Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δρ Φάουστ

Γρά­φει ο Βασί­λης Λιό­γκα­ρης //

Εάν ήθε­λα να είμαι λαϊ­κι­στής και μελο­δρα­μα­τι­κός θα έγρα­φα ένα κεί­με­νο με τον βαρύ­γδου­πο τίτλο «αμάρ­τη­σα για το παι­δί μου», παρου­σιά­ζο­ντας ένα δακρύ­βρε­χτο εξου­θε­νω­μέ­νο κι απελ­πι­σμέ­νο πρω­θυ­πουρ­γό να — εκδί­δε­ται — να υπο­κλί­νε­ται και να εκλι­πα­ρεί τους πάντες και τα πάντα, για να σώσει το αθώ­ον τέκνο του.… την Ελλά­δα και τον Λαό της δηλα­δή, από την κατα­στρο­φή, τον δια­συρ­μό, την φτώ­χεια, την πενία και τον θάνα­το. Και ο ίδιος χωρίς να λογα­ριά­ζει το πολι­τι­κό κόστος να κατέ­βαι­νε μαζί του στις δια­δη­λώ­σεις και τις απερ­γί­ες του, να δια­τρα­νώ­νει το δίκιο των αιτη­μά­των του και το μέγε­θος της αδι­κί­ας του.

Αλλά εγώ θέλω να κρα­τή­σω την σοβα­ρό­τη­τα μου και να παρου­σιά­σω τον πρω­θυ­πουρ­γό σαν ένα σύγ­χρο­νο φιλό­σο­φο, επι­στή­μο­να, ερευ­νη­τή και ποι­η­τή. Μαυ­λι­σμέ­νο από το αιώ­νιο πάθος της «ύπαρ­ξης» και το σύν­δρο­μο της μετα­θα­νά­τιας καλής μαρ­τυ­ρί­ας και υστε­ρο­φη­μί­ας, σαν ένα Δρ Φάουστ. Που όπως θα έλε­γε κανείς, για να δια­τη­ρή­σει για πάντα την αίγλη της αιώ­νιας νεό­τη­τας, στο σήμε­ρα μετα­φρα­ζό­με­νο για να δια­τη­ρή­σει την γοη­τεία της αρε­στής στην κηδε­μο­νία του συστή­μα­τος εξου­σί­ας του, να ξεπου­λά­ει την ψυχή του στον διάβολο.

Και όσο αφο­ρά την πάρ­τη του — τον εαυ­τό του δηλα­δή — γού­στο και καπέ­λο του ίσως, στο κάτω κάτω η σωτη­ρία της ψυχής είναι πολύ μεγά­λο πράγ­μα, όπως λέει και το όμορ­φο αυτό τρα­γού­δι. Και το «Ματαιό­της ματαιο­τή­των τα πάντα ματαιό­της» μια άλλη υπό­θε­ση… Αλλά εδώ ακρι­βώς είναι και το μεγά­λο πρό­βλη­μα, για­τί δεν πού­λη­σε την δική του ψυχή στο διά­βο­λο της εξου­σί­ας, αλλά πού­λη­σε και την ψυχή ολό­κλη­ρου του Ελλη­νι­κού λαού — που δεν φταί­ει σε τίπο­τα — για τα ωραία μάτια του ΔΝΤ, της Ευρω­παϊ­κής Ένω­σης και της Ευρω­παϊ­κής Κεντρι­κής Τρά­πε­ζας και άλλων επι­βη­τό­ρων, για την μολυ­σμέ­νη νιό­τη του συστή­μα­τος, που βολο­δέρ­νει στην σαπί­λα, στην δια­φθο­ρά και στην ανυποληψία.

Και δεχό­με­νος να ξεπλύ­νει αμαρ­τί­ες άλλων δεν πού­λη­σε μόνο την ψυχή του, αλλά και το μέλ­λον όλων των νέων ανθρώ­πων και των γενε­ών που θα ακο­λου­θή­σουν. Που δεν θα κατα­φέ­ρου­νε να σηκώ­σου­νε ποτέ κεφά­λι, εάν δεν αφυ­πνι­στούν, δεν ξεση­κω­θούν, δεν αγω­νι­σθούν, δεν υπο­τα­χθούν και δεν αντι­δρά­σουν. Να αντι­δρά­σουν συνει­δη­τά και οργα­νω­μέ­να κάτω από την σημαία που εκπρο­σω­πεί και στη­ρί­ζει τα συμ­φέ­ρο­ντα τους.

_________________________________________________________________________________________________________

Ο Βασίλης Λιόγκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες, εργάτες, πολυφαμελίτες. Έζησε στα πρώτα παιδικά του χρόνια τη λαίλαπα της κατοχής και μεταφέρει τις τραυματικές αυτές εμπειρίες στα γραφτά του. Σπούδασε θέατρο και για ένα διάστημα δούλεψε σ’ αυτό. Αργότερα απορροφήθηκε από την παραγωγική διαδικασία όπου εργάστηκε σε διάφορες βιομηχανίες. Ο Βασίλης Λιόγκαρης είναι συγγραφέας της γενιάς και της τάξης του. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο