Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Θεοδόσης Πιερίδης: Υμνος στην Αθήνα του Δεκέμβρη

Ποιος άνθρω­πος μικρός,
ποιος νάνος, με ψυχή και σκέ­ψη νάνου
πίστε­ψε, Αθή­να, πως θα διά­λε­γες τις αλυσίδες;
Εσύ πού­ναι κι η πέτρα σου από μάρμαρο;
Αγκο­μα­χώ­ντας πέρα­σε απ’ τους δρό­μους σου
η ατσά­λι­νη μανία των βαρβάρων.
Κι έφτυ­νε ομπρός και πίσω κι ολοτρόγυρα
με χίλια στό­μα­τα τη βρώ­μι­κη φωτιά της
να σε λερώσει.
Ποιος άνθρω­πος μικρός, ποιος νάνος,
το πίστε­ψε να σε λερώ­σει Αθήνα;
Εκεί­νο το παι­δί το σκοτωμένο
που άφη­σε πίσω της
η ατσά­λι­νη μανία των βαρβάρων
έχει το μέτω­πο άσπρο πιο πολύ
απ’ τ’ άσπρα κρί­να κι απ’ τα μάρμαρα.
Έχει ένα μέτω­πο που γίνη­κε σαν άστρο
το δρό­μο να φωτί­σει μες στο πέλαγο
να δει, να ταξι­δέ­ψει ο κόσμος όλος.
Αθή­να, θα σε κλά­ψου­νε κι οι βάρβαροι
θα ’ρθουν και κεί­νοι κάποια μέρα σε προσκύνημα
γύρω απ’ των δρό­μων σου τις κόκ­κι­νες κηλίδες.
Θα ’ρθουν μ’ όλο το γένος των ανθρώπων
να γονα­τί­σουν και να ρίξου­νε τριαντάφυλλα
να ρίξου­νε τρια­ντά­φυλ­λα πολλά
μια μεγα­λό­ψυ­χη να ζητια­νέ­ψου­νε συγγνώμη

Σαν σήμε­ρα 23 Ιανουα­ρί­ου πεθαί­νει ο Κύπριος κομ­μου­νι­στής ποι­η­τής Θεο­δό­σης Πιερίδης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο