματα που έγιναν εκεί. Και μόνο το εξώφυλλό του σε συγκλονίζει. Μακελειό στη χαράδρα, με τον Ιωαννίδη, μαέστρο της κόλασης, με το ρολόι στο χέρι, να ορίζει της τρέλας και του θανάτου το όριο. Σε κάθε γωνιά του ξερόβραχου και μια ιστορία με αίμα και πόνο και περηφάνια ανθρώπινη. Ο Βαβάκος την ώρα της κρίσης, η χαράδρα, το καψώνι της δίψας, η φάλαγγα, ο κουμπάρος Θέμος Κορνάρος τις πονηρές ώρες που περίμεναν τον ερχομό των βασανιστών, να ξεστρατίζει τη σκέψη των εξορίστων με απίθανες αφηγήσεις.
Μετά από μήνυση του αρχιβασανιστή της Μακρονήσου και μετέπειτα χουντικού Ιωαννίδη, απαγορεύτηκε η κυκλοφορία του λευκώματος. Ξανατυπώθηκα τη δεκαετία του 1980 και έκτοτε υπάρχει σταθερά στις προθήκες των βιβλιοπωλείων.
Εδώ θα κάνω μια παρένθεση για να αναφέρω μια μαρτυρία που δείχνει πώς λειτούργησε εκείνα τα δύσκολα χρόνια το λεύκωμα. Η μαρτυρία γράφτηκε στη σελίδα του Γιώργου στο fb:
«Πριν από ένα — δυο μήνες, αποφάσισα να τακτοποιήσω το άδειο από τη φυσική παρουσία του πατέρα μου δωμάτιό του. Όταν πήγα να πετάξω ένα παλιό επιπλάκι στα σκουπίδια, έπεσε μια “πονηρή” πλάτη που είχε φτιάξει. Μέσα της ήταν κρυμμένο το βιβλίο σας και μάλιστα με “κατεστραμμένο” το εξώφυλλο. Αυτό το βιβλίο όταν ήμασταν δεκάχρονα παιδιά το ΄67, το έβγαζε πολύ συχνά από την κρύπτη του για να μας διαπαιδαγωγήσει στα πανανθρώπινα ιδανικά του και για να μας διδάξει την ανθρώπινη δύναμη απέναντι στο άδικο, να μας μιλήσει για την “εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο”, να μην μας κυριεύσει ποτέ ο φόβος. Εν πολλοίς το κατάφερε. Στις 26 του Μάη φέτος το ξαναβρήκα μπροστά μου σε επίσκεψη τιμής στο κολαστήριο και έτσι ξαναμπήκε φρέσκο, με το εξώφυλλό του πλέον, δίπλα στο αδερφάκι του, στο πρώτο ράφι της βιβλιοθήκης μου. Σας ευχαριστώ που υπήρξατε “δάσκαλός” μου στα δύσκολα παιδικά μου χρόνια. Και σας τιμώ ιδιαίτερα που υπάρχετε και συνεχίζετε. Να είστε πάντα καλά!».
Από τα τέλη του 1961 μέχρι το 1967 που ξαναπιάστηκε και στάλθηκε στην εξορία είναι «ελεύθερος με την ιδιότητα του «αδειούχου εξόριστου». Σε αυτό το διάστημα ο Γιώργος Φαρσακίδης συμμετέχει με την εικαστική του προσφορά στις πολύμορφες εκδηλώσεις της ΕΔΑ, του φιλειρηνικού και του λαϊκού κινήματος για το διώξιμο των αμερικανικών βάσεων και την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων. Ιδιαίτερα πλούσιο και λιγότερο γνωστό το προπαγανδιστικό έργο αυτής της περιόδου.
Με την κατάργηση των στρατοπέδων και την πτώση της χούντας, ο Γ. Φαρσακίδης ασχολήθηκε επαγγελματικά με τα εικαστικά. Τύπωσε λευκώματα, αφίσες ημερολόγια. Θα ξεχωρίσω το λεύκωμα «Εδώ Πολυτεχνείο». Ταξιδεύοντας σε χώρες του εξωτερικού, έστειλε ανταποκρίσεις και έχει πάρει συνεντεύξεις που δημοσιεύτηκαν στο Ριζοσπάστη.
Το 1994 εκδίδεται τα λεύκωμα «Τόποι Εξορίας», προς τιμήν των 75 χρόνων του ΚΚΕ. Ένα ρεπορτάζ από τα στρατόπεδα που πέρασε. Αϊ-Στράτης, Μακρόνησος, πάλι Αϊ ‑Στράτης και Γυάρος την περίοδο της δικτατορίας.
Όπως προείπα τα 1982 κάνει την πρώτη συγγραφική του εμφάνιση με την «Πρώτη πατρίδα» και ένα χρόνο αργότερα το «Ποτέ τους δεν έγιναν είκοσι». Και όπως πολύ εύστοχα είχε γράψει τότε η παλαίμαχος σήμερα συνάδελφος και συντρόφισσα μου Ευγενία Ζωγράφου «διαφαίνεται το διπλό ταλέντο, του συγγραφέα και του ζωγράφου».
Τυχαίο; Καθόλου! Ο Γιώργος μεγάλωσε σε ένα σπίτι (στην Οδησσό) με πολύ πλούσια βιβλιοθήκη. Στα παιδικά του αναγνώσματα όλη η καλή ρώσικη λογοτεχνία. Αργότερα, στους τόπους εξορίας το διάβασμα λογοτεχνίας ήταν καθημερινή τους δραστηριότητα. Και η όσμωση στους τόπους εξορίας με σπουδαίους λογοτέχνες και ποιητές, όπως ο Θέμος Κορνάρος, ο Μενέλαος Λουντέμης, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Τάσος Λειβαδίτης κ.ά. Αυτό το λογοτεχνικό ταλέντο ανακάλυψε ο ίδιος στην προσπάθεια του να γράψει τα κείμενα του λευκώματος «Μακρόνησος». Όπως λέει, όταν τέλειωσε το λεύκωμα και ξαναδιάβασε τα κείμενα αιφνιδιάστηκε και ο ίδιος: «Μα αυτά είναι λογοτεχνία! Πώς τα κατάφερα;».
Εκτοτε ακολούθουσαν:
«Έντεκα ημέρες και τρεις χρονιές του εμφυλίου»: Περιγράφονται η σύλληψή του, οι συνθήκες της κράτησης και της ανάκρισης του και η δίκη του το 1952.
«Σε άνιση μάχη», ένα λιθαράκι τιμής στη γενιά των συνοδοιπόρων του που έπεσαν σε μια άνιση μάχη, για τη «ζωή, λευτεριά και τιμή του λαού». Ένα ταξίδι στη μνήμη είναι και το μικρό βιβλιαράκι με τίτλο «Της πρώιμης νιότης».
Λόγος μεστός και άμεσος, στο αυτοβιογραφικό του έργο, στα διηγήματά του, στις μαρτυρίες. Γράφει με τη γλώσσα της ψυχής του. Πηγή του το προσωπικό του βίωμα που κατορθώνει να το μετουσιώσει από ατομικό σε καθολικό. Πάντα η αναφορά στους συντρόφους του. Ποτέ στον ίδιο. Νιώθει χρέος του να μιλήσει για τους αξεδίψαστους της ζωής. Τους φίλους και γειτονόπουλά του, που πέθαναν με το όραμα ενός καλύτερου κόσμου. Συμβάντα αληθινά, καθημερινή αναμέτρηση με το θάνατο.
Ο Φαρσακίδης δεν περιορίστηκε στην καταγραφή μόνο βιωματικών εμπειριών. Στα λευκώματα «Του Ερωτα και της μοναξιάς» και «Ομήρου Ιλιάδα 24 λιθογραφίες του Henri Motte» ξεδιπλώνει τις καλλιτεχνικές ευαισθησίες του. Το πρώτο περιλαμβάνει καρτ ποστάλ που είχε λάβει στην Οδησσό η μητέρα του, από διάφορα μέρη του κόσμου. Μέσα από τις καρτ ποστάλ αναδύεται το πανόραμα μιας εποχής και η σύγκρουση ιδεών στο χώρο της τέχνης. Το δεύτερο, είναι μια σύνδεση με την παιδική του ηλικία, τότε που 7χρονο παιδί στην Οδησσό φυλλομετρούσε με θαυμασμό τις εικονογραφημένες σελίδες της Ιλιάδας (στα γαλλικά) και ανακάλυπτε την Ελλάδα.
Δε διστάζει να μπει και σε ξένα χωράφια. Στα «Ιαματικά ψεύδη και ‘’βέβηλες’’ προσεγγίσεις» αποκαλύπτει τα ιαματικά ψεύδη της ιστορίας. Μπροστά από τα μάτια μας περνάει ένας άλλος Απόστολος Παύλος, ένας άλλος Μεγαλέξανδρος, ένας άλλος Νέρωνας, ένας άλλος Κωνσταντίνος, ένας άλλος Επίκουρος, απ’ αυτούς που γνωρίσαμε στην επίσημη Ιστορία. Στο βιβλίο «Ο Στωικισμός και η ανάγκη καινούριων θεών» μια σύντομη παρουσίαση του Χριστιανισμού. Γεγονότα από εκείνα που σκοπίμως παραλείπονται από την «Επίσημη Ιστορία», συγκαλύπτοντας τις ανομίες της εκάστοτε «Ελέω Θεού» εξουσίας.
Τέλος, δε θα μπορούσε να λείπει από το συγγραφικό έργο η Θεσσαλονίκη (στο εικαστικό είναι παρούσα με την Καμάρα, τον Λευκό Πύργο, τη Ροτόντα κλπ.). Σεργιάνι σε παλιούς καιρούς και παλιές γειτονιές, το λεύκωμα «Θεσσαλονίκη», με φωτογραφίες από το διάστημα τρίμηνης άδειας παραμονής στην πόλη, τέλη του 1956.
Είπα πολλά και σας κούρασα. Ειλικρινά έκοψα πράγματα που θα ήθελα να πω και θα είχαν αξία να ακουστούν. Δεν ήξερα τι άλλο να κόψω. Θα ολοκληρώσω την παρουσίαση του Γιώργου Φαρσακίδη με την απάντηση που έδωσε ο ίδιος στην ερώτηση αν θα ήθελε να ήταν αλλιώς η ζωή του; «Είναι μια ζωή, την οποία ποτέ δε θα ‘θελα ν’ αλλάξω. Όπως δεν άλλαξα και την πίστη μου κι ας απομυθοποιήθηκαν κάποια πράγματα. Το ιδανικό παρέμεινε το ίδιο. Ο Λένιν έλεγε ότι κομμουνιστής είναι εκείνος που συμβάλλει, ώστε να προωθηθούμε, έστω κι ένα βηματάκι, προς την επανάσταση. Ούτε μεγάλα λόγια, ούτε εξάρσεις. Απλώς, πρακτικά, να συμβάλεις με ένα μικρό λιθαράκι. Αυτό που μπορεί να προσφέρει ο καθένας. Για μένα οι ιδέες του σοσιαλισμού συνοψίζονται στη φράση “να ανθρωπέψει ο άνθρωπος”. Για μένα, θα υπάρχει πάντα η “Ιθάκη” μου, η ιδεολογία μου. Ποτέ δε θα ‘θελα να κάνω συμβιβασμό, να κάνω πίσω, να αρνηθώ. Αυτό ποτέ δε θα το κάνω».
(Ομιλία μου σε εκδήλωση προς τιμήν του Γιώργου Φαρσακίδη το 2014)