Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κωνσταντίνος Τσικλητήρας: Για πολλούς είναι ο κορυφαίος Έλληνας αθλητής του 20ού αιώνα

Σε μια επο­χή, ακρι­βώς έναν αιώ­να πριν, όπου οι ήρω­ες δεν έβγαι­ναν μέσα από το Survivor και παρά­δειγ­μα προς μίμη­ση δεν απο­τε­λού­σε ο νικη­τής των δια­φό­ρων Fame Story, ο Κων­στα­ντί­νος Τσι­κλη­τή­ρας υπήρ­ξε και τα δύο… Και παρά­δειγ­μα και ήρω­ας! Και ως ήρω­ας πέθα­νε μια ημέ­ρα σαν σήμε­ρα (10/2), σε ηλι­κία 25 ετών. Μέσα σε μόλις 1/4 του αιώ­να είχε κατα­φέ­ρει όσα δεν κατά­φε­ραν άλλοι σε μια ζωή ολό­κλη­ρη και το όνο­μά του πέρα­σε για πάντα την «Πύλη των Αθανάτων».

Για πολ­λούς είναι ο κορυ­φαί­ος Έλλη­νας αθλη­τής του 20ου αιώ­να, παρ’ όλο που τα αγω­νί­σμα­τα στα οποία δια­κρί­θη­κε σε παγκό­σμιο επί­πε­δο, έχουν πλέ­ον καταρ­γη­θεί. Ωστό­σο είναι ο άνθρω­πος που, μαζί με τον Πύρ­ρο Δήμα, έχει δώσει στην Ελλά­δα τα περισ­σό­τε­ρα Ολυ­μπια­κά μετάλ­λια από κάθε άλλον αθλη­τή, τέσ­σε­ρα συνο­λι­κά (ένα χρυ­σό, δύο αργυ­ρά και ένα χάλ­κι­νο). Κατά­φε­ρε να ανέ­βει στο βάθρο των νικη­τών σε δύο Ολυ­μπια­κούς Αγώ­νες, το 1908 σε ηλι­κία μόλις 20 ετών, και το 1912, και υπήρ­ξε ο μεγά­λος αντί­πα­λος του θρυ­λι­κού Αμε­ρι­κα­νού αθλη­τή Ρέι Έου­ρι, που στην καριέ­ρα του κατέ­κτη­σε συνο­λι­κά 8 χρυ­σά Ολυ­μπια­κά μετάλ­λια, σε τρεις διορ­γα­νώ­σεις (1900, 1904, 1908).

Ο ΟΛΥΜΠΙΟΝΙΚΗΣ

Ο Κων­στα­ντί­νος Τσι­κλη­τή­ρας γεν­νή­θη­κε το 1888 στην Πύλο και σπού­δα­σε στην Εμπο­ρι­κή Ακα­δη­μία της Αθή­νας. Με ύψος 1,92 και βάρος 70 κιλά, είχε την τέλεια σωμα­το­δο­μή για άλτης του στί­βου. Ήταν αθλη­τής του Πανελ­λή­νιου Γ.Σ. και το 1908, στους Ολυ­μπια­κούς Αγώ­νες του Λον­δί­νου, απο­τέ­λε­σε την έκπλη­ξη της διορ­γά­νω­σης, καθώς κόντρα­ρε τον ασυ­να­γώ­νι­στο Ρέι Έου­ρι και στο άλμα εις μήκος άνευ φοράς και στο άλμα εις ύψος άνευ φοράς.
Τελι­κά ο Αμε­ρι­κα­νός δια­τή­ρη­σε τον τίτλο του και στα δύο αγω­νί­σμα­τα, με τον Τσι­κλη­τή­ρα να παίρ­νει και στα δύο το αργυ­ρό μετάλ­λιο. Στο μήκος ο Έου­ρι νίκη­σε με άλμα 3.33 και ο Τσι­κλη­τή­ρας πήρε τη δεύ­τε­ρη θέση με 3.23. Τρί­τος ήρθε ένας άλλος Αμε­ρι­κα­νός, ο Μάρ­τιν Σέρι­νταν, με 3.20. Στο ύψος ο Έου­ρι πέρα­σε το 1.57, ο Τσι­κλη­τή­ρας το 1.55 και «μοι­ρά­στη­κε» το αργυ­ρό μετάλ­λιο με τον Αμε­ρι­κα­νό Τζον Μπάι­λερ, που πέτυ­χε την ίδια επίδοση.

Τέσ­σε­ρα χρό­νια αργό­τε­ρα, στους Ολυ­μπια­κούς Αγώ­νες της Στοκ­χόλ­μης, ο Τσι­κλη­τή­ρας ήταν πλέ­ον ένα από τα μεγά­λα ονό­μα­τα της διορ­γά­νω­σης. Λίγο και­ρό νωρί­τε­ρα είχε καταρ­ρί­ψει το παγκό­σμιο ρεκόρ, τόσο στο μήκος άνευ φοράς με άλμα 3.47, όσο και στο ύψος άνευ φοράς με άλμα 1.72. Στην Τελε­τή Έναρ­ξης ήταν ο σημαιο­φό­ρος της Ελλά­δας και στους Αγώ­νες προ­σπά­θη­σε να κατα­κτή­σει αυτό που δεν είχε πάρει τέσ­σε­ρα χρό­νια νωρί­τε­ρα, δηλα­δή το χρυ­σό μετάλ­λιο. Και το κατάφερε!

Στις 8 Ιου­λί­ου 2012, στο μήκος άνευ φοράς, μετεί­χαν 19 αθλη­τές και ο Τσι­κλη­τή­ρας απο­δεί­χθη­κε ανί­κη­τος. Με άλμα 3.37 στην τρί­τη προ­σπά­θεια πήρε την πρώ­τη θέση και όλο το στά­διο σηκώ­θη­κε όρθιο για να τον χει­ρο­κρο­τή­σει. Δεύ­τε­ρος ήρθε ο Αμε­ρι­κα­νός Πλατ Άνταμς με 3.36 και τρί­τος ο αδελ­φός του Μπέν­τζα­μιν Άνταμς, με 3.28.

Πέντε ημέ­ρες αργό­τε­ρα, ο Έλλη­νας Ολυ­μπιο­νί­κης πρό­σθε­σε στη συλ­λο­γή του κι ένα χάλ­κι­νο μετάλ­λιο, καθώς κατά­φε­ρε να ανέ­βει στο βάθρο και στο ύψος άνευ φοράς. Εκεί ο Πλατ Άνταμς ήρθε πρώ­τος με 1.63, ο Μπέν­τζα­μιν Άνταμς δεύ­τε­ρος με 1.60 και ο Τσι­κλη­τή­ρας τρί­τος με 1.55.

Στους Ολυ­μπια­κούς Αγώ­νες του 1912 έλα­βε ακό­μη μέρος στον ακο­ντι­σμό και το πέντα­θλο, ενώ είχε δηλω­θεί και στο δέκα­θλο, αλλά τελι­κά δεν αγω­νί­στη­κε. Πολυ­σύν­θε­τος αθλη­τής, πέρα από τον στί­βο, ασχο­λή­θη­κε και με την υδα­το­σφαί­ρι­ση ως τερ­μα­το­φύ­λα­κας, ενώ περι­στα­σια­κά έπαι­ζε και ποδόσφαιρο.

Κατά την επι­στρο­φή του στην πατρί­δα, η Αθή­να «γκρέ­μι­σε τα τεί­χη της» για να τον υπο­δε­χθεί. Πλή­θος κόσμου μαζεύ­τη­κε στον Σταθ­μό Λαρί­σης και τον απο­θέ­ω­σε μόλις έφτα­σε. Μάλι­στα τον σήκω­σαν στα χέρια και τον πήγαν μέχρι τις εγκα­τα­στά­σεις του Πανελ­λη­νί­ου, στο Πεδί­ον του Άρε­ως, όπου είχε μαζευ­τεί κι άλλος κόσμος.

Ο ΗΡΩΑΣ

Ο Τσι­κλη­τή­ρας δεν επα­να­παύ­τη­κε στην δόξα του. Όταν λίγο και­ρό αργό­τε­ρα ξέσπα­σε ο Βαλ­κα­νι­κός Πόλε­μος, στρα­τεύ­θη­κε με το βαθ­μό του λοχία, αλλά αρνή­θη­κε να κάνει χρή­ση του ειδι­κού προ­νο­μί­ου, που του επέ­τρε­πε να μεί­νει στα «μετό­πι­σθεν». Αυτός ζήτη­σε να πάει στην «πρώ­τη γραμ­μή», όπως όλα τα ελληνόπουλα.

Μετεί­χε στην μάχη του Μπι­ζα­νί­ου, που απο­τέ­λε­σε από τα πιο άγρια μέτω­πα του πολέ­μου, όμως από τις κακου­χί­ες εκεί προ­σβλή­θη­κε από μηνιγ­γί­τι­δα. Αμέ­σως τον έφε­ραν στην Αθή­να, αλλά ήταν πλέ­ον αργά… Στις 10 Φεβρουα­ρί­ου 1913 πέθα­νε, σε ηλι­κία μόλις 25 ετών. Ωστό­σο, το όνο­μά του έμει­νε για πάντα χαραγ­μέ­νο με ολό­χρυ­σα γράμ­μα­τα στην ιστο­ρία του ελλη­νι­κού Αθλητισμού.

Στην κηδεία του υπήρ­ξε κοσμο­συρ­ροή, αφού χιλιά­δες πολί­τες πήγαν για τον συνο­δέ­ψουν στην τελευ­ταία του κατοι­κία, ως ύστα­το φόρο τιμής στον άνθρω­πο που δόξα­σε την Ελλά­δα. Το στά­διο Πύλου πήρε το όνο­μά του, όπως και η οδός στην Αθή­να πίσω από το Πανα­θη­ναϊ­κό Στά­διο, ενώ ο Πανελ­λή­νιος για αρκε­τά χρό­νια διορ­γά­νω­νε το διε­θνές μίτινγκ στί­βου «Τσι­κλη­τή­ρεια», με τη συμ­με­το­χή μεγά­λων αθλη­τών από όλο τον κόσμο.

Πηγή: ΑΠΕ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο