Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Με αφορμή τον Ανδρ. Κάλβο που πέθανε σαν σήμερα 3 Νοεμβρίου 1869

Γρά­φει ο Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Kαλή­τε­ρα, καλήτερα
δια­σκορ­πι­σμέ­νοι οι Έλληνες
‘να τρέ­χω­σι τον κόσμον,
με εξα­πλω­μέ­νην χείρα
ψωμο­ζη­τού­ντες

δ΄.

Παρά προ­στά­τας να ‘χωμεν.
Mε ποτέ δεν εθάμβωσαν
πλού­τη ή μεγά­λα ονόματα,
με ποτέ δεν εθάμβωσαν
σκή­πτρων ακτίνες.

Σχε­δόν δύο αιώ­νες μετά την κραυ­γή αγω­νί­ας του Α. Κάλ­βου, που θεω­ρού­σε ακό­μη και την κατα­στρο­φή της χώρας προ­τι­μη­τέα λύση «παρά προ­στά­τας νάχω­μεν», σήμε­ρα βρι­σκό­μα­στε αντι­μέ­τω­ποι με τους σύγ­χρο­νους «προ­στά­τες». Του θεσμούς, εκπρό­σω­ποι του ιμπε­ρια­λι­σμού και του καπι­τα­λι­σμού. Η Ευρα­παϊ­κή Ενω­ση, το Διε­θνές  Νομι­σμα­τι­κό Ταμείο, η Παγκό­σμια Τρά­πε­ζα, οι εθνι­κές κυβερ­νή­σεις… μια λυκο­συμ­μα­χία που έχει κατα­δι­κά­σει ένα λαό στη φτώ­χεια και την εξα­θλί­ω­ση. Μια λυκο­συμ­μα­χία που ματώ­νει και εκμε­ταλ­λεύ­ε­ται λαούς.

***

Η σπο­ρα­δι­κή πλη­ρο­φό­ρη­ση για τα γεγο­νό­τα του βίου του Κάλ­βου δημιούρ­γη­σε ανέ­κα­θεν ένα μυστή­ριο σχε­τι­κά με τη ζωή του ποι­η­τή, που υφαί­νε­ται κυρί­ως γύρω από τους εξής πόλους: την επα­να­στα­τι­κή του δρά­ση, την επι­στρο­φή στην Αγγλία παρά τη ρητά εκπε­φρα­σμέ­νη ‑και ποι­η­τι­κά («Φιλό­πα­τρις»)- επι­θυ­μία του να πεθά­νει στην Ζάκυν­θο, και φυσι­κά την ποι­η­τι­κή σιω­πή μετά το 1826.

Ο Ανδρέ­ας Κάλ­βος γεν­νή­θη­κε το Μάρ­τιο του 1792 στη Ζάκυν­θο, όταν τα Επτά­νη­σα ήταν ακό­μη υπό την κυριαρ­χία των Ενε­τών. Το 1811 ο Κάλ­βος γρά­φει στα ιτα­λι­κά ύμνο για τον Ναπο­λέ­ο­ντα, τον οποίο θα απο­κη­ρύ­ξει το 1814. Το φθι­νό­πω­ρο του 1812, ο Κάλ­βος βρί­σκε­ται στη Φλω­ρε­ντία και εκεί γνω­ρί­ζε­ται με το συμπα­τριώ­τη του, Ούγο Φώσκο­λο, έναν από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους ιτα­λό­φω­νους ποι­η­τές. Κοντά του ο Κάλ­βος βελ­τί­ω­σε την παι­δεία του. Με τον Φώσκο­λο θα βρε­θεί δια­δο­χι­κά στη Ζυρί­χη και στο Λον­δί­νο, όπου θα έρθει σε επα­φή με τους Iτα­λούς επα­να­στά­τες καρ­μπο­νά­ρους, για να επι­στρέ­ψει μόνος στη Φλω­ρε­ντία. Εδώ, ανα­πτύσ­σει επα­να­στα­τι­κή δρά­ση και ανα­γκά­ζε­ται από τις αρχές να φύγει. Επό­με­νος προ­ο­ρι­σμός του η Γενεύη.

Μετά την έκδο­ση των δυο ποι­η­τι­κών συλ­λο­γών του —  Λύρα (Γενεύη, 1824), Λυρι­κά (Παρί­σι, 1826) ‑ο Κάλ­βος ταξι­δεύ­ει στην επα­να­στα­τη­μέ­νη Ελλά­δα και από εκεί στην Κέρ­κυ­ρα, όπου θα μεί­νει μέχρι το 1852. Ζει κυρί­ως παρα­δί­δο­ντας ιδιω­τι­κά μαθή­μα­τα, αρθρο­γρα­φεί σε τοπι­κές εφη­με­ρί­δες και, όσο μπο­ρού­με να γνω­ρί­ζου­με, δεν ξανα­γρά­φει ποτέ ποίηση.

Το 1852 λοι­πόν φεύ­γει για την Αγγλία, παντρεύ­ε­ται εκεί την Charlotte Augusta Waddams και εργά­ζε­ται ως καθη­γη­τής στο ιδιω­τι­κό παρ­θε­να­γω­γείο της γυναί­κας του.

Το 1852 λοι­πόν φεύ­γει για την Αγγλία, παντρεύ­ε­ται εκεί την Charlotte Augusta Waddams και εργά­ζε­ται ως καθη­γη­τής στο ιδιω­τι­κό παρ­θε­να­γω­γείο της γυναί­κας του.

Στις 3 Νοεμ­βρί­ου 1869 πεθαί­νει και εντα­φιά­ζε­ται στην μικρή πόλη Louth της Αγγλί­ας. Την επι­χεί­ρη­ση της μετα­θα­νά­τιας «επι­στρο­φής» του στην πατρί­δα ανα­λαμ­βά­νει ο Γ. Σεφέ­ρης και η ελλη­νι­κή πολι­τεία, που φρο­ντί­ζουν το 1960 για την μετα­κο­μι­δή των οστών του Κάλ­βου και της γυναί­κας του στη Ζάκυνθο.

 

__________________________________________________________________________________________________________

Ηρακλής Κακαβάνης —  Δημοσιογράφος — Συγγραφέας. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Από το 1991 έως το 2013 εργάστηκε στον Ριζοσπάστη. Από το 2013 αρθρογραφεί σε διαδικτυακά Μέσα. Από το 2010 συνεργάτης του περιοδικού «Θέματα Παιδείας».
Facebook
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο