Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η μέρα που ο φασισμός έχασε τον πόλεμο

Γρά­φει ο Στέ­λιος Κανά­κης //

Στό­χος όλων η Σοβιε­τι­κή Ένωση

1 Η άμυνα του Λένινγκραντ

Στο τέλος της δεκα­ε­τί­ας του ’30, με την ανο­χή και την πολι­τι­κή βού­λη­ση των καπι­τα­λι­στι­κών δυνά­με­ων, η χιτλε­ρι­κή Γερ­μα­νία είχε γιγα­ντω­θεί κατα­λαμ­βά­νο­ντας όλη την Ευρώ­πη και είχε απο­κτή­σει κοι­νά σύνο­ρα με την ΕΣΣΔ.

Στις  29/9/38, με την επαί­σχυ­ντη συμ­φω­νία του Μονά­χου, γκρε­μί­ζε­ται κάθε ελπί­δα της ΕΣΣΔ για συλ­λο­γι­κή ασφά­λεια και η ιδέα της θάβε­ται ορι­στι­κά. Η Τσε­χο­σλο­βα­κία με την ανε­πτυγ­μέ­νη βιο­μη­χα­νία της, προ­σφέ­ρε­ται ανέ­πα­φη στον Χίτλερ. Η ειρω­νεία είναι, πως ακό­μη και η Πολω­νία (που σε λίγο δεν θα υπάρ­χει) διεκ­δι­κεί και παίρ­νει μερί­διο από τον δια­με­λι­σμό της Τσε­χο­σλο­βα­κί­ας. Οι ίδιοι οι χιτλε­ρι­κοί δεν πιστεύ­ουν στα μάτια τους με την ενδο­τι­κό­τη­τα των Αγγλο­γάλ­λων. Τη επό­με­νη μέρα 30/9/38 υπο­γρά­φε­ται δήλω­ση μη επί­θε­σης μετα­ξύ Αγγλί­ας-Γερ­μα­νί­ας και σύντο­μα ακο­λου­θεί ανά­λο­γο σύμ­φω­νο μετα­ξύ Γαλ­λί­ας-Γερ­μα­νί­ας. Κατό­πιν αυτού η Γαλ­λία απορ­ρί­πτει τις συμ­μα­χι­κές της υπο­χρε­ώ­σεις απέ­να­ντι στην ΕΣΣΔ.

Τριά­ντα χρό­νια μετά, ο Αμε­ρι­κα­νός ιστο­ρι­κός Χέρ­μπερτ Φέις, έγραφε:

«Η Συμ­φω­νία του Μονά­χου επέ­τρε­ψε στον Χίτλερ να δια­με­λί­σει την Τσε­χο­σλο­βα­κία, αφή­νο­ντας την Πολω­νία και τη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση εκτε­θει­μέ­νες στη γερ­μα­νι­κή επι­θε­τι­κό­τη­τα».[1]

Επί­σης, ο Δυτι­κο­γερ­μα­νός ιστο­ρι­κός Μίκα­ελ Φρέυντ:

«Με το έδα­φος της Βοη­μί­ας να αντη­χεί από τις μπό­τες των Γερ­μα­νών στρα­τιω­τών, ολό­κλη­ρος ο κόσμος αντή­χη­σε. Ο γωνιό­λι­θος της Συν­θή­κης των Βερ­σαλ­λιών γκρε­μί­στη­κε. Ο δρό­μος προς την Ανα­το­λή είχε ανοί­ξει για το Γερ­μα­νι­κό Ράιχ».[2]

Ο ίδιος ο Ρίμπε­ντροπ είπε χαρα­κτη­ρι­στι­κά στον Χίτλερ, για τον Τσάμπερλεν:

«Αυτός ο γέρος υπό­γρα­ψε την κατα­δί­κη σε θάνα­το της Βρε­τα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας κι άφη­σε σ’ εμάς το δικαί­ω­μα να ορί­σου­με την ημε­ρο­μη­νία που θα γίνει η εκτέ­λε­ση».[3]

Επι­στρέ­φο­ντας ο Γάλ­λος Πρω­θυ­πουρ­γός Ντα­λα­ντιέ στο Παρί­σι, καθώς επευ­φη­μεί­ται από τους Γάλ­λους για­τί υπο­τί­θε­ται πως διέ­σω­σε την ειρή­νη, ψιθυ­ρί­ζει στον υπουρ­γό του των Εξω­τε­ρι­κών: «Αν ξέρα­νε τι υπο­γρά­ψα­με θα μας εκτε­λού­σαν».

Η Τσε­χο­σλο­βα­κία, μετά τη Ρηνα­νία και την Αυστρία, παρα­δί­δε­ται σχε­δόν αμα­χη­τί. Αμέ­σως μετά, η Βρε­τα­νία παρέ­δω­σε στη ναζι­στι­κή Γερ­μα­νία (!!!) τον χρυ­σό της Τσε­χο­σλο­βα­κί­ας που φύλα­γε για… ασφά­λεια στα θησαυ­ρο­φυ­λά­κιά της.

Στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση, η ανη­συ­χία για την επι­θε­τι­κό­τη­τα του Χίτλερ σε συν­δυα­σμό με την απρα­ξία και τις δια­φαι­νό­με­νες επι­διώ­ξεις των δυτι­κών “δημο­κρα­τιών”, αυξα­νό­ταν. Τον Απρί­λιο, η ΕΣΣΔ πρό­τει­νε την σύνα­ψη συμ­μα­χί­ας με την Βρε­τα­νία και την Γαλλία.

Με επι­μο­νή της ΕΣΣΔ, στις 11 Αυγού­στου 1939, αρχί­ζουν οι τρι­με­ρείς συνο­μι­λί­ες στη Μόσχα μετα­ξύ ΕΣΣΔ-Βρε­τα­νί­ας-Γαλ­λί­ας. Το επί­πε­δο εκπρο­σώ­πη­σης σ’ αυτές των Γαλ­λί­ας – Βρε­τα­νί­ας είναι εξευ­τε­λι­στι­κό για την ΕΣΣΔ και κατα­δει­κνύ­ει την έλλει­ψη ενδια­φέ­ρο­ντος και βού­λη­σης. Οι καθυ­στε­ρή­σεις είναι απε­ρί­γρα­πτες. Οι αντι­προ­σω­πεί­ες των δυτι­κών έφτα­σαν στο Λένιν­γκραντ μετά από ταξί­δι μιας εβδο­μά­δας με αργο­κί­νη­το εμπο­ρι­κό πλοίο. Η Σοβιε­τι­κή Ένω­ση προ­τεί­νει στην Πολω­νία την συν­δρο­μή της με στρα­τό και όπλα. Η Πολω­νία αρνεί­ται. Σε περί­πτω­ση κατά­λη­ψης της Πολω­νί­ας από τους Γερ­μα­νούς, το Γ΄ Ράιχ θα έφτα­νε στα σύνο­ρα της ΕΣΣΔ, ενδε­χό­με­νο που Γάλ­λοι και Βρε­τα­νοί προσ­δο­κού­σαν και στόχευαν.

Ο Χάρολντ Άικς, επι­τε­τραμ­μέ­νος των Εσω­τε­ρι­κών Υπο­θέ­σε­ων των ΗΠΑ, έγρα­φε την επο­χή εκεί­νη στο ημε­ρο­λό­γιό του:

«Η Αγγλία ελπί­ζει να προ­κα­λέ­σει σύγκρου­ση ανά­με­σα στη Ρωσία και τη Γερ­μα­νία και να μη δια­κιν­δυ­νέ­ψει η ίδια. (…) Η Γαλ­λία θα ανα­γκα­στεί επί­σης να απαρ­νη­θεί την κεντρι­κή και ανα­το­λι­κή Ευρώ­πη προς όφε­λος της Γερ­μα­νί­ας, ελπί­ζο­ντας να τη δει να εμπλέ­κε­ται σε πόλε­μο με τη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση. Έτσι, η Γαλ­λία θα μπο­ρού­σε να μεί­νει ασφα­λής πίσω απ’ τη γραμ­μή Μαζι­νό.»[4]

Η Πολω­νία αρνεί­ται συμ­φω­νία με την ΕΣΣΔ ώστε ο Κόκ­κι­νος Στρα­τός να μπο­ρέ­σει να ανα­με­τρη­θεί με τους χιτλε­ρι­κούς σε περί­πτω­ση γερ­μα­νι­κής επίθεσης.

Η Σοβιε­τι­κή Ένω­ση αντι­με­τώ­πι­ζε τον θανά­σι­μο κίν­δυ­νο της συγκρό­τη­σης ενιαί­ου αντι­σο­βιε­τι­κού μετώ­που όλων των ιμπε­ρια­λι­στι­κών δυνά­με­ων. Με τη σιω­πη­ρή υπο­στή­ρι­ξη Αγγλί­ας και Γαλ­λί­ας, η Γερ­μα­νία θα μπο­ρού­σε, αφού θα είχε κατα­λά­βει την Πολω­νία, να εξα­πο­λύ­σει έναν κεραυ­νο­βό­λο πόλε­μο κατά της ΕΣΣΔ, ενώ η Ιαπω­νία θα εξα­πέ­λυε επί­θε­ση κατά της Σιβηρίας.

Στις 20 Αυγούστου1939, ο Χίτλερ προ­τεί­νει στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση σύμ­φω­νο μη επί­θε­σης. Η Σοβιε­τι­κή Ένω­ση αντι­δρά ακα­ριαία και στις 23 υπο­γρά­φε­ται το “Σύμ­φω­νο μη επί­θε­σης” από τους Ρίμπεντροπ-Μολότωφ.

Στη συνέ­χεια και σε αντί­θε­ση με τις προ­σπά­θειες του Χίτλερ, υπο­γρά­φη­κε ανά­λο­γο Σύμ­φω­νο με την Ιαπωνία.

Αξί­ζει να επα­να­λη­φθεί εδώ πως τέτοιο σύμ­φω­νο με την μορ­φή “Δήλω­σης μη επί­θε­σης” είχε υπο­γρα­φεί στις 30/9/38 μετα­ξύ Βρε­τα­νί­ας-Γερ­μα­νί­ας και ακο­λού­θη­σε αμέ­σως, ανά­λο­γο μετα­ξύ Γαλ­λί­ας Γερμανίας

Απο­δεί­χτη­κε περί­τρα­να πως το Γερ­μα­νο­σο­βιε­τι­κό σύμ­φω­νο μη επί­θε­σης τελι­κώς βοή­θη­σε τους Σοβιε­τι­κούς να απο­κρού­σουν την Γερ­μα­νι­κή επί­θε­ση, αφού τους αντι­με­τώ­πι­σαν δύο χρό­νια αργό­τε­ρα και μετά τις εκστρα­τεί­ες τους στη Γαλ­λία και τα Βαλ­κά­νια.

Αυτό το διέ­βλε­πε πολύ καλά ο Τσώρ­τσιλ όταν, αμέ­σως μετά την δημο­σιο­ποί­η­ση του Συμ­φώ­νου, παρα­πο­νιό­ταν πως οι ναζί:

«πρό­δω­σαν το αντι-Κομι­ντέρν σύμ­φω­νο και τις αντι-Μπολ­σε­βί­κι­κες συμφωνίες».

Αλλά και η αμε­ρι­κα­νι­κή εφη­με­ρί­δα Νew York Herald Tribune που έγρα­ψε πως ο Χίτλερ:

«δεν κρά­τη­σε την υπό­σχε­σή του να είναι λιο­ντά­ρι προς ανα­το­λάς και αρνά­κι προς δυσμάς».

Η ΕΣΣΔ, η οποία γνώ­ρι­ζε καλά την επι­θυ­μία του Χίτλερ να απο­κτή­σει “ζωτι­κό χώρο” για τους Γερ­μα­νούς στην ανα­το­λι­κή Ευρώ­πη με επί­θε­ση στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση, κέρ­δι­σε χρό­νο για να προ­ε­τοι­μά­σει τον Κόκ­κι­νο Στρα­τό και την οικο­νο­μία της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης. Καθώς επί­σης να κάνει τις απα­ραί­τη­τες μετε­γκα­τα­στά­σεις πλη­θυ­σμού προς τα ενδό­τε­ρα της χώρας και να προ­στα­τεύ­σει τα σύνο­ρά της από κοι­νό­τη­τες με επι­κιν­δυ­νό­τη­τα σύνα­ψης συμ­μα­χί­ας με τον εχθρό, ώστε να μπο­ρεί να αντι­στα­θεί σε πιθα­νή επί­θε­ση των ναζι­στι­κών δυνά­με­ων. Σύμ­φω­να με τον Ρεϊ­μόν Καρ­τιέ, ο μεν Στά­λιν υπέ­γρα­ψε το Σύμ­φω­νο με στό­χο να κερ­δί­σει χρό­νο και ο Χίτλερ με την εκ των προ­τέ­ρων από­φα­ση “να το ξεσχί­σει”[5]

Στις 31/8/1939, παρα­μο­νή της εισβο­λής στην Πολω­νία, απο­πει­ρά­ται με πρό­τα­ση του Μου­σο­λί­νι, να συγκλη­θεί η «Διά­σκε­ψη των πέντε» (Γερ­μα­νία, Ιτα­λία, Αγγλία, Γαλ­λία, Πολω­νία). Ένα νέο «Μόνα­χο», απρο­κά­λυ­πτα αυτή τη φορά, ενα­ντί­ον της ΕΣΣΔ. Σε Αγγλία και Γαλ­λία είχε ξεση­κω­θεί τερά­στιο κύμα λαϊ­κής αγα­νά­χτη­σης και οργής ενά­ντια στην επι­κεί­με­νη ναζι­στι­κή επί­θε­ση στην Πολω­νία. Ευτυ­χώς, η συμ­φω­νία τους δεν έγι­νε πραγματικότητα.

Το πρωί της 1ης Σεπτεμ­βρί­ου 1939, οι Γερ­μα­νοί εισβά­λουν στην Πολω­νία. Ο δεύ­τε­ρος παγκό­σμιος πόλε­μος αρχί­ζει επί­ση­μα. Βάσει των συμ­φω­νιών τους, Γαλ­λία και Αγγλία όφει­λαν να συν­δρά­μουν ένο­πλα τη σύμ­μα­χό τους. Αξί­ζει να σημειω­θεί πως κατά την έναρ­ξη της γερ­μα­νι­κής εισβο­λής στην Πολω­νία, οι Αγγλο­γάλ­λοι με τους Βέλ­γους και Ολλαν­δούς διέ­θε­ταν στο δυτι­κό μέτω­πο υπερ­τε­τρα­πλά­σιες δυνά­μεις από την Βέρ­μαχτ. Χρό­νια μετά, ο Γερ­μα­νός στρα­τη­γός Για­ντλ ομο­λο­γού­σε κυνικά:

«Αν το 1939 δεν υπε­στή­κα­με ήττα, αυτό έγι­νε μόνο και μόνο επει­δή οι 110 περί­που γαλ­λι­κές και αγγλι­κές μεραρ­χί­ες (που στην διάρ­κεια του πολέ­μου μας με την Πολω­νία βρί­σκο­νταν στη Δύση, ένα­ντι 23 γερ­μα­νι­κών μεραρ­χιών) παρέ­μει­ναν εντε­λώς αδρα­νείς».[6]

Καμία αντί­δρα­ση των Βρε­τα­νών και των Γάλ­λων πέραν της ρίψης… προ­κη­ρύ­ξε­ων και μικρο­α­ψι­μα­χιών μέχρι την επί­θε­ση των Γερ­μα­νών στις 10 Μαΐ­ου 1940, στο δυτι­κό μέτωπο.

Η ναζι­στι­κή εισβολή

2 Μόσχα. Αντιαεροπορικοί προβολείς

Ξημε­ρώ­νει η 22 Ιου­νί­ου 1941. Πρό­κει­ται για το θερι­νό ηλιο­στά­σιο. Γιορ­τή για τους βόρειους λαούς μιας κι έχου­με την μεγα­λύ­τε­ρη σε διάρ­κεια μέρα στο βόρειο ημισφαίριο.

Στις 03:15, η ναζι­στι­κή Γερ­μα­νία και οι σύμ­μα­χοί της στον Άξο­να (πλην της Βουλ­γα­ρί­ας) εισβάλ­λουν στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση. Μία παρά­λο­γη, ως προς τις προ­ο­πτι­κές της, πρά­ξη των χιτλε­ρι­κών που θα στοι­χί­σει στην ΕΣΣΔ και στους εμπλε­κό­με­νους λαούς δεκά­δες εκα­τομ­μύ­ρια νεκρούς. Πρό­κει­ται για έναν φυλε­τι­κό πόλε­μο χωρίς περιο­ρι­σμούς. Η Βέρ­μαχτ δεν ανα­γνώ­ρι­ζε στον εαυ­τό της καμία υπο­χρέ­ω­ση να τηρή­σει το δίκαιο του πολέμου.

Νωρί­τε­ρα, στις 30 Μαρ­τί­ου 1941, ο ίδιος ο Χίτλερ, ανα­λύ­ο­ντας τις βασι­κές κατευ­θυ­ντή­ριες γραμ­μές του πολέ­μου έλεγε:

«Πάλη δύο ιδε­ο­λο­γιών. Ετυ­μη­γο­ρία συντρι­πτι­κή σε βάρος του μπολ­σε­βι­κι­σμού. Είναι σαν ένα αντι­κοι­νω­νι­κό έγκλη­μα. Ο κομ­μου­νι­σμός είναι ένας τρο­μα­χτι­κός κίν­δυ­νος για το μέλ­λον. Πρό­κει­ται για αγώ­να εκμη­δέ­νι­σης. Αν δεν δού­με το θέμα κάτω από αυτή τη γωνία, θα νική­σου­με, βέβαια, τον εχθρό, αλλά, σε 30 χρό­νια, ο κομ­μου­νι­στι­κός εχθρός θα μας αντι­πα­ρα­τε­θεί και πάλι. Πάλη ενά­ντια στη Ρωσία: Εξο­λό­θρευ­ση των μπολ­σε­βί­κων επι­τρό­πων και της κομ­μου­νι­στι­κής δια­νό­η­σης».[7]

Με άλλα λόγια, η επα­νά­στα­ση πρέ­πει να εξο­ντω­θεί για να πάψει να ενο­χλεί τους καπιταλιστές.

Στε­λέ­χη και μέλη του ΚΚΣΕ, εβραί­οι και αντάρ­τες, θα παρα­δί­δο­νταν σύντο­μα στις ειδι­κές ομά­δες των Ες-Ες και τη στρα­τιω­τι­κή αστυ­νο­μία προς εκτέ­λε­ση. Ο άμα­χος πλη­θυ­σμός, ως “Σλά­βοι υπάν­θρω­ποι”, δεν θα ετύγ­χα­ναν καμιάς προ­στα­σί­ας, ούτε θα δικαιού­νταν τρό­φι­μα ή ό,τι άλλο. Οι ναζι­στές, με την εισβο­λή τους στην ΕΣΣΔ, στό­χευαν σ’ έναν πόλε­μο αφα­νι­σμού και πλή­ρους εξό­ντω­σης των Σοβιε­τι­κών, που όμως θα κατα­λή­ξει τέσ­σε­ρα χρό­νια αργό­τε­ρα στη δική τους εξόντωση.

Πέρα του ότι επρό­κει­το για μία εμφα­νώς αυτο­κτο­νι­κή πρά­ξη των ναζι­στών, κατά γενι­κή ομο­λο­γία τότε και τώρα, οι σοβιε­τι­κοί είχαν αντι­κρουό­με­να στοι­χεία σχε­τι­κά με την επι­κεί­με­νη επί­θε­ση. Παρα­κο­λου­θώ­ντας τους Γερ­μα­νούς στε­νά, η σοβιε­τι­κή κατα­σκο­πία δεν είχε δείγ­μα­τα σοβα­ρής προ­ε­τοι­μα­σί­ας, για επι­χει­ρή­σεις διάρ­κειας, πέραν της συγκέ­ντρω­σης στρα­τευ­μά­των στα σύνο­ρα. Δεν παρή­γα­γαν καύ­σι­μα αντο­χής στις χαμη­λές θερ­μο­κρα­σί­ες, ούτε και αντί­στοι­χες στρα­τιω­τι­κές ενδυ­μα­σί­ες. Επί­σης, το να ανοί­ξουν δεύ­τε­ρο μέτω­πο οι Γερ­μα­νοί, ενώ με τους Βρε­τα­νούς η κατά­στα­ση δεν εξε­λισ­σό­ταν ευνοϊ­κά γι’ αυτούς, δεν φαι­νό­ταν λογι­κό. Χωρίς να έχουν ψευ­δαι­σθή­σεις για τις προ­θέ­σεις των Γερ­μα­νών στο εγγύς μέλ­λον – η συγκέ­ντρω­ση στρα­τευ­μά­των στα σύνο­ρα της ΕΣΣΔ  ήταν γεγο­νός, αμφέ­βα­λαν για τις δυνα­τό­τη­τές τους υπο­στή­ρι­ξης ενός εγχει­ρή­μα­τος τέτοιας έκτα­σης σ’ εκεί­νη τη χρο­νι­κή στιγ­μή.[8]

Παρ’ όλα αυτά, στις 5 Μαΐ­ου 1941, απευ­θυ­νό­με­νος ο Στά­λιν στους νέους από­φοι­τους της Σχο­λής Αξιω­μα­τι­κών έλεγε:

«…Οι Γερ­μα­νοί κακώς θεω­ρούν ότι ο στρα­τός τους είναι αήτ­τη­τος… κι αν ακό­μα πετύ­χουν κάτι σε μια επι­χεί­ρη­ση αιφ­νι­δια­σμού, τελι­κά θα ηττηθούν…»

Ο δε στρα­τάρ­χης Ζού­κοφ αναφέρει:

«…Από το 1939 ως τα μέσα του 1941 η ηγε­σία του κόμ­μα­τος, δια­βλέ­πο­ντας μια γερ­μα­νι­κή επί­θε­ση, είχε ενι­σχύ­σει την άμυ­να, με την χρη­σι­μο­ποί­η­ση όλων των δυνά­με­ων και όλων των μέσων και με την επί­τευ­ξη της ενό­τη­τας ολό­κλη­ρου του σοβιε­τι­κού λαού…»

Στις 03:17 ο σοβιε­τι­κός στό­λος στη Μαύ­ρη θάλασ­σα στέλ­νει σήμα για ένα μεγά­λο αριθ­μό αερο­σκα­φών που κατευ­θύ­νε­ται προς την Σεβα­στού­πο­λη. Στις 03:30 βομ­βαρ­δί­ζε­ται το Μινσκ. Στις 03:33 σει­ρά έχει το Κίε­βο. Στις 03:40 βόμ­βες πλήτ­τουν τις χώρες της Βαλ­τι­κής. Τις ίδιες στιγ­μές, σ’ ένα μήκος μετώ­που πάνω από 2.500 χιλιό­με­τρα, 9.000 κανό­νια της Βέρ­μαχτ ανοί­γουν πυρ ενα­ντί­ον των σοβιε­τι­κών γραμ­μών. Η μεγα­λύ­τε­ρη επί­θε­ση στην ιστο­ρία τα ανθρω­πό­τη­τας μόλις είχε ξεκι­νή­σει. Η επι­χεί­ρη­ση “Μπαρ­μπα­ρό­σα”.

Στις 03:45 ειδο­ποιεί­ται ο Στά­λιν από τον Ζού­κοφ. «Έχου­με πόλε­μο. Οι Γερ­μα­νοί μας επι­τί­θε­νται σε όλο το μήκος του μετώπου».

Οι Γερ­μα­νοί είχαν συγκε­ντρώ­σει 210 μεραρ­χί­ες, 3 εκ. άντρες, 3.000 αερο­πλά­να, 3.500 άρμα­τα μάχης. Ένα επί πλέ­ον εκα­τομ­μύ­ριο άντρες αριθ­μού­σαν οι σύμ­μα­χοι-δορυ­φό­ροι τους.

Οι Σοβιε­τι­κοί αντι­πα­ρέ­θε­ταν 2 εκ. άντρες στη μεθο­ρια­κή γραμ­μή, αλλά και δυνα­τό­τη­τα τερά­στιων εφε­δρειών στα μετό­πι­σθεν. Επί­σης, 20.000 τεθω­ρα­κι­σμέ­να, παλαιό­τε­ρα και λιγό­τε­ρο ισχυ­ρά τα περισ­σό­τε­ρα, αλλά απο­λύ­τως αξιόμαχα.

Ελέγ­χο­ντας η ναζι­στι­κή Γερ­μα­νία σχε­δόν όλη την Ευρώ­πη είχε καρ­πω­θεί τον βιο­μη­χα­νι­κό της πλού­το της ηπεί­ρου και βρι­σκό­ταν στο ζενίθ της δύνα­μής της.

Από τις πρώ­τες μέρες του πολέ­μου και παρά τις πρό­σκαι­ρες επι­τυ­χί­ες τους, ήδη διαι­σθά­νο­νται οι Γερ­μα­νοί τις δυσκο­λί­ες  και καθί­στα­ται σαφές ότι ο Κόκ­κι­νος Στρα­τός κάθε άλλο παρά εύκο­λος αντί­πα­λος είναι και δεν επρό­κει­το να κατα­λη­φθεί με την ευκο­λία που περί­με­νε ο Χίτλερ. Το σοβιε­τι­κό ανθρώ­πι­νο δυνα­μι­κό έδει­χνε αστεί­ρευ­το. Επι­στρα­τεύ­τη­καν περισ­σό­τε­ροι από 16 εκ. άντρες.

Οι παρα­δό­σεις εξο­πλι­σμού παντός είδους από την 1/1/39 μέχρι και τις 22/6/41 ήταν εντυπωσιακές:

Παρε­λή­φθη­σαν 92.578 πυρο­βό­λα από τα οποία 29.637 ελα­φρά και 52.407 όλμοι. Η αερο­πο­ρία παρέ­λα­βε 17.745 μαχη­τι­κά αερο­σκά­φη εκ των οποί­ων τα 3.719 ήταν νέου τύπου. Ο Κόκ­κι­νος Στρα­τός παρέ­λα­βε 7.000 άρμα­τα μάχης. Εκτός από το Τ‑34 είχε αρχί­σει και η παρα­γω­γή του βαρύ­τε­ρου τύπου KV, ανώ­τε­ρα και τα δύο από οποιο­δή­πο­τε γερ­μα­νι­κό. Ήδη είχαν παρα­χθεί 1.851 κομ­μά­τια μέχρι τις 22 Ιου­νί­ου. Ως το τέλος του πολέ­μου μόνο από το Τ‑34 παρή­χθη­σαν 55.000 κομμάτια.

«Μέχρι το τέλος του πολέ­μου η σοβιε­τι­κή βιο­μη­χα­νία μπό­ρε­σε να παρά­γει κολοσ­σιαία ποσό­τη­τα πολε­μι­κού υλι­κού: γύρω στα 490.000 πυρο­βό­λα και όλμους, πάνω από 102.000 άρμα­τα μάχης, πάνω από 137.000 αερο­σκά­φη…»[9]

Η Φιν­λαν­δία, που απο­ζη­τά απο­κα­τά­στα­ση για τις εδα­φι­κές απώ­λειες από τη συν­θη­κο­λό­γη­ση που έδω­σε τέλος στον Πόλε­μο του Χει­μώ­να, προ­σχω­ρεί στον Άξο­να λίγο πριν την εισβο­λή. Οι Γερ­μα­νοί νικούν γρή­γο­ρα τα κρά­τη της Βαλ­τι­κής και, με τους Φιν­λαν­δούς στο πλευ­ρό τους, έως τον Σεπτέμ­βριο πολιορ­κούν το Λένιν­γκραντ (Αγία Πετρού­πο­λη). Στα κεντρι­κά, στις αρχές Αυγού­στου, οι Γερ­μα­νοί κατα­λαμ­βά­νουν το Σμό­λενσκ και έως τον Οκτώ­βριο κατευ­θύ­νο­νται προς τη Μόσχα. Στα νότια, γερ­μα­νι­κά και ρου­μα­νι­κά στρα­τεύ­μα­τα κατα­λαμ­βά­νουν τον Σεπτέμ­βριο το Κίε­βο, ενώ τον Νοέμ­βριο κατα­λαμ­βά­νουν το Ροστόφ επί του ποτα­μού Ντον.

Το βρά­δυ της 22ας Ιου­νί­ου, με από­φα­ση της Σοβιε­τι­κής Κυβέρ­νη­σης απευ­θύ­νε­ται στους λαούς της ΕΣΣΔ με διάγ­γελ­μα ο υπουρ­γός εξω­τε­ρι­κών Βια­τσε­σλάβ Μολό­τωφ. Η ομι­λία του κλεί­νει με το: «ο αγώ­νας μας είναι δίκαιος, θα νική­σου­με».

Την ίδια μέρα ο Βρε­τα­νός πρω­θυ­πουρ­γός Ουίν­στον Τσώρ­τσιλ, φανε­ρά ευχα­ρι­στη­μέ­νος, εκφωνεί:

«Κανείς δεν υπήρ­ξε στα­θε­ρό­τε­ρος πολέ­μιος του κομ­μου­νι­σμού κατά τη διάρ­κεια των τελευ­ταί­ων 25 ετών απ’ ό,τι εγώ. Δεν πρό­κει­ται να απαρ­νη­θώ τίπο­τε από όσα έχω πει επί του θέμα­τος αυτού

 Όμως… Βλέ­πω τους Ρώσους στρα­τιώ­τες πάνω στη γενέ­θλια γη τους. Τους βλέ­πω να υπε­ρα­σπί­ζουν τις εστί­ες τους, εκεί που οι μάνες και οι γυναί­κες τους προ­σεύ­χο­νται (ω, ναι, υπάρ­χουν στιγ­μές που όλοι προ­σεύ­χο­νται) για τη σωτη­ρία των αγα­πη­μέ­νων τους. Βλέ­πω χιλιά­δες ρώσι­κα χωριά όπου οι άνθρω­ποι μοχθούν σκλη­ρά καλ­λιερ­γώ­ντας τη γη για να επι­βιώ­σουν, εκεί, όμως, όπου υπάρ­χουν οι πρω­ταρ­χι­κές χαρές της ανθρώ­πι­νης ζωής, εκεί όπου παί­ζουν κοπέ­λες και παι­διά. Και βλέ­πω να εφορ­μά ενά­ντια σε αυτούς τους ανθρώ­πους η τρο­μα­κτι­κή πολε­μι­κή μηχα­νή των ναζί. Βλέ­πω τον ανό­η­το Ούνο, υπά­κουο και βίαιο ρομπότ, να ορμά σαν τις ακρί­δες

Στις 3 Ιου­λί­ου 1941 απευ­θύ­νε­ται στον Σοβιε­τι­κό λαό ο Στάλιν:

«Σύντρο­φοι, πολί­τες, αδερ­φοί κι αδερ­φές μου, μαχη­τές του στρα­τού και του ναυ­τι­κού μας! Απευ­θύ­νο­μαι σε σας, φίλοι μου…»

Ο Στά­λιν δεν προ­σπά­θη­σε να εξω­ρα­ΐ­σει την κατά­στα­ση. Την περιέ­γρα­ψε με ακρί­βεια και, παρά τον δρα­μα­τι­κό χαρα­κτή­ρα της, με ψυχραι­μία. Εξέ­θε­σε ένα πραγ­μα­τι­κό πρό­γραμ­μα πολέ­μου, ενός πολέ­μου ολο­κλη­ρω­τι­κού που θα απαι­τού­σε τη συστρά­τευ­ση όλων των δυνά­με­ων της σοβιε­τι­κής κοι­νω­νί­ας και, δίχως αμφι­βο­λία, μεγά­λες θυσί­ες. Μαζι­κή επι­στρά­τευ­ση, συγκρό­τη­ση ομά­δων πολι­το­φυ­λα­κής, οργά­νω­ση πολι­τι­κής άμυ­νας, χρή­ση όλων των παρα­γω­γι­κών δομών στην υπη­ρε­σία της πολε­μι­κής προ­σπά­θειας, δια­τα­γή περί «καμέ­νης γης» ώστε ο εισβο­λέ­ας να μη βρί­σκει τίπο­τε, ανταρ­το­πό­λε­μος στα κατε­χό­με­να από τον εχθρό εδά­φη. Τέλος, εξέ­φρα­σε ευγνω­μο­σύ­νη προς τον Τσόρ­τσιλ και τη Βρε­τα­νία, καθώς και την κυβέρ­νη­ση των ΗΠΑ.

Η καλύ­τε­ρη περι­γρα­φή για την αίσθη­ση που προ­κά­λε­σε στον σοβιε­τι­κό λαό το διάγ­γελ­μα του Στά­λιν περιέ­χε­ται στο μυθι­στό­ρη­μα του Κ.Μ. Σίμο­νοφ “Οι Ζωντα­νοί και οι Νεκροί”:

«Ο Στά­λιν μιλού­σε αργά, βαριά, με έντο­νη γεωρ­για­νή προ­φο­ρά. Κάποια στιγ­μή, στη μέση του λόγου του, τον ακού­σα­με, μετά τον ήχο του κρυ­στάλ­λου ενός ποτη­ριού, να πίνει νερό. Μιλού­σε χαμη­λό­φω­να και θα μπο­ρού­σε να φαί­νε­ται απο­λύ­τως ήρε­μος αν δεν ήταν η βαριά, λαχα­νια­σμέ­νη ανά­σα κι ο ήχος του νερού που έπινε.

Μολο­νό­τι, όμως, ήταν συγκι­νη­μέ­νος, ο τόνος του εξα­κο­λου­θού­σε να είναι στα­θε­ρός, η σιγα­νή φωνή του ηχού­σε δίχως δια­κυ­μάν­σεις, δίχως ερω­τη­μα­τι­κά… Κι από την αντί­θε­ση μετα­ξύ αυτού του στα­θε­ρού λόγου και του τρα­γι­κού χαρα­κτή­ρα της κατά­στα­σης την οποία εξέ­θε­τε, δια­φαι­νό­ταν μια δύνα­μη, μια δύνα­μη που δεν ξάφ­νια­ζε. Από τον Στά­λιν θα το περί­με­νε κανείς.

Τον Στά­λιν μπο­ρού­σε να τον συμπα­θεί κάποιος με διά­φο­ρους τρό­πους: απε­ριό­ρι­στα ή με επι­φυ­λά­ξεις, με θαυ­μα­σμό και ορι­σμέ­νο φόβο. Ορι­σμέ­νοι, μάλι­στα, δεν τον συμπα­θού­σαν καν. Κανείς, όμως, δεν αμφέ­βαλ­λε για το θάρ­ρος και τη σιδε­ρέ­νια του θέλη­ση. Ακρι­βώς αυτές οι ικα­νό­τη­τες έμοια­ζαν τώρα οι πλέ­ον απα­ραί­τη­τες για τον άνθρω­πο που ηγεί­ται μιας εμπό­λε­μης χώρας.

Ο Στά­λιν δεν χαρα­κτή­ρι­ζε την κατά­στα­ση ως τρα­γι­κή. Ήταν δύσκο­λο να τον φαντα­στείς να προ­φέ­ρει αυτή τη λέξη. Εκεί­να, όμως, για τα οποία μιλού­σε – η μαζι­κή επι­στρά­τευ­ση, τα κατε­χό­με­να εδά­φη, ο ανταρ­το­πό­λε­μος – σήμαι­ναν το τέλος των ψευ­δαι­σθή­σε­ων. Είχα­με υπο­χω­ρή­σει σχε­δόν παντού και μάλι­στα κατά πολύ. Η αλή­θεια ήταν πικρή, αλλά κάποιος την έλε­γε επι­τέ­λους, και μαζί με την αλή­θεια νιώ­θα­με τη γη πιο στέ­ρεη κάτω από τα πόδια μας.

Ο Στά­λιν περιέ­γρα­φε το δυστυ­χές ξεκί­νη­μα αυτού του γιγά­ντιου και τρο­με­ρού πολέ­μου δίχως να αλλά­ξει το συνη­θι­σμέ­νο λεξι­λό­γιό του, μιλού­σε για τις μεγά­λες δυσκο­λί­ες που έπρε­πε να ξεπε­ρά­σου­με το ταχύ­τε­ρο δυνα­τό και σε όλα αυτά δεν διαι­σθα­νό­σουν την αδυ­να­μία, αλλά τη δύναμη.»

«Εγώ πεθαί­νω, αλλά δεν παρα­δί­νο­μαι! Αντίο Πατρί­δα! 20 Ιου­λί­ου 1941»

3 Εγώ πεθαίνω αλλά δεν παραδίνομαι Αντίο Πατρίδα 20 Ιουλίου 1941

Η απο­τυ­χία του λεγό­με­νου αστρα­πιαί­ου πολέ­μου (Blitzkrieg) είναι εμφα­νής από τις πρώ­τες ώρες του πολέμου.

Παρ’ όλη την επέ­λα­ση των ναζι­στι­κών στρα­τευ­μά­των, το αδιαμ­φι­σβή­τη­το «ξάφ­νια­σμα» και τις αρχι­κές αδυ­να­μί­ες των Σοβιε­τι­κών, το φρού­ριο Μπρεστ-Λιτόφσκ αντέ­χει μέχρι τις 24 Ιου­λί­ου, με τους υπε­ρα­σπι­στές του να επι­δει­κνύ­ουν απα­ρά­μιλ­λο ηρω­ι­σμό μέχρι την πτώ­ση τους. Το «Εγώ πεθαί­νω, αλλά δεν παρα­δί­νο­μαι! Αντίο Πατρί­δα! 20 Ιου­λί­ου 1941» έμει­νε για πάντα γραμ­μέ­νο στους τοί­χους του φρουρίου.

Η πρώ­τη ανα­χαί­τι­ση του γερ­μα­νι­κού Blitzkrieg συμ­βαί­νει στο Σμο­λένσκ. Στις 16 Ιου­λί­ου οι εμπρο­σθο­φυ­λα­κές των στρα­τευ­μά­των του φον Μποκ συνά­ντη­σαν απροσ­δό­κη­τα σκλη­ρή αντί­στα­ση ενώ πλη­σί­α­ζαν στην πόλη. Αρχί­ζει η μάχη του Σμο­λένσκ. Κρα­τά δύο μήνες και χαρα­κτη­ρί­ζε­ται από βαριές απώ­λειες και για τις δύο πλευ­ρές. Εμφα­νί­ζε­ται από τον Κόκ­κι­νο Στρα­τό ένα νέο μυθι­κό όπλο, οι ρου­κέ­τες ΒΜ‑8 (82mm) και ΜΒ-13 (132mm) που θα μεί­νουν στην ιστο­ρία με το προ­σω­νύ­μιο “Κατιού­σα”. Ό,τι πιο εξε­λιγ­μέ­νο είχε να παρου­σιά­σει μέχρι τότε η πολε­μι­κή τεχνο­λο­γία. Τα “όργα­να του Στά­λιν” για τους Γερ­μα­νούς στρα­τιώ­τες. Ο Γερ­μα­νός στρα­τάρ­χης της Λου­φτ­βά­φε, Άλμπερτ Κέσ­σερ­λινγκ έγραφε:

«Ο τρο­με­ρός ψυχο­λο­γι­κός αντί­κτυ­πος των “Οργά­νων του Στά­λιν” είναι μια πολύ δυσά­ρε­στη ανά­μνη­ση για οποιον­δή­πο­τε Γερ­μα­νό στρα­τιώ­τη υπη­ρέ­τη­σε στο Ανα­το­λι­κό Μέτω­πο».[10]

Τυπι­κά, στη Μάχη του Σμο­λένσκ η Σοβιε­τι­κή Ένω­ση ηττή­θη­κε, μια και η πόλη έπε­σε. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα απο­τε­λεί κομ­βι­κό σημείο του πολέ­μου, δεδο­μέ­νου ότι η αντί­στα­ση του Κόκ­κι­νου Στρα­τού καθυ­στέ­ρη­σε δρα­μα­τι­κά τη γερ­μα­νι­κή προ­έ­λα­ση. Μέχρι τον Αύγου­στο, οι δυνά­μεις της Βέρ­μαχτ δεν είχαν κατορ­θώ­σει να δια­σπά­σουν τη σοβιε­τι­κή άμυ­να στη γραμ­μή Γιάρ­τσε­βο-Γέλ­νι­για-Ντέσ­να, κάπου 30 χλμ. ανα­το­λι­κά του Σμολένσκ.

Από τα πρα­κτι­κά των συνο­μι­λιών του Χίτλερ με το επι­τε­λείο του, που σήμε­ρα δια­θέ­του­με, αλλά και από το επί­πε­δο και τον βαθ­μό προ­ε­τοι­μα­σί­ας των Γερ­μα­νών, προ­βλε­πό­ταν κατάρ­ρευ­ση της ΕΣΣΔ μέσα σε λίγες βδο­μά­δες, αν όχι μέρες. Τον Σεπτέμ­βριο, στην Όρσα, για πρώ­τη φορά οι ναζι­στι­κές στρα­τιές παίρ­νουν αμυ­ντι­κές θέσεις. Η Βέρ­μαχτ μέχρι τέλους του 1941 έχει απο­λέ­σει 800.000 άνδρες. Ήδη από την σοβιε­τι­κή αερο­πο­ρία έχουν βομ­βαρ­δι­στεί το Βερο­λί­νο και οι βάσεις υπο­βρυ­χί­ων στο Ντάν­τσιχ (Γκντάνσκ). Σύμ­φω­να με τους ναζι­στι­κούς κύκλους, η Λου­φτ­βά­φε έχα­νε τον πρώ­το μήνα της επί­θε­σης στην ΕΣΣΔ 50 αερο­σκά­φη το 24ωρο, ενώ η Βέρ­μαχτ, στο ίδιο διά­στη­μα, έχα­σε το 50% των τεθω­ρα­κι­σμέ­νων της.

Αν η ναζι­στι­κή Γερ­μα­νία δεν ανε­φο­δια­ζό­ταν τόσο πλα­τιά από τις ανέ­πα­φες βιο­μη­χα­νί­ες της Γαλ­λί­ας, Αυστρί­ας, Τσε­χο­σλο­βα­κί­ας και από την λεη­λα­σία των άλλων κατε­χό­με­νων χωρών θα είχε εγκα­τα­λεί­ψει τον πόλε­μο από έλλει­ψη πολε­μι­κού υλι­κού, πριν το τέλος του 1941.

Στις 4 Σεπτεμ­βρί­ου 1941, η Βέρ­μαχτ φτά­νει προ των πυλών του Λένιν­γκραντ. Στις 8 Σεπτεμ­βρί­ου αρχί­ζει η πολιορ­κία της ηρω­ι­κής πόλης που θα διαρ­κέ­σει σχε­δόν 900 μέρες. Στις δυνά­μεις της Βέρ­μαχτ συμ­με­τέ­χει και η Γαλά­ζια Μεραρ­χία (από την Ισπα­νία του Φράν­κο) που αργό­τε­ρα θα εξο­λο­θρευ­τεί σύσ­σω­μη στα περί­χω­ρα του Λένινγκραντ.

Στις 20 Σεπτεμ­βρί­ου 1941ξεκινά η μάχη της Μόσχας.

Στις 24 Οκτω­βρί­ου 1941καταλαμβάνεται το Χάρκοβο.

Στις 6 Δεκεμ­βρί­ου 1941έχουμε την πρώ­τη σοβιε­τι­κή αντε­πί­θε­ση που ανα­γκά­ζει τους Γερ­μα­νούς σε άτα­κτη υπο­χώ­ρη­ση από τα προ­ά­στια της Μόσχας.

Η προ­έ­λα­ση των ναζι­στι­κών στρα­τευ­μά­των έχει ουσια­στι­κά ολο­κλη­ρω­θεί. Κανέ­νας από τους αντι­κει­με­νι­κούς στό­χους των ναζι­στών δεν επε­τεύ­χθη. Το Λένιν­γκραντ άντε­ξε, η Μόσχα επί­σης, όπου είχαν και την πρώ­τη τους ήττα, στο Στά­λιν­γκραντ εξο­λο­θρεύ­τη­καν και πιά­στη­κε ο στρα­τάρ­χης Πάου­λους με το επι­τε­λείο του.

Ο πόλε­μος θα διαρ­κέ­σει 4 ολό­κλη­ρα χρό­νια με τον Κόκ­κι­νο Στρα­τό και τον Σοβιε­τι­κό λαό να επι­δει­κνύ­ουν απα­ρά­μιλ­λο ηρω­ι­σμό. Οι Γερ­μα­νοί πρό­λα­βαν να δουν τις σκε­πές των κτι­ρί­ων της Μόσχας και του Λένιν­γκραντ, αλλά εκα­τομ­μύ­ρια από αυτούς δεν γύρι­σαν στα σπί­τια τους. Κι όσοι γύρι­σαν δεν βρή­καν τα δικά τους σπί­τια στη θέση τους.

Ένας πόλε­μος που θα στοι­χί­σει, μόνο στην Σοβιε­τι­κή Ένω­ση, συνο­λι­κά 28 εκα­τομ­μύ­ρια νεκρούς. Στην ανα­το­λή οι Ιάπω­νες μιλι­τα­ρι­στές εξο­λό­θρευ­σαν περισ­σό­τε­ρους από 15 εκα­τομ­μύ­ρια Κινέ­ζους και πάνω από ένα εκα­τομ­μύ­ριο Κορε­ά­τες. Δια­κό­σιες χιλιά­δες Κορε­ά­τισ­σες υπο­χρε­ώ­θη­καν να γίνουν “γυναί­κες ευχα­ρί­στη­σης” για τον Ιαπω­νι­κό στρα­τό. Δυστυ­χώς, όχι τυχαία, δεν μνη­μο­νεύ­ο­νται και ο κόσμος αγνο­εί τις τερά­στιες θυσί­ες του κινέ­ζι­κου και κορε­ά­τι­κου λαού.

Χιλιά­δες σοβιε­τι­κά χωριά, πόλεις, βιο­μη­χα­νί­ες και άλλες υπο­δο­μές θα κατα­στρα­φούν ολο­κλη­ρω­τι­κά. Ο Δεύ­τε­ρος Παγκό­σμιος Πόλε­μος θα τελειώ­σει με την κόκ­κι­νη σημαία με το σφυ­ρο­δρέ­πα­νο και το αστέ­ρι καρ­φω­μέ­νη στην καρ­διά του κτή­νους, στο Ράιχσταγκ.

Το σύστη­μα που γέν­νη­σε όμως το κτή­νος, σ’ εκεί­νη τη φάση της ιστο­ρί­ας, συνε­χί­ζει να υπάρχει.

_______________________________________________________________________

[1] Χέρ­μπερτ Φέις: «Τσώρ­τσιλ-Ρού­σβελτ-Στά­λιν», Λον­δί­νο 1957, σελ. 4. Από Γ. Ντε­μπό­ριν: Μυστι­κά του δεύ­τε­ρου Παγκό­σμιου Πολέ­μου, ΑΛΦΕΙΟΣ, Αθή­να 1973, σελ. 31).

[2] Μ. Φρέ­υντ: «Deutsche Geschichte», 1960, σελ. 623.

[3] Χιου Ντάλ­τον: «Τα μοι­ραία Χρόνια»-Απομνημονεύματα 1931–1945, σελ. 195.

[4] «Μια άλλη ματιά στον Στά­λιν», ΛΟΥΝΤΟ ΜΑΡΤΕΝΣ, Εκδό­σεις ΣΕ, 4η έκδο­ση, σελ. 313

[5] Ρεϊ­μόν Καρ­τιέ, Ιστο­ρία του Β΄ Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου, τ. Α΄, Πάπυ­ρος, Αθή­να, 1966

[6] Δίκη της Νυρεμ­βέρ­γης – Για­ντλ, αρχη­γός του επι­τε­λεί­ου επι­χει­ρή­σε­ων της ανώ­τα­της γερ­μα­νι­κής διοί­κη­σης. από «Ανα­μνή­σεις και Στο­χα­σμοί Γ.Κ. Ζού­κοφ, Σ.Ε.

[7] Στρα­τη­γός Χάλ­ντερ, «Δεύ­τε­ρος Παγκό­σμιος Πόλε­μος, Θ. Παπα­ρή­γας, εκδό­σεις ΣΕ, 3η έκδοση.

[8] Βίκτωρ Σου­βό­ροφ, ΣΤΑ­ΛΙΝ-Το Μεγά­λο Σχέ­διο, Eurobooks, Αθή­να 2016

[9] Στρα­τάρ­χης Γ. Κ. Ζού­κοφ, Ανα­μνή­σεις και Στο­χα­σμοί, εκδ. Σ.Ε. 3η έκδο­ση. Επα­νά­λη­ψη στο Μια Άλλη Ματιά στον Στά­λιν, Λού­ντο Μάρ­τενς, Σ.Ε. Αθή­να 2007, σελ 323.

[10] A, Kesselring, Gebanken zum Zweiten Weltkrieg (Σκέ­ψεις πάνω στον Β΄ ΠΠ), Βόν­νη 1956, σελ. 78.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο