Γράφει ο Στέλιος Κανάκης //
Στόχος όλων η Σοβιετική Ένωση
Στο τέλος της δεκαετίας του ’30, με την ανοχή και την πολιτική βούληση των καπιταλιστικών δυνάμεων, η χιτλερική Γερμανία είχε γιγαντωθεί καταλαμβάνοντας όλη την Ευρώπη και είχε αποκτήσει κοινά σύνορα με την ΕΣΣΔ.
Στις 29/9/38, με την επαίσχυντη συμφωνία του Μονάχου, γκρεμίζεται κάθε ελπίδα της ΕΣΣΔ για συλλογική ασφάλεια και η ιδέα της θάβεται οριστικά. Η Τσεχοσλοβακία με την ανεπτυγμένη βιομηχανία της, προσφέρεται ανέπαφη στον Χίτλερ. Η ειρωνεία είναι, πως ακόμη και η Πολωνία (που σε λίγο δεν θα υπάρχει) διεκδικεί και παίρνει μερίδιο από τον διαμελισμό της Τσεχοσλοβακίας. Οι ίδιοι οι χιτλερικοί δεν πιστεύουν στα μάτια τους με την ενδοτικότητα των Αγγλογάλλων. Τη επόμενη μέρα 30/9/38 υπογράφεται δήλωση μη επίθεσης μεταξύ Αγγλίας-Γερμανίας και σύντομα ακολουθεί ανάλογο σύμφωνο μεταξύ Γαλλίας-Γερμανίας. Κατόπιν αυτού η Γαλλία απορρίπτει τις συμμαχικές της υποχρεώσεις απέναντι στην ΕΣΣΔ.
Τριάντα χρόνια μετά, ο Αμερικανός ιστορικός Χέρμπερτ Φέις, έγραφε:
«Η Συμφωνία του Μονάχου επέτρεψε στον Χίτλερ να διαμελίσει την Τσεχοσλοβακία, αφήνοντας την Πολωνία και τη Σοβιετική Ένωση εκτεθειμένες στη γερμανική επιθετικότητα».[1]
Επίσης, ο Δυτικογερμανός ιστορικός Μίκαελ Φρέυντ:
«Με το έδαφος της Βοημίας να αντηχεί από τις μπότες των Γερμανών στρατιωτών, ολόκληρος ο κόσμος αντήχησε. Ο γωνιόλιθος της Συνθήκης των Βερσαλλιών γκρεμίστηκε. Ο δρόμος προς την Ανατολή είχε ανοίξει για το Γερμανικό Ράιχ».[2]
Ο ίδιος ο Ρίμπεντροπ είπε χαρακτηριστικά στον Χίτλερ, για τον Τσάμπερλεν:
«Αυτός ο γέρος υπόγραψε την καταδίκη σε θάνατο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας κι άφησε σ’ εμάς το δικαίωμα να ορίσουμε την ημερομηνία που θα γίνει η εκτέλεση».[3]
Επιστρέφοντας ο Γάλλος Πρωθυπουργός Νταλαντιέ στο Παρίσι, καθώς επευφημείται από τους Γάλλους γιατί υποτίθεται πως διέσωσε την ειρήνη, ψιθυρίζει στον υπουργό του των Εξωτερικών: «Αν ξέρανε τι υπογράψαμε θα μας εκτελούσαν».
Η Τσεχοσλοβακία, μετά τη Ρηνανία και την Αυστρία, παραδίδεται σχεδόν αμαχητί. Αμέσως μετά, η Βρετανία παρέδωσε στη ναζιστική Γερμανία (!!!) τον χρυσό της Τσεχοσλοβακίας που φύλαγε για… ασφάλεια στα θησαυροφυλάκιά της.
Στη Σοβιετική Ένωση, η ανησυχία για την επιθετικότητα του Χίτλερ σε συνδυασμό με την απραξία και τις διαφαινόμενες επιδιώξεις των δυτικών “δημοκρατιών”, αυξανόταν. Τον Απρίλιο, η ΕΣΣΔ πρότεινε την σύναψη συμμαχίας με την Βρετανία και την Γαλλία.
Με επιμονή της ΕΣΣΔ, στις 11 Αυγούστου 1939, αρχίζουν οι τριμερείς συνομιλίες στη Μόσχα μεταξύ ΕΣΣΔ-Βρετανίας-Γαλλίας. Το επίπεδο εκπροσώπησης σ’ αυτές των Γαλλίας – Βρετανίας είναι εξευτελιστικό για την ΕΣΣΔ και καταδεικνύει την έλλειψη ενδιαφέροντος και βούλησης. Οι καθυστερήσεις είναι απερίγραπτες. Οι αντιπροσωπείες των δυτικών έφτασαν στο Λένινγκραντ μετά από ταξίδι μιας εβδομάδας με αργοκίνητο εμπορικό πλοίο. Η Σοβιετική Ένωση προτείνει στην Πολωνία την συνδρομή της με στρατό και όπλα. Η Πολωνία αρνείται. Σε περίπτωση κατάληψης της Πολωνίας από τους Γερμανούς, το Γ΄ Ράιχ θα έφτανε στα σύνορα της ΕΣΣΔ, ενδεχόμενο που Γάλλοι και Βρετανοί προσδοκούσαν και στόχευαν.
Ο Χάρολντ Άικς, επιτετραμμένος των Εσωτερικών Υποθέσεων των ΗΠΑ, έγραφε την εποχή εκείνη στο ημερολόγιό του:
«Η Αγγλία ελπίζει να προκαλέσει σύγκρουση ανάμεσα στη Ρωσία και τη Γερμανία και να μη διακινδυνέψει η ίδια. (…) Η Γαλλία θα αναγκαστεί επίσης να απαρνηθεί την κεντρική και ανατολική Ευρώπη προς όφελος της Γερμανίας, ελπίζοντας να τη δει να εμπλέκεται σε πόλεμο με τη Σοβιετική Ένωση. Έτσι, η Γαλλία θα μπορούσε να μείνει ασφαλής πίσω απ’ τη γραμμή Μαζινό.»[4]
Η Πολωνία αρνείται συμφωνία με την ΕΣΣΔ ώστε ο Κόκκινος Στρατός να μπορέσει να αναμετρηθεί με τους χιτλερικούς σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης.
Η Σοβιετική Ένωση αντιμετώπιζε τον θανάσιμο κίνδυνο της συγκρότησης ενιαίου αντισοβιετικού μετώπου όλων των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Με τη σιωπηρή υποστήριξη Αγγλίας και Γαλλίας, η Γερμανία θα μπορούσε, αφού θα είχε καταλάβει την Πολωνία, να εξαπολύσει έναν κεραυνοβόλο πόλεμο κατά της ΕΣΣΔ, ενώ η Ιαπωνία θα εξαπέλυε επίθεση κατά της Σιβηρίας.
Στις 20 Αυγούστου1939, ο Χίτλερ προτείνει στη Σοβιετική Ένωση σύμφωνο μη επίθεσης. Η Σοβιετική Ένωση αντιδρά ακαριαία και στις 23 υπογράφεται το “Σύμφωνο μη επίθεσης” από τους Ρίμπεντροπ-Μολότωφ.
Στη συνέχεια και σε αντίθεση με τις προσπάθειες του Χίτλερ, υπογράφηκε ανάλογο Σύμφωνο με την Ιαπωνία.
Αξίζει να επαναληφθεί εδώ πως τέτοιο σύμφωνο με την μορφή “Δήλωσης μη επίθεσης” είχε υπογραφεί στις 30/9/38 μεταξύ Βρετανίας-Γερμανίας και ακολούθησε αμέσως, ανάλογο μεταξύ Γαλλίας Γερμανίας
Αποδείχτηκε περίτρανα πως το Γερμανοσοβιετικό σύμφωνο μη επίθεσης τελικώς βοήθησε τους Σοβιετικούς να αποκρούσουν την Γερμανική επίθεση, αφού τους αντιμετώπισαν δύο χρόνια αργότερα και μετά τις εκστρατείες τους στη Γαλλία και τα Βαλκάνια.
Αυτό το διέβλεπε πολύ καλά ο Τσώρτσιλ όταν, αμέσως μετά την δημοσιοποίηση του Συμφώνου, παραπονιόταν πως οι ναζί:
«πρόδωσαν το αντι-Κομιντέρν σύμφωνο και τις αντι-Μπολσεβίκικες συμφωνίες».
Αλλά και η αμερικανική εφημερίδα Νew York Herald Tribune που έγραψε πως ο Χίτλερ:
«δεν κράτησε την υπόσχεσή του να είναι λιοντάρι προς ανατολάς και αρνάκι προς δυσμάς».
Η ΕΣΣΔ, η οποία γνώριζε καλά την επιθυμία του Χίτλερ να αποκτήσει “ζωτικό χώρο” για τους Γερμανούς στην ανατολική Ευρώπη με επίθεση στη Σοβιετική Ένωση, κέρδισε χρόνο για να προετοιμάσει τον Κόκκινο Στρατό και την οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης. Καθώς επίσης να κάνει τις απαραίτητες μετεγκαταστάσεις πληθυσμού προς τα ενδότερα της χώρας και να προστατεύσει τα σύνορά της από κοινότητες με επικινδυνότητα σύναψης συμμαχίας με τον εχθρό, ώστε να μπορεί να αντισταθεί σε πιθανή επίθεση των ναζιστικών δυνάμεων. Σύμφωνα με τον Ρεϊμόν Καρτιέ, ο μεν Στάλιν υπέγραψε το Σύμφωνο με στόχο να κερδίσει χρόνο και ο Χίτλερ με την εκ των προτέρων απόφαση “να το ξεσχίσει”[5]
Στις 31/8/1939, παραμονή της εισβολής στην Πολωνία, αποπειράται με πρόταση του Μουσολίνι, να συγκληθεί η «Διάσκεψη των πέντε» (Γερμανία, Ιταλία, Αγγλία, Γαλλία, Πολωνία). Ένα νέο «Μόναχο», απροκάλυπτα αυτή τη φορά, εναντίον της ΕΣΣΔ. Σε Αγγλία και Γαλλία είχε ξεσηκωθεί τεράστιο κύμα λαϊκής αγανάχτησης και οργής ενάντια στην επικείμενη ναζιστική επίθεση στην Πολωνία. Ευτυχώς, η συμφωνία τους δεν έγινε πραγματικότητα.
Το πρωί της 1ης Σεπτεμβρίου 1939, οι Γερμανοί εισβάλουν στην Πολωνία. Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος αρχίζει επίσημα. Βάσει των συμφωνιών τους, Γαλλία και Αγγλία όφειλαν να συνδράμουν ένοπλα τη σύμμαχό τους. Αξίζει να σημειωθεί πως κατά την έναρξη της γερμανικής εισβολής στην Πολωνία, οι Αγγλογάλλοι με τους Βέλγους και Ολλανδούς διέθεταν στο δυτικό μέτωπο υπερτετραπλάσιες δυνάμεις από την Βέρμαχτ. Χρόνια μετά, ο Γερμανός στρατηγός Γιαντλ ομολογούσε κυνικά:
«Αν το 1939 δεν υπεστήκαμε ήττα, αυτό έγινε μόνο και μόνο επειδή οι 110 περίπου γαλλικές και αγγλικές μεραρχίες (που στην διάρκεια του πολέμου μας με την Πολωνία βρίσκονταν στη Δύση, έναντι 23 γερμανικών μεραρχιών) παρέμειναν εντελώς αδρανείς».[6]
Καμία αντίδραση των Βρετανών και των Γάλλων πέραν της ρίψης… προκηρύξεων και μικροαψιμαχιών μέχρι την επίθεση των Γερμανών στις 10 Μαΐου 1940, στο δυτικό μέτωπο.
Η ναζιστική εισβολή
Ξημερώνει η 22 Ιουνίου 1941. Πρόκειται για το θερινό ηλιοστάσιο. Γιορτή για τους βόρειους λαούς μιας κι έχουμε την μεγαλύτερη σε διάρκεια μέρα στο βόρειο ημισφαίριο.
Στις 03:15, η ναζιστική Γερμανία και οι σύμμαχοί της στον Άξονα (πλην της Βουλγαρίας) εισβάλλουν στη Σοβιετική Ένωση. Μία παράλογη, ως προς τις προοπτικές της, πράξη των χιτλερικών που θα στοιχίσει στην ΕΣΣΔ και στους εμπλεκόμενους λαούς δεκάδες εκατομμύρια νεκρούς. Πρόκειται για έναν φυλετικό πόλεμο χωρίς περιορισμούς. Η Βέρμαχτ δεν αναγνώριζε στον εαυτό της καμία υποχρέωση να τηρήσει το δίκαιο του πολέμου.
Νωρίτερα, στις 30 Μαρτίου 1941, ο ίδιος ο Χίτλερ, αναλύοντας τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές του πολέμου έλεγε:
«Πάλη δύο ιδεολογιών. Ετυμηγορία συντριπτική σε βάρος του μπολσεβικισμού. Είναι σαν ένα αντικοινωνικό έγκλημα. Ο κομμουνισμός είναι ένας τρομαχτικός κίνδυνος για το μέλλον. Πρόκειται για αγώνα εκμηδένισης. Αν δεν δούμε το θέμα κάτω από αυτή τη γωνία, θα νικήσουμε, βέβαια, τον εχθρό, αλλά, σε 30 χρόνια, ο κομμουνιστικός εχθρός θα μας αντιπαρατεθεί και πάλι. Πάλη ενάντια στη Ρωσία: Εξολόθρευση των μπολσεβίκων επιτρόπων και της κομμουνιστικής διανόησης».[7]
Με άλλα λόγια, η επανάσταση πρέπει να εξοντωθεί για να πάψει να ενοχλεί τους καπιταλιστές.
Στελέχη και μέλη του ΚΚΣΕ, εβραίοι και αντάρτες, θα παραδίδονταν σύντομα στις ειδικές ομάδες των Ες-Ες και τη στρατιωτική αστυνομία προς εκτέλεση. Ο άμαχος πληθυσμός, ως “Σλάβοι υπάνθρωποι”, δεν θα ετύγχαναν καμιάς προστασίας, ούτε θα δικαιούνταν τρόφιμα ή ό,τι άλλο. Οι ναζιστές, με την εισβολή τους στην ΕΣΣΔ, στόχευαν σ’ έναν πόλεμο αφανισμού και πλήρους εξόντωσης των Σοβιετικών, που όμως θα καταλήξει τέσσερα χρόνια αργότερα στη δική τους εξόντωση.
Πέρα του ότι επρόκειτο για μία εμφανώς αυτοκτονική πράξη των ναζιστών, κατά γενική ομολογία τότε και τώρα, οι σοβιετικοί είχαν αντικρουόμενα στοιχεία σχετικά με την επικείμενη επίθεση. Παρακολουθώντας τους Γερμανούς στενά, η σοβιετική κατασκοπία δεν είχε δείγματα σοβαρής προετοιμασίας, για επιχειρήσεις διάρκειας, πέραν της συγκέντρωσης στρατευμάτων στα σύνορα. Δεν παρήγαγαν καύσιμα αντοχής στις χαμηλές θερμοκρασίες, ούτε και αντίστοιχες στρατιωτικές ενδυμασίες. Επίσης, το να ανοίξουν δεύτερο μέτωπο οι Γερμανοί, ενώ με τους Βρετανούς η κατάσταση δεν εξελισσόταν ευνοϊκά γι’ αυτούς, δεν φαινόταν λογικό. Χωρίς να έχουν ψευδαισθήσεις για τις προθέσεις των Γερμανών στο εγγύς μέλλον – η συγκέντρωση στρατευμάτων στα σύνορα της ΕΣΣΔ ήταν γεγονός, αμφέβαλαν για τις δυνατότητές τους υποστήριξης ενός εγχειρήματος τέτοιας έκτασης σ’ εκείνη τη χρονική στιγμή.[8]
Παρ’ όλα αυτά, στις 5 Μαΐου 1941, απευθυνόμενος ο Στάλιν στους νέους απόφοιτους της Σχολής Αξιωματικών έλεγε:
«…Οι Γερμανοί κακώς θεωρούν ότι ο στρατός τους είναι αήττητος… κι αν ακόμα πετύχουν κάτι σε μια επιχείρηση αιφνιδιασμού, τελικά θα ηττηθούν…»
Ο δε στρατάρχης Ζούκοφ αναφέρει:
«…Από το 1939 ως τα μέσα του 1941 η ηγεσία του κόμματος, διαβλέποντας μια γερμανική επίθεση, είχε ενισχύσει την άμυνα, με την χρησιμοποίηση όλων των δυνάμεων και όλων των μέσων και με την επίτευξη της ενότητας ολόκληρου του σοβιετικού λαού…»
Στις 03:17 ο σοβιετικός στόλος στη Μαύρη θάλασσα στέλνει σήμα για ένα μεγάλο αριθμό αεροσκαφών που κατευθύνεται προς την Σεβαστούπολη. Στις 03:30 βομβαρδίζεται το Μινσκ. Στις 03:33 σειρά έχει το Κίεβο. Στις 03:40 βόμβες πλήττουν τις χώρες της Βαλτικής. Τις ίδιες στιγμές, σ’ ένα μήκος μετώπου πάνω από 2.500 χιλιόμετρα, 9.000 κανόνια της Βέρμαχτ ανοίγουν πυρ εναντίον των σοβιετικών γραμμών. Η μεγαλύτερη επίθεση στην ιστορία τα ανθρωπότητας μόλις είχε ξεκινήσει. Η επιχείρηση “Μπαρμπαρόσα”.
Στις 03:45 ειδοποιείται ο Στάλιν από τον Ζούκοφ. «Έχουμε πόλεμο. Οι Γερμανοί μας επιτίθενται σε όλο το μήκος του μετώπου».
Οι Γερμανοί είχαν συγκεντρώσει 210 μεραρχίες, 3 εκ. άντρες, 3.000 αεροπλάνα, 3.500 άρματα μάχης. Ένα επί πλέον εκατομμύριο άντρες αριθμούσαν οι σύμμαχοι-δορυφόροι τους.
Οι Σοβιετικοί αντιπαρέθεταν 2 εκ. άντρες στη μεθοριακή γραμμή, αλλά και δυνατότητα τεράστιων εφεδρειών στα μετόπισθεν. Επίσης, 20.000 τεθωρακισμένα, παλαιότερα και λιγότερο ισχυρά τα περισσότερα, αλλά απολύτως αξιόμαχα.
Ελέγχοντας η ναζιστική Γερμανία σχεδόν όλη την Ευρώπη είχε καρπωθεί τον βιομηχανικό της πλούτο της ηπείρου και βρισκόταν στο ζενίθ της δύναμής της.
Από τις πρώτες μέρες του πολέμου και παρά τις πρόσκαιρες επιτυχίες τους, ήδη διαισθάνονται οι Γερμανοί τις δυσκολίες και καθίσταται σαφές ότι ο Κόκκινος Στρατός κάθε άλλο παρά εύκολος αντίπαλος είναι και δεν επρόκειτο να καταληφθεί με την ευκολία που περίμενε ο Χίτλερ. Το σοβιετικό ανθρώπινο δυναμικό έδειχνε αστείρευτο. Επιστρατεύτηκαν περισσότεροι από 16 εκ. άντρες.
Οι παραδόσεις εξοπλισμού παντός είδους από την 1/1/39 μέχρι και τις 22/6/41 ήταν εντυπωσιακές:
Παρελήφθησαν 92.578 πυροβόλα από τα οποία 29.637 ελαφρά και 52.407 όλμοι. Η αεροπορία παρέλαβε 17.745 μαχητικά αεροσκάφη εκ των οποίων τα 3.719 ήταν νέου τύπου. Ο Κόκκινος Στρατός παρέλαβε 7.000 άρματα μάχης. Εκτός από το Τ‑34 είχε αρχίσει και η παραγωγή του βαρύτερου τύπου KV, ανώτερα και τα δύο από οποιοδήποτε γερμανικό. Ήδη είχαν παραχθεί 1.851 κομμάτια μέχρι τις 22 Ιουνίου. Ως το τέλος του πολέμου μόνο από το Τ‑34 παρήχθησαν 55.000 κομμάτια.
«Μέχρι το τέλος του πολέμου η σοβιετική βιομηχανία μπόρεσε να παράγει κολοσσιαία ποσότητα πολεμικού υλικού: γύρω στα 490.000 πυροβόλα και όλμους, πάνω από 102.000 άρματα μάχης, πάνω από 137.000 αεροσκάφη…»[9]
Η Φινλανδία, που αποζητά αποκατάσταση για τις εδαφικές απώλειες από τη συνθηκολόγηση που έδωσε τέλος στον Πόλεμο του Χειμώνα, προσχωρεί στον Άξονα λίγο πριν την εισβολή. Οι Γερμανοί νικούν γρήγορα τα κράτη της Βαλτικής και, με τους Φινλανδούς στο πλευρό τους, έως τον Σεπτέμβριο πολιορκούν το Λένινγκραντ (Αγία Πετρούπολη). Στα κεντρικά, στις αρχές Αυγούστου, οι Γερμανοί καταλαμβάνουν το Σμόλενσκ και έως τον Οκτώβριο κατευθύνονται προς τη Μόσχα. Στα νότια, γερμανικά και ρουμανικά στρατεύματα καταλαμβάνουν τον Σεπτέμβριο το Κίεβο, ενώ τον Νοέμβριο καταλαμβάνουν το Ροστόφ επί του ποταμού Ντον.
Το βράδυ της 22ας Ιουνίου, με απόφαση της Σοβιετικής Κυβέρνησης απευθύνεται στους λαούς της ΕΣΣΔ με διάγγελμα ο υπουργός εξωτερικών Βιατσεσλάβ Μολότωφ. Η ομιλία του κλείνει με το: «ο αγώνας μας είναι δίκαιος, θα νικήσουμε».
Την ίδια μέρα ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσώρτσιλ, φανερά ευχαριστημένος, εκφωνεί:
«Κανείς δεν υπήρξε σταθερότερος πολέμιος του κομμουνισμού κατά τη διάρκεια των τελευταίων 25 ετών απ’ ό,τι εγώ. Δεν πρόκειται να απαρνηθώ τίποτε από όσα έχω πει επί του θέματος αυτού
Όμως… Βλέπω τους Ρώσους στρατιώτες πάνω στη γενέθλια γη τους. Τους βλέπω να υπερασπίζουν τις εστίες τους, εκεί που οι μάνες και οι γυναίκες τους προσεύχονται (ω, ναι, υπάρχουν στιγμές που όλοι προσεύχονται) για τη σωτηρία των αγαπημένων τους. Βλέπω χιλιάδες ρώσικα χωριά όπου οι άνθρωποι μοχθούν σκληρά καλλιεργώντας τη γη για να επιβιώσουν, εκεί, όμως, όπου υπάρχουν οι πρωταρχικές χαρές της ανθρώπινης ζωής, εκεί όπου παίζουν κοπέλες και παιδιά. Και βλέπω να εφορμά ενάντια σε αυτούς τους ανθρώπους η τρομακτική πολεμική μηχανή των ναζί. Βλέπω τον ανόητο Ούνο, υπάκουο και βίαιο ρομπότ, να ορμά σαν τις ακρίδες!»
Στις 3 Ιουλίου 1941 απευθύνεται στον Σοβιετικό λαό ο Στάλιν:
«Σύντροφοι, πολίτες, αδερφοί κι αδερφές μου, μαχητές του στρατού και του ναυτικού μας! Απευθύνομαι σε σας, φίλοι μου…»
Ο Στάλιν δεν προσπάθησε να εξωραΐσει την κατάσταση. Την περιέγραψε με ακρίβεια και, παρά τον δραματικό χαρακτήρα της, με ψυχραιμία. Εξέθεσε ένα πραγματικό πρόγραμμα πολέμου, ενός πολέμου ολοκληρωτικού που θα απαιτούσε τη συστράτευση όλων των δυνάμεων της σοβιετικής κοινωνίας και, δίχως αμφιβολία, μεγάλες θυσίες. Μαζική επιστράτευση, συγκρότηση ομάδων πολιτοφυλακής, οργάνωση πολιτικής άμυνας, χρήση όλων των παραγωγικών δομών στην υπηρεσία της πολεμικής προσπάθειας, διαταγή περί «καμένης γης» ώστε ο εισβολέας να μη βρίσκει τίποτε, ανταρτοπόλεμος στα κατεχόμενα από τον εχθρό εδάφη. Τέλος, εξέφρασε ευγνωμοσύνη προς τον Τσόρτσιλ και τη Βρετανία, καθώς και την κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Η καλύτερη περιγραφή για την αίσθηση που προκάλεσε στον σοβιετικό λαό το διάγγελμα του Στάλιν περιέχεται στο μυθιστόρημα του Κ.Μ. Σίμονοφ “Οι Ζωντανοί και οι Νεκροί”:
«Ο Στάλιν μιλούσε αργά, βαριά, με έντονη γεωργιανή προφορά. Κάποια στιγμή, στη μέση του λόγου του, τον ακούσαμε, μετά τον ήχο του κρυστάλλου ενός ποτηριού, να πίνει νερό. Μιλούσε χαμηλόφωνα και θα μπορούσε να φαίνεται απολύτως ήρεμος αν δεν ήταν η βαριά, λαχανιασμένη ανάσα κι ο ήχος του νερού που έπινε.
Μολονότι, όμως, ήταν συγκινημένος, ο τόνος του εξακολουθούσε να είναι σταθερός, η σιγανή φωνή του ηχούσε δίχως διακυμάνσεις, δίχως ερωτηματικά… Κι από την αντίθεση μεταξύ αυτού του σταθερού λόγου και του τραγικού χαρακτήρα της κατάστασης την οποία εξέθετε, διαφαινόταν μια δύναμη, μια δύναμη που δεν ξάφνιαζε. Από τον Στάλιν θα το περίμενε κανείς.
Τον Στάλιν μπορούσε να τον συμπαθεί κάποιος με διάφορους τρόπους: απεριόριστα ή με επιφυλάξεις, με θαυμασμό και ορισμένο φόβο. Ορισμένοι, μάλιστα, δεν τον συμπαθούσαν καν. Κανείς, όμως, δεν αμφέβαλλε για το θάρρος και τη σιδερένια του θέληση. Ακριβώς αυτές οι ικανότητες έμοιαζαν τώρα οι πλέον απαραίτητες για τον άνθρωπο που ηγείται μιας εμπόλεμης χώρας.
Ο Στάλιν δεν χαρακτήριζε την κατάσταση ως τραγική. Ήταν δύσκολο να τον φανταστείς να προφέρει αυτή τη λέξη. Εκείνα, όμως, για τα οποία μιλούσε – η μαζική επιστράτευση, τα κατεχόμενα εδάφη, ο ανταρτοπόλεμος – σήμαιναν το τέλος των ψευδαισθήσεων. Είχαμε υποχωρήσει σχεδόν παντού και μάλιστα κατά πολύ. Η αλήθεια ήταν πικρή, αλλά κάποιος την έλεγε επιτέλους, και μαζί με την αλήθεια νιώθαμε τη γη πιο στέρεη κάτω από τα πόδια μας.
Ο Στάλιν περιέγραφε το δυστυχές ξεκίνημα αυτού του γιγάντιου και τρομερού πολέμου δίχως να αλλάξει το συνηθισμένο λεξιλόγιό του, μιλούσε για τις μεγάλες δυσκολίες που έπρεπε να ξεπεράσουμε το ταχύτερο δυνατό και σε όλα αυτά δεν διαισθανόσουν την αδυναμία, αλλά τη δύναμη.»
«Εγώ πεθαίνω, αλλά δεν παραδίνομαι! Αντίο Πατρίδα! 20 Ιουλίου 1941»
Η αποτυχία του λεγόμενου αστραπιαίου πολέμου (Blitzkrieg) είναι εμφανής από τις πρώτες ώρες του πολέμου.
Παρ’ όλη την επέλαση των ναζιστικών στρατευμάτων, το αδιαμφισβήτητο «ξάφνιασμα» και τις αρχικές αδυναμίες των Σοβιετικών, το φρούριο Μπρεστ-Λιτόφσκ αντέχει μέχρι τις 24 Ιουλίου, με τους υπερασπιστές του να επιδεικνύουν απαράμιλλο ηρωισμό μέχρι την πτώση τους. Το «Εγώ πεθαίνω, αλλά δεν παραδίνομαι! Αντίο Πατρίδα! 20 Ιουλίου 1941» έμεινε για πάντα γραμμένο στους τοίχους του φρουρίου.
Η πρώτη αναχαίτιση του γερμανικού Blitzkrieg συμβαίνει στο Σμολένσκ. Στις 16 Ιουλίου οι εμπροσθοφυλακές των στρατευμάτων του φον Μποκ συνάντησαν απροσδόκητα σκληρή αντίσταση ενώ πλησίαζαν στην πόλη. Αρχίζει η μάχη του Σμολένσκ. Κρατά δύο μήνες και χαρακτηρίζεται από βαριές απώλειες και για τις δύο πλευρές. Εμφανίζεται από τον Κόκκινο Στρατό ένα νέο μυθικό όπλο, οι ρουκέτες ΒΜ‑8 (82mm) και ΜΒ-13 (132mm) που θα μείνουν στην ιστορία με το προσωνύμιο “Κατιούσα”. Ό,τι πιο εξελιγμένο είχε να παρουσιάσει μέχρι τότε η πολεμική τεχνολογία. Τα “όργανα του Στάλιν” για τους Γερμανούς στρατιώτες. Ο Γερμανός στρατάρχης της Λουφτβάφε, Άλμπερτ Κέσσερλινγκ έγραφε:
«Ο τρομερός ψυχολογικός αντίκτυπος των “Οργάνων του Στάλιν” είναι μια πολύ δυσάρεστη ανάμνηση για οποιονδήποτε Γερμανό στρατιώτη υπηρέτησε στο Ανατολικό Μέτωπο».[10]
Τυπικά, στη Μάχη του Σμολένσκ η Σοβιετική Ένωση ηττήθηκε, μια και η πόλη έπεσε. Στην πραγματικότητα αποτελεί κομβικό σημείο του πολέμου, δεδομένου ότι η αντίσταση του Κόκκινου Στρατού καθυστέρησε δραματικά τη γερμανική προέλαση. Μέχρι τον Αύγουστο, οι δυνάμεις της Βέρμαχτ δεν είχαν κατορθώσει να διασπάσουν τη σοβιετική άμυνα στη γραμμή Γιάρτσεβο-Γέλνιγια-Ντέσνα, κάπου 30 χλμ. ανατολικά του Σμολένσκ.
Από τα πρακτικά των συνομιλιών του Χίτλερ με το επιτελείο του, που σήμερα διαθέτουμε, αλλά και από το επίπεδο και τον βαθμό προετοιμασίας των Γερμανών, προβλεπόταν κατάρρευση της ΕΣΣΔ μέσα σε λίγες βδομάδες, αν όχι μέρες. Τον Σεπτέμβριο, στην Όρσα, για πρώτη φορά οι ναζιστικές στρατιές παίρνουν αμυντικές θέσεις. Η Βέρμαχτ μέχρι τέλους του 1941 έχει απολέσει 800.000 άνδρες. Ήδη από την σοβιετική αεροπορία έχουν βομβαρδιστεί το Βερολίνο και οι βάσεις υποβρυχίων στο Ντάντσιχ (Γκντάνσκ). Σύμφωνα με τους ναζιστικούς κύκλους, η Λουφτβάφε έχανε τον πρώτο μήνα της επίθεσης στην ΕΣΣΔ 50 αεροσκάφη το 24ωρο, ενώ η Βέρμαχτ, στο ίδιο διάστημα, έχασε το 50% των τεθωρακισμένων της.
Αν η ναζιστική Γερμανία δεν ανεφοδιαζόταν τόσο πλατιά από τις ανέπαφες βιομηχανίες της Γαλλίας, Αυστρίας, Τσεχοσλοβακίας και από την λεηλασία των άλλων κατεχόμενων χωρών θα είχε εγκαταλείψει τον πόλεμο από έλλειψη πολεμικού υλικού, πριν το τέλος του 1941.
Στις 4 Σεπτεμβρίου 1941, η Βέρμαχτ φτάνει προ των πυλών του Λένινγκραντ. Στις 8 Σεπτεμβρίου αρχίζει η πολιορκία της ηρωικής πόλης που θα διαρκέσει σχεδόν 900 μέρες. Στις δυνάμεις της Βέρμαχτ συμμετέχει και η Γαλάζια Μεραρχία (από την Ισπανία του Φράνκο) που αργότερα θα εξολοθρευτεί σύσσωμη στα περίχωρα του Λένινγκραντ.
Στις 20 Σεπτεμβρίου 1941ξεκινά η μάχη της Μόσχας.
Στις 24 Οκτωβρίου 1941καταλαμβάνεται το Χάρκοβο.
Στις 6 Δεκεμβρίου 1941έχουμε την πρώτη σοβιετική αντεπίθεση που αναγκάζει τους Γερμανούς σε άτακτη υποχώρηση από τα προάστια της Μόσχας.
Η προέλαση των ναζιστικών στρατευμάτων έχει ουσιαστικά ολοκληρωθεί. Κανένας από τους αντικειμενικούς στόχους των ναζιστών δεν επετεύχθη. Το Λένινγκραντ άντεξε, η Μόσχα επίσης, όπου είχαν και την πρώτη τους ήττα, στο Στάλινγκραντ εξολοθρεύτηκαν και πιάστηκε ο στρατάρχης Πάουλους με το επιτελείο του.
Ο πόλεμος θα διαρκέσει 4 ολόκληρα χρόνια με τον Κόκκινο Στρατό και τον Σοβιετικό λαό να επιδεικνύουν απαράμιλλο ηρωισμό. Οι Γερμανοί πρόλαβαν να δουν τις σκεπές των κτιρίων της Μόσχας και του Λένινγκραντ, αλλά εκατομμύρια από αυτούς δεν γύρισαν στα σπίτια τους. Κι όσοι γύρισαν δεν βρήκαν τα δικά τους σπίτια στη θέση τους.
Ένας πόλεμος που θα στοιχίσει, μόνο στην Σοβιετική Ένωση, συνολικά 28 εκατομμύρια νεκρούς. Στην ανατολή οι Ιάπωνες μιλιταριστές εξολόθρευσαν περισσότερους από 15 εκατομμύρια Κινέζους και πάνω από ένα εκατομμύριο Κορεάτες. Διακόσιες χιλιάδες Κορεάτισσες υποχρεώθηκαν να γίνουν “γυναίκες ευχαρίστησης” για τον Ιαπωνικό στρατό. Δυστυχώς, όχι τυχαία, δεν μνημονεύονται και ο κόσμος αγνοεί τις τεράστιες θυσίες του κινέζικου και κορεάτικου λαού.
Χιλιάδες σοβιετικά χωριά, πόλεις, βιομηχανίες και άλλες υποδομές θα καταστραφούν ολοκληρωτικά. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος θα τελειώσει με την κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο και το αστέρι καρφωμένη στην καρδιά του κτήνους, στο Ράιχσταγκ.
Το σύστημα που γέννησε όμως το κτήνος, σ’ εκείνη τη φάση της ιστορίας, συνεχίζει να υπάρχει.
_______________________________________________________________________
[1] Χέρμπερτ Φέις: «Τσώρτσιλ-Ρούσβελτ-Στάλιν», Λονδίνο 1957, σελ. 4. Από Γ. Ντεμπόριν: Μυστικά του δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, ΑΛΦΕΙΟΣ, Αθήνα 1973, σελ. 31).
[2] Μ. Φρέυντ: «Deutsche Geschichte», 1960, σελ. 623.
[3] Χιου Ντάλτον: «Τα μοιραία Χρόνια»-Απομνημονεύματα 1931–1945, σελ. 195.
[4] «Μια άλλη ματιά στον Στάλιν», ΛΟΥΝΤΟ ΜΑΡΤΕΝΣ, Εκδόσεις ΣΕ, 4η έκδοση, σελ. 313
[5] Ρεϊμόν Καρτιέ, Ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τ. Α΄, Πάπυρος, Αθήνα, 1966
[6] Δίκη της Νυρεμβέργης – Γιαντλ, αρχηγός του επιτελείου επιχειρήσεων της ανώτατης γερμανικής διοίκησης. από «Αναμνήσεις και Στοχασμοί Γ.Κ. Ζούκοφ, Σ.Ε.
[7] Στρατηγός Χάλντερ, «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, Θ. Παπαρήγας, εκδόσεις ΣΕ, 3η έκδοση.
[8] Βίκτωρ Σουβόροφ, ΣΤΑΛΙΝ-Το Μεγάλο Σχέδιο, Eurobooks, Αθήνα 2016
[9] Στρατάρχης Γ. Κ. Ζούκοφ, Αναμνήσεις και Στοχασμοί, εκδ. Σ.Ε. 3η έκδοση. Επανάληψη στο Μια Άλλη Ματιά στον Στάλιν, Λούντο Μάρτενς, Σ.Ε. Αθήνα 2007, σελ 323.
[10] A, Kesselring, Gebanken zum Zweiten Weltkrieg (Σκέψεις πάνω στον Β΄ ΠΠ), Βόννη 1956, σελ. 78.