Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η ποίηση της αγοράς και η αγορά της ποίησης 

Ότι υπάρ­χει μια αξιό­λο­γη, όπως έχου­με ξανα­γρά­ψει, δυνα­μι­κή νέα γενιά ποι­η­τών, συγ­γρα­φέ­ων και άλλων καλ­λι­τε­χνών μέσα στα χρό­νια της καπι­τα­λι­στι­κής κρί­σης (με αφορ­μή την κρί­ση, για την κρί­ση και όχι μόνο) που δημιουρ­γεί έργα με αξιώ­σεις και που παρεμ­βαί­νει δημιουρ­γι­κά, μαζί με επι­φα­νείς εκπρο­σώ­πους της προη­γού­με­νης γενιάς, αυτό είναι πια απο­δε­κτό από τους περισ­σό­τε­ρους στον χώρο. Κι αυτό είναι ένα πολύ θετι­κό βήμα, μια σημα­ντι­κή εξέ­λι­ξη. Έχου­με την εντύ­πω­ση όμως, αν όχι τη βεβαιό­τη­τα, πως και πίσω από όλα αυτά τα ωραία και τα θετι­κά υπάρ­χει ένα είδος προ­ώ­θη­σης ορι­σμέ­νων ποι­η­τών και συγ­γρα­φέ­ων (πραγ­μα­τι­κά σπου­δαί­ων, με σημα­ντι­κές ποι­η­τι­κές παρεμ­βά­σεις) ως χαρα­κτη­ρι­στι­κών εκπρο­σώ­πων της ποί­η­σης που γρά­φε­ται στην περί­ο­δο της κρί­σης κι ως εκεί­νου του αντι­προ­σω­πευ­τι­κού δείγ­μα­τος δημιουρ­γών που επι­χει­ρεί μια κάποια ανα­νέ­ω­ση στη γρα­φή, παρα­βλέ­πο­ντας και βάζο­ντας στο περι­θώ­ριο μια σει­ρά άλλων δημιουρ­γών με τις ίδιες ακρι­βώς ή και καλύ­τε­ρες δυνατότητες.
Αυτό όμως το φαι­νό­με­νο δεν είναι και­νούρ­γιο στον χώρο της ποί­η­σης και γενι­κό­τε­ρα της τέχνης. Αντί­θε­τα, ένα κάποιο είδος προ­ώ­θη­σης υπήρ­χε και δυστυ­χώς και στις μέρες μας συνε­χί­ζει να υπάρ­χει. Ξεκι­νά­ει με την συνει­δη­τή υπο­τα­γή, τις περισ­σό­τε­ρες φορές, στις ανα­γκαιό­τη­τα των κατα­χω­ρη­μέ­νων δημο­σιεύ­σε­ων από τις εφη­με­ρί­δες και τις ιστο­σε­λί­δες που προ­βάλ­λουν συγκε­κρι­μέ­νους λογο­τέ­χνες ορι­σμέ­νων εκδο­τι­κών οίκων οι οποί­οι γίνο­νται γνω­στοί στο ανα­γνω­στι­κό κοι­νό και φυσι­κά “ευπώ­λη­τοι”. Των κατα­χω­ρη­μέ­νων δημο­σιεύ­σε­ων ακο­λου­θούν βιβλιο­πα­ρου­σιά­σεις, η ανά­πτυ­ξη δημό­σιων σχέ­σε­ων και δεσμών (στην πραγ­μα­τι­κή ζωή και στο δια­δί­κτυο), φιλι­κή αρθρο­γρα­φία που στο όνο­μα της πολύ­πα­θης κρι­τι­κής απο­σιω­πεί τα πιθα­νά μειο­νε­κτή­μα­τα ενός έργου (που πολ­λές φορές ανα­δει­κνύ­ο­νται σημα­ντι­κό­τε­ρα για την κατα­νό­η­ση του), εκδη­λώ­σεις με την αρω­γή κρα­τι­κών οργα­νι­σμών ή ιδιω­τι­κών ιδρυ­μά­των που ανα­πα­ρά­γουν (και προ­ά­γουν) όχι μόνο την κυρί­αρ­χη ιδε­ο­λο­γία της (ταξι­κής) κατα­πί­ε­σης αλλά και μια συγκε­κρι­μέ­νη αντί­λη­ψη σχε­τι­κά με την λογο­τε­χνία. Ότι, δηλα­δή, η οποια­δή­πο­τε καλ­λι­τε­χνι­κή έκφρα­ση είναι εμπό­ρευ­μα, προ­ϊ­όν προς προ­σφο­ρά, ζήτη­ση, όπου η επι­τυ­χία του θα εξα­σφα­λι­στεί από το πλα­σά­ρι­σμα του στην αγο­ρά (και από τα, πιθα­νά, έσο­δα του). 

Εμπορευματοποίηση

Ακό­μα και οι εκδο­τι­κοί οίκοι, τα βιβλιο­πω­λεία ή τα έντυ­πα που επι­χει­ρούν, με αλη­θι­νή θετι­κή διά­θε­ση, σύγκρου­ση με αυτό το φαι­νό­με­νο κατα­λή­γουν στο τέλος, αρκε­τές φορές, να συν­δια­λέ­γο­νται κάτω από τους ίδιους όρους, με το ανα­γνω­στι­κό κοι­νό και τους δημιουρ­γούς. Η σχέ­ση που διέ­πει αυτή την επα­φή δεν είναι άλλη από αυτή που έχει ο έμπο­ρος ή ο δια­φη­μι­στής με τον κατα­να­λω­τή, με τον υπο­ψή­φιο πελά­τη. Σε καμία περί­πτω­ση όμως  δεν θα πού­με πως πίσω από αυτή τη λογι­κή υπο­κρύ­πτε­ται δόλος ή ότι αυτά τα — πολύ χρή­σι­μα, απα­ραί­τη­τα κι ανα­γκαία — εγχει­ρή­μα­τα ανα­πα­ρά­γουν έτσι άκρι­τα την κυρί­αρ­χη ιδε­ο­λο­γία• είναι αντί­θε­τα το σύστη­μα της καλ­λι­τε­χνι­κής εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­σης που επι­βάλ­λει αυτή την συμπε­ρι­φο­ρά. Βέβαια όλα τα παρα­πά­νω δεν είναι απλά ζήτη­μα του κατά πόσο η αγο­ρά κι ο καπι­τα­λι­σμός επη­ρε­ά­ζουν την καλ­λι­τε­χνι­κή έκφρα­ση, η οποία δεν είναι κάτι το από­μα­κρο ή το ιδιαί­τε­ρο που δεν επη­ρε­ά­ζε­ται από την δια­λε­κτι­κή της καθη­με­ρι­νό­τη­τας, αλλά εξαρ­τά­ται και από τις απο­φά­σεις που θα πάρει ένας καλ­λι­τέ­χνης, από τη στά­ση που θα κρα­τή­σει απέ­να­ντι σε αυτά τα ζητήματα.
afisaΣε αυτό το σημείο ανα­δει­κνύ­ε­ται ίσως το μεγα­λύ­τε­ρο πρό­βλη­μα όλων όσων περι­γρά­ψα­με παρα­πά­νω, πολύ πρό­χει­ρα και πολύ περι­λη­πτι­κά είναι η αλή­θεια, κι έχει να κάνει αφε­νός με τον ρόλο του ποι­η­τή (ή του καλ­λι­τέ­χνη, αν θέλε­τε) σήμε­ρα κι αφε­τέ­ρου με το αν ο ποι­η­τής πρέ­πει να κερ­δί­ζει χρή­μα­τα για να μπο­ρεί να γρά­φει ή να ζει και να γρά­φει για να κερ­δί­ζει χρή­μα­τα (επί­σης, κι επει­δή πολ­λοί δεν πλη­ρώ­νουν πια, για να κερ­δί­σει μια κάποια ανα­γνώ­ρι­ση ή κοι­νω­νι­κή — πλα­στή οπωσ­δή­πο­τε — θέση). Παράλ­λη­λα ανα­δει­κνύ­ε­ται κι ένα άλλο πρό­βλη­μα που έχει να κάνει με την ποί­η­ση, αυτή που ελέγ­χει η αγο­ρά κι αυτή που εκφρά­ζο­ντας την αντί­θε­σή της στην εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­ση ανα­γκά­ζε­ται (ως ένα βαθ­μό) να ακο­λου­θή­σει τους νόμους της αγο­ράς, και κατά πόσο μπο­ρεί να απε­λευ­θε­ρω­θεί από τα πλαί­σια που άλλοι (το κρά­τος και οι ιδιώ­τες) της ορί­ζουν. Αυτά τα όρια όμως είναι ιδιαί­τε­ρα ασφυ­κτι­κά και είναι φορές που πρέ­πει να τα απο­δε­χτεί ο νέος ποι­η­τής, χωρίς αυτό να σημαί­νει πως προ­δί­δει τις ιδέ­ες ή τις αξί­ες του, εάν θέλει να δια­τη­ρή­σει μια, οπωσ­δή­πο­τε απα­τη­λή και κίβδη­λη, παρου­σία στα λογο­τε­χνι­κά πράγ­μα­τα: πρώ­τα από όλα θα πρέ­πει να πλη­ρώ­σει για να εκδώ­σει την ποι­η­τι­κή του προ­σπά­θεια, να ανα­πτύ­ξει επα­φή με την Αθή­να που απο­τε­λεί το υδρο­κε­φα­λι­κό πολι­τι­κό, οικο­νο­μι­κό και πνευ­μα­τι­κό κέντρο του τόπου, να αντα­γω­νι­στεί τους συνα­δέλ­φους του. Αλλά τότε κατα­λή­γει να εξε­λι­χθεί σε έναν μάνα­τζερ Ποί­η­σης και μάλι­στα με αμφι­λε­γό­με­νη επιτυχία.

Αλλοτρίωση και απελευθέρωση

Αλλά και μέσα από αυτή τη δια­δι­κα­σία μπο­ρεί ο ποι­η­τής να ξεχω­ρί­σει, να δώσει το δημιουρ­γι­κό στίγ­μα του, να ανα­δεί­ξει την ανθρώ­πι­νη, αισθη­τι­κή, υπαρ­ξια­κή, ερω­τι­κή ή πολι­τι­κή δυνα­τό­τη­τα του έργου του — ακό­μα και μέσα στην άκρα­τη εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­ση που επι­κρα­τεί. Δεν πρέ­πει να είμα­στε αρνη­τι­κοί απέ­να­ντι σε αυτό αλλά πρέ­πει να έχου­με ξεκά­θα­ρο ότι μια τέτοια δια­δι­κα­σία δεν είναι η ενδε­δειγ­μέ­νη, υπάρ­χει πάντα ο κίν­δυ­νος να εκφυ­λι­στεί και να φτά­σου­με στα φαι­νό­με­να που περι­γρά­ψα­με ήδη από την αρχή της παρέμ­βα­σης μας. Και υπάρ­χει αυτός ο κίν­δυ­νος για­τί στην πλειο­ψη­φία των κρι­τι­κών, εντύ­πων κι αρκε­τών ποι­η­τών και φυσι­κά των εκδο­τών η αξία της ποί­η­σης είναι χρη­μα­τι­κή. Μία ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, δηλα­δή, γίνε­ται τόσο πιο σημα­ντι­κή, όσο περισ­σό­τε­ρο ανε­βαί­νει η εκτί­μη­ση του ποι­η­τή σε συγκε­κρι­μέ­νους κύκλους ή όταν παρα­χω­ρεί την διά­θε­ση του προς εξυ­πη­ρέ­τη­ση πολ­λών ζητη­μά­των αλλά όχι της ποί­η­σης. Με λίγα λόγια, η καλ­λι­τε­χνι­κή και η εμπο­ρι­κή αξία ταυ­τί­ζο­νται. Και είναι που σε αυτό το σημείο θα πρέ­πει να θυμη­θού­με τον μαρ­ξι­στή ιστο­ρι­κό τέχνη και ποι­η­τή Τζον Μπέρ­γκερ όπου για αυτόν η αξία της τέχνης είναι πολύ δια­φο­ρε­τι­κή και με βάση αυτή την θέση να προ­χω­ρή­σου­με σε μια δια­φο­ρε­τι­κή θέα­ση και μελέ­τη της ποί­η­σης: “Η τέχνη, σχο­λιά­ζει, όταν λει­τουρ­γεί έτσι [όταν δίνει νόη­μα σε ό,τι οι φρι­κα­λε­ό­τη­τες της ζωής δεν μπο­ρούν να δώσουν] γίνε­ται τόπος συνά­ντη­σης του αθέ­α­του, του αδιά­βλη­του, του αναλ­λοί­ω­του, του θάρ­ρους και της τιμιότητας”.
 
Επί­σης, καλό είναι να θυμό­μα­στε πως η ποί­η­ση είναι ένα κοι­νω­νι­κό φαι­νό­με­νο, γι’ αυτό όπως και στο σύνο­λο της κουλ­τού­ρας, η γλώσ­σα, σαν το όργα­νο επι­κοι­νω­νί­ας της ανθρώ­πι­νης κοι­νω­νί­ας, είναι το πιο σημα­ντι­κό της όργα­νο. Το σημα­ντι­κό­τε­ρο στοι­χείο για την ανά­πτυ­ξη της ποί­η­σης, καθώς της επι­στή­μης και της πολι­τι­στι­κής κουλ­τού­ρας στο σύνο­λο τους. Γι’ αυτό και η εμπο­ρι­κή τους αξιο­ποί­η­ση άρα και η ιδε­ο­λο­γι­κή τους κηδε­μο­νία κρί­νε­ται απα­ραί­τη­τη τόσο για την εμβά­θυν­ση της αλλο­τρί­ω­σης μέσα στο κοι­νω­νι­κό σώμα, όσο και για την δια­τή­ρη­ση ενός προ­ϊ­ό­ντος που για τις ανά­γκες της αγο­ράς πρέ­πει να είναι μακράς διάρ­κειας και χωρίς ημε­ρο­μη­νία λήξης. Αυτό ακρι­βώς είναι πίσω από την προ­ώ­θη­ση κάποιων ποι­η­τών ως εκπρο­σώ­πων μιας συγκε­κρι­μέ­νης τάσης ένα­ντι κάποιων άλλων: αλλοτρίωση. 
Θα πρέ­πει να απε­λευ­θε­ρω­θού­με από αυτές τις αντι­λή­ψεις αλλά η όποια απε­λευ­θέ­ρω­ση δεν μπο­ρεί να γίνει στα κλει­στά, και πιθα­νώς απο­μο­νω­μέ­να, εργα­στή­ρια μιας κάποιας, κατά φαντα­σία, ποι­η­τι­κής πρω­το­πο­ρί­ας (που δεν υπάρ­χει αυτή την περί­ο­δο) ή μέσα από την, φιλό­τι­μη έστω, δρά­ση κάποιων ατό­μων και ομά­δων (που κι αυτές υπάρ­χει ο κίν­δυ­νος να ανα­πα­ρά­γουν μια θέση ελι­τί­στι­κη που απλώς θα αντι­κα­θι­στά την προη­γού­με­νη ηγε­μο­νία του χώρου) αλλά μέσα από μια βαθύ­τε­ρη, κοι­νω­νι­κή διερ­γα­σία που θα αμφι­σβη­τή­σει την χρή­ση της ποί­η­σης ως εμπο­ρεύ­μα­τος και που θα την αφή­σει ελεύ­θε­ρη να ανα­πτύ­ξει τις πραγ­μα­τι­κές της δυνα­τό­τη­τες. Όμως μέχρι εκεί­νη τη στιγ­μή (που δεν είναι και μακριά) χρειά­ζε­ται όσο μπο­ρού­με και αντέ­χου­με, σίγου­ρα ατο­μι­κά κι οπωσ­δή­πο­τε συλ­λο­γι­κά, με τις δρά­σεις και τις απο­φά­σεις μας να ξεκα­θα­ρί­ζου­με το τοπίο και να κάνου­με βήμα­τα προς αυτή την κατεύ­θυν­ση. Απα­ραί­τη­τη συν­θή­κη και σε αυτή τη δια­μά­χη όμως είναι η σύν­δε­ση των ποι­η­τών, γενι­κό­τε­ρα των καλ­λι­τε­χνών, με τα πολι­τι­κά κινή­μα­τα που δίνουν μάχες ενά­ντια στο σύστη­μα της κατα­πί­ε­σης και της αλλοτρίωσης. 
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο