Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Δε μού βολεί να ποθάνω»

Κοι­τάς μακριά, το περι­βάλ­λον διε­γεί­ρει την όρα­ση, μιαν άλλη όρα­ση όμως, πιο εσω­τε­ρι­κή. Η οπτι­κή εικό­να του κόσμου σου αλλά­ζει στο φεγ­γα­ρό­φω­το. Αυτό που σε περι­βάλ­λει μέσα στο Ορο­πέ­διο, απο­τε­λεί­ται από κομ­μά­τια πολ­λά και δια­φο­ρε­τι­κά και δεν είναι παρά­ξε­νο που όλες οι επο­χές και τα γυρί­σμα­τα του χρό­νου είναι εδώ. Τα ερε­θί­σμα­τα που φτά­νουν σ’ εσέ­να ήχοι, χρώ­μα­τα, σχή­μα­τα, φωνές, θα σε ταξι­δέ­ψουν πολύ πίσω στον χρό­νο άλλη μια φορά.

Προ­σπερ­νάς την πρώ­τη φορά που έφτα­σαν οι Τούρ­κοι στο Ορο­πέ­διο, το Δεκέμ­βρη του χίλια εξα­κό­σια σαρά­ντα πέντε, τότε που ο Βενε­τός Λέφ­κα­ρος εγκα­τέ­λει­ψε το Λασί­θι αφού πρώ­τα έβα­λε φωτιά στις σιτα­πο­θή­κες και στο κυβερ­νείο του Μόρο. Μια άλλη φωνή σε καλεί…

«Δε μού βολεί να ποθά­νω», από το βαθύ του χρό­νου έρχε­ται η φωνή, γνώ­ρι­μη, στ’ Αγιο­φύ­ρια, πιο πέρα από τον Σγου­ρό Πρί­νο, εκεί που στο βάθος φαί­νε­ται καθα­ρά η θάλασ­σα. Δεν είναι πλά­νη, όχι.  Η αίσθη­ση της αφής γίνε­ται ανά­γκη επι­τα­κτι­κή. Θέλεις να την αγγί­ξεις τη γυναι­κεία μορ­φή που ξετυ­λί­γει τα πέπλα της ομί­χλης και σε πλη­σιά­ζει, θέλεις να την αγκα­λιά­σεις, να την προ­σκυ­νή­σεις, να την δια­βε­βαιώ­σεις πως εσύ ξέρεις, εσύ έχεις ακου­στά την ιστο­ρία της.

Σου έχουν μιλή­σει για τη Μαρ­γώ, τη θυγα­τέ­ρα του παπά Δημή­τρη Βερί­κου, την Απέ­θα­ντη. Θυμά­σαι τη για­γιά, να εξι­στο­ρεί με θαυ­μα­σμό τα όσα είχαν γίνει, — ενώ μάζευε αμύ­γδα­λα από χάμω, όλο το βου­νό το είχε φυτέ­ψει ο παπ­πούς, ο Σιγα­νο­μα­νώ­λης κι ήθε­λε στην επο­χή του, δυο βδο­μά­δες και οκτώ νομα­ταί­ους — , έτσι σού ’λεγε, για να ραβδί­σουν τα δέντρα και να μαζέ­ψουν τον καρ­πό και μετά έπια­νε την ιστο­ρία από την αρχή.

Ξανα­ζείς τις στιγ­μές με το ίδιο δέος… Ανέ­μη του παλιού και­ρού η μνή­μη και γυρί­ζει. Έλα, κοί­τα­ξε το φεγ­γά­ρι και πες του την ιστο­ρία. Δεν την ξέρει. Είχε κρυ­φτεί τότε, από φόβο.

Κι εσύ, κοι­τά­ζεις το φεγ­γά­ρι που όλο κοντο­στέ­κε­ται και μερώ­νει τα όρη και ύστε­ρα χαμη­λώ­νει πιο κοντά και ρίχνει τους αση­μέ­νιους απλο­κα­μούς και ψαρεύ­ει αθι­βο­λές και παράπονα.

Απο­φα­σί­ζεις να του μιλή­σεις εσύ, γι’ αυτά που εκεί­νο τότε δεν είδε, γι’ αυτά που αγω­νιούν στα κελιά του δικού σου μυα­λού. Άντε, τι περι­μέ­νεις, σε ακού­ει, χαμή­λω­σε κι άλλο, άντε σε  ακού­με κι εμείς. Από την αθά­λη της λήθης, ξεθά­βεις την παλιά αθι­βο­λή και γυρί­ζει η ανέ­μη με την κόκ­κι­νη κλωστή:

«Εκεί­να τα χρό­νια, — θα τα πού­με παρα­κά­τω τα χρό­νια τα δίσε­κτα — , στο ρίζω­μα, στο Σγου­ρό Πρί­νο, ήταν που ένιω­σε, η Μαρ­γώ, πως τής παρου­σιά­στη­κε μέσα στην αφού­ρα, ανά­με­σα στις αλα­δα­νιές και τις ψηλές αμυ­γδα­λιές που είχαν πάρει να ρίχνουν τα φύλ­λα. Κι ήταν ολό­λευ­κη η μορ­φή τού χαΐ­νη Νικη­φό­ρου Γερά­κη, κι έμε­ναν τα μάτια λιό­μαυ­ρα μέσα στις βαθιές κόγ­χες, αβα­σί­λευ­τα ακό­μη, να την κοι­τά­ζουν θαρ­ρείς και σαΐ­τευαν κατευ­θεί­αν στην καρδιά.

Κι ως έκα­νε να γυρί­σει αλλού το βλέμ­μα μη αντέ­χο­ντας την οδύ­νη που της προ­κα­λού­σε ο παρα­δο­μέ­νος πια στον άλλο κόσμο αγα­πη­τι­κός, πάλι εκεί, πότε πιο μακριά και πότε πιο κοντά τον έβλε­πε, να παρα­στέ­κει ασά­λευ­τος, να παρου­σιά­ζε­ται πότε πίσω από τη μιαν αμυ­γδα­λιά και πότε πίσω από την άλλη ωχρός, αδύ­να­μος, με τη βαθιά πλη­γή ορθά­νοι­χτη στο λαι­μό να κου­τσου­να­ρί­ζει το αίμα, μα όρθιος.

Δεν είχε προ­λά­βει να τής γυρέ­ψει γάμο, μα αυτό δεν την είχε πει­ρά­ξει διό­λου. Είχε κρα­τή­σει στη μνή­μη της τόσα, ώστε το στε­φά­νι, αυτό που άλλες κορα­σο­πού­λες λογά­ρια­ζαν για το πολύ της ζωής, έμοια­ζε ασή­μα­ντη λεπτο­μέ­ρεια, πιο λίγο κι απ’ το λίγο.

Θυμή­θη­κε τότε, που χάι­δευε με τα χέρια της τα πυκνά του μαλ­λιά κι ένιω­θε πως άγγι­ζε τη χαί­τη τού ήλιου. Μέρες μετά κατα­λά­βαι­νε πως την έκαι­γαν ακό­μη οι παλά­μες της κι όταν τις κοί­τα­ζε μετρού­σε στα δάχτυ­λα πόσες φορές της είχε ορκι­στεί παντο­τι­νή αγά­πη. Λίγες ήταν οι φορές γι’ αυτό και δεν χρειά­στη­κε ποτέ περισ­σό­τε­ρα από τα δέκα της δάχτυ­λα για να τις μετρή­σει μα τέτοιες στιγ­μές είναι κεριά στην αιω­νιό­τη­τα. Και τις νύχτες σκού­πι­ζε τη λαχτά­ρα που έτρε­χε στα μάτια και πάλι τ’ άπλω­νε εκεί­να τα ίδια χέρια με τα κρι­νο­δά­χτυ­λα, τ’ άπλω­νε στο φεγ­γά­ρι κρα­τώ­ντας μια γεμά­τη κού­πα κρα­σί. Το φεγ­γά­ρι κερνούσε.

Της άρε­σε ν’ ανε­βαί­νει στον οντά, ντυ­μέ­νη το φαντό άσπρο φου­στά­νι με τη στε­νή μέση και τις τρεις μπλά­βες ρίγες στον ποδό­γυ­ρο, να ξαπλώ­νει στο δώμα πάνω στο πασπα­ρό­χω­μα κι από εκεί να το παρα­κο­λου­θεί πότε ολό­γιο­μο και πότε σαν μια φέτα χρυ­σο­κί­τρι­νο κυδώ­νι κατά­ντι­κρυ και να συλ­λα­βί­ζει τα δικά της, «σ’ αγαπώ».

Αμέ­τρη­τα ήταν τα δικά της, αυτά που δεν προ­λά­βαι­νε να πει για­τί της έκο­βε την ανά­σα με τα χεί­λη του κάθε φορά που την αντά­μω­νε, πάντα βια­στι­κά, πότε χαμη­λά προς την Κερα­σά και πότε ψηλά στην άλλη άκρη, στο Βαθύ Λάκ­κο στον Κουρ­πα­ρό­λι­θο κοντά στού Τσα­μά­ντου­ρα το μιτά­το, ή στ’ αμπέ­λια πριν τον Κάστελ­λο σ’ εκεί­νη τη σκο­τει­νή σπη­λιά που έκρυ­βε στα σπλά­χνα της όλο τον παλιό κόσμο που είχε περά­σει από τού­τη τη φλού­δα της ορει­νής Λασι­θιώ­τι­κης γης.

Εκεί ήταν που κάποια φορά σκα­λί­ζο­ντας το χώμα είχε βρει ένα ολό­χρυ­σο δαχτυ­λί­δι και της το είχε περά­σει στο αρι­στε­ρό χέρι. Από τότε τού­το το τρι­πλά κου­λου­ρια­σμέ­νο χρυ­σό φίδι με τα κόκ­κι­να μάτια, δεν το απαρ­νή­θη­κε ούτε για μια στιγμή.

“Αυτό θα με φυλά­ξει”, έλε­γε μέσα της και το πίστευε. “Να το βγά­λεις και να το πετά­ξεις οπί­σω σου στο μεγά­λο εγκρε­μό και να μη γυρί­σεις να ξανοί­ξεις. Αυτό είναι κακό πρά­μα, είναι μολε­μέ­νο καλο­θυ­γα­τέ­ρα, και εσύ είσαι και κόρη παπ­πά”, την ορμή­νευε η θεια της, η Αρσι­νόη η Κοντο­γιάν­νε­να, η μονα­δι­κή συγ­γέ­νισ­σα που είχε απο­μεί­νει από τη γενιά της μάν­να της.

Μα εκεί­νη την αφο­ρε­σμέ­νη ώρα, τα χέρια της, έλε­γες πως ήταν σε απο­στα­σία από το σώμα καθώς ζητού­σαν μόνο την ελά­χι­στη επιεί­κεια από τη Μοί­ρα, να προ­λά­βει. Είχε ξεπλυ­θεί από το πρώ­το αίμα παίρ­νο­ντας νερό από τη γούρ­να που μάζευαν οι βοσκοί το βρό­χι­νο νερό και διπλω­μέ­νη από τον πόνο είχε φτά­σει στα ριζά του βου­νού κοντά στη Σελέ­να, εκεί που σφρα­γί­στη­κε η τελευ­ταία μάχη τού Νοέμ­βρη τού χίλια οκτα­κό­σια είκο­σι δύο, όταν ο Χασάν Πασάς είχε φτά­σει με το λεφού­σι του, απο­φα­σι­σμέ­νος να πατή­σει και να χαλά­σει το Λασίθι.

Και ήταν τότε που ο συγ­γε­νής μας, — έτσι το λές κι εσύ, όπως η για­γιά σου, η Γαρυ­φαλ­λιά Σιγα­νού, το γένος Χιο­νά, από το Μαρ­μα­κέ­τω, που η μάν­να της κρα­τού­σε από το σόι των Ροβί­θη­δων, το σόι του — . Ο καπε­τάν Μανώ­λης Καζά­νης λοι­πόν  που είχε γεν­νη­θεί το χίλια επτα­κό­σια ενε­νή­ντα τρία, και πέθα­νε εξό­ρι­στος στη Μήλο το χίλια οκτα­κό­σια σαρά­ντα τρία, ήταν αυτός που είχε ξεση­κώ­σει πολ­λούς άντρες από τις γύρω περιο­χές, να τον συντρέ­ξουν στην κρί­σι­μη ώρα.

Μαζί τους είχε ριχτεί στον αγώ­να κατά των Τούρ­κων και ο Σφα­κια­νός Ρούσ­σος Χούρ­δος, αδελ­φός του στρα­τη­γού Θεό­δω­ρου με το λαχου­ρέ­νιο σαρί­κι και τ’ αση­μέ­νιο μαχαί­ρι. Άνι­ση ήταν, πολύ άνι­ση εκεί­νη η μάχη. Οι επα­να­στά­τες δεν άντε­ξαν. Ο Χασάν πασάς με τ’ ασκέ­ρι του, όχι μόνο πάτη­σε το Λασί­θι, μα έκα­ψε και γκρέ­μι­σε τα πάντα στο πέρα­σμά του. Ούτε κι εκεί­νες οι μηλιές του κάμπου δεν γλί­τω­σαν τη θηριω­δία. Κοντά έξι χιλιά­δες δέντρα, φορ­τω­μέ­να καρ­πό ήταν αυτά που κεί­το­νταν στο αιμα­το­βαμ­μέ­νο χώμα. Έκλαι­γαν οι ρίζες… Μοι­ρο­λόι στον ουρανό.

Η Μαρ­γώ, γύρι­σε και κοί­τα­ξε τα δυο κυπα­ρίσ­σια στο πλάι της. Της φάνη­κε πως ίσκιω­ναν περισ­σό­τε­ρο βαριά εκεί­νο το σημείο τού λάκ­κου που την έπια­σαν οι πρώ­τοι πόνοι της γέν­νας. Θυμή­θη­κε τότε, πως σ’ αυτό το ίδιο σημείο είχαν στα­θεί ο ένας αντί­κρυ στον άλλο όταν πρω­τα­ντα­μώ­σα­νε και μιλού­σαν ψιθυ­ρι­στά, χεί­λη με χεί­λη και πάλευε απε­γνω­σμέ­να να σβή­σει τα πυρω­μέ­να σημά­δια που έκαι­γαν στα μάγου­λά της, για να μην προ­δο­θεί η αγά­πη κι ο κρυμ­μέ­νος πόθος.

Από το νου της πέρα­σε ξυστά η βρο­χή της πρώ­της συνά­ντη­σης. Ένιω­σε πως κάτι χοντρές στα­γό­νες την χτυ­πού­σαν ακό­μη στο πρό­σω­πο. Ανοι­γό­κλει­σε τα μάτια. Ένα βλε­φά­ρι­σμα στο φως μιας αστρα­πής, ίσα για να τον ξανα­δεί σαν σε όνει­ρο, ένας πόνος στη μέση κι ύστε­ρα πιο δυνα­τός χαμη­λά στην κοι­λιά. Πρό­λα­βε πήρε μιαν ανά­σα. Στα κατά­ξε­ρα χεί­λη της άνθι­ζε μια πλη­γή από δίψα και κάψιμο.

Ένιω­σε ζεστό το αίμα που έτρε­ξε ανά­με­σα στα πόδια. «Μαρ­γώ, Μαρ­γώ…», σαν κάποιος τη φώνα­ξε. Αέρας ήτα­νε. Δάγκω­σε τα χεί­λη, έρι­ξε ένα βλέμ­μα στο υγρό χώμα κι ύστε­ρα άλλο ένα στον ουρα­νό, εκεί που ο χινο­πω­ριά­τι­κος ήλιος πάσκι­ζε ν’ ανοί­ξει δρό­μο μέσα από τα πηχτά σκο­τί­δια στ’ ανέ­φα­λα. Ό πόνος ξανάρ­θε και την έζω­σε χει­ρό­τε­ρα από πριν πιο χαμη­λά. Οι παλά­μες των χεριών ίδρωσαν.

Συλ­λο­γί­στη­κε να πει δυο λόγια προ­σευ­χής, να φωνά­ξει βοή­θεια, μα ένιω­σε πως τέτοιες ώρες που λεί­πει ο θεός, δεν βρί­σκε­ται μήτε ο άνθρω­πος. Δεν προ­λά­βαι­νε. Έκα­νε να σηκω­θεί να γυρί­σει πίσω κατά το μετό­χι στη Γαϊ­τα­νού, να φτά­σει στο έρη­μο πατρι­κό της προ­για­γιάς της, μα τα πόδια της, από τα γόνα­τα και κάτω δεν την κρα­τού­σαν. Ο κόσμος  μαύ­ρι­ζε ολο­έ­να και πιο πολύ.

Από μακριά, αλλά όχι και τόσο πολύ μακριά της, έφτα­νε ο αχός της μάχης. Ο τόπος μύρι­ζε φωτιά και μπα­ρού­τι. Μια την κύκλω­νε ο φόβος και μια ο πόνος. Ήξε­ρε καλά πως πολ­λές φορές οι αβα­ρε­μέ­νες γυναί­κες, γεν­νού­σαν όχι στο σπί­τι, αλλά εκεί που βρί­σκο­νταν, στα χωρά­φια, στα όρη, στη μάντρα, ή και στη στρά­τα.  Έτσι είχαν γεν­νή­σει, η μα, η σάντο­λα και η λαλά της. Έτσι ας γεν­νού­σε κι αυτή, μα χωρίς τού­το το θανα­τι­κό που σέρ­νο­νταν ύπου­λα και την πλησίαζε.

Σήκω­σε τα μάτια στον ουρα­νό. Δεν ήξε­ρε τι ζητού­σε. Δυο τρεις στα­λαγ­μα­τιές που έπε­σαν στο πρό­σω­πο, της έφε­ραν μιαν ανα­κού­φι­ση. Έκο­ψε δυο φυλ­λα­ρά­κια φασκο­μη­λιά, άνοι­ξε τα ρου­θού­νια και τα μύρι­σε. Να μην χάσω το θάρ­ρος μου, ψέλ­λι­σε αντλώ­ντας πίστη από τη γνώ­ρι­μη μυρω­διά. Τα μέσα φύλ­λα της ψυχής πνί­γη­καν στο παρά­πο­νο. Παρα­λο­γι­σμέ­νη ξέσπα­σε σε γέλια, μα ο πόνος την ξανά­φε­ρε στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Τα περι­θώ­ρια στέ­νευαν. Με τα δόντια της έσκι­σε πρώ­τα τη μακριά φού­στα και μετά το άσπρο μεσο­φό­ρι. Έσμι­ξε σε κόμπο σφι­κτό τις δυο ίσιες μακριές λου­ρί­δες από το σκι­σμέ­νο ύφα­σμα και τις πέρα­σε χαμη­λά γύρω από τον κορ­μό της αμυγδαλιάς.

“Και η Πανα­γία εγέν­νη­σε με δίχως καε­ρέ­τι! Εσύ ήντα δα ποκά­μεις;”  ακού­στη­κε σαστι­σμέ­νη η αμυ­γδα­λιά, μα πονε­τι­κή σαν μάνα, σαν αδερ­φή, σαν καλή γειτόνισσα.

“Εδά πολε­μώ, πολε­μώ και του λόγου μου!” έσυ­ρε φωνή η Μαρ­γώ και  τεντώ­νο­ντας τις ξεφτι­σμέ­νες άκριες  της αυτο­σχέ­διας ζώνης με τα χέρια, κόντρα από το  ριζι­μιό χαρά­κι που είχε ακου­μπή­σει την πλά­τη της, καθι­στή, με τα πόδια ανοι­χτά, πήρε ανα­πνοή κι έσπρω­ξε με όση αντο­χή της είχε απο­μεί­νει προς τα κάτω με την κοι­λιά της.

Κρά­τη­σε αρκε­τές ώρες, πολ­λές. Η Μοί­ρα έγρα­ψε στο τεφτέ­ρι της, τόσο, όσο κρά­τη­σε και η μάχη.

Την στιγ­μή που το πρώ­το κλά­μα του παι­διού ακού­στη­κε, η αμυ­γδα­λιά, για τού­το το θαύ­μα, πέτα­ξε και­νούρ­γιους αρο­δα­μούς κι ας μην ήταν και­ρός της.

Την ίδια εκεί­νη στιγ­μή, η Μαρ­γώ, πρώ­τα είδε τα πέτσι­να στι­βά­νια, μόνο τα στι­βά­νια του Νικη­φό­ρου, ορθά δίπλα της και μετά εκεί­νον να πλη­σιά­ζει με τα χέρια απλω­μέ­να γεμά­τα αίμα­τα, ξυπό­λη­τος, μα πριν προ­λά­βει να δευ­τε­ρώ­σει η στιγ­μή, πρό­σε­ξε τον Αγα­ρη­νό με το μαχαί­ρι, σαν τον Χάρο από πάνω της.

Τα μάτια του έστα­ξαν μίσος και θειά­φι πάνω στο μισό­γυ­μνο κορ­μί της. Μάζε­ψε όλη τη στερ­νή της δύνα­μη. Ξανά­κου­σε το κλά­μα του ασπαρ­γά­νω­του παι­διού πιο γοε­ρό μέσα στη ρημα­γή. Ο Αγα­ρη­νός την κρά­τα­γε από τον λαι­μό. Πάλε­ψε μαζί του λυσ­σα­σμέ­να. Την ώρα που έμπη­γε δεύ­τε­ρη φορά το μαχαί­ρι του, στο δεξί της βυζί, “Φύγε σκύ­λε, φύγε και δε μου βολεί να ποθά­νω” , μού­γκρι­σε, ξέπνοη πια, μα μόνο από πόνο, τον φόβο τον είχε ξετε­λε­μέ­νο, τον είχε νικήσει.

Τότε η Μοί­ρα, η μυριο­πρό­σω­πη, συμπλή­ρω­σε στο τεφτέ­ρι της, Μαρ­γώ, η Απέ­θα­ντη και σπαρ­γά­νω­σε την και­νούρ­για ζωή!»

- Πόσο κρα­τούν αυτές οι στιγ­μές; αναρωτιέσαι.

- Από το βαθύ του χρό­νου, ίσα­με το πολύ τ’ ουρα­νού, όσο κρα­τούν οι ψυχές, λένε μάλι­στα, πως ακό­μη και η αιω­νιό­τη­τα υπο­τάσ­σε­ται σ’ αυτές τις μεγά­λες στιγ­μές και τους δίνει το δικαί­ω­μα να έχουν πάντα ζωντα­νό παρόν, εδώ ψηλά που βρί­σκε­σαι» , παίρ­νεις απά­ντη­ση με τη φωνή της!

Lassiti

Συμ­βαί­νει καμιά φορά και ένα μόνο  άγγιγ­μα σε μετα­φέ­ρει κάπου αλλού, κάπου που υπάρ­χει πάντα μέσα σου, σ’ έναν εντε­λώς δικό σου κόσμο ανέγ­γι­χτο, πασπα­λι­σμέ­νο με πάχνη. Εσέ­να ποιος ίσκιος σε αγγί­ζει άρα­γε; Ω ναι, εσύ ένιω­σες και την ανά­σα της Μαρ­γής, μια μυρω­διά από φρέ­σκο δυό­σμο και ξεκλε­μι­σμέ­νο βασι­λι­κό στο πρόσωπο.

Δες, τώρα τι γίνε­ται όταν πέφτει τ’ από­βρα­δο στο Λασί­θι, όταν το μωβ βάφει τον ορί­ζο­ντα πετώ­ντας πηχτές πιτσι­λιές παντού και στην ψυχή σου. Φταί­ει που η βρο­χή σε παρα­σύ­ρει να ελπί­ζεις. Φταί­ει που δεν θέλεις να πιστέ­ψεις πως η ζωή δεν είναι υπο­χρε­ω­μέ­νη να σου φέρει τα όνει­ρα που ζήτη­σες και δεν έχει πάντα αση­μέ­νιο δίσκο να σε τρα­τά­ρει βύσ­σι­νο γλυ­κό. Αντι­θέ­τως,  ξέρει καλά πως ακό­μη και το ξάφ­νια­σμα  ανά­με­σα σε δυο βλέμ­μα­τα, καθο­ρί­ζει συμπε­ρι­φο­ρές. Θα σε ξαφ­νιά­σει, να το θυμάσαι…

Από­σπα­σμα από το υπό έκδο­ση βιβλίο
«Λασί­θι, Τόπος Μέγας»

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταίου

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο