Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μαρίκα Νίνου, «ιστόρησε» τις γυναικείες φιγούρες των λαϊκών συνοικιών

Μαρί­κα Νίνου. Είναι η φωνή-ανα­φο­ρά μιας μετα­βα­τι­κής επο­χής, όταν το ρεμπέ­τι­κο τρα­γού­δι διεύ­ρυ­νε τη θεμα­το­λο­γία του και μέσα από ένα νέο μου­σι­κό κλί­μα μετε­ξε­λισ­σό­ταν σε λαϊ­κό. Κατά­φε­ρε να κάνει τον κόσμο να επι­κοι­νω­νή­σει με την «εσω­τε­ρι­κή ηχώ» των τρα­γου­διών, ενώ η ερμη­νεία της ενσαρ­κώ­νει την εικό­να της γυναί­κας, έτσι όπως την έπλα­σε η παρά­δο­ση του ρεμπέ­τι­κου τρα­γου­διού. Με τρα­γού­δια όπως το «Τι σήμε­ρα, τι αύριο, τι τώρα», ή «Το βου­νό» και το «Γεν­νή­θη­κα για να πονώ», η Μαρί­κα Νίνου «ιστό­ρη­σε» τις γυναι­κεί­ες φιγού­ρες των λαϊ­κών συνοι­κιών των αστι­κών κέντρων, με τα «μάτια-παλά­τια», το βου­βό παρά­πο­νο που γίνε­ται κόμπος στο λαι­μό και μια γεμά­τη αξιο­πρέ­πεια μελαγ­χο­λία τ’ απο­γεύ­μα­τα της Κυριακής.

Η Ευαγ­γε­λία Ατα­μιάν γεν­νή­θη­κε το 1919 στον Καύ­κα­σο. Σε πολύ νεα­ρή ηλι­κία, παντρεύ­τη­κε τον συμπα­τριώ­τη της Χάι­κο Μεσ­ρο­πιάν με τον οποίο απέ­κτη­σε ένα γιο. Αργό­τε­ρα ο άντρας της εγκα­τέ­λει­ψε την οικο­γέ­νειά του και επέ­στρε­ψε στην Αρμενία.

Η Ευαγ­γε­λία γνώ­ρι­σε τον ακρο­βά­τη Νίκο — «Νίνο » Νικο­λα­ΐ­δη, τον παντρεύ­τη­κε και άρχι­σε να γυρί­ζει μαζί του σε διά­φο­ρα θέα­τρα και να δίνει παρα­στά­σεις. Το όνο­μα του σχή­μα­τος ήταν «Ντούο Νίνο », ενώ αργό­τε­ρα σε αυτό προ­στέ­θη­κε και ο μικρός της γιος και σχη­μα­τί­στη­κε το «μυθι­κό» «Δυό­μι­σι Νίνο ».

Στα μέσα του 1948, η Μαρί­κα Νίνου γνω­ρί­στη­κε με τον Μανώ­λη Χιώ­τη αλλά η συνερ­γα­σία δεν απέ­δω­σε ιδιαί­τε­ρα: Στο στού­ντιο ηχο­γρα­φή­σε­ων της Κολού­μπια, τη γνώ­ρι­σε ο Στελ­λά­κης Περ­πι­νιά­δης, που τη «βάφτι­σε» Μαρί­κα και άρχι­σε να δου­λεύ­ει μαζί της στο κέντρο «Φλο­ρί­ντα», στο Πεδί­ον του Αρε­ως, μαθαί­νο­ντας όλα τα μυστι­κά της δου­λιάς. Θα ακο­λου­θή­σει συνερ­γα­σία με τον Γιάν­νη Παπαϊ­ω­άν­νου και η γνω­ρι­μία με τον Βασί­λη Τσι­τσά­νη. Μαζί θα γρά­ψουν μερι­κές από τις ωραιό­τε­ρες σελί­δες του λαϊ­κού τραγουδιού.

Δου­λεύ­ο­ντας στην «Τριά­να» του Χελά, το ’53-’54, η Μαρί­κα Νίνου αισθάν­θη­κε τις πρώ­τες ενο­χλή­σεις στην υγεία της, έφυ­γε για τις ΗΠΑ και επέ­στρε­ψε το ’55. Τον Οκτώ­βρη του ’55 ανέ­βη­κε για τελευ­ταία φορά στο πάλ­κο του Τζί­μη του Χοντρού με τον Σταύ­ρο Τζουα­νά­κο και τον Γιάν­νη Σταματίου.

Τα Χρι­στού­γεν­να του ’55 ξανα­πή­γε στην Αμε­ρι­κή με τον Κώστα Καπλά­νη για εμφα­νί­σεις και θερα­πεία. Κάνει αιμα­τη­ρές οικο­νο­μί­ες για να τελειώ­σει ένα σπί­τι που είχε αρχί­σει να χτί­ζει στο Αιγά­λεω, ξανα­μπαί­νει στο νοσο­κο­μείο και οι συνά­δελ­φοί της αφη­γού­νται σκλη­ρές στιγ­μές αρρώ­στιας και ερά­νων για να πλη­ρω­θεί το νοσο­κο­μείο και τα εισι­τή­ρια του αερο­πλά­νου για επι­στρο­φή στην Ελλά­δα, καθώς δεν υπήρ­χε ελπίδα.

Στις τελευ­ταί­ες μέρες της ζωής της, η Μαρί­κα Νίνου μιλού­σε μόνο με στί­χους από παλιά λαϊ­κά τρα­γού­δια. «Εφυ­γε» την Παρα­σκευή προς Σάβ­βα­το, 23 Φλε­βά­ρη του ’57. Ηταν μόλις 38 ετών!

Πηγή Ριζο­σπά­στης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο