Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιώργος Φαρσακίδης, σύντροφος, δάσκαλος, πρότυπο

του Ηρα­κλή Κακα­βά­νη //

Ο Γιώρ­γος Φαρ­σα­κί­δης είναι ένας μεγά­λος φίλος και δάσκα­λός μου. Δεν λέω «φίλος μου» για­τί ο Γιώρ­γος είναι γενι­κής απο­δο­χής στη φιλία. Όμως το «δάσκα­λός μου» το διεκ­δι­κώ μετά από όσα έμα­θα ‑εκών άκων–  κοντά του. Με το θάρ­ρος αυτής της διτ­τής σχέ­σης μαζί του, σας στον συστή­νω, αν και νομί­ζω ότι δε χρειά­ζε­ται ιδιαί­τε­ρες συστά­σεις. Είναι γνω­στό και το έργο του και η ζωή του. Εγώ, μαζί με την επα­νά­λη­ψη ή ανα­δια­τύ­πω­ση ήδη ειπω­μέ­νων πραγ­μά­των θα προ­σπα­θή­σω να σκια­γρα­φή­σω τον Γιώρ­γο Φαρ­σα­κί­δη με υλι­κό που ο ίδιος μας δίνει στα βιβλία του.

Ο Γ. Φαρ­σα­κί­δης είναι τύπος κατ’ εξο­χήν βαρ­να­λι­κός, στα απλά και ανθρώ­πι­να, στην αντί­λη­ψη για την τέχνη, στη στά­ση ζωής, στη σάτι­ρα και το καλα­μπού­ρι. Απρό­βλε­πτος και ετοι­μό­λο­γος. Στην πιο αθώα φρά­ση, στην ανύ­πο­πτη στιγ­μή θα βρει το ερέ­θι­σμα να σπά­σει τον πάγο, να δημιουρ­γή­σει οικειό­τη­τα, να σου πει κάτι που φεύ­γο­ντας θα το σκε­φτείς. Αυτή του την ικα­νό­τη­τα να αστειεύ­ε­ται θα τη χρη­σι­μο­ποι­ή­σει και στις πιο δύσκο­λες στιγ­μές απέ­να­ντι στους δεσμώ­τες του. Όπως σε κάποιο διά­λειμ­μα της εξο­ρί­ας που τον κάλε­σε το ανερ­χό­με­νο αστέ­ρι της Ασφά­λειας Θεσ­σα­λο­νί­κης, ο Βαλερ­γά­κης, για να του ανα­κοι­νώ­σει προ­σω­πι­κά ότι ψηφί­στη­κε διά­τα­ξη και αν αρνη­θεί να δώσει παρών, θα επι­στρέ­ψει πάλι στην εξορία:

«Είχα την ατυ­χή έμπνευ­ση κάνο­ντας πλά­κα να τον ρωτή­σω, αν το παρών πρέ­πει καθη­με­ρι­νά να το δίνου­με στα κεντρι­κά ή στο παράρ­τη­μα Ασφα­λεί­ας της γει­το­νιάς; Κι έγι­νε το θάμα!

Μου πρό­σφε­ραν κάθι­σμα και στιγ­μιαία ανα­βαθ­μί­στη­κα σε ‘’κύριο Φαρσακίδη’’.

  • Όσον αφο­ρά το παρών, μην το σκέ­πτε­στε. Έτσι, απλώς, πού και πού, να περ­νά­τε για μια καλημέρα.
  • Κύριε Βαλερ­γά­κη, το έχω σκε­φτεί, του απα­ντώ κι εγώ με χαμό­γε­λο. Δε θα έρθω να δώσω παρών, καθό­τι η διά­τα­ξη είναι και αντι­συ­νταγ­μα­τι­κή και παράνομη. 

Κι έγι­νε έκρηξη!

  • Βρε καθί­κι! Σε ποιον πας να που­λή­σεις μαγκιά; Θα μου το πλη­ρώ­σεις πολύ ακρι­βά. Και να θυμά­σαι, θα είσαι ο πρώ­τος που θα συλλάβω!

Ο κύριος μοί­ραρ­χος στά­θη­κε συνε­πής. Ήμουν ο πρώ­τος που πιά­σα­νε τη μεθε­πό­με­νη μέρα. Στο κρα­τη­τή­ριο κατά­βρεγ­μα με παγω­μέ­νο νερό, ξύλο μέχρι λιπο­θυ­μί­ας και την άγου­σα για Αϊ-Στρά­τη για άλλα δυό­μι­σι χρόνια».

Είναι πολ­λές οι φάρ­σες που αφη­γεί­ται στο υπό έκδο­ση «Ευτρά­πε­λα της εξο­ρί­ας» και πρω­τα­γω­νι­στής είναι ο ίδιος. Ίσως να μην είναι και τυχαίο το πρώ­το συν­θε­τι­κό του επι­θέ­του του (φάρ­σα). Μαζί με την πλά­κα και ο αυτο­σαρ­κα­σμός όπως στη φωτο­γρα­φία όπου εικο­νί­ζε­ται με ένα γάι­δα­ρο, με την ακό­λου­θη λεζάντα:

«Στη φωτο­γρα­φία ο Γ. Φαρ­σα­κί­δης (δεύ­τε­ρος από τ’ αρι­στε­ρά) στο στρα­τό­πε­δο του Αϊ-Στράτη».

Ο Φαρ­σα­κί­δης από μικρός ήταν εξοι­κειω­μέ­νος με τα ζώα. Πάντα στη ζωή του υπάρ­χει ένα ζώο. Μικρό αφιέ­ρω­μα στη μνή­μη του αξέ­χα­στου τετρά­πο­δου φίλου του Μπού­μπη είναι το μικρό εικο­νο­γρα­φη­μέ­νο βιβλια­ρά­κι «Ο Μπού­μπης» που εξέ­δω­σε πέρ­σι. Μια μνή­μη σίγου­ρα φορ­τι­σμέ­νη και με κάποιες υπο­βό­σκου­σες και ανο­μο­λό­γη­τες προ­σω­πι­κές συναι­σθη­μα­τι­κές καταστάσεις.

Στην οικο­γέ­νειά του πάντα είχαν ζώα. Αρκε­τές οι ανα­φο­ρές και οι σχε­τι­κές φωτο­γρα­φί­ες στα βιβλία του. Αυτή η σχέ­ση ξεκι­νά από τα πρώ­τα παι­δι­κά του χρό­νια στη νεα­ρή τότε Σοβιε­τι­κή Ενω­ση, με τον σκύ­λο τον Ρεξ που συνέ­χεια τρι­βό­ταν πάνω του και τη Μούρα:

«Η Μού­ρα, η μεγά­λη ριγω­τή γάτα μας, κοι­μά­ται κου­λου­ρια­σμέ­νη στα πόδια μου. Ξέρω πως μ’ αγα­πά­ει σαν το παι­δί. Αλλιώς δε θα μού­φερ­νε εκεί­νον τον ποντι­κό να τον ακου­μπή­σει στο προ­σκε­φά­λι μου. Και να περι­μέ­νει δίπλα μου ‘’μουρ, μουρ, μουρ’’ να ξυπνήσω».

Μάλι­στα, στην εξο­ρία τα φιλο­ζω­ι­κά του αισθή­μα­τα κρί­θη­καν ως μαρ­ξι­στι­κή «παρε­κτρο­πή».

«Έτσι και στην εξο­ρία ήταν επό­με­νο να έχω υπό την ‘’προ­στα­σία’’ μου γάτα ή σκύ­λο. Κάποια φορά που καθό­μουν κρα­τώ­ντας στα χέρια μου ένα γατά­κι, στά­θη­κε από πάνω μου ο Λευ­τρά­κης. Χωρια­τό­παι­δο του δημο­τι­κού ο Λευ­τέ­ρης και με ‘’επέ­πλη­ξε’’ λέγοντας:

  • Ε, ρε, πώς κατα­ντή­σα­με! Κι όπως πάμε, θα γίνου­με και ζωόφιλοι!

Σκέ­φτη­κα ότι προ­φα­νώς εννο­ού­σε κάποιο αντι­μαρ­ξι­στι­κό παρα­πά­τη­μα που δε θα είναι εύκο­λο να αντικρούσεις…

Την επό­με­νη μέρα τού είχα κολ­λή­σει απλά σαν αντί­λο­γο, στο κρε­βά­τι του μια φωτο­γρα­φία του Λένιν…!»

Σε αυτή τη φωτο­γρα­φία ο Λένιν έχει αγκα­λιά μια γάτα.

Όταν γύρι­σε πριν 10 μέρες από τη Θεσ­σα­λο­νί­κη, μιλή­σα­με στο τηλέ­φω­νο και τον ρώτη­σα πότε ήρθε, μου απάντησε:

Χτες ήρθα, άφη­σα όμως τη Μαμού­κα μόνη και στε­να­χω­ριέ­ται. Της λεί­πω. (Η Μαμού­κα είναι η γάτα του).

 

Οι δισε­βδο­μα­διαί­ες συνα­ντή­σεις μας απο­τε­λούν φρο­ντι­στή­ριο καθο­λι­κής μάθη­σης για τον υπο­φαι­νό­με­νο και τους ‑τυχε­ρούς- συνο­δούς. Πολ­λές φορές, όταν του θέτω ερω­τή­μα­τα, χαρι­το­λο­γώ­ντας λέει ότι πήγα να τον αρμέ­ξω, μα η παρέα μαζί του, η συζή­τη­ση είναι μάθη­μα ζωής, ήθους και γνώ­σης. Για τα ωραία της ζωής. Για την τέχνη, τη λογο­τε­χνία, την ποί­η­ση, την ιστο­ρία, το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα Ελλά­δας. «Το ΚΚΕ είναι οι αγώ­νες και οι θυσί­ες, είναι το όρα­μα ενός άλλου κόσμου. Πότε μη ρίξεις νερό στο μύλο του αντι­κομ­μου­νι­σμού» μου είπε πριν μερι­κούς μήνες όταν έκλει­σε ένας μακρό­χρο­νος κύκλος κομ­μα­τι­κής χρέ­ω­σης στο «Ριζο­σπά­στη». Μόνι­μη έγνοια του το κόμ­μα. Φάνη­κε και με την τοπο­θέ­τη­σή του στον τελευ­ταίο προ­συ­νε­δρια­κό διά­λο­γο του ΚΚΕ. Αξί­ζει να τη δια­βά­σου­με όπως και αυτή στο 14ο Συνέ­δριο. Μια πρό­τα­ση θα υπεν­θυ­μί­σω από αυτή του την τοπο­θέ­τη­ση που όπως είπε ο Χαρί­λα­ος συμπύ­κνω­νε την πεί­ρα του παγκό­σμιου κινή­μα­τος: «Με τρο­μά­ζουν οι εύκο­λοι χαρα­κτη­ρι­σμοί, η συν­θη­μα­το­λο­γία και η υπεραπλούστευση».

Και στις συζη­τή­σεις μας πάντα «παρoύ­σα» η ποί­η­ση. Ο Παλα­μάς, Βάρ­να­λης, ο Ρίτσος, ο Αγγου­λές, ο Μαλα­κά­σης, ακό­μα και ο Βιζυ­η­νός. Κι όλα από μνή­μης, ακό­μη και τώρα σε υπε­ρώ­ρι­μη ηλικία.

Η ζωή του είναι ένα συναρ­πα­στι­κό ταξί­δι από την προ­ε­πα­να­στα­τι­κή Ρωσία μέχρι τις μέρες μας. Με στά­σεις στα σημα­ντι­κό­τε­ρα γεγο­νό­τα του προη­γού­με­νου αιώ­να, από τα οποία δεν έλλει­ψε. Αυτό το ταξί­δι περι­γρά­φε­ται στο λεύ­κω­μα «Σα βγεις στον πηγαι­μό για την  Ιθά­κη. Μαρ­τυ­ρί­ες Λόγου και Τέχνης» .

Αλύ­γι­στος, ανυ­πο­χώ­ρη­τος. Νωρίς, έφη­βος ακό­μη, άκου­σε το κάλε­σμα του ποιητή:

Ανά­ξιος όποιος ξάφ­νου ακούει

το προ­σκλη­τή­ρι των καιρών

να το φυσά­ει ή να το κρούει

σάλ­πιγ­γα ή τύμπανο…Τ’ ακούει

δεν λέει: Παρών!

Αυτο­δί­δα­κτος στους χώρους εξο­ρί­ας, ζωγρα­φί­ζει και χαρά­ζει θέμα­τα με περιε­χό­με­νο από τη ζωή των συγκρα­τού­με­νων συνα­γω­νι­στών, κατα­γρά­φει την καθη­με­ρι­νό­τη­τα και τις θηριω­δί­ες και η ζωγρα­φι­κή, το χαρα­κτι­κό γίνο­νται ένα μέσο επι­κοι­νω­νί­ας και καταγ­γε­λί­ας. Και αργό­τε­ρα μετά την από­λυ­σή του η Τέχνη του συν­δέ­ε­ται με τους αγώ­νες του ελλη­νι­κού λαού.  Τέχνη και ζωή στην υπη­ρε­σία του λαού.

Λαέ αγα­πη­μέ­νε

σ’ αγα­πά­με και ζούμε

σ’ αγα­πά­με και δεν υποφέρουμε

σ’ αγα­πά­με και γρά­φου­με ωραία τραγούδια

Αυτό την έκα­νε τέχνη δια­χρο­νι­κή αφού στο επί­κε­ντρό της είχε τον αγω­νι­ζό­με­νο άνθρω­πο, τις αγω­νι­στι­κές  σελί­δες του λαού, την ίδια τη ζωή. Το περιε­χό­με­νο αυτής της Τέχνης περιέ­γρα­ψε ο ίδιος σε ομι­λία του πριν μερι­κά χρό­νια (αυτό το κεί­με­νο υπάρ­χει ως πρό­λο­γος στη μικρή Ιθάκη):

«Και εμείς, δου­λεύ­ο­ντας σε συν­θή­κες αντί­ξο­ες τα σκη­νι­κά του στρα­το­πε­δι­κού μας θεά­τρου, αντλού­σα­με κου­ρά­γιο από την αίσθη­ση των στιγ­μών της χαράς που θα δίνα­με στους ταλαι­πω­ρη­μέ­νους από την πολύ­χρο­νη κρά­τη­ση, συνε­ξό­ρι­στους. Ζωγρα­φί­ζα­με, χαρά­ζα­με, τυπώ­να­με κάρ­τες στον Αϊ-Στρά­τη, και επί Χού­ντας αργό­τε­ρα στη Γυά­ρο και Λέρο. Να μάθουν οι έξω ότι ζού­με και κρα­τά­με άπαρ­το το αγω­νι­στι­κό μας χαρά­κω­μα. Πρό­τυ­πα μας οι μεγά­λοι ρεα­λι­στές που είχαν θέσει την τέχνη τους στην υπη­ρε­σία των λαϊ­κών συμ­φε­ρό­ντων. Θαυ­μά­ζα­με τον Μαγια­κόφ­σκι που είχε στρα­τεύ­σει την ποί­η­ση του στην κατα­πο­λέ­μη­ση του αναλ­φα­βη­τι­σμού. Τον Ριβιέ­ρα που ζωγρα­φί­ζει σκυμ­μέ­νες πλά­τες και γερ­μέ­να κεφά­λια των αγρο­τών, Αμε­ρι­κά­νους ληστές πετρε­λαί­ων, τρα­πε­ζί­τες με τη βίβλο και πόρ­νες της “υψη­λής κοι­νω­νί­ας”. Αλλά και την απε­λευ­θε­ρω­μέ­νη γη, με τους γεω­πό­νους, τα τρα­κτέρ και τα λαϊ­κά πανη­γύ­ρια. Χαι­ρό­μα­σταν την καυ­στι­κή ειρω­νεία του Πικά­σο για τους αρνη­τές του κοι­νω­νι­κού περιε­χο­μέ­νου στην Τέχνη και τη δήλω­ση του στους βολε­μέ­νους αστούς για το ότι τα έργα του: «…είναι βόλια που στο­χεύ­ου­νε πάνω τους…».
Μετά τη διά­λυ­ση των στρα­το­πέ­δων, ζώντας στην κοι­νω­νία της «Ελεύ­θε­ρης Αγο­ράς» πιστο­ποιού­σα όλο και περισ­σό­τε­ρο ότι η τέχνη που δεν ξανοί­γει προ­ο­πτι­κές ενός κόσμου καλύ­τε­ρου, που προ­βάλ­λει σαν αυτο­σκο­πό τη βία και την απλη­στία του κέρ­δους, μια τέχνη που της είναι αδιά­φο­ρος ο ανθρώ­πι­νος πόνος, που πολε­μά τις χαρές της ζωής, την ομορ­φιά, τη φύση, τον έρω­τα, δεν είναι παρά μια τέχνη σύμ­φω­νη με τις επι­τα­γές των προ­νο­μιού­χων της Νέας Τάξης Πραγμάτων»

Ας παρα­κο­λου­θή­σου­με όμως ανα­λυ­τι­κά τη ζωή και το έργο του:

Γεν­νή­θη­κε στην Οδησ­σό της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης στα 1926. Γιος της Ρωσί­δας, αρχο­ντο­μα­θη­μέ­νης, θρή­σκας, αλη­θι­νά φιλάν­θρω­πης, ζωό­φι­λης, πολι­τι­κά αδιά­φο­ρης, πάντα αυστη­ρή με το γιο της, Ελέ­νας, και του Πόντιου μορ­φω­μέ­νου, άθε­ου, κυνη­γη­μέ­νου από τους Τούρ­κους, εύπο­ρου έμπο­ρου Ανα­στά­σιου Φαρ­σα­κί­δη, τιμη­μέ­νου από τη νεο­σύ­στα­τη ΕΣΣΔ σαν «πρω­το­πό­ρος της σοσια­λι­στι­κής εργα­σί­ας», για­τί παρά τις αντιρ­ρή­σεις του πίστευε πως «το μεγά­λο δίκιο είναι το δίκιο της επανάστασης».

  «Οι μετε­πα­να­στα­τι­κές συν­θή­κες δεν ήταν εύκο­λες. Το ’33 υπήρ­χε πεί­να. Ο κόσμος σατί­ρι­ζε, πως όσο ήταν ο “βλά­κας ο Νικό­λα­ος στην εξου­σία το ψωμί είχε ένα πενη­ντα­ρά­κι. Αλλά με τους μπολ­σε­βί­κους δεν υπάρ­χει ούτε ψίχου­λο”. Ο ίδιος λαός που έκα­νε την Επα­νά­στα­ση, στα δύσκο­λα χρό­νια ακο­λού­θη­σε αυτό που έλε­γε ο Μαρξ, ότι αν δε γεμί­σει το στο­μά­χι, ο άνθρω­πος θα ακο­λου­θή­σει το άμε­σο συμ­φέ­ρον του. Ο πατέ­ρας μου έλε­γε ” εγώ είμαι αστός, αλλά είμαι σε θέση να κατα­λά­βω την ανα­γκαιό­τη­τα αυτής της δύσκο­λης περιό­δου, αφού χτί­ζε­ται ένα ωραίο μέλ­λον. Ενώ, αυτοί που έκα­ναν την επα­νά­στα­ση και πολέ­μη­σαν στις τάξεις του Κόκ­κι­νου Στρα­τού δεν είναι σε θέση να το καταλάβουν”».

Ο νεα­ρός Γιώρ­γος θα φοι­τή­σει στο ελλη­νι­κό σχο­λείο της Οδησ­σού. Ομως, το 1934 η οικο­γέ­νεια απο­φα­σί­ζει να φύγει στην Ελλά­δα, ανα­ζη­τώ­ντας μια καλύ­τε­ρη ζωή. Στις 14 Ιού­λη 1934 η οικο­γέ­νεια έφτα­σε στο λιμά­νι της Θεσ­σα­λο­νί­κης και εγκα­τα­στά­θη­κε στο Ντεπώ.

 

Τα βιώ­μα­τα αυτής της περιό­δου τα ιστο­ρεί στο αυτο­βιο­γρα­φι­κό βιβλίο «Πρώ­τη πατρί­δα», που βρα­βεύ­τη­κε από την Εται­ρεία Ελλή­νων Λογο­τε­χνών. Είναι η πρώ­τη του εμφά­νι­ση ως συγ­γρα­φέ­ας. «Βιώ­μα­τα και συμ­βά­ντα ενός τόπου και μιας επο­χής», όπως μας προϊ­δε­ά­ζει ο ίδιος. Οδησ­σός στη μετε­πα­να­στα­τι­κή Ρωσία, με πηγές “ό,τι έχει περι­σώ­σει η παι­δι­κή μνή­μη, οι αφη­γή­σεις και η μετα­γε­νέ­στε­ρη προ­σω­πι­κή οπτική”.

Είναι ενδια­φέ­ρον να παρα­κο­λου­θή­σει κανείς πώς η αστή μάνα εξοι­κειώ­νε­ται με την Επα­νά­στα­ση και τους κομ­μου­νι­στές, ενδει­κτι­κή η στά­ση της αυτού που συμ­βαί­νει στη ρώσι­κη κοινωνία.

Για τις ανά­γκες στέ­γα­σης του πλη­θυ­σμού τούς πήραν δύο δωμά­τια από το σπί­τι, κάρ­φω­σαν και την πόρ­τα στο μεσό­τοι­χο, βάλαν και την ντου­λά­πα από πίσω για να ξεχω­ρί­σουν τα δια­με­ρί­σμα­τα. Ήταν τέτοια η σύγ­χυ­ση της μητέ­ρας του με τους και­νού­ριους γεί­το­νες τους οποί­ους έφε­ραν παρά τη θέλη­σή της, που ούτε να τους αντι­κρί­σει δεν ήθελε.

«Εκεί­νος υπα­ξιω­μα­τι­κός του στρα­τού, απ’ αυτούς που πέρα­σαν με τους κόκ­κι­νους, φορά­ει στο­λή με δυο τρυ­γο­νά­κια στο πέτο, δικά τους δια­κρι­τι­κά. Εκεί­νη, ανα­κα­τεύ­ε­ται με το θέα­τρο. Πώς μπλέ­ξα­με, Θεέ μου; Τι κου­μά­σια θα είναι; Του­λά­χι­στον δεν έχουν παι­διά, μου φτά­νουν οι μπε­λά­δες με τα δικά μου. Τους άκου­γα όλη μέρα να περ­πα­τούν πίσω από την πόρ­τα μου, να τακτο­ποιού­νται σε δικά μου δωμά­τια και δεν έβρι­σκα ησυ­χία… Τη δεύ­τε­ρη μέρα ανοί­γω να μπά­σω τη Μού­ρα μας, που νια­ού­ρι­ζε έξω από την πόρ­τα τους, η προ­δό­τρα, και βρε­θή­κα­με αντι­κρι­στά, φάτσα με φάτσα. ‘’Καλη­σπέ­ρα’’ μου λέει, ‘’έχω κάτι εντό­σθια για τη γάτα σας, με λένε Ολγα Πετρόβ­να’’. Ετσι αυθόρ­μη­τα με χαμό­γε­λο. Την κοι­τάω, μελα­χρι­νού­λα, νόστι­μη και δεν έμοια­ζε καθό­λου με εκεί­να τα τέρα­τα που φαντά­στη­κα. Οσο να της επι­στρέ­ψω το πιά­το, να ‘σου κι ο άντρας της. Με καλη­σπέ­ρι­σε, χάι­δε­ψε τη Μού­ρα: ‘’όμορ­φο ζωντα­νό, πώς τη λένε;’’. Τον κοι­τάω και σκέ­φτο­μαι, πρό­σω­πο καλο­συ­νά­το, άνθρω­πος όπως όλοι και να είναι …κομ­μου­νι­στής! Πρώ­τη νύχτα που κοι­μή­θη­κα χωρίς βρα­χνά­δες, λες κι έφυ­γε ένας βρά­χος από πάνω μου».

Την αλή­θεια της επα­νά­στα­σης δε δίστα­ζε να την ομο­λο­γή­σει. Όταν ο γιός της, ένα χρό­νο μετά τον ερχο­μό τους στην Ελλά­δα, έπα­θε μόλυν­ση και χρειά­στη­κε να τον πάει στο νοσο­κο­μείο, όταν είδε την ανύ­παρ­κτη πρό­νοια για τους ασθε­νείς, με περη­φά­νια είπε: «Στη Ρωσία μπο­ρεί να είχα­με δυσκο­λί­ες, αλλά μάθα­με να μας συμπε­ρι­φέ­ρο­νται ανθρώ­πι­να». Και το βρά­δυ που διη­γού­νταν το περι­στα­τι­κό σε φίλους κάποιος από­ρη­σε. «Μα πήγα­τε χωρίς μέσο… Ας δίνα­τε του­λά­χι­στο κανέ­να μπαξίσι».

«’’Μέσο, μπα­ξί­σι, μα τι μου λέτε!’’ κόρω­σε η μάνα. ‘’πέρ­σι τού­τον εδώ τον συμ­μα­ζέ­ψαν κάτω απ’ το τραμ. Όλο βρώ­μα και αίμα­τα, ίδιο αλη­τά­κι. Και ποιος νομί­ζε­τε τον χει­ρούρ­γη­σε; Ο ίδιος ο καθη­γη­τής, ο Ουσπέν­σκι, η κορυ­φή! Και τι περι­ποί­η­ση, κι ούτε καπί­κι. Μπο­ρεί να είναι όπως το λέτε κύριε Στρά­το και μπολ­σε­βί­κοι και άθε­οι, αλλά το σωστό και η αλή­θεια να λέγονται».

Λέει ο ίδιος ο Γιώρ­γος για τη μητέ­ρα του: «Αυτή η μάνα είχε ωραί­ες αρχές, που έφτα­ναν στα όρια της αυτα­πάρ­νη­σης, αλλά λόγω της κατα­γω­γής της έβλε­πε αλλιώς τα πράγ­μα­τα. Αυτή η γυναί­κα, που φύλα­γε αυτό­γρα­φα αστέ­ρων του τσα­ρι­κού θεά­τρου, μας βοη­θού­σε αργό­τε­ρα να τυπώ­νου­με παρά­νο­μα προ­κη­ρύ­ξεις και να φυγα­δεύ­ου­με Ρώσους αιχ­μα­λώ­τους από τη Θεσσαλονίκη».

Κεντρι­κό πρό­σω­πο σε αυτό το βιβλίο η μητέ­ρα του, η οποία με έναν τελεί­ως δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο από τον πατέ­ρα του, σφρά­γι­σε την προ­σω­πι­κό­τη­τα του Γ.Φ. Γυναί­κα έξυ­πνη και ικα­νή να αντα­πε­ξέλ­θει σε κάθε κατά­στα­ση με τον τρό­πο της, σε αντί­θε­ση με τον Ανα­στά­ση. Τύπος κινηματογραφικός.

Είπα πριν ότι η μάνα του ήταν αυστη­ρή μαζί του. Ο ίδιος χαρι­το­λο­γώ­ντας λέει ότι ήταν πάντα σε κόντρα με τη μάνα του που έβλε­πε ότι ο «ανε­πρό­κο­πος» (όπως τον απο­κα­λού­σε) γιός της δε θα γίνει αυτό που η ίδια θα ήθε­λε. Στα βιβλία του Γιώρ­γου η μάνα του είναι παρού­σα, επι­φα­νεια­κά αυστη­ρή και απο­γοη­τευ­μέ­νη, μα με περίσ­σια αγά­πη και περη­φά­νια για το γιό της. Είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό το γεγο­νός που αφη­γεί­ται ο ίδιος. Την περί­ο­δο της εξο­ρί­ας, όταν σε κάποια ολι­γο­ή­με­ρη άδεια επι­σκέ­πτε­ται το σπί­τι του απο­λο­γεί­ται στη μάνα του και της λέει «μάνα, δεν έκα­να δήλω­ση, ούτε θα κάνω δήλω­σης μετα­νοί­ας» Και η μάνα του του απα­ντά­ει «Ήξε­ρα ότι είσαι μπου­μπου­νο­κέ­φα­λος αλλά αλί­μο­νό σου αν μου γύρ­να­γες πίσω και με σκυμ­μέ­νο το κεφάλι».

Η κυρία Ελε­να όπως όλες οι μανά­δες των κρα­του­μέ­νων αγω­νι­στών, υπέ­φε­ρε περή­φα­να τον εγκλει­σμό του παι­διού της. Θυμί­ζει τη μάνα του Κατρά­κη ο οποί­ος κάπο­τε θέλη­σε να  δοκι­μά­σει την ψυχι­κή αντο­χή της μάνας του: -«Τι είναι Μανό­λη;» -«Θες να ‘ρθω στο σπί­τι, μάνα;» -«Πώς θα ‘ρθεις;» -«Ε… θα υπο­γρά­ψω και θα ‘ρθω»- «Ιντα να υπο­γρά­ψεις;» -«Δήλω­ση» -«Ιντα δήλω­ση;» -«Οτι δεν είμαι αυτό που είμαι…» -«Και δεν είσαι;» -«Είμαι» -«Μην υπο­γρά­ψεις, κερα­τά, μην υπογράψεις…».

Ο πατέ­ρας, με τις ιδέ­ες, το ήθος, την καλο­σύ­νη του επέ­δρα­σε καθο­ρι­στι­κά για το «δρό­μο» που πήρε ο γιος. Όταν την περί­ο­δο της τρο­μο­κρα­τί­ας ο Διευ­θυ­ντής Ασφα­λεί­ας κάλε­σε τον Ανα­στά­ση για να μεσο­λα­βή­σεις ώστε να υπο­γρά­ψει ο γιός του, περή­φα­να απά­ντη­σε «Δε θα υπο­γρά­ψει, μην επι­μέ­νε­τε και καλά θα κάνει». Όταν αργό­τε­ρα το έμα­θε ο γιός ένιω­σε πολύ υπε­ρή­φα­νος. Η πολύ μορ­φω­μέ­νη, γλωσ­σο­μα­θής αδελ­φή του Έλλη, τον επη­ρέ­α­σε με την προ­σφο­ρά της στους πάσχο­ντες και την αυτο­θυ­σία της για την οικο­γέ­νειά της. Η μάνα του επέ­δρα­σε στην αξιο­πρέ­πεια, στην περη­φά­νια, στη δύνα­μη του χαρα­κτή­ρα, στην ακλό­νη­τη ιδε­ο­λο­γία, ίσως και στο δημιουρ­γι­κό πεί­σμα του. Κι ας μην της πολυά­ρε­σε που ο γιος της «όλο ζωγρά­φι­ζε», όλο για τους μπολ­σε­βί­κους ήθε­λε να ακού­ει. Κι όλο «τσί­τω­νε τ’ αυτιά του» να ακού­ει τον ξερι­ζω­μέ­νο Ρώσο γερο — «φιλό­σο­φο», Ιππο­λύτ Αντρέ­γιε­βιτς Γκοφ­στέ­τερ, «λες και δε σου φτά­νει η δική σου χαζο­μά­ρα», του ‘λεγε η μάνα του, όσο κι αν ο «φιλό­σο­φος» εκτι­μού­σε πολύ το μυα­λό του γιου της, που όλο φτω­χό­παι­δα του Ντε­πώ έκα­νε φίλους. Αυτός ο Ρώσος δια­νο­ού­με­νος, φίλος και οπα­δός του Τολ­στόι, στά­θη­κε ο πνευ­μα­τι­κός του πατέ­ρας, αυτός που του έμα­θε ότι «χωρίς μίσος για το άδι­κο δεν υπάρ­χει αγά­πη». Για το φιλό­σο­φο μιλά στο ομώ­νυ­μο βιβλίο του που εκδό­θη­κε πριν μερι­κά χρόνια.

Η Κατο­χή βρή­κε τον Φαρ­σα­κί­δη στη Β’ Γυμνα­σί­ου κι έβα­λε τέλος στη σχο­λι­κή του στα­διο­δρο­μία. Ο καφε­νές του πατέ­ρα δεν μπο­ρού­σε, πια, να ζήσει την οικο­γέ­νεια. Η αδελ­φή του έγι­νε εθε­λό­ντρια νοσο­κό­μα στον Ερυ­θρό Σταυ­ρό (αργό­τε­ρα βοή­θη­σε τους ανταρ­το­Ε­ΛΑ­Σί­τες). Ανά­γκη να δου­λέ­ψει κι ο γιος για την επι­βί­ω­ση της οικο­γέ­νειας. Έκα­νε διά­φο­ρες δου­λειές. Κυρί­ως όμως στο μύλο του «Αλα­τί­νη».

«Εκεί ήταν τα γερ­μα­νι­κά αρτο­ποιεία. Δου­λεύ­α­νε και στη διάρ­κεια του ελλη­νοϊ­τα­λι­κού πολέ­μου, αλλά δε με είχαν δεχτεί για­τί δεν είχα ταυ­τό­τη­τα της ΕΟΝ. Δου­λεύ­α­με μέρα — νύχτα, σε τρεις βάρ­διες. Εκεί ανα­πτύ­χθη­καν οι πρώ­τοι αντι­στα­σια­κοί πυρή­νες. Εκεί έκα­να και μια σει­ρά γελοιο­γρα­φί­ες. Απ’ ό,τι ξέρω, είναι οι μονα­δι­κές που υπάρ­χουν από εκεί­νη την περί­ο­δο. Υπήρ­χε άνθη­ση της γελοιο­γρα­φί­ας στον ιτα­λι­κό πόλε­μο, αλλά στην Κατο­χή ανα­πτύ­χθη­καν άλλα είδη και όχι η γελοιο­γρα­φία. Στην αρχή σατί­ρι­ζα τους Γερ­μα­νούς του εργο­στα­σί­ου, και μετά τα γεγο­νό­τα. Κυκλο­φο­ρού­σαν από χέρι σε χέρι και μερι­κές τυπω­μέ­νες σε πολύ­γρα­φο. Άλλες έγι­ναν ταμπλό και κρεμάστηκαν».

Το καλο­καί­ρι του ’44 εντάσ­σε­ται στον ΕΛΑΣ Χαλ­κι­δι­κής. Στον ΕΛΑΣ ζωγρα­φί­ζει και κρα­τά ημε­ρο­λό­γιο, το οποίο δεν επι­τρε­πό­ταν για λόγους περι­φρού­ρη­σης (Μέσα στο επό­με­νο διά­στη­μα θα εκδώ­σει το ημε­ρο­λό­γιο του Βουνού)

Σε μια μάχη με ένα βουλ­γά­ρι­κο τάγ­μα στον Αγιο Πρό­δρο­μο Χαλ­κι­δι­κής, ο Γιώρ­γος χάνει το σακί­διο, όπου είχε τα σκί­τσα του. Δεκα­ε­τί­ες αργό­τε­ρα, στη μετα­πο­λί­τευ­ση, θα δια­βά­σει στο «Ριζο­σπά­στη» για τα «Σκί­τσα ενός άγνω­στου ΕΛΑ­Σί­τη, προ­σφο­ρά από τη ΛΔ της Βουλ­γα­ρί­ας»! Τι είχε συμ­βεί; Ο Βούλ­γα­ρος που τα βρή­κε ήταν σιτι­στής εκεί­νου του τάγ­μα­τος, με το οποίο συγκρού­στη­καν. Μάλι­στα, σε μερι­κά από τα σκί­τσα είναι γραμ­μέ­νοι και λογα­ρια­σμοί για το συσ­σί­τιο. Μετά από 30 χρό­νια τα παρέ­δω­σε στην Ελλη­νι­κή Λέσχη της Σόφιας.

Στις 2 Σεπτέμ­βρη 1944, λίγο έξω από το χωριό Χορ­τιά­της, δύο δεκα­ο­χτά­χρο­νοι μαχη­τές του ΕΛΑΣ, ο Γ.Φ. και ο Σταύ­ρος Δήμου σε ενέ­δρα που περι­φρου­ρού­σε σημα­ντι­κή σύσκε­ψη στε­λε­χών  του ΕΑΜ χτύ­πη­σαν γερ­μα­νι­κό αυτο­κί­νη­το. Ο οδη­γός τραυ­μα­τί­στη­κε βαριά όμως οι άλλοι δύο Γερ­μα­νοί κατά­φε­ραν να ξεφύ­γουν. Μετά το χτύ­πη­μα του αυτο­κι­νή­του οι κάτοι­κοι του χωριού ειδο­ποι­ή­θη­καν από τους ΕΛΑ­Σί­τες να φύγουν από το χωριό.  Οι περισ­σό­τε­ροι κάτοι­κοι έφυ­γαν. Όμως πάνω από 145 άτο­μα κυρί­ως γυναι­κό­παι­δα, δίνο­ντας πίστη στα λόγια του ιερέα και του προ­έ­δρου ότι οι «Γερ­μα­νοί δε θα πει­ρά­ξουν όσους δεν είναι κομ­μου­νι­στές», σφα­γιά­στη­καν ή κάη­καν ζωντα­νοί. Αργό­τε­ρα, οι κρα­τού­ντες έπλα­σαν το μύθο «ενός για­τρού που πήγαι­νε να απο­λυ­μά­νει το υδρα­γω­γείο και οι κακοί κομ­μου­νι­στές τον σκό­τω­σαν». Τα γεγο­νό­τα  του Χορ­τιά­τη ιστο­ρεί στο βιβλίο του που κυκλο­φό­ρη­σε το 2011 «Μια επαί­σχυ­ντη συμ­φω­νία και το ολο­καύ­τω­μα του Χορτιάτη»

Ο Γ. Φαρ­σα­κί­δης θα τραυ­μα­τι­στεί βαριά και στα δυο χέρια, σε μια μάχη κοντά στο Σπή­λαιο Πετρα­λώ­νων, στο χωριό Κρή­νη. Η Υπο­δειγ­μα­τι­κή Διμοι­ρία της ΕΠΟΝ, της οποί­ας έγι­νε μέλος, έπρε­πε να εφορ­μή­σει μετά από αντι­πε­ρι­σπα­σμό του λόχου ενα­ντί­ον ενός γερ­μα­νι­κού στρα­το­πέ­δου. Οι αντάρ­τες είχαν μόνο δύο πολυ­βό­λα, από τα οποία το ένα έπα­θε εμπλο­κή, ενώ στην Υπο­δειγ­μα­τι­κή Διμοι­ρία, που ήταν ομά­δα κρού­σης μοι­ρά­στη­καν μόνο 45 σφαί­ρες στον καθέ­να. Με αυτά τα «όπλα» έπρε­πε να νική­σουν 6 πολυ­βο­λεία με βαριά πολυ­βό­λα, 40 κάρα με οπλι­σμό, 80 Γερ­μα­νούς εξο­πλι­σμέ­νους σαν «αστα­κούς». «Ακρο­βο­λι­στή­κα­με. Υπο­τί­θε­ται πως θα τους αιφ­νι­δί­α­ζε ο λόχος μας κι εμείς, όταν χτυ­πού­σε η σάλ­πιγ­γα οπι­σθο­χώ­ρη­ση, θα κάνα­με επί­θε­ση με τις ξιφο­λόγ­χες… Οταν βάζα­νε ριπή τα γερ­μα­νι­κά πολυ­βό­λα, τα χορ­τα­ρά­κια τα θέρι­ζε, λες και περ­νού­σε κόσα», θυμά­ται. Μια από αυτές τις ριπές του «θέρι­σε» τα κόκα­λα του αρι­στε­ρού του χεριού, τραυ­μα­τί­ζο­ντας και το δεξί. Ο σύντρο­φος επι­κε­φα­λής της ομά­δας τον μετέ­φε­ρε στην πλά­τη του παρά την παρό­τρυν­ση του Φαρ­σα­κί­δη να τον αφή­σει. Στο ορει­νό «χει­ρουρ­γείο»  (κατ’ ευφη­μι­σμόν) των ανταρ­τών θα τον χει­ρουρ­γή­σει πάνω στα χόρ­τα, χωρίς αναι­σθη­τι­κό, ένας μαιευ­τή­ρας. Τελειώ­νο­ντας του λέει, «εκεί που θα πας να τους πεις να σου το κόψου­νε αμέ­σως». Εκεί που πήγε δεν υπήρ­χε ούτε χει­ρούρ­γος ούτε εργα­λεία. Και ο νεα­ρός παθο­λό­γος για­τρός του το ξέκο­ψε. «Τι θες δηλα­δή, να σου το κόψω με τσε­κού­ρι; Ασ’ το να κρέ­με­ται και βλέ­που­με». Αργό­τε­ρα θα πάθει μόλυν­ση, θα χαρο­πα­λέ­ψει αλλά τελι­κά έζη­σε και το χέρι γλίτωσε.

Πρέ­πει να σημειώ­σω εδώ ότι πριν τη μάχη στάλ­θη­κε ‑ως δει­νός καλ­λι­τέ­χνης- να χαρ­το­γρα­φή­σει την περιο­χή και τα σχέ­διά του χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν στην επι­χεί­ρη­ση. Σε κάποια απ’ τις συνα­ντή­σεις μας τον ρώτη­σε φίλος και συνά­δελ­φος, ο Γιώρ­γος ο Μου­σγάς, ποια ήταν η πρώ­τη σκέ­ψη μετά τη διά­λυ­ση του αρι­στε­ρού χεριού απ’ τη ριπή.

Η απά­ντη­ση ήταν: Ευτυ­χώς που δεν χτυ­πή­θη­κε το δεξί χέρι μου για να μπο­ρώ να ζωγρα­φί­ζω. Μα όταν πάγω­σα τότε δια­πί­στω­σα ότι και στο δεξί μου χέρι είχα φάει δύο ή τρείς σφαίρες.

Και στην ερώ­τη­ση πώς ξανά­θρε­ψαν τα χέρια του, του απά­ντη­σε: Η φύση κάνει θαύματα.

Όμως εκτός απ’ τα θαύ­μα­τα της φύσης υπήρ­χε και η θέλη­ση με την πίστη για ζωή του ίδιου του Γιώρ­γου. (ο Γ.Μ. πολύ θα ήθε­λε να είναι σήμε­ρα εδώ αλλά ανει­λημ­μέ­νη από και­ρό υπο­χρέ­ω­ση δεν του το επέτρεψε)

Απε­λευ­θέ­ρω­ση. Ματω­μέ­νος Δεκέμ­βρης, το κρά­τος του τρό­μου, Ασφά­λεια και ο Γ. Φαρ­σα­κί­δης παίρ­νει το «δρό­μο» των χιλιά­δων συνα­γω­νι­στών του μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση. Βασα­νι­στή­ρια φρι­κτά και εξο­ρί­ες. Από το ’47 μέχρι το ’61 (με ένα μικρό διά­λειμ­μα το ’56) και άλλα 3,5 χρό­νια στη διάρ­κεια της χού­ντας θα «επι­σκε­φθεί» τη Μακρό­νη­σο, τον Αϊ-Στρά­τη, τη Γυά­ρο και τη Λέρο. Οι «απο­φά­σεις εκτό­πι­σης» με το στε­ρε­ό­τυ­πο «εξα­κο­λου­θεί  να εμμέ­νει μετά φανα­τι­σμού εις τας κομ­μου­νι­στι­κάς του πεποι­θή­σεις…» ανα­νε­ώ­νο­νται κάθε χρό­νο για 16,5 χρό­νια σε στρα­τό­πε­δα πολι­τι­κών κρα­του­μέ­νων χωρίς δίκη ή κατα­δί­κη. Θα «γευ­τεί» όλα τα γνω­στά βασα­νι­στή­ρια, αλλά και μερι­κά που εφαρ­μό­ζο­νταν για πρώ­τη φορά. Στην εξο­ρία, όμως, παρά το τσα­κι­σμέ­νο χέρι, θα ανα­πτύ­ξει και το ταλέ­ντο του δίπλα σε ανθρώ­πους όπως ο Ρίτσος, και ο Χρή­στος Δαγκλής, ο «δάσκα­λος» στη ζωγραφική .

Λέει ο ίδιος στο λεύ­κω­μα Μακρόνησος :

«Πολ­λές οι προ­σω­πι­κό­τη­τες στο στρα­τό­πε­δο του Αϊ-Γιώρ­γη, της Αντί­στα­σης, των γραμ­μά­των, της τέχνης. Κι όσοι είχα­με αμαρ­τά­νει πάνω σε χαρ­τί με σχέ­δια ή γρα­φτά κι όσοι ακό­μη από μας δεν το τόλ­μη­σαν, κάνου­με όνει­ρα να τα μοι­ρα­στού­με μαζί τους, ν’ αντλή­σου­με γνώ­σεις πολύ­τι­μες για πολ­λούς. Κάμπο­σοι μ’ ενδια­φέ­ρον και ταρα­χή θα ξεφυλ­λί­σουν τα μακρω­νη­σιώ­τι­κα σκί­τσα μου και ξέχωρ’ από τους άλλους θα μου μεί­νει η εικό­να του Μάνου Κατράκη.

Καθι­στός στα χαλά­σμα­τα τα ‘χει πάρει στα χέρια του και τον κοι­τάω να σοβα­ρεύ­ει μονο­μιάς, να πισω­γυ­ρί­ζει τα φύλ­λα, με τρε­μά­με­να δάχτυ­λα να ξανα­κοι­τά­ζει σκε­φτι­κός κάποιο σχέ­διο και στο κακο­ξυ­ρι­σμέ­νο του μάγου­λο να κυλά­ει το δάκρυ.

Τα καλο­εί­δε κάποια φορά, σηκώ­θη­κε από­το­μα και με φίλη­σε σταυ­ρω­τά. Σε ευχα­ρι­στώ μου λέει, που το μπό­ρε­σες… και συνέ­χι­σέ τα, τ’ ακούς, μου κάνει κου­νώ­ντας το δάχτυ­λό του, αλλιώς θάναι σαν να τους έχεις προδώσει». 

Το  λεύ­κω­μα Μακρό­νη­σος με σχέ­δια και κεί­με­νά του τυπώ­θη­κε το 1964. Είναι η πρώ­τη μαρ­τυ­ρία που περι­γρά­φει την κόλα­ση της Μακρο­νή­σου, τους βασα­νι­στές και τα εγκλή­μα­τα που έγι­ναν εκεί. Και μόνο το εξώ­φυλ­λό του σε συγκλο­νί­ζει. Μακε­λειό στη χαρά­δρα, με τον Ιωαν­νί­δη, μαέ­στρο της κόλα­σης, με το ρολόι στο χέρι, να ορί­ζει της τρέ­λας και του θανά­του το όριο. Σε κάθε γωνιά του ξερό­βρα­χου και μια ιστο­ρία με αίμα και πόνο και περη­φά­νια ανθρώ­πι­νη. Ο Βαβά­κος την ώρα της κρί­σης, η χαρά­δρα, το καψώ­νι της δίψας, η φάλαγ­γα, ο κου­μπά­ρος Θέμος Κορ­νά­ρος τις πονη­ρές ώρες που περί­με­ναν τον ερχο­μό των βασα­νι­στών, να ξεστρα­τί­ζει τη σκέ­ψη των εξο­ρί­στων με απί­θα­νες αφηγήσεις.

Μετά από μήνυ­ση του αρχι­βα­σα­νι­στή της Μακρο­νή­σου και μετέ­πει­τα χου­ντι­κού Ιωαν­νί­δη, απα­γο­ρεύ­τη­κε η κυκλο­φο­ρία του λευ­κώ­μα­τος. Ξανα­τυ­πώ­θη­κα τη δεκα­ε­τία του 1980 και έκτο­τε υπάρ­χει στα­θε­ρά στις προ­θή­κες των βιβλιοπωλείων.

Εδώ θα κάνω μια παρέν­θε­ση για να ανα­φέ­ρω μια μαρ­τυ­ρία που δεί­χνει πώς λει­τούρ­γη­σε εκεί­να τα δύσκο­λα χρό­νια το λεύ­κω­μα. Η μαρ­τυ­ρία γρά­φτη­κε στη σελί­δα του Γιώρ­γου στο fb:

«Πριν από ένα — δυο μήνες, απο­φά­σι­σα να τακτο­ποι­ή­σω το άδειο από τη φυσι­κή παρου­σία του πατέ­ρα μου δωμά­τιό του. Όταν πήγα να πετά­ξω ένα παλιό επι­πλά­κι στα σκου­πί­δια, έπε­σε μια “πονη­ρή” πλά­τη που είχε φτιά­ξει. Μέσα της ήταν κρυμ­μέ­νο το βιβλίο σας και μάλι­στα με “κατε­στραμ­μέ­νο” το εξώ­φυλ­λο. Αυτό το βιβλίο όταν ήμα­σταν δεκά­χρο­να παι­διά το ΄67, το έβγα­ζε πολύ συχνά από την κρύ­πτη του για να μας δια­παι­δα­γω­γή­σει στα παναν­θρώ­πι­να ιδα­νι­κά του και για να μας διδά­ξει την ανθρώ­πι­νη δύνα­μη απέ­να­ντι στο άδι­κο, να μας μιλή­σει για την “εκμε­τάλ­λευ­ση ανθρώ­που από άνθρω­πο”, να μην μας κυριεύ­σει ποτέ ο φόβος. Εν πολ­λοίς το κατά­φε­ρε. Στις 26 του Μάη φέτος το ξανα­βρή­κα μπρο­στά μου σε επί­σκε­ψη τιμής στο κολα­στή­ριο και έτσι ξανα­μπή­κε φρέ­σκο, με το εξώ­φυλ­λό του πλέ­ον, δίπλα στο αδερ­φά­κι του, στο πρώ­το ράφι της βιβλιο­θή­κης μου. Σας ευχα­ρι­στώ που υπήρ­ξα­τε “δάσκα­λός” μου στα δύσκο­λα παι­δι­κά μου χρό­νια. Και σας τιμώ ιδιαί­τε­ρα που υπάρ­χε­τε και συνε­χί­ζε­τε. Να είστε πάντα καλά!».

Από τα τέλη του 1961 μέχρι το 1967 που ξανα­πιά­στη­κε και στάλ­θη­κε στην εξο­ρία είναι «ελεύ­θε­ρος με την ιδιό­τη­τα του «αδειού­χου εξό­ρι­στου». Σε αυτό το διά­στη­μα ο Γιώρ­γος Φαρ­σα­κί­δης συμ­με­τέ­χει με την εικα­στι­κή του προ­σφο­ρά στις πολύ­μορ­φες εκδη­λώ­σεις της ΕΔΑ, του φιλει­ρη­νι­κού και του λαϊ­κού κινή­μα­τος για το διώ­ξι­μο των αμε­ρι­κα­νι­κών βάσε­ων και την απε­λευ­θέ­ρω­ση των πολι­τι­κών κρα­του­μέ­νων. Ιδιαί­τε­ρα πλού­σιο και λιγό­τε­ρο γνω­στό το προ­πα­γαν­δι­στι­κό έργο αυτής της περιόδου.

Με την κατάρ­γη­ση των στρα­το­πέ­δων και την πτώ­ση της χού­ντας, ο Γ. Φαρ­σα­κί­δης ασχο­λή­θη­κε επαγ­γελ­μα­τι­κά με τα εικα­στι­κά. Τύπω­σε λευ­κώ­μα­τα, αφί­σες ημε­ρο­λό­για. Θα ξεχω­ρί­σω το λεύ­κω­μα «Εδώ Πολυ­τε­χνείο». Ταξι­δεύ­ο­ντας σε χώρες του εξω­τε­ρι­κού, έστει­λε αντα­πο­κρί­σεις και έχει πάρει συνε­ντεύ­ξεις που δημο­σιεύ­τη­καν στο Ριζοσπάστη.

Το 1994 εκδί­δε­ται τα λεύ­κω­μα «Τόποι Εξο­ρί­ας», προς τιμήν των 75 χρό­νων του ΚΚΕ. Ένα ρεπορ­τάζ από τα στρα­τό­πε­δα που πέρα­σε. Αϊ-Στρά­της, Μακρό­νη­σος, πάλι Αϊ ‑Στρά­της  και Γυά­ρος την περί­ο­δο της δικτατορίας.

Όπως προ­εί­πα τα 1982 κάνει την πρώ­τη συγ­γρα­φι­κή του εμφά­νι­ση με την «Πρώ­τη πατρί­δα» και ένα χρό­νο αργό­τε­ρα το «Ποτέ τους δεν έγι­ναν είκο­σι». Και όπως πολύ εύστο­χα είχε γρά­ψει τότε η παλαί­μα­χος σήμε­ρα συνά­δελ­φος και συντρό­φισ­σα μου Ευγε­νία Ζωγρά­φου «δια­φαί­νε­ται το διπλό ταλέ­ντο, του συγ­γρα­φέα και του ζωγράφου».

Τυχαίο; Καθό­λου! Ο Γιώρ­γος μεγά­λω­σε σε ένα σπί­τι (στην Οδησ­σό) με πολύ πλού­σια βιβλιο­θή­κη. Στα παι­δι­κά του ανα­γνώ­σμα­τα όλη η καλή ρώσι­κη λογο­τε­χνία. Αργό­τε­ρα, στους τόπους εξο­ρί­ας το διά­βα­σμα λογο­τε­χνί­ας ήταν καθη­με­ρι­νή τους δρα­στη­ριό­τη­τα. Και η όσμω­ση στους τόπους εξο­ρί­ας με σπου­δαί­ους λογο­τέ­χνες και ποι­η­τές, όπως ο Θέμος Κορ­νά­ρος, ο Μενέ­λα­ος Λου­ντέ­μης, ο Γιάν­νης Ρίτσος, ο Τάσος Λει­βα­δί­της κ.ά. Αυτό το λογο­τε­χνι­κό ταλέ­ντο ανα­κά­λυ­ψε ο ίδιος  στην προ­σπά­θεια του να γρά­ψει τα κεί­με­να του λευ­κώ­μα­τος «Μακρό­νη­σος». Όπως λέει, όταν τέλειω­σε το λεύ­κω­μα και ξανα­διά­βα­σε τα κεί­με­να αιφ­νι­διά­στη­κε και ο ίδιος: «Μα αυτά είναι λογο­τε­χνία! Πώς τα κατάφερα;».

Εκτο­τε ακολούθουσαν:

«Έντε­κα ημέ­ρες και τρεις χρο­νιές του εμφυ­λί­ου»: Περι­γρά­φο­νται η σύλ­λη­ψή του, οι συν­θή­κες της κρά­τη­σης και της ανά­κρι­σης του και η δίκη του το 1952.

«Σε άνι­ση μάχη», ένα λιθα­ρά­κι τιμής στη γενιά των συνο­δοι­πό­ρων του που έπε­σαν σε μια άνι­ση μάχη, για τη «ζωή, λευ­τε­ριά και τιμή του λαού». Ένα ταξί­δι στη μνή­μη είναι και το μικρό βιβλια­ρά­κι με τίτλο «Της πρώ­ι­μης νιότης».

Λόγος μεστός και άμε­σος, στο αυτο­βιο­γρα­φι­κό του έργο, στα διη­γή­μα­τά του, στις μαρ­τυ­ρί­ες. Γρά­φει με τη γλώσ­σα της ψυχής του. Πηγή του το προ­σω­πι­κό του βίω­μα που κατορ­θώ­νει να το μετου­σιώ­σει από ατο­μι­κό σε καθο­λι­κό. Πάντα η ανα­φο­ρά στους συντρό­φους του. Ποτέ στον ίδιο. Νιώ­θει χρέ­ος του να μιλή­σει για τους αξε­δί­ψα­στους της ζωής. Τους φίλους και γει­το­νό­που­λά του, που πέθα­ναν με το όρα­μα ενός καλύ­τε­ρου κόσμου. Συμ­βά­ντα αλη­θι­νά, καθη­με­ρι­νή ανα­μέ­τρη­ση με το θάνατο.

Ο Φαρ­σα­κί­δης δεν περιο­ρί­στη­κε στην κατα­γρα­φή μόνο βιω­μα­τι­κών εμπει­ριών. Στα λευ­κώ­μα­τα «Του Ερω­τα και της μονα­ξιάς» και «Ομή­ρου Ιλιά­δα 24 λιθο­γρα­φί­ες του Henri Motte» ξεδι­πλώ­νει τις καλ­λι­τε­χνι­κές ευαι­σθη­σί­ες του. Το πρώ­το περι­λαμ­βά­νει καρτ ποστάλ που είχε λάβει στην Οδησ­σό η μητέ­ρα του, από διά­φο­ρα μέρη του κόσμου. Μέσα από τις καρτ ποστάλ ανα­δύ­ε­ται το πανό­ρα­μα μιας επο­χής και η σύγκρου­ση ιδε­ών στο χώρο της τέχνης. Το δεύ­τε­ρο, είναι μια σύν­δε­ση με την παι­δι­κή του ηλι­κία, τότε που 7χρονο παι­δί στην Οδησ­σό φυλ­λο­με­τρού­σε με θαυ­μα­σμό τις εικο­νο­γρα­φη­μέ­νες σελί­δες της Ιλιά­δας (στα γαλ­λι­κά) και ανα­κά­λυ­πτε την Ελλάδα.

Δε διστά­ζει να μπει και σε ξένα χωρά­φια. Στα «Ιαμα­τι­κά ψεύ­δη και ‘’βέβη­λες’’ προ­σεγ­γί­σεις» απο­κα­λύ­πτει τα ιαμα­τι­κά ψεύ­δη της ιστο­ρί­ας. Μπρο­στά από τα μάτια μας περ­νά­ει ένας άλλος Από­στο­λος Παύ­λος, ένας άλλος Μεγα­λέ­ξαν­δρος, ένας άλλος Νέρω­νας, ένας άλλος Κων­στα­ντί­νος, ένας άλλος Επί­κου­ρος, απ’ αυτούς που γνω­ρί­σα­με στην επί­ση­μη Ιστο­ρία. Στο βιβλίο «Ο Στω­ι­κι­σμός και η ανά­γκη και­νού­ριων θεών» μια σύντο­μη παρου­σί­α­ση του Χρι­στια­νι­σμού. Γεγο­νό­τα από εκεί­να που σκο­πί­μως παρα­λεί­πο­νται από την «Επί­ση­μη Ιστο­ρία», συγκα­λύ­πτο­ντας τις ανο­μί­ες της εκά­στο­τε «Ελέω Θεού» εξουσίας.

Τέλος, δε θα μπο­ρού­σε να λεί­πει από το συγ­γρα­φι­κό έργο η Θεσ­σα­λο­νί­κη (στο εικα­στι­κό είναι παρού­σα με την Καμά­ρα, τον Λευ­κό Πύρ­γο, τη Ροτό­ντα κλπ.). Σερ­γιά­νι σε παλιούς και­ρούς και παλιές γει­το­νιές, το λεύ­κω­μα «Θεσ­σα­λο­νί­κη», με φωτο­γρα­φί­ες από το διά­στη­μα τρί­μη­νης άδειας παρα­μο­νής στην πόλη, τέλη του 1956.

Είπα πολ­λά και σας κού­ρα­σα. Ειλι­κρι­νά έκο­ψα πράγ­μα­τα που θα ήθε­λα να πω και θα είχαν αξία να ακου­στούν. Δεν ήξε­ρα τι άλλο να κόψω. Θα ολο­κλη­ρώ­σω την παρου­σί­α­ση του Γιώρ­γου Φαρ­σα­κί­δη με την απά­ντη­ση που έδω­σε ο ίδιος στην ερώ­τη­ση αν θα ήθε­λε να ήταν αλλιώς η ζωή του; «Είναι μια ζωή, την οποία ποτέ δε θα ‘θελα ν’ αλλά­ξω. Όπως δεν άλλα­ξα και την πίστη μου κι ας απο­μυ­θο­ποι­ή­θη­καν κάποια πράγ­μα­τα. Το ιδα­νι­κό παρέ­μει­νε το ίδιο. Ο Λένιν έλε­γε ότι κομ­μου­νι­στής είναι εκεί­νος που συμ­βάλ­λει, ώστε να προ­ω­θη­θού­με, έστω κι ένα βημα­τά­κι, προς την επα­νά­στα­ση. Ούτε μεγά­λα λόγια, ούτε εξάρ­σεις. Απλώς, πρα­κτι­κά, να συμ­βά­λεις με ένα μικρό λιθα­ρά­κι. Αυτό που μπο­ρεί να προ­σφέ­ρει ο καθέ­νας. Για μένα οι ιδέ­ες του σοσια­λι­σμού συνο­ψί­ζο­νται στη φρά­ση “να ανθρω­πέ­ψει ο άνθρω­πος”. Για μένα, θα υπάρ­χει πάντα η “Ιθά­κη” μου, η ιδε­ο­λο­γία μου. Ποτέ δε θα ‘θελα να κάνω συμ­βι­βα­σμό, να κάνω πίσω, να αρνη­θώ. Αυτό ποτέ δε θα το κάνω».

(Ομι­λία μου σε εκδή­λω­ση προς τιμήν του Γιώρ­γου Φαρ­σα­κί­δη το 2014)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο