Επιμελεια: hasta la VICTORIA SIEMPRE //
(…)
Με την ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρας της Γυναίκας, παραθέτουμε ένα απόσπασμα από ένα βιβλίο της Άννας Λουίζ Strong, «Η εποχή του Στάλιν» ένα πολύ απλό ανάγνωσμα, που θα θέλαμε να συστήσουμε στους νέους μας αναγνώστες.
Σε τρεις πολύ διδακτικές σελίδες, η συγγραφέας καταγράφει τη διαδικασία χειραφέτησης των γυναικών στη Σοβιετική Ένωση, που έκαναν σημαία τους οι κομμουνιστές μετά την επανάσταση του Οκτώβρη, την «έφοδο στον ουρανό» ιδιαίτερα στις πιο δύσκολες και καθυστερημένες περιοχές όπως η Κεντρική Ασία.
[…] Σε όλες τις περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης η αλλαγή στις συνθήκες ζωής των γυναικών ήταν μια από τις σημαντικότερες αλλαγές στην κοινωνία. Η επανάσταση έδωσε στις γυναίκες πολιτική ισότητα δικαίου: η εκβιομηχάνιση μπορεί να παρείχε την οικονομική βάση στην ισότητα των αμοιβών, αλλά σε κάθε χωριό, οι συνήθειες που κράτησαν για αιώνες ήταν ακόμα ζωντανές και οι γυναίκες έπρεπε να αγωνιστούν ενάντια στην κυριαρχική παρουσία τους.
Για παράδειγμα, από ένα χωριό της Σιβηρίας, μας έγινε γνωστό ότι, αφού οι συλλογικές εκμεταλλεύσεις γης (κολχόζ) έδωσαν στις γυναίκες την οικονομική ανεξαρτησία, οι νύφες “χτύπησαν” το πατριαρχικό έθιμο να βαφτίζουν οι άντρες τις συζύγους τους και το κατάργησαν στην πράξη σε μια μόνο εβδομάδα.
«Την πρώτη γυναίκα που εξελέγη στα Σοβιέτ στο χωριό μας την κορόιδευαν όλοι», μου είπε μια πρόεδρος αγροτικού συνεταιρισμού. «Αλλά στις επόμενες εκλογές, εκλέξαμε έξι γυναίκες, και τώρα είμαστε εμείς που γελάμε». Στη Σιβηρία, το 1928, συνάντησα είκοσι από αυτές τις γυναίκες προέδρους σοβιέτ στο τρένο για τη Μόσχα, που πήγαιναν να παρακολουθήσουν ένα γυναικείο συνέδριο: οι περισσότερες έμπαιναν για πρώτη φορά σε τρένο και μόνο μια από αυτές είχε βγει έξω από τη Σιβηρία στη ζωή της. Ήταν προσκεκλημένες στη Μόσχα, «να “συμβουλέψουν την κυβέρνηση” για τις ανάγκες των γυναικών», εκλεγμένες από τις περιφέρειές τους, και τώρα πήγαιναν εκεί.
Ο σκληρότερος και πιο δύσκολος αγώνας για την απελευθέρωση της γυναίκας ήταν αυτός που έλαβε χώρα στην Κεντρική Ασία. Εδώ οι γυναίκες ήταν απλά αντικείμενα ιδιοκτησίας: πωλούνταν από πολύ μικρές για γάμο και ‑από εκείνη τη στιγμή μετά, δεν εμφανίζονταν πλέον στο κοινό, χωρίς τη φρικτή «paranja», ένα μακρύ μαύρο πέπλο υφαντό από χοντρό ύφασμα από αλογότριχες, που κάλυπτε ολόκληρο το πρόσωπο, εμποδίζοντας όραση και αναπνοή.
(σ.σ. Η Paranja (ή Paranji ) από το فرنجية (Pararanja) είναι μια «παραδοσιακή φορεσιά» της κεντρικής Ασίας, για γυναίκες και κορίτσια που καλύπτει το κεφάλι και το σώμα. Σε άλλες κοντινές περιοχές είναι επίσης γνωστή ως “burqa” -«μπούργκα», αν και διαφέρει στην κατασκευή)
Παραδοσιακά, οι σύζυγοι είχαν το δικαίωμα να σκοτώσουν τη σύζυγό τους που είχε αφαιρέσει το «πέπλο» και οι μουσουλμάνοι μουλάδες, υποστήριζαν αυτή την παράδοση με την εξουσία που ασκούσε η θρησκεία.
Οι Σοβιετικές γυναίκες έστειλαν (μετέφεραν) ένα πρώτο μήνυμα ελευθερίας σε αυτό το σκοτάδι: σε παιδικούς σταθμούς και σε σχολεία που αυτές έστηναν και οργάνωναν, έμαθαν στις ντόπιες να αφαιρούν την «paranja», παρουσία τρίτου και να συζητούν τα δικαιώματα των γυναικών και τις συνέπειες του «πέπλου» και, απ’ την άλλη, το Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΣΕ) πίεζε τα μέλη του να επιτρέψουν στις γυναίκες τους να αφαιρέσουν το πέπλο (και μάλιστα να τις προτρέψουν)
Όταν επισκέφτηκα την Τασκένδη για πρώτη φορά το 1928, ένα Κομμουνιστικό Συνέδριο Γυναικών ανακοίνωνε: «Στα καθυστερημένα χωριά της υπαίθρου, οι συντρόφισσές μας βιάζονται, βασανίζονται και σκοτώνονται. Αλλά αυτό θα είναι ένα ιστορικό έτος για τις χώρες μας: το έτος κατά το οποίο θα το τελειώσουμε με τη φρικτή “Paranja”». Το ψήφισμα αυτό είχε να κάνει με ορισμένα τραγικά γεγονότα είχαν βγει στην επιφάνεια.
Το σώμα μιας κοπέλας, φοιτήτριας στην Τασκένδη, που αποφάσισε να αφιερώσει τις διακοπές της σε αγωνιστικές κινητοποιήσεις για τα δικαιώματα των γυναικών στο χωριό που γεννήθηκε, έφτασε πίσω στο πανεπιστήμιο, κομματιασμένο, πάνω σε ένα παλιό κάρο με την επιγραφή: «Αυτή θα είναι η ελευθερία σας για τις γυναίκες». Μια άλλη γυναίκα, που είχε αρνηθεί την υποταγή σε έναν γαιοκτήμονα και παντρεύτηκε έναν κομμουνιστή αγρότη, δέχθηκε επίθεση από ομάδα δεκαοχτώ αντρών με επί κεφαλής τον παραπάνω, που τη βίασαν, ενώ ήταν έγκυος στον όγδοο μήνα και έριξαν το σώμα της στο ποτάμι.
Υπήρχαν ποιήματα που έγραψαν γυναίκες και εξέφραζαν τον αγώνα τους. Για την Zulfia Kalin, μια μαχήτρια της γυναικείας απελευθέρωσης που έκαψαν ζωντανή οι μουλάδες, οι γυναίκες του χωριού της συνέθεσαν ένα μοιρολόι…
Ω γυναίκα, ο αγώνας σας για την απελευθέρωση
δεν θα μείνει ξεχασμένος σε αυτόν τον κόσμο…
Μην νομίζετε πως η φωτιά την εξαφάνισε!
Η φλόγα που σε έκαψαν
έγινε η αναμμένη δάδα στα χέρια μας.
Η Μπουχάρα, η «ιερή πόλη», ήταν η πόλη όπου κυριαρχούσε φόβος και καταπίεση της ορθόδοξης εκκλησίας. Εδώ, σ’ αυτή την «ιερή» πόλη, διοργανώθηκε μια δραματική συλλογική δράση απόρριψης της Paranja.
Στις 8 Μαρτίου, τη Διεθνή Ημέρα της Γυναίκας, φημολογήθηκε ότι «θα γινόταν κάτι θεαματικό»: εκείνη τη μέρα πραγματοποιήθηκαν μαζικές συναντήσεις γυναικών σε διάφορα μέρη της πόλης και οι ομιλήτριες ζήτησαν από το ακροατήριο «να πετάξουν την Paranja όλες μαζί».
Τότε όλες οι γυναίκες πρωταγωνιστές πλέον ‑από το παρασκήνιο στη σκηνή, μπροστά στην εξέδρα, έριχναν το «πέπλο» της καταπίεσης και στη συνέχεια, όλες μαζί, άρχισαν να παρελαύνουν στους δρόμους, με τους ηγέτες και τα μέλη της κυβέρνησης, εν είδει φόρου τιμής, να χαιρετούν την παρέλαση. Άλλες γυναίκες βγήκαν από τα σπίτια τους, προσχώρησαν στην παρέλαση και έριξαν το πέπλο μπροστά στις εξέδρες. Έτσι έσπασε μια αντιδραστική παράδοση, έστω κι αν κάποιες το ξαναφόρεσαν πριν εμφανιστούν ενώπιον των εξαγριωμένων συζύγων, όμως από εκείνη τη μέρα η «Paranja» στους δρόμους της «ιερής» Μπουχάρα ήταν όλο και πιο σπάνια.
Για τη χειραφέτηση των γυναικών, η νέα σοβιετική εξουσία χρησιμοποίησε διάφορα «όπλα»: εκπαίδευση, προπαγάνδα, νέους νόμους, όλα και το καθένα χωριστά είχαν το ρόλο τους. Υπήρξαν και μεγάλες δημόσιες δίκες ανδρών που είχαν σκοτώσει τις συζύγους τους και παράλληλα η νέα εξουσία στήριζε τους δικαστές που καταδίκαζαν με τη θανατική ποινή μια πράξη που το αρχαίο έθιμο δεν θεωρούσε καν έγκλημα. Αλλά το πιο σημαντικό εργαλείο χειραφέτησης ήταν, όπως και σ’ όλη την ΕΣΣΔ, η εκβιομηχάνιση με την ένταξη της γυναίκας στην παραγωγή
Στη Μπουχάρα, την εποχή εκείνη, επισκέφτηκα επίσης ένα εργοστάσιο μεταξιού στην παλιά πόλη. Ο διευθυντής — ένας χλωμός, εξαντλημένος άνδρας, που προσπάθησε με αγώνα για να φτιάξει μια εντελώς νέα βιομηχανία από το μηδέν — μου είπε ότι το εργοστάσιο, σύμφωνα με τους υπολογισμούς, δεν θα ήταν οικονομικά ενεργό για μεγάλο χρονικό διάστημα: «Εκπαιδεύουμε αγρότισσες, για να γίνουν στελέχη του μελλοντικού εργοστασίου μεταξιού στο Turkestan. Το εργοστάσιό μας είναι εργαλείο που συνειδητά μπαίνει σε εφαρμογή, να σπάσει την παράδοση της Paranja: απαιτούμε από τις εργάτριες να την αφαιρέσουν μέσα στο εργοστάσιο ».
Τα τραγούδια που συνέθεταν οι νεαρές υφάντριες μιλούσαν για το νέο νόημα της ζωής τους, που συμβολίζεται από την αντικατάσταση της Paranja με το χαρακτηριστικό καπέλλο των ρωσικών γυναικών, το μαντήλι.
Για να πάω στο εργοστάσιο
πήρα ένα νέο μαντήλι.
Ένα κόκκινο μαντήλι από μετάξι
αγορασμένο με το έργο των χεριών μου.
Ακούω μέσα μου τη φωνή της δουλειάς
αυτή μου δίνει ρυθμό
αυτή και ενέργεια.
Διαβάζοντας αυτές τις λέξεις δεν μπορεί παρά να θυμηθεί κανείς, το Τραγούδι του πουκάμισου του Thomas Hood, που εξέφρασε (στον αντίποδα αυτού) την ανείπωτη κούραση των γυναικών που δούλευαν στα βρετανικά εργοστάσια της βιομηχανικής επανάστασης:
Με κουρασμένα και φθαρμένα δάχτυλα
Κόκκινα και βαριά βλέφαρα,
κουρέλια που δε θυμίζουν γυναίκες…
Μια γυναίκα με τη βελόνα και την κλωστή
Ράψτε — Ράψτε — Ράψτε
Μιζέρια πείνα βρωμιά.
Όμως
(και ο τόνος της φωνής της ήταν θλιμμένος)
Τραγούδαγε — το τραγούδι του πουκάμισου.
Στην καπιταλιστική Αγγλία, το εργοστάσιο εμφανίστηκε ως μέσο κέρδους και εκμετάλλευσης. Στη Σοβιετική Ένωση, δεν ήταν μόνο ένα εργαλείο συλλογικού πλούτου, αλλά ένα μέσο συνειδητά χρησιμοποιούμενο για να σπάσει παλιές αλυσίδες . […]
πηγή: Senza Tregua
Όποιος σπίτι μένει σαν αρχίζει ο αγώνας κι αφήνει άλλους ν’ αγωνιστούν για τη υπόθεσή του πρέπει προετοιμασμένος να ‘ναι:
Γιατί όποιος δεν έχει τον αγώνα μοιραστεί θα μοιραστεί την ήττα. Ούτε μια φορά δεν αποφεύγει τον αγώνα αυτός που θέλει τον αγώνα ν’ αποφύγει:
Γιατί θ’ αγωνιστεί για την υπόθεση του εχτρού όποιος για τη δικιά του υπόθεση δεν έχει αγωνιστεί.
Μπ. Μπρεχτ
Anna Louise Strong: Η εποχή του Στάλιν
Η «εποχή του Στάλιν» είναι ένα χρήσιμο βιβλίο για να γνωρίσουμε «ζωντανά» την καθημερινή πραγματικότητα, τις αντιφάσεις, τα προβλήματα, τους στόχους αυτής της πρωτόγνωρης προσπάθειας που ήταν η οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση από το Κομμουνιστικό Κόμμα των Μπολσεβίκων, επί Στάλιν.
Το βιβλίο είναι ένα πραγματικό αντίδοτο, όπλο “αυτοάμυνας” για τον αναγνώστη ενάντια στην αντι-κομμουνιστική προπαγάνδα που δηλητηριάζει μυαλά & συνειδήσεις. Είναι μια πρόσκληση να προβληματιστούμε, να κάνουμε ερευνητικές εργασίες για να ανακτήσουμε μια ιστορίας που μας ανήκει, να ανακατασκευάσουμε μια μνήμη που μας έχουν κλέψει ή που έχει παραμορφωθεί από ένα συνεχές έργο πλαστογράφησης από «ιστορικούς» και «εμπειρογνώμονες», “στην υπηρεσία των χρηματιστηριακών κέντρων του παγκόσμιου κεφαλαίου και των κυβερνήσεων που το εκπροσωπούν.
Η ικανότητα να γνωρίζουμε τις μαρτυρίες των πρωταγωνιστών και των άμεσων μαρτύρων των γεγονότων σημαίνει να αντλούμε από τις ιστορικές πηγές του τι ήταν και παραμένει η τεράστια κληρονομιά του κομμουνιστικού εργατικού κινήματος σημαίνει να μαθαίνουμε από την εμπειρία του και επίσης από τα λάθη του να μας βάλει σε θέση να δώ-σουμε τη συμβολή μας σε έναν «νέο κόσμο» που θα είναι πιο δίκαιος και πιο ανθρώπινος.
Η συγγραφέας, η Anna Louise Strong, αμερικανική δημοσιογράφος και συγγραφέας, που οραματίστηκε μια κοινωνία βασισμένη στην ισότητα των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων και στη χώρα της αγωνιζόταν πάντα για τα δικαιώματα των εργαζομένων, των γυναικών και των παιδιών σε μειονεκτική θέση, περιγράφει με απίστευτη εντιμότητα, ειλικρίνεια και ζωντανή συμμετοχή την πραγματικότητα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση, στα τριάντα και τα σαράντα.
ΕΑΝ ΣΥΝΙΣΤΑΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ: πρώτα απ ‘όλα στους νέους και γενικά σε εκείνους που έχουν πάψει να πιστεύουν σε «επίσημες αλήθειες» και θέλουν να μάθουν για τα ιστορικά γεγονότα που πραγματικά συνέβησαν.
πηγή: CENTRO DI CULTURA E DOCUMENTAZIONE POPOLARE