Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σαν σήμερα 23 Ιανουαρίου πεθαίνει ο Κύπριος κομμουνιστής ποιητής Θεοδόσης Πιερίδης

Σαν σήμε­ρα 23 Ιανουα­ρί­ου 1968 πεθαί­νει ο Κύπριος κομ­μου­νι­στής ποι­η­τής Θεο­δό­σης Πιε­ρί­δης. Γεν­νή­θη­κε στο χωριό Τσέ­ρι της Κύπρου το 1908 μα μεγά­λω­σε και σπού­δα­σε στο Κάι­ρο της  Αιγύ­πτου. Στα 1936 μαζί με τον Στρα­τή Τσίρ­κα πρω­το­στα­τούν στην ίδρυ­ση της κομ­μου­νι­στι­κής οργά­νω­σης της Αιγύπτου.

Στη Γαλ­λία έκα­νε ανώ­τε­ρες σπου­δές (1949–1952). Μετά την επι­στρο­φή του στην Αίγυ­πτο εργά­στη­κε ως δημό­σιος υπάλ­λη­λος και ως δημο­σιο­γρά­φος. Ανέ­λα­βε αντι­φα­σι­στι­κή δρά­ση, ως ιδρυ­τι­κό μέλος της Διε­θνούς Ειρη­νι­στι­κής Ένω­σης και μετά την είσο­δο του Ρόμ­μελ στην Αίγυ­πτο κατέ­φυ­γε στην Παλαι­στί­νη. Επέ­στρε­ψε το 1942 μετά τη μάχη του Ελ Αλα­μέιν και εγκα­τα­στά­θη­κε στην Αλε­ξάν­δρεια. Ιδρυ­τι­κό μέλος του Ελλη­νι­κού Απε­λευ­θε­ρω­τι­κού Συν­δέ­σμου (Ε.Α.Σ.) το 1943, εκδό­της και αρχι­συ­ντά­κτης του αγω­νι­στι­κού περιε­χο­μέ­νου και οργά­νου του Ε.Α.Σ. περιο­δι­κού Έλλην και διευ­θυ­ντής του εκδο­τι­κού οίκου Ορί­ζο­ντες (1944–1947), συνε­λή­φθη το 1944 από της αγγλι­κές αρχές και φυλακίστηκε.

Μεγά­λο μέρος της ζωής του το έζη­σε  στη Ρου­μα­νία ως πολι­τι­κός πρό­σφυ­γας (1952–1962). Από το 1958 ως το 1962 έδι­νε στη  ραδιο­φω­νι­κή  εκπο­μπή   “Η φωνή της Αλή­θειας” δυο φορές του­λά­χι­στον τη βδο­μά­δα, ένα σοβα­ρό σχό­λιο πάνω σε πνευ­μα­τι­κά, λογο­τε­χνι­κά, πολι­τι­κά και  πολι­τι­στι­κά θέματα

Στην Κύπρο επέ­στρε­ψε το 1962, μετά την ανα­κή­ρυ­ξη της ανε­ξαρ­τη­σί­ας της. Εργά­στη­κε ως καθη­γη­τής γαλ­λι­κών στην Παγκύ­πρια Ακα­δη­μία Θηλέ­ων, ενώ συνερ­γά­στη­κε με έντυ­πα όπως η Χαραυ­γή και η Νέα Εποχή.

Το έργο του, που άρχι­σε το 1928, περι­λαμ­βά­νει πλή­θος άρθρων, μελε­τών και ποι­η­τι­κών συλ­λο­γών, μετα­ξύ των οποί­ων η “Κυπρια­κή Συμ­φω­νία”. Έργο συν­δε­δε­μέ­νο με τους αγώ­νες του Κυπρια­κού λαό, εμπνευ­σμέ­νο από τα δίκια της εργα­τι­κής τάξης και τον κομμουνισμό.

«Σα μορ­φή και σαν περιε­χό­με­νο δεί­χνει ψυχι­κή υγεία, ισόρ­ρο­πη αίσθη­ση του κόσμου, πλα­στι­κή και πολυ­ζυ­για­σμέ­νη σύλ­λη­ψη στα θέμα­τά του, αισθή­μα­τα ρωμα­λέα, εκφρα­σμέ­να μ’ ορμή κι έξαρ­ση. Ο στί­χος του, όταν ακο­λου­θεί την παρά­δο­ση, είναι αρμο­νι­κός, αδρός, και καλο­δου­λε­μέ­νος, με τη μου­σι­κό­τη­τα δυνα­τού τεχνί­τη. Ο λυρι­σμός του δια­χύ­νε­ται άνε­τα κι ο ρυθ­μός του είναι φτε­ρω­τός κι ορμη­τι­κός σα να πετιέ­ται από πίδα­κα, Υπάρ­χει εσω­τε­ρι­κή πίε­ση και θυμι­κή πλημ­μύ­ρα στην εκπνοή του ποι­η­τή, πυρε­τι­κή δτα­στη­ριό­τη­τα ψυχής και νου» (Μάρ­κος Αυγέρης).

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ 1956

ΙΧ [απο­σπ.]

Άσε πλέ­ον φωνή μου τον ανέ­με­λο στίχο

το μεθύ­σι σου δέσε και τη φλό­γα σου κράτα.

Σφί­ξε τώρα, ζευ­γά­ρια, την ηχώ με τον ήχο

στρώ­σε στέ­ρεο το βήμα, στρά­ταν ίσια περπάτα.

Μεγα­λό­φω­νος ύμνος στο φαρί του ας σε πάρει

που ζητά δεξιο­σύ­νη και καλό χαλινάρι.

(….)

Λογα­ριά­σα­τε λάθος με το νου σας, έμποροι,

δε μετριέ­ται πατρί­δα, λευ­τε­ριά με τον πήχη!

Κι αν μικρός είν’ ο τόπος, και το θέλει και μπορεί

τον ασή­κω­το βρά­χο να τον φάει με το νύχι.

Τού­τη η δίψα δε σβή­νει, τού­τη η μάχη δεν παύει,

χίλια χρό­νια αν περά­σουν, δεν πεθαί­νου­με σκλάβοι!

Μα κι αν έτσι το θέτε — μας μετρή­σα­τε λάθος

και δεν είδα­τε πόσο γίνη η Κύπρος μεγάλη.

Στης Ευρώ­πης τη μέση, στης Ασί­ας το βάθος

κι ως το Μόσκο­βο φτά­νει — για μετρεί­στε μας πάλι!

Δε μετριέ­ται ο λαός μας τώρα πια, και θα φέρει

πριν τα χίλια σας χρό­νια, πριν πολύ, το σεφέρι.

Αψη­λά τις καρ­διές μας! Μέσ’ στης γης μας το χώμα

πιο βαθιά ριζω­μέ­νοι — κι ας μανί­ζουν οι ανέμοι.

Τού­το ακό­μα το χρό­νο, τούτ’ την άνοι­ξη ακόμα….

Στον ορί­ζο­ντα πέρα κάποιο φως κιό­λας τρέμει.

Αψη­λά τις καρ­διές μας κι αρχί­να να ροδίζει

η αλυ­σί­δα μας πήρε να βογκά και να τρίζει.

Και σεις ξένοι, μακριά μας! Όθεν ήρθα­τε, πάτε!

Σας χωρά και περ­σεύ­ει, όσοι αν είστε, η Αγγλία.

Μη βρου­χιό­στε σα λιό­ντες, τώρα πια δεν κρατάτε

στα σκλη­ρά σας τ’ αγκρί­φια τις πατρί­δες, σα λεία.

Στης Μεσό­γειος τι θέτε τη γλυ­κιά γαλανάδα;

Εμείς είμα­στε Κύπρος, εμείς είμα­στε Ελλάδα!

Και σεις που ’ρθα­τε τώρα να ζητεί­στε μοιράσι

πριν το ξόδι μας γίνει να χερώ­σε­τε κλήρο….

Σφα­λε­ρό το μαντά­το που σας έχει εδώ μάσει

κι ως αγιού­πες πετά­τε στο κορ­μί μας τριγύρω,

Όθεν ήρθα­τε πάτε, φοβε­ροί Αμερικάνοι

η πατρί­δα σας είναι κάπου άλλου — και σας φτάνει!

Εδώ πέρα είναι Κύπρος, εδώ πέρα είν’ Ελλάδα

και σκου­τά­ρι ομπρο­στά τους όλοι οι λεύ­τε­ροι τόποι.

Στον και­νούρ­γιο το χάρ­τη για κοι­τά­ξε­τε απλάδα:

Να. η μεγά­λη Ρου­σία, να η Ασία, η Ευρώπη!

Δε μετριέ­ται ο λαός μας τώρα πια, δε μετριέται!

Και σεις νεί­ρε­στε ακό­μα; Και σεις σκλά­βους μάς θέτε;

Ιού­λης 1954 — Ιού­λης 1956

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο