Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Εκεί που σκοτώθηκε ο Διαμαντής, μια σπάνια μαρτυρία του ασυρματιστή του

Επι­μέ­λεια Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

21 Ιού­νη 1949 «σκο­τώ­νε­ται σε μάχη στα Μάρ­μα­ρα Φθιώ­τι­δας ο στρα­τη­γός του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλά­δας Γιάν­νης Αλε­ξάν­δρου (Δια­μα­ντής), διοι­κη­τής της 2ης Μεραρ­χί­ας του ΔΣΕ. Οργα­νώ­θη­κε στην ΟΚΝΕ από τα diamanths-2μαθη­τι­κά του χρό­νια και αργό­τε­ρα, όντας φοι­τη­τής της Νομι­κής στο Πανε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης, έγι­νε μέλος του ΚΚΕ. Συμ­με­τεί­χε δρα­στή­ρια σε όλους τους φοι­τη­τι­κούς και λαϊ­κούς αγώ­νες, ενώ όταν ξέσπα­σε ο ελλη­νοϊ­τα­λι­κός πόλε­μος πολέ­μη­σε στο μέτω­πο. Από τους πρώ­τους αντάρ­τες στον Παρ­νασ­σό, μετεί­χε στη­να­να­τί­να­ξη της Γέφυ­ρας του Γορ­γο­πο­τά­μου» (902,gr). Μετά τη Βάρ­κι­ζα πρω­το­στά­τη­σε στη συγκρό­τη­ση του ΔΣΕ Παρ­νασ­σί­δας και Ρούμελης.

«Το 1948 με το βαθ­μό του υπο­στρά­τη­γου διο­ρί­στη­κε από την Προ­σω­ρι­νή Δημο­κρα­τι­κή Κυβέρ­νη­ση διοι­κη­τής της 2ης Μεραρ­χί­ας του ΔΣΕ. Από τη θέση αυτή ανα­δεί­χθη­καν οι στρα­τη­γι­κές του ικα­νό­τη­τες και τα ηγε­τι­κά του προ­σό­ντα. Μαζί με τον Χαρί­λαο Φλω­ρά­κη — Γιώ­τη, υπο­στρά­τη­γο, διοι­κη­τή της Ι Μεραρ­χί­ας, τέλος του 1948 χτύ­πη­σαν την Καρ­δί­τσα, ενώ στις αρχές του 1949 κατέ­λα­βαν το Καρ­πε­νή­σι, το οποίο κρά­τη­σαν επί ένα 20ήμερο» (902,gr). 

Σήμε­ρα δημο­σιεύ­ου­με τη μαρ­τυ­ρία του ασυρ­μα­τι­στή του Δια­μα­ντή, Νίκου Μανιά, σμη­να­γού ε.α., όπως δημο­σιεύ­τη­κε στο βιβλίο του (ιδιω­τι­κή έκδο­ση την οποία επι­με­λή­θη­κε ο Γιώρ­γης Μωρα­ΐ­της – συνέ­βα­λα και εγώ) με τίτλο «Στον ασύρ­μα­το της Ρού­με­λης». Μια σπά­νια και μονα­δι­κή μαρ­τυ­ρία, ενός ανθρώ­που που ήταν στο τμή­μα του Δια­μα­ντή όταν δέχτη­καν την επί­θε­ση του κυβερ­νη­τι­κού στρα­τού.  Πολύ­τι­μη ιστο­ρι­κή μαρτυρία.

Στο τέλος της μαρ­τυ­ρί­ας δίνου­με το βιο­γρα­φι­κό του Νίκου Μανιά.

Diamntis1

Εκεί που σκο­τώ­θη­κε ο Διαμαντής

Υστέ­ρα από πολ­λές περι­πλα­νή­σεις και πορεί­ες μέσα σε περιο­χή γεμά­τη στρα­τό, είχε έρθει και μεγά­λο τμή­μα από την Πελο­πόν­νη­σο, βρε­θή­κα­με ανά­μεσα στο Γαρ­δί­κι Ομι­λαί­ων και Αργύ­ρια, πιο κάτω. Το μέρος ήταν πια­σμέ­νο. Πάμε να περά­σου­με. Μας βάζουν πυρά. Δεν πήραν κανέ­ναν. Προ­χω­ρού­με σιγά σιγά. Κλει­νόμαστε σ’ ένα ύψω­μα κάτω χαμη­λά στη ρεμα­τιά. Όλη τη μέρα έτοι­μοι για μάχη. Απέ­να­ντι έβα­ζαν φωτιές στα μαντριά και τις καλύ­βες. Έψα­χναν, πυρο­βο­λού­σαν, μα εμάς δεν μας ενό­χλη­σαν. Ίσως δεν μας πήραν χαμπά­ρι που ήμα­σταν ή ήθε­λαν να μας πιά­σουν ζωντανούς.

Κατά το δει­λι­νό φθά­σα­με σιγά σιγά κοντά στα Μάρ­μα­ρα. Στην άκρη του αντε­ρεί­σμα­τος που βρί­σκε­ται ανα­το­λι­κά τους και που φτά­νει μέχρι κάτω στη ρεμα­τιά. Κολ­λή­σα­με σα βδέλ­λες στο χεί­λος του αντε­ρεί­σμα­τος. Ήμα­σταν εγώ, ο Δια­μα­ντής, ο Ηρα­κλής, ο Γιώρ­γος Σα­φάκας, ο Ηλί­ας Μανού­κας, ο Κώστας Καρα­γιώρ­γος, ο Θανά­σης Κού­μα­ρος, ο Θανά­σης Σκαλ­τσάς, ο Γιώρ­γος Ραυ­τό­που­λος, η Μ. Κάι­λα, η Τασία Σφή­κα, αδελ­φή του Βασί­λη Σφή­κα που πέθα­νε στην Τασκέν­δη. Κι άλλοι, πού να θυμά­μαι. Πέρα­σε πάνω από μισός αιώ­νας. Θα ήμα­σταν περί­που 50–60 άτο­μα. Λοι­πόν, κολ­λά­με στην άκρη στο αντέ­ρει­σμα. Κάτω χαμη­λά ήταν χαμη­λό και γυμνό. Είχε φαγω­σιές από βρο­χές και πλημ­μύ­ρες. Ο Δια­μα­ντής πιά­νει την άκρη της προ­ε­ξο­χής του αντε­ρεί­σμα­τος που είχε κλί­ση προς τα κάτω. Παίρ­νει ένα οπλο­πο­λυ­βό­λο και μαζεύ­ει μερι­κές σφαί­ρες και κάθε­ται μόνος του εκεί σκοπευτής.

Ήταν ηλιο­βα­σί­λε­μα. Ακου­στή­καν κάτι φωνές πιο πάνω. Βλέ­που­με τρεις στρα­τιώ­τες να ’ρχο­νται προς τα κάτω, δηλα­δή προς το μέρος μας, ψάχνο­ντας στους θά­μνους. Ο ένας ξέκο­ψε και συνέ­χι­σε να βαδί­ζει προς το μέρος μας. Στα­μά­τη­σε λίγο πιο πάνω και είπε στους άλλους δυo που τον περί­με­ναν πως δεν είδε τίπο­τα. Γύρ­να, του λένε εκεί­νοι. Γύρι­σε εκεί­νος και πήγαι­νε προς τα πάνω. Έτοι­μοι ήμα­σταν να ρίξου­με. Κρα­τή­σα­με την ανά­σα μας. Μας έμει­νε τώρα ο θάνα­τος. Όλη τη νύχτα βαδί­ζα­με. Πέφτου­με κάτω στη ρεμα­τιά και βρι­σκό­μα­στε σχε­δόν στο ίδιο μέρος. Τα πόδια δεν κρα­τούν άλλο. Ο ένας σέρ­νει τον άλλο.

Βρε­θή­κα­με στην ανα­το­λι­κή πλευ­ρά του αντερείσμα­τος. Στην πλα­γιά που κατέ­λη­γε κάτω ανα­το­λι­κά στη μεγά­λη ξηρο­ρε­μα­τιά κι άρχι­ζε το βου­νό της Οίτης. Να φαντα­στεί­τε πως απ’ το ύψω­μα του αντε­ρεί­σμα­τος μέ­χρι τη μεγά­λη ρεμα­τιά ήταν δεν ήταν 600 μέτρα. Εμείς ήμα­σταν στο μέσο. Είχε γου­πα­τά­κια γυμνά με φτέ­ρες, είχε και έλα­τα, κέδρα κι άλλους θάμνους. Αυτό το μέρος λέγε­ται Αϊ-Γιάν­νης. Τρυ­πώ­σα­με μέσα στα ελα­τά­κια και τις ψηλές φτέρες.

Ήταν η κατα­ρα­μέ­νη μέρα, 21 Ιού­νη 1949. Βλέ­που­με κάτω στο δρό­μο στρα­τό με μετα­γω­γι­κά. Περ­νού­σαν τη ρεμα­τιά και τρα­βού­σαν προς την Καστριώ­τισ­σα. Χαρή­καμε. Είπα­με μέσα μας πως φεύ­γουν και θα τη γλι­τώσουμε. Αμ δε. Άξαφ­να βλέ­που­με να στα­μα­τούν, να κάνουν μετα­βο­λή και να γυρί­ζουν πίσω. Πώς και για­τί έγι­νε αυτό δεν ήταν δύσκο­λο να το κατα­λά­βου­με. Κά­ποιος μας έφυ­γε, πήγε παρα­δό­θη­κε και μαρ­τύ­ρη­σε πως ήμα­σταν σ’ αυτό το μέρος. Άκου­σα το Δια­μα­ντή να λέει στον Σαφάκα:

– «Κοί­τα ρε Γιώρ­γο ποιος μας λείπει».

Και πράγ­μα­τι, έλει­πε μια αγω­νί­στρια. Δεν βάστα­ξε άλλο το φρι­χτό μαρτύριο.

– «Α τη στρίγ­γλα», είπε ο Δια­μα­ντής. «Μας πρόδωσε».

Δεν άργη­σαν να φτά­σουν από πάνω απ’ το αντέρει­σμα, που ήταν μυρ­μή­γκια ο στρα­τός, μαζί με σκυ­λιά που γάβγι­ζαν. Το πήραν παγα­νιά. Άρχι­ζαν να φωνά­ζουν. Εδώ κάτω είναι, έλε­γαν και τα σκυ­λιά γάβγι­ζαν μαζί τους. Εκεί­νη την κρί­σι­μη ιστο­ρι­κή στιγ­μή, γίνε­ται μικρό συμ­βού­λιο σ’ αυτό το αλω­νά­κι με τις φτέ­ρες που ήμα­σταν όλοι μαζε­μέ­νοι και πανικοβλημένοι.

Ο Δια­μα­ντής, ο Ηρα­κλής, ένας Θύμιος, ο Ραυτόπου­λος κι εγώ, λέμε τι πρέ­πει να κάνουμε.

– «Τα όπλα στα χέρια, λέει ο Δια­μα­ντής, δε θα πάμε προς τα κάτω για­τί είναι πια­σμέ­νο, ούτε κατα­πά­νω για­τί είναι γεμά­το στρα­τό. Θα βαδί­σου­με παράλ­λη­λα να βγού­με στη βρύ­ση που πάει για Καστριώ­τισ­σα και να ξεφύ­γου­με. Στο δρό­μο αυτό θα πολε­μή­σου­με κι όποιος γλι­τώ­σει. Εσύ Νίκο, γυρί­ζει και μου λέει ο αετός, πήγαι­νε καμιά 50αριά μέτρα πιο πέρα κι ό,τι δεις να ’ρθεις να το πεις».

Έτσι κι έγι­νε. Πήγα σιγά σιγά. Κάθο­μαι πίσω από ένα έλα­το. Πιο πέρα στα 30–40 μέτρα βλέ­πω ένα στρα­τιώτη. Κοί­τα­γα και κρυ­βό­μουν. Κοί­τα­γε κι εκεί­νος και κρυ­βό­ταν. Παί­ζα­με κρυ­φτού­λι. Τρέ­χω και λέω στον Διαμαντή.

– «Αρχη­γέ είναι κι από μπρο­στά μας».

Ώσπου να τα πω αυτά, πλά­κω­σαν από πάνω με φω­νές, χου­για­χτά, σκυ­λιά και θόρυ­βο. Γελούσαν.

– «Εδώ είναι ρε παιδιά».

Και τι δεν άκου­γες. Πανι­κός. Οι περισ­σό­τε­ροι κά­ναμε τον κατή­φο­ρο. Την ώρα εκεί­νη ακού­στη­κε ένας πυρο­βο­λι­σμός. Κι ένα «ωχ». Μπο­ρεί να σκο­τώ­θη­κε τότε ο Δια­μα­ντής, μπο­ρεί και όχι, να σκο­τώ­θη­κε αργό­τε­ρα για­τί οι πυρο­βο­λι­σμοί αυξή­θη­καν. Μπο­ρεί και να τους αντι­στά­θη­κε. Μπο­ρεί το «ωχ» να ήταν άλλου. Ποιος τον σκό­τω­σε; Μπο­ρεί αυτοί ή κανέ­νας δικός μας. Δεν ξέρω, ούτε μπο­ρώ να πω με σιγου­ριά. Άκου­σα τον πυροβολι­σμό και το «ωχ». Αυτό το λέω υπεύ­θυ­να και είναι αλη­θινό γεγο­νός κι ας το κρί­νει η ιστορία.

Φτά­νω πιο κάτω. Δεν πήγα μέχρι τη ρεμα­τιά. Το μέ­ρος ήταν από­το­μο, πολύ κατη­φο­ρια­στό, με κάτι πλά­κες γλι­στε­ρές, έτρε­χε λίγο νερό και κατέ­λη­γε σε μια λίμπα γεμά­τη. Πέφτω μέσα στο νερό απ’ τη γλι­στε­ρή κρε­μα­στή και βλέ­πω κόκ­κι­νο το νερό. Λίγο χτύ­πη­σα στο κεφά­λι με το όπλο μου και μάτω­σε και χρω­μά­τι­σε το νερό. Πού να σκε­φτώ τώρα αίμα­τα και κολο­κύ­θια. Κάνω 5 βήμα­τα κι ακούω μέσα από ένα πυκνό θάμνο.

– «Εϊ, Εϊ. Μην πάτε κάτω στη ρεμα­τιά θα σας πιάσουν».

Ήταν ο Γ. Ραυ­τό­που­λος κρυμ­μέ­νος, δεν μπορού­σε να τρέ­ξει για­τί έπα­σχε από άσθμα. Γλί­τω­σε και κατέ­φυγε στην Πολω­νία σαν πολι­τι­κός πρό­σφυ­γας. Κάτω στο ρέμα όσοι πήγαι­ναν έπε­φταν απά­νω τους και πιά­νο­νταν. Κάτω ακού­γο­νταν ντου­φε­κιές, φωνές, χαμός.

– «Παρα­δο­θεί­τε», φώνα­ζαν. Πιά­στη­κε ο τάδε. Πιά­στηκε ο Σαφάκας.

Ένας φώνα­ζε με τον τηλε­βόα: Παρα­δο­θεί­τε να φάτε ψωμί και να κοι­μη­θεί­τε ήσυχοι.

Τρέ­χω παράλ­λη­λα. Είχε ντού­σκα. Πίσω δυο σύντρο­φοι, η Μαρού­λα Κάι­λα, η Τασία Σφή­κα και κάνα δυο άλλοι. Εγώ μπρο­στά. Για μια στιγ­μή περ­νά­με ένα γού­πατο και βγαί­νου­με σ’ ένα υψω­μα­τά­κι και βρε­θή­κα­με απέ­να­ντί τους στα 200 μέτρα. Μας ρίχνουν μερι­κές ρι­πές για εκφο­βι­σμό. Γυρί­ζω και βλέ­πω ένα φαντά­ρο πε­σμένο με οπλο­πο­λυ­βό­λο και έναν όρθιο να μας κοι­τά­νε με έντα­ση και να φωνάζουν:

– «Παρα­δο­θεί­τε ρε παι­διά. Τι χαζο­μά­ρες είναι αυτές;».

Τρέ­χου­με. Ανε­βαί­νου­με. Πίσω μας ήταν ένα χωματέ­νιο φυσι­κό τει­χά­κι. Οι ριπές περ­νού­σαν πάνω απ’ τα κε­φάλια μας. Φτά­νου­με σ’ ένα σημείο που στο αντέ­ρει­σμα ήταν μια γλυ­ψιά. Ίσως παλιά να έγι­νε πυρ­κα­γιά κι ήταν γυμνό. Μόνο φτέ­ρες και ξεκι­νού­σε από το υψη­λό­τε­ρο μέρος του αντε­ρεί­σμα­τος μέχρι τη ρεμα­τιά και πλά­τος γύρω στα 100 μέτρα. Μόλις μας είδαν στο ξέφω­το από πάνω άρχι­σαν να βάζουν και να τρέ­χουν προς τα εμάς. Κοπή­κα­με. Εγώ ήμουν γρή­γο­ρος στα πόδια και συνέχι­σα παράλ­λη­λα και προς τα πάνω. Οι άλλοι πήραν τον κατή­φο­ρο για το ρέμα όπου ίσως και πιά­στη­καν. Με ακο­λού­θη­σε μόνο η Τασία Σφή­κα κλαίοντας.

– «Μην κλαις της έλε­γα. Τώρα θα βγού­με στη βρύ­ση και θα γλι­τώ­σου­με». Πέρα­σα το ξέφω­το και μπή­κα στο δασω­μέ­νο. Η Τασία κοντά μου ασθμαί­νο­ντας και μου­τσοκλέοντας. Πλη­σιά­ζω στα 100 μέτρα στη βρύ­ση και τι να δω. Γεμά­το φαντά­ρους και μετα­γω­γι­κά. Τότε γυρί­ζω πίσω. Κρύ­βω το όπλο μου, είχα δυο χει­ρο­βομ­βί­δες «μιλς» για το τέλος μου και τον εχθρό.

 

Με την ψυχή στα δόντια

Από το ρέμα φώνα­ζαν: Δυο βρί­σκο­νται στο δασω­μένο. Τρέξ­τε να τους πιά­σε­τε. Και ω του θαύ­ματος. Τι να πω ρε παι­διά. Εκεί που έφευ­γα βρή­κα ένα μέρος κατάλ­λη­λο για κρυ­ψώ­να. Ήταν μια manias34πέτρα μεγά­λη κι είχε σα σπη­λιού­λα η οποία μεγά­λω­νε, μ’ ένα πυκνό κλεί­δω­να. Ήταν μια μικρή σπη­λιά. Ούτε παραγ­γε­λιά να την είχα. Βλέ­πε­τε τι πράγ­μα­τα συμ­βαί­νουν στην πολυ­τάραχη ζωή του ανθρώπου;

Αργό­τε­ρα το μετά­νιω­σα για­τί δεν πήγα κατα­πά­νω τους να με σκο­τώ­σουν και να γλι­τώ­σω τα άλλα χειρό­τερα που υπέ­φε­ρα. Χωνό­μα­στε μέσα. Η χει­ρο­βομ­βί­δα έτοι­μη για δρά­ση. Ήταν μεση­μέ­ρι. Καλο­και­ρι­νή μέρα, μεγά­λη. Ακού­με κάποια στιγμή:

– «Βρε είναι εκεί κοντά. Τρου­πώ­σα­νε σε μια πέτρα», λέει ένας.

– «Άντε ρε που κυνη­γά­τε τον κόσμο σα να ’ναι λαγοί, λέει ένας άλλος». Θάρ­ρε­ψα απ’ αυτό λίγο. Ίσως να ’ταν κανέ­να παι­δί δικό μας, Ελα­σί­της. Ένας δικός μας ανέβη­κε σ’ ένα έλα­το. Τον είδαν.

– «Κατέ­βα κάτω ρε», του φώναζαν.

– «Δεν κατε­βαί­νω», έλε­γε αυτός.

Έρι­ξαν και τον σκό­τω­σαν. Όλα αυτά τα άκου­γα απ’ την κρυ­ψώ­να. Νύχτω­σε. Έβα­ζαν φωτιά στο μέρος, έκαι­γαν τα κού­τσου­ρα και τα ξερό­κλα­δα για να φέγ­γει και να μας δουν και να μας πιάσουν.

Ξεκι­νάω για τα Μάρ­μα­ρα. Αντί­θε­τα από εκεί που πηγαί­να­με. Δηλα­δή, γυρί­ζα­με πίσω. Η Τασία δεν έπα­ψε να κλαί­ει. Ήταν περί­που μεσά­νυ­χτα. Έφα­γε κανα­δυό χαστού­κια να πάψει. Κάποιος γλί­στρη­σε τη νύχτα στο δάσος κι έκα­νε το σύν­θη­μα τσ — τσ — τσ που κάνα­με όταν είχα­με λού­φα. Αμέ­σως απο­κρί­θη­κε η Τασία. Εγώ της βού­λω­σα το στό­μα, για­τί δεν ήξε­ρα μήπως ήταν παγί­δα. Όλη την ώρα βαδί­ζα­με για το ύψω­μα του αντε­ρεί­σμα­τος, να βγού­με στο δρό­μο που βγαί­νει στα Μάρ­μα­ρα. Βάδι­ζα 10 μέτρα κι αφου­γκρα­ζό­μουν. Είχα οξεία ακοή, ασυρ­ματιστής ήμουν. Άκου­γα τα πάντα. Τη νύχτα φώνα­ζαν απ’ τον τηλε­βόα. Με τη χαρα­κτη­ρι­στι­κή φωνή του ένας εκφω­νη­τής που δεν έμοια­ζε η φωνή του με τη ρουμελιώ­τικη διά­λε­κτο ή μοτί­βο, αλλά φαι­νό­ταν πως ήταν νησιώ­της ή Πει­ραιώ­της. Φώνα­ζε λοι­πόν, το θυμά­μαι σαν τώρα, μέσα στη νύχτα:

– «Συνα­γω­νι­στή­ήή. Σήμε­ρον σκο­τώ­θη­κε ο Δια­μα­ντής, ο λοχα­γός Σαφά­κας πιά­στη­κε, πολ­λοί παρα­δό­θη­καν, ο Γράμ­μος έπε­σε κι όλοι έφυ­γαν για Αλβα­νία. Εσείς τι κάθε­στε; Για­τί δεν παρα­δί­νε­στε να φάτε ψωμί και να κοι­μη­θεί­τε ήσυ­χοι; Αν μέχρι αύριο στις 9 το πρωί δεν παρα­δο­θεί­τε στον εθνι­κό στρα­τό, όποιος συλ­λαμ­βά­νε­ται θα εκτε­λεί­ται επί τόπου. Εντάξει;».

Αυτά άκου­γα και προ­σε­χτι­κά τρα­βού­σα για τη ράχη του αντε­ρεί­σμα­τος και να φύγω για τα Μάρ­μα­ρα που βρι­σκό­ταν ακρι­βώς πίσω και κάτω απ’ την άλλη πλευ­ρά. Μέχρι να φτά­σω στο ύψω­μα θα ήταν περί­που μεσάνυ­χτα. Αστρο­φεγ­γιά. Έφτα­σα πίσω από ένα κέδρο φου­ντωτό και έβα­λα αυτί και μάτι να δω κίνη­ση πάνω στο πλα­τά­νι, να ακού­σω θόρυ­βο ή φωνή. Το ύψω­μα ήταν ίσιο και γυμνό, μόνο φτέ­ρες και θα είχε πλά­τος 50–60 μέτρα και μάκρος πολύ μεγά­λο. Αφου­γκρά­στη­κα και κοί­τα­ζα μην έχουν στή­σει ενέ­δρα με πολυ­βό­λο. Δεν είδα, τουλά­χιστον σε 50 μέτρα κάτι τέτοιο. Μόνο πιο κάτω στα 150 μέτρα περί­που, βοσκού­σαν δυο άλο­γα ή μουλάρια.

Λέω της Τασί­ας να ετοι­μα­στεί να τρέ­ξου­με γρή­γο­ρα το γυμνό και να μπού­με στο δασω­μέ­νο. Έτσι κι έγι­νε. Τρέ­χου­με γρή­γο­ρα και μπαί­νου­με στο δάσος. Ήταν κα­τηφοριαστό το μέρος. Και κατά σύμ­πτω­ση πέσα­με στη στρά­τα. Ήταν όλο πέτρες και το χώμα δου­λε­μέ­νο απ’ τα μετα­γω­γι­κά και τις αρβύ­λες του στρα­τού. Κατά­λα­βα πως πέρα­σε πολύς κόσμος από εκεί αλλά δεν ήξε­ρα πού κατευ­θύν­θη­κε. Μου καρ­φώ­θη­κε στο μυα­λό να πάω στο χωριό. Ήξε­ρα πως ήταν ακα­τοί­κη­το εδώ και 2 χρό­νια, αν όχι παρα­πά­νω. Ετοι­μα­ζό­μουν να πάω στην πλα­τεία όπου εκεί ήταν και βρύ­ση. Μόλις φτά­νου­με στο κορ­φι­νό σπί­τι, ακού­γω γαύ­γι­σμα σκυ­λιού απ’ την πλα­τεία. Μ’ έβα­λε σε υπο­ψία, πού βρέ­θη­κε ζωντα­νό σε νεκρό κι έρη­μο χωριό. Αλλά­ζω γνώ­μη και πηδώ τη μάντρα του πρώ­του σπι­τιού. Μπή­κα­με μέσα στην αυλή. Ήταν μικρή, το σπι­τά­κι μικρό και η αυλή χορ­τα­ρια­σμέ­νη, όλο τσου­κνί­δα. Ανοι­χτή μια ξυλό­πορ­τα σπα­σμέ­νη. Μπαί­νου­με μέσα και ανε­βαί­νου­με στο ταβά­νι. Εκεί μας πηρέ ο ύπνος. Το πρωί με την ανα­το­λή του ηλί­ου με ξυπνά­ει κλαί­ο­ντας η Τασία.

– «Για­τί κλαις; Τι θέλεις;».

– «Κοί­τα» μου λέει.

Έσκυ­ψα και κοί­τα­ξα απ’ το άνοιγ­μα της ορο­φής, στρα­τό με τις καρα­βά­νες να κατε­βαί­νει απ’ το υψωμα­τάκι που βρι­σκό­ταν πάνω απ’ το χωριό, στην πλα­τεία για συσ­σί­τιο. Φωνές, θόρυ­βος, χαλα­σμός. Είχαν βάλει καζά­νια στην πλα­τεία και μοί­ρα­ζαν συσσίτιο.

Καθί­σα­με όλη μέρα εκεί στο ταβά­νι. Πει­νού­σα. Στη μικρή αυλή ήταν μια κερα­σιά με κερά­σια. Κατέ­βη­κα με χίλιες προ­φυ­λά­ξεις και έφα­γα κάμπο­σα κερά­σια κι έδω­σα και στην Τασία. Κατά το δει­λι­νό άκου­σα φωνές και συζή­τη­ση πιο κάτω στο δρό­μο. Ένας έλε­γε: «Θα τον  πάτε έξω απ’ το χωριό και θα τον εκτε­λέ­σε­τε». Υστέ­ρα από λίγο ακού­στη­κε ο πυρο­βο­λι­σμός. Έκλα­ψα πικρά. Μάτω­σε η ψυχή μου. Ποιο παλι­κά­ρι να πλή­ρω­σε με τη ζωή του αυτή τη τρα­γω­δία; Μ’ έπια­σε μελαγ­χο­λία και αγω­νία. Δε φοβή­θη­κα αλλά πει­σμά­τω­σα περισ­σό­τε­ρο. Άλλω­στε σε τέτοιες στιγ­μές δεν υπάρ­χει και­ρός να φο­βηθείς. Βλέ­πεις το θάνα­το πάντο­τε μπρο­στά σου και τον συνηθίζεις.

Σαν νύχτω­σε, φεύ­γου­με απ’ αυτό το σπι­τά­κι και τρέ­χο­ντας προς τα κάτω περά­σα­με έναν κήπο, θυμά­μαι, γεμά­το δέντρα καρ­πο­φό­ρα, τα περισ­σό­τε­ρα κερα­σιές. Φτά­σα­με στη ρεμα­τιά και πηγαί­να­με για το Νικο­λί­τσι. Στο δρό­μο τη νύχτα πέσα­με σε μια χαρά­δρα πυκνο­δασωμένη κι όσο να την περά­σου­με στην άλλη άκρη, μας πήραν τα χαρά­μα­τα. Εκεί έχα­σα τα μισά μαλ­λιά απ’ το κεφά­λι μου. Είχα πολύ πυκνό μαλ­λί. Το ’χασα στα δέντρα. Βγή­κε ο ήλιος και ξαφ­νι­κά βλέ­πω μπρο­στά μου δρό­μο πολύ αλε­σμέ­νο. Κατά­λα­βα. Πέρα­σε στρα­τός. Πλη­σιά­ζου­με στο δρό­μο και κρυ­βό­μα­στε 7–8 μέτρα μα­κριά του, μέσα σ’ ένα πυκνό θάμνο. Καθί­σα­με μέχρι το μεση­μέ­ρι. Σε λίγο ακού­γε­ται θόρυ­βος, ποδο­βο­λη­τό και φωνές.

Κοι­τάω στο δρό­μο, απ’ το θάμνο πιο κάτω έρχο­νταν στρα­τός με μετα­γω­γι­κά φορ­τω­μέ­να τσου­βά­λια, κάσες κι άλλα τρό­φι­μα. Οι στρα­τιώ­τες οι περισ­σό­τε­ροι ήταν καβά­λα και τα όπλα τους χια­στί. Έλε­γαν διά­φο­ρα. Πέ­ρασαν μπρο­στά μας χωρίς να μας αντι­λη­φθούν, αφού ήμα­σταν καλά κρυμ­μέ­νοι. Αυτή η φάλαγ­γα κατευθύνο­νταν προς το Γαρ­δί­κι Ομι­λαί­ων μάλλον.

Αφού πέρα­σαν και κατέ­βη­κε πολύ ο ήλιος σηκω­θήκαμε και φεύ­γο­ντας φτά­σα­με σ’ ένα καλυ­βά­κι που ήταν χωμέ­νο σε κάτι μεγά­λες μου­ριές και η σκε­πή του ήταν με τσί­γκο. Ανέ­βη­κα στη σκε­πή και τι να δω. Όλη η σκε­πή ήταν σκε­πα­σμέ­νη από μού­ρες άσπρες, άλλες στα­φι­δια­σμέ­νες κι άλλες φρέ­σκες και πολ­λές ακρί­δες να τις τρώ­νε. Ρίχτη­κα με λαι­μαρ­γία κι άρχι­σα να τρώω μού­ρες χωρίς διά­κρι­ση, ούτε λογα­ριά­ζο­ντας τις ακρί­δες. Η Τασία κάθο­νταν κάτω και προ­σπα­θού­σε να φτά­σει τα μού­ρα απ’ τα κλωνάρια.

Φύγα­με για το χωριό Μαυ­ρί­λο. Κοι­τά­με αν υπάρ­χει κίνη­ση στο χωριό. Δεν υπήρ­χε. Πήγα­με στον πλά­τα­νο στη πλα­τεία. Υπήρ­χε κακα­βο­λί­θι και στά­χτη. Κάποιοι είχαν βρά­σει καλα­μπο­κό­σπυ­ρα. Ποιοι να ’ταν; Δεν ξέρω. Βλέ­πω κάποιον να βγαί­νει από ένα σοκά­κι και να ’ρχε­ται προς τα μάς. Ήταν ντυ­μέ­νος χωριά­τι­κα με μαύ­ρη τσού­κνα και ταγά­ρι στον ώμο.

Με τη χει­ρο­βομ­βί­δα στο χέρι του φωνά­ζω: Ποιος εί­σαι εσύ;-

- «Δικός σας», μου λέει.

– «Πέτα το ταγά­ρι και με τα χέρια ψηλά έλα».

Ήταν ένας που είχε μύλο εκεί κοντά. Κι αυτός με την οικο­γέ­νειά του κυνη­γη­μέ­νος. Την είχε σε μια χαρά­δρα τη γυναί­κα και τα τρία παι­διά του. Ήταν δικός μας πράγματι.

– «Εδώ πιο πάνω είναι τμή­μα­τα του στρα­τού, μου λέει. Πιο πέρα σ’ εκεί­νο το δασω­μέ­νο υψω­μα­τά­κι είναι κι ο Ηρα­κλής με καμιά δεκαριά».

Ο Ηρα­κλής είχε γλι­τώ­σει, όταν σκο­τω­νό­ταν ο γίγα­ντας Δια­μα­ντής. Θα τον βρού­με λίγο αργό­τε­ρα πάνω απ’ το Νιο­χώ­ρι. Στο Μαυ­ρί­λο νύχτω­σε, ο μυλω­νάς έφυ­γε κι εγώ με την Τασία πιά­σα­με ένα ακρι­νό σπί­τι κι ανεβή­καμε στο ταβά­νι. Εκεί ψάχνο­ντας βρή­κα ένα σακου­λά­κι αλά­τι και κάτι ξερο­φά­σου­λα. Πώς όμως να τα βρά­σω; Φωτιά δεν είχα. Έγλει­φα λίγο αλάτι.

Είχα ξεπλυ­θεί τελεί­ως. Τη νύχτα ακου­στή­καν φωνές και θόρυ­βος προς την εκκλη­σία, στη πλα­τεία. Κοι­τά­ζω, άνα­ψαν φωτιά για καζά­νι. Κατά τα χαρά­μα­τα ήρθε ένας σύν­δε­σμος προ­φα­νώς καβά­λα σε άλο­γο, κάτι είπε και σε λίγο βλέ­πω όλο το τμή­μα να συντάσ­σε­ται και να φεύ­γει προς νότο. Πέρα­σε μια ώρα. Σκέ­φθη­κα να πάω στην εκ­κλησία που ήταν φωτιά, να πάρω και να βρά­σω τα φα­σόλια. Κατέ­βη­κα στο δρό­μο και με χίλιες προ­φυ­λά­ξεις πήγα και πήρα ένα δαυ­λί με φωτιά. Πήγα στο σπί­τι και άνα­ψα μπρο­στά στην αυλή φωτιά κι έβρα­σα τα φασό­λια. Για να έχω πάντα όμως φωτιά κονό­μη­σα ένα κομ­μά­τι ίσκα κι αυτή δια­τη­ρού­σε φωτιά μέχρι να αντα­μώ­σου­με τον Ηρα­κλή. Πράγ­μα­τα δηλα­δή αρχέ­γο­να. Τα λέγω και δεν τα πιστεύω ο ίδιος. Κι όμως, είναι όπως τα λέω. Αληθινά.

Το πρωί άρχι­σα να ερευ­νώ το σπί­τι. Ήταν αρχο­ντι­κό. Φαί­νε­ται πως ήταν Αμε­ρι­κά­νοι αυτοί που ζού­σαν εκεί. Συρό­με­νες πόρ­τες χώρι­ζαν τα δωμά­τια. Βρί­σκω μια μι­κρή βιβλιο­θή­κη. Ήταν βιβλία γυμνα­σί­ου. Αρχαία, μαθη­ματικά, φυσι­κή. Άρχι­σα να τα ξεφυλ­λί­ζω με ενδια­φέ­ρον. Ήρθε στο νου μου η ειρη­νι­κή ζωή που έκα­να κι εγώ πριν από λίγα χρό­νια στο γυμνά­σιο. Αμέ­σως τ’ αφή­νω για­τί μου φάνη­κε πως άκου­σα θόρυ­βο μέσα στο σπί­τι. Φώνα­ζα λίγο: «Αν είσαι άνθρω­πος βγες. Είμαι καλός άνθρω­πος κι εγώ». Πήγα σ’ όλα τα δωμά­τια, κάτω στο ισό­γειο που ήταν τα παχνιά για τα ζώα, τίπο­τα. Κανέ­να ίχνος ζωής.

Εκεί μπρο­στά στο ισό­γειο στην είσο­δο ήταν μια μι­κρή κερα­σιά φορ­τω­μέ­νη μεγά­λα ώρι­μα κερά­σια. Άρχι­σα να τσι­μπο­λο­γώ, όταν ακού­γω μια φωνή να λέει: «Εδώ έλα να φας καλά κεράσια».

Φοβή­θη­κα κι έτρε­ξα στο ταβά­νι. Βρί­σκω την Τασία τρο­μο­κρα­τη­μέ­νη και να κλαί­ει.– «Άκου­σες, είδες τίπο­τα;» της λέω

– «Δε βλέπεις;».

Γυρ­νάω το κεφά­λι προς τα πίσω μέσα από τη χαρα­μάδα της σκε­πής και τι να δω. Δυο φαντά­ροι με τα όπλα χια­στί κρε­μα­σμέ­να, έτρω­γαν κερά­σια από δυο φουντω­τές κερα­σιές τρα­βώ­ντας τα κλω­νά­ρια. Αυτοί μιλού­σαν και κου­βέ­ντια­ζαν χωρίς να μας δουν εμάς.

Καθί­σα­με εκεί ως το βρά­δυ, ώσπου κατα­φτά­νει ένα τμή­μα στρα­τού και μπαί­νο­ντας στο χωριό ψάχνα­νε τα σπί­τια και κόβα­νε ολό­κλη­ρα κλω­νά­ρια κερα­σιές και τις κου­βα­λού­σαν κάτω στην εκκλη­σία στον πλά­τα­νο κι εκεί τα μάζευαν. Ήρθαν και στο γει­το­νι­κό σπί­τι. Συζη­τού­σαν, έκο­βαν κερα­σο­κλώ­να­ρα. Μάλι­στα ένας έλε­γε: «Ο αδελ­φός μου ήταν στο Ζέρ­βα». Το βρά­δυ έφυγαν .

(Ση φωτο­γρα­φία του εξω­φύλ­λου ο καπε­τάν Δια­μα­ντής νεκρός — κατά την πηγή όπου βρή­κα­με τη φωτό «Κόκ­κι­νος Φάκελος«)

***

Βιο­γρα­φι­κό Νίκου Μανιά

Νίκος Μανιάς (Νικο­τσά­ρας) σμη­να­γός ε.α. «Στον ασύρ­μα­το της Ρού­με­λης». (Ανα­μνή­σεις του manias33αερο­πό­ρου, πρω­το­πό­ρου κομ­μου­νι­στή στη γενέ­τει­ρά του Μεν­δε­νί­τσα Λοκρί­δας, επι­κε­φα­λής του Εφε­δρι­κού ΕΛΑΣ της περιο­χής, μέλους της Περι­φε­ρεια­κής Επι­τρο­πής του ΚΚΕ στη Λοκρί­δα κατά την Κατο­χή, συνερ­γά­τη του περιο­δι­κού της ΕΠΟΝ «Νέα Γενιά» και επί τρία χρό­νια ασυρ­μα­τι­στή στο Αρχη­γείο του ΔΣΕ στη Ρού­με­λη και στη 2η Μεραρ­χία του θρυ­λι­κού Δια­μα­ντή). Μετά την ήττα του ΔΣΕ ο Ν. Μανιάς βρέ­θη­κε πολι­τι­κός πρό­σφυ­γας στην Τασκέν­δη, όπου σπού­δα­σε ηλε­κτρο­νι­κός και βρα­βεύ­θη­κε για τη δου­λειά του του από το Υπουρ­γείο Βιο­μη­χα­νί­ας της ΕΣΣΔ. Μετά τον επα­να­πα­τρι­σμό του και μέχρι το θάνα­τό του, το 1999, συνέ­χι­σε τον αγώ­να του από τις γραμ­μές του ΚΚΕ.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο