Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η ΕΣΣΔ, το μουσείο, το τείχος, εμείς και το fb — του Στέλιου Κανάκη

Διά­βα­σα πως πρό­κει­ται να γίνει στη Ρωσία Μου­σείο επι­τευγ­μά­των της ΕΣΣΔ. «Η ΕΣΣΔ ήταν ένα μεγα­λειώ­δες έργο παγκό­σμιας κλί­μα­κας», δηλώ­νουν διά­φο­ροι Ρώσοι ιθύνοντες.

Ήταν! Πόσα χρό­νια από τότε! Μάλι­στα καθά­ρι­ζε και για τους υπό­λοι­πους βασα­νι­σμέ­νους απ’ τον καπι­τα­λι­σμό. Αλλά εμείς ενο­χλού­μα­σταν από το… τεί­χος του Βερο­λί­νου. Κι ας μη γνω­ρί­ζου­με – ακό­μη και σήμε­ρα πολ­λοί, που βρι­σκό­ταν αυτό το γαμη­μέ­νο το Βερο­λί­νο σε σχέ­ση με την επι­κρά­τεια της ΛΔΓ. Μας ερχό­ταν κάπως και το ότι, αν ήμα­σταν στην ΕΣΣΔ, δεν θα μπο­ρού­σα­με να… ταξι­δεύ­ου­με. Όχι δηλα­δή πως στον καπι­τα­λι­σμό ήμα­σταν κοσμο­γυ­ρι­σμέ­νοι, αλλά είχα­με να λέμε. Η πλά­κα είναι πως, απ’ όσους ταξι­δεύ­ουν στη Γερ­μα­νία σήμε­ρα, ελά­χι­στοι αντι­λαμ­βά­νο­νται το ότι όλα τα προ­γράμ­μα­τα, όλων των ταξι­διω­τι­κών γρα­φεί­ων σε πάνε μόνο στην πρώ­ην ΛΔΓ και κανείς δεν ανα­ρω­τιέ­ται για­τί συμ­βαί­νει αυτό. Βερο­λί­νο, Πότσ­δαμ, Λει­ψία, Δρέσ­δη. Και στο… τεί­χος. Κι εκεί που ‘ναι πεσμέ­νο να ‘σου και ξεπρο­βά­λει πίσω του το συγκρό­τη­μα της Mercedes Benz.

Κι όλο και παίρ­να­με κανέ­να τετρα­κί­νη­το SUV. Μη και μας πιά­σει χιό­νι στις ταβέρ­νες της Χασιάς. Συνή­θως κορε­ά­τι­κο. Προ­σέ­φε­ρε καλύ­τε­ρη σχέ­ση όγκου-τιμής. Και τα Σαβ­βα­τό­βρα­δα ανε­βαί­να­με και σε κανέ­να τρα­πέ­ζι «εκπο­λι­τι­σμέ­νου» σκυ­λά­δι­κου ή χαζεύ­α­με τη γκό­με­να που λικνι­ζό­ταν πάνω σ’ αυτό. Όχι πως ήμα­σταν του σκυ­λά­δι­κου, αλλά πήγαι­νε η παρέα κι απ’ την άλλη η κλα­σι­κή μου­σι­κή δεν είναι για όλες τις ώρες. Στο κάτω-κάτω δεν ζού­σα­με στην ΕΣΣΔ για να τη βγά­ζου­με με μπα­λέ­το, συναυ­λί­ες και θέα­τρο. Όλο… κου­βερ­τού­ρες πια, νισά­φι. Καλή η τέχνη αλλά μην πάθου­με και ζάχα­ρο! Και περ­νού­σαν τα χρό­νια. Η ΕΣΣΔ υπο­νο­μεύ­τη­κε κι ένα βρά­δυ – στις 25 Δεκέμ­βρη, που γεν­νιού­νται οι θεοί, η κόκ­κι­νη σημαία με το σφυ­ρο­δρέ­πα­νο και το αστέ­ρι υπε­στά­λη. Να λοι­πόν που δεν θα χρεια­ζό­ταν να κου­βα­λά­νε καλ­σόν και οι… γαμιά­δες στα ταξί­δια τους στην ΕΣΣΔ για να ξελα­μπι­κά­ρουν. Τώρα έρχο­νταν εδώ οι πρώ­ην σοβιε­τι­κές. Στην παρα­ζά­λη του κόσμου τους που γκρε­μί­στη­κε σε μια νύχτα, τους έμε­νε μόνο το κορ­μί τους να ξεπου­λή­σουν μπας και τη βγά­λουν. Αλλά μήπως κι εδώ γαμούσαν;

Με τα χρό­νια οι γενιές των ανθρώ­πων διερ­ρά­γη­σαν σ’ εκεί­νους που δεν μπο­ρού­σαν να φαντα­στούν τη ζωή τους χωρίς την ΕΣΣΔ και σ’ αυτούς που δεν μπο­ρού­σαν ν’ αντι­λη­φτούν ζωή με ΕΣΣΔ. Κι όλοι μάθα­με να μετρά­με «νεκρούς» του… Στά­λιν. Πολ­λά εκα­τομ­μύ­ρια! Που αν τα πρό­σθε­τες χρεια­ζό­σουν και Κινέ­ζους ή Ινδούς για να βγουν τα νούμερα.

Συν τω χρό­νω, πάνε τα ωρά­ρια, πάνε τα δώρα, οι μισθοί έγι­ναν χαρ­τζι­λί­κι, στο τέλος χάθη­καν κι οι δου­λειές. Κι όλο, σε πεί­σμα εμείς, να μετρά­με «νεκρούς» και να γκρε­μί­ζου­με αντι­φα­σι­στι­κά μνη­μεία. Κι όσο έπε­φταν τα μερο­κά­μα­τα τόσο αυγά­τι­ζαν οι «νεκροί» του Στά­λιν. Κι όσο λιγό­στευαν τα μνη­μεία, τόσο αυγά­τι­ζαν οι μαύ­ροι λύκοι. Μυστή­ρια πράγματα.

Ήταν και μερι­κές χιλιά­δες πνιγ­μέ­νοι στη Μεσό­γειο και κάποιες εκα­το­ντά­δες χιλιά­δες νεκροί του Ιράκ, άλλοι της Λιβύ­ης, της Συρί­ας, της Υεμέ­νης. Στην πρώ­ην Γιου­γκο­σλα­βία είχαν τρι­πλα­σια­στεί οι καρ­κί­νοι μετά τους βομ­βαρ­δι­σμούς του ΝΑΤΟ, αλλά πού να βρεις και­ρό με τα εκα­τομ­μύ­ρια του… Στάλιν.

Πάνω εκεί ήρθε και το fb! Επί τέλους ζού­σα­με! Δεί­χνα­με το νέο μας φλερτ, το αυτο­κί­νη­τό μας, το σκυ­λά­κι μας, το γατά­κι μας, ό,τι είχε τέλος πάντων ο καθέ­νας, μερι­κές κυρί­ες έδει­χναν και τα πόδια τους, τις δια­κο­πές μας στο χωριό – εν ανά­γκη την καφε­τέ­ρια που ήπια­με καφέ, το ταψί με το μπριάμ που μόλις βγά­λα­με απ’ το φούρ­νο. Μάτσο οι selfies, οι παι­δι­κές οι «πως θα ‘μαστε στα 80. Από δε επα­να­στα­τι­κά σύμ­βο­λα, να γίνε­ται της… που­τά­νας. Στην κού­πα του καφέ, σε μπρε­λόκ, ποτή­ρια, μαντή­λια, τρα­πε­ζο­μά­ντι­λα, στα νύχια, σε τατού… Να ξεχει­λί­ζει το μέσο από κόκ­κι­νες σημαί­ες τόσο που να λες έγι­νε η επα­νά­στα­ση χωρίς εμέ­να. Κι ο κανα­πές στο πυρ το εξώ­τε­ρο. Να θέλεις ν’ απο­θέ­σεις το κορ­μί σου να σιά­ξει η μέση σου και να κοκ­κι­νί­ζεις από ντροπή.

Ανε­βά­ζα­με κανέ­να ποι­η­μα­τά­κι, κανέ­να τρα­γου­δά­κι, διά­φο­ρες μαλα­κί­ες, περ­νού­σε ο και­ρός. Γρά­φα­με όλοι! Ποι­ή­μα­τα, πεζά και πολ­λοί στ’ αρχί­δια τους. Άλλος τα παι­διά του, τη ζωή του, το παρόν του, το μέλ­λον του, την αξιο­πρέ­πειά του, όλους τους άλλους…

Και… μνη­μό­συ­να σ’ επι­φα­νείς πεθα­μέ­νους. Φτά­σα­με να διστά­ζουν να πεθά­νουν οι επώ­νυ­μοι, τρο­μο­κρα­τη­μέ­νοι απ’ το τι θα ακο­λου­θού­σε στις επε­τεί­ους του θανά­του τους. Άλλοι πάλι από­φευ­γαν να γεν­νη­θούν ή να γίνουν κάτι τις, για­τί και τότε τους έπια­ναν στο πλη­κτρο­λό­γιο. Μόνο οι παρα­γνω­ρι­σμέ­νοι ήλπι­ζαν στον μετά θάνα­το νεκρο­λο­γι­κό ορυ­μα­γδό τους.

Εν τω μετα­ξύ, ίσως λόγω υπε­ρε­πάρ­κειας σε καλ­σόν – μέχρι κι ο Γιώρ­γος φορού­σε, δεν γαμού­σε κανείς. Κάτι ελπί­δες που είχα­με ενα­πο­θέ­σει στα παι­διά μας εξα­νε­μί­ζο­νταν μαζί με τη ζωή τους, που με σβη­σμέ­νο βλέμ­μα την παρα­κο­λου­θού­σαν, στα τρα­πε­ζά­κια έξω, να ξεθυ­μαί­νει μπρο­στά στα μάτια τους. Στρά­φι και η σεξουα­λι­κή δια­παι­δα­γώ­γη­ση που τα είχα­με υπο­βά­λει: Μην το κάνεις με τον εαυ­τόν σου, πρό­σε­χε μην κολ­λή­σεις τίπο­τα… μόνο με προ­φυ­λα­κτι­κό… μην έχει καμιά αρρώ­στια… όταν θα’ σαι έτοι­μη… μη μεί­νεις έγκυος… μη σε τυλίξει…

Κι αν κάποιος θαρ­ρα­λέ­ος, απε­ρί­σκε­πτος ή χυδαί­ος τολ­μού­σε να φλερ­τά­ρει, αμέ­σως σιδη­ρο­δέ­σμιος, απ’ την κορε­κτί­λα με πολι­τι­κά, κατη­γο­ρού­με­νος για σεξουα­λι­κή παρε­νό­χλη­ση. Και που να φλερ­τά­ρεις; Στη δου­λειά που έτρω­γες τη μισή σου ζωή, κιν­δύ­νευ­ες από δημό­σια δια­πό­μπευ­ση μέχρι κι ευνου­χι­σμό αν σ’ έπια­ναν. Οι παρέ­ες είχαν περιο­ρι­στεί λόγω κρί­σης, η γει­τό­νισ­σα στην απέ­να­ντι πολυ­κα­τοι­κία σπά­νια έβγαι­νε η άλλη στον τρί­το μετα­κό­μι­σε – χώρια που η γριά στον πρώ­το, κάπνι­ζε στο μπαλ­κό­νι χει­μώ­να-καλο­καί­ρι κι όσο για καμιά βρα­δι­νή έξο­δο, πού λεφτά. Ούτε τη «μου­νά­ρα», «μου­νά­ρα» δεν μπο­ρού­σες να πεις πια. Και γινή­κα­με όλοι δικαιω­μα­τι­κοί. Αγώ­νες για το δικαί­ω­μα του Γιώρ­γη στη φού­στα – βγή­κε και βιβλίο: «Ωραίο το φου­στά­νι σου Γιώρ­γο μου». Οδύ­νη, σπα­ραγ­μός κι οργή για τη δημο­σιο­γρά­φο που πριν 25 χρό­νια την παρε­νο­χλού­σε ο χοντρο­μα­λά­κας (ευτρα­φο­αυ­τοϊ­κα­νο­ποιού­με­νος με τα νέα μέτρα) συνά­δελ­φός της κι αυτή θυμή­θη­κε να δια­μαρ­τυ­ρη­θεί σήμε­ρα, διό­τι τότε είχε ανά­γκη την δημο­σιο­γρα­φία στον «Οργα­νι­σμό» και φρο­νί­μως έκα­νε την πάπια. Πάει και η κότα, ως σεξι­στι­κό. Και τα… κερά­σια! Παρα­πέ­μπουν στ’ αρχίδια.

Αγώ­νες για τον δημό­σιο θηλα­σμό στην Πανε­πι­στη­μί­ου. Για το δικαί­ω­μα των οικο­νο­μη­μέ­νων ν’ αγο­ρά­ζουν μια φου­κα­ριά­ρα, να την γκα­στρώ­νουν με κάποιο τρό­πο και να τους βγά­ζει παι­δί – παρέν­θε­τη μητρό­τη­τα το είπαν κι ακου­γό­ταν όμορ­φο. Οι μισοί φωνά­ζα­με στην Κλαυθ­μώ­νος για την παρεν­θε­σία κι οι άλλοι μισοί την αρά­ζα­με στο Μου­σείο για το δικαί­ω­μα στην πατρό­τη­τα ή μητρό­τη­τα ή και τα δύο – μπερ­δε­μέ­νο το έχω, του Μήτσου με τον Τάκη που πρό­σφα­τα στε­φα­νώ­θη­καν. Στο Οφθαλ­μια­τρείο έβρι­σκες και κάποιους να δια­δη­λώ­νουν πότε ενά­ντια στις πορ­δές των βοοει­δών, πότε για την απα­γό­ρευ­ση των κρε­ο­πω­λών, για τα δικαιώ­μα­τα του τρι­φυλ­λιού ένα­ντι της μοβό­ρι­κης λαί­λα­πας των αιγο­προ­βά­των, για την αγω­νία του αστα­κού πριν το βρά­σι­μο, το δικαί­ω­μα της σαρα­ντα­πο­δα­ρού­σας στην υπόδηση…

Βρί­σκα­με, κάθε τόσο και τους γρα­φι­κούς κομ­μου­νι­στές ν’ ανη­φο­ρί­ζουν τη Στα­δί­ου που – παρα­δό­ξως, με τον και­ρό γίνο­νταν και περισ­σό­τε­ροι, αλλά καμία σχέ­ση με τον δικαιω­μα­τι­σμό αυτοί. Όλο για δου­λειά, δικαιώ­μα­τα ταξι­κά, δολο­φό­νοι αμε­ρι­κα­νοί, σοσια­λι­σμός και τέτοια. Σώνει και καλά να χάσου­με τα ταξίδια.

Άλλα­ξε και η γραμ­μα­τι­κή. Αρσε­νι­κό, θηλυ­κό, τρί­το φύλο και ουδέ­τε­ρο. Το τελευ­ταίο πέρα­σε και στους ανθρώ­πους. Πως λέγα­με το τρα­πέ­ζι, το ζώο… τώρα λέμε το Δημή­τρη, το Μαρία, το κωλό­παι­δο, αν και το τελευ­ταίο προϋπήρχε.

Μερι­κοί, ως ασύ­στο­λοι βιβλιο­φά­γοι, φωτο­γρα­φί­ζα­με και τα βιβλία που παίρ­να­με στις δια­κο­πές. Κάτι «Η 18η Μπρυ­μαίρ του Λου­δο­βί­κου…», κάτι «Οι θέσεις του Απρί­λη» – κι αυτοί οι χρι­στια­νοί δεν έγρα­ψαν τίπο­τα για… Αύγου­στο, τον «Οδυσ­σέα» του Τζό­υς, το «Ανα­ζη­τώ­ντας το Χαμέ­νο Χρό­νο» του Προυστ, τίπο­τα το σπου­δαίο – ψιλο­πρά­μα­τα για την παρα­λία. Το «Ένα βήμα μπρος, δυο βήμα­τα πίσω» το κρα­τού­σα­με για το γυμνα­στή­ριο, το χειμώνα.

Κι ο και­ρός κύλα­γε. Παράλ­λη­λα, τεί­χη υψώ­νο­νταν σχε­δόν καθη­με­ρι­νά. Είχα­με πήξει στο τεί­χος κι έτσι το πράγ­μα έχα­σε το ενδια­φέ­ρον του. Ξεχά­στη­κε και του Βερο­λί­νου.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο