Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Με επιτυχία η παρουσίαση του νέου βιβλίου του Αλέκου Χατζηκώστα «29 στιγμές» στο Κιλκίς

Στο Κιλ­κίς συνε­χί­στη­κε το «ταξί­δι» παρου­σί­α­σης του νέου βιβλίο του Αλέ­κου Χατζη­κώ­στα «29 στιγ­μές (εκδό­σεις «ατε­χνως») τη Δευ­τέ­ρα 19/6 στη αίθου­σα Καπνα­πο­θή­κης της Αυστρο­ελ­λη­νι­κής.  Η εκδή­λω­ση ήταν ενταγ­μέ­νη στο εορ­τα­στι­κό πρό­γραμ­μα των «Ελευ­θε­ρί­ων» του Κιλ­κίς και τη διορ­γά­νω­ση είχε ο Σύν­δε­σμος Φιλο­λό­γων ν. Κιλ­κίς «Πανα­γιώ­της Μουλλάς».

Μετα­ξύ των παρευ­ρι­σκο­μέ­νων που γέμι­σαν την αίθου­σα ήταν και ο αντι­δή­μαρ­χος Πολι­τι­σμού του Κιλ­κίς Θεμι­στο­κλής Κοσμίδης.

Για το βιβλίο μίλη­σε η Ελέ­νη Λια­ρε­τί­δου, πρό­ε­δρος του Συν­δέ­σμου, ενώ το βιο­γρα­φι­κό του συγ­γρα­φέα και απο­σπά­σμα­τα από το βιβλίο διά­βα­σε η αντι­πρό­ε­δρος Ανα­στα­σία Μπακιρτζή.

Μιλώ­ντας ο ίδιος ο συγ­γρα­φέ­ας πέρα από το περιε­χό­με­νο του βιβλί­ου ανα­φέρ­θη­κε και σε γενι­κό­τε­ρα ζητή­μα­τα όπως το Προ­σφυ­γι­κό με αφορ­μή τη τρα­γω­δία στην Πύλο, την αξία της ανά­γνω­σης, αλλά και στη γενι­κό­τε­ρη συμ­βο­λή της Λογο­τε­χνί­ας στον αγώ­να για «να ανθρω­πεύ­σει ο άνθρω­πος». Επί­σης απά­ντη­σε σε ερω­τή­σεις του κοι­νού και υπέ­γρα­ψε αντί­τυ­πα του βιβλί­ου του.

Ολόκληρη η παρέμβαση της Ελένης Λιαρετίδου:

Αν ήθε­λα να βάλω έναν υπό­τι­τλο στο βιβλίο του Αλέ­κου Χατζη­κώ­στα θα έλε­γα το κοι­νό­το­πο ίσως «ταξί­δι στη μνή­μη» ή «βου­τιά στη μνή­μη» επί το λαϊκότερον…βουτιά στο παρελ­θόν με ανά­δυ­ση όμως στο παρόν και με το βλέμ­μα στο μέλ­λον. Οι 29 στιγ­μές είναι όλες στιγ­μές μνή­μης του συγ­γρα­φέα, κοντι­νής αλλά και απώ­τε­ρης. 29 στιγ­μές λοιπόν,29 κινη­μα­το­γρα­φι­κά πλά­να ή φωτο­γρα­φι­κά κλικ, 29 μικρά ή μεγά­λα συναι­σθη­μα­τι­κά θραύ­σμα­τα που διεκ­δι­κούν ύπαρ­ξη, απο­κτούν φωνή και εκπέ­μπουν μήνυ­μα· ακρι­βώς για­τί το παρελ­θόν της αφή­γη­σης τέμνει το ζωντα­νό παρόν των ανα­γνω­στών και φωτί­ζει έτσι δρό­μους για το τώρα και για το μέλ­λον. Δρό­μους που κοι­νή τους συνι­στα­μέ­νη είναι ο συλ­λο­γι­κός και ατο­μι­κός αγώ­νας, η ενερ­γο­ποί­η­ση μιας στά­σης ζωής με σαφή «πολι­τι­κό» χαρακτήρα.

Ξεκι­νώ­ντας ας στα­θού­με στο εξώφυλλο…αποτυπώνει κατά τη γνώ­μη μου αρχι­κά έναν δημιουρ­γι­κό διά­λο­γο των τεχνών: ο πίνα­κας της Βεροιώ­τισ­σας εικα­στι­κού Εύας Αμνιώ­τη με θέμα από την ται­νία του Δήμου Αβδε­λιώ­δη «Το δέντρο που πλη­γώ­να­με» γίνε­ται το εξώ­φυλ­λο ενός λογο­τε­χνι­κού βιβλί­ου και κατά δεύ­τε­ρον, αμέ­σως μας βάζει στο ταξί­δι: ταξί­δι πίσω, στην ασπρό­μαυ­ρη παι­δι­κή μας ηλι­κία, τότε που μαζεύ­α­με τα σύνερ­γα μας, αισθή­σεις, νου και αισθή­μα­τα και οπλι­ζό­μα­σταν για τη μάχη της ζωής που μας περίμενε.

Ξανα­βλέ­που­με τον κόσμο με τα παι­δι­κά μας μάτια που μπο­ρούν να συνται­ριά­ζουν τα αταί­ρια­στα, να ουσιώ­νουν τα ασή­μα­ντα και να απο­κα­θη­λώ­νουν τα σημα­ντι­κά. Ένα εξώ­φυλ­λο γεμά­το νοσταλ­γία και μνή­μη. Προ­χω­ρώ­ντας στο εσω­τε­ρι­κό του βιβλί­ου βρί­σκου­με την πρώ­τη ενό­τη­τα: «Μνή­μες» ο τίτλος… στο παρελ­θόν λοι­πόν: η παι­δι­κή ηλι­κία, ο αγω­νι­στής πατέ­ρας και η μαχη­τι­κή μάνα, η κατο­χή και η αντί­στα­ση, στιγ­μιό­τυ­πα από τη νεό­τε­ρη ιστο­ρία· οι ήρω­ες- πρω­τα­γω­νι­στές παρε­λαύ­νουν στα αφη­γή­μα­τα επι­διώ­κο­ντας να αφή­σουν το κοι­νω­νι­κό και πολι­τι­κό απο­τύ­πω­μα στην επο­χή τους. Μόνο στην επο­χή τους; Όχι καθώς όλες οι ιστο­ρί­ες πλά­θο­νται με προ­βο­λή στο παρόν είτε έμμε­σα καθώς κινεί­ται ο ανα­στο­χα­σμός είτε άμε­σα ως σχό­λιο της αλλο­τριω­τι­κής από­στα­σης μας από εκεί­νο το νοσταλ­γι­κό παρελ­θόν. Χαρα­κτη­ρι­στι­κό της οπτι­κής του συγ­γρα­φέα το πρώ­το διή­γη­μα «Ο πλά­τα­νος του Δεκα­πε­νταύ­γου­στου» στο οποίο η οικο­λο­γι­κή συνεί­δη­ση ενσαρ­κώ­νε­ται σε αγω­νι­στι­κή διά­θε­ση υπα­γο­ρεύ­ο­ντας στά­ση, τελι­κά πολι­τι­κή, συν­δέ­ο­ντας έτσι τον ανα­γνώ­στη με τον ενερ­γό πολι­τι­κό ακτι­βι­σμό του συγ­γρα­φέα. Η δεύ­τε­ρη ενό­τη­τα είναι αφιε­ρω­μέ­νη στις μνή­μες του Έρω­τα. « Του έρω­τα» λοι­πόν ο τίτλος της. Είναι οι μεγά­λοι έρω­τες των μαθη­τι­κών και φοι­τη­τι­κών χρό­νων του συγ­γρα­φέα-αφη­γη­τή που δεσπό­ζουν στις ανα­μνή­σεις του· έρω­τες κατά κύριο λόγο ανεκ­πλή­ρω­τοι, ανο­μο­λό­γη­τοι ή χαμέ­νοι που κινού­νται στο επα­να­λαμ­βα­νό­με­νο μοτί­βο: κεραυ­νο­βό­λος έρω­τας της νιό­της- χωρι­σμός- προ­σπά­θεια του ήρωα στο παρόν να βρει τα ίχνη της παλιάς αγα­πη­μέ­νης – εδώ εισέρ­χε­ται και η σύγ­χρο­νη τεχνο­λο­γία, κινη­τά τηλέ­φω­να και δια­δί­κτυο- αλλά και τυχαία συνά­ντη­ση που φέρ­νει κάποιες-λίγες- φορές επα­νέ­νω­ση ή ορι­στι­κή ματαί­ω­ση της ελπί­δας, όπως συμ­βαί­νει στο διή­γη­μα «Του­λά­χι­στον τα παι­διά μας».

Στην τρί­τη αφη­γη­μα­τι­κή ενό­τη­τα « Η ζωή θέλει αγώ­να» δια­γρά­φο­νται ξεκά­θα­ρα οι πολι­τι­κές πεποι­θή­σεις του συγ­γρα­φέα. Πρό­κει­ται για διη­γή­μα­τα- αντα­πο­κρί­σεις από το μέτω­πο της εργα­τι­κής πάλης που προ­σι­διά­ζουν περισ­σό­τε­ρο στην ιδιό­τη­τα του Αλέ­κου Χατζη­κώ­στα ως δημο­σιο­γρά­φου και πολι­τι­κού σχο­λια­στή. Οι κεντρι­κοί ήρω­ες έχουν περί­που το ίδιο προ­φίλ: μικρο­α­στι­κή κατα­γω­γή, εργα­σία και οικο­γε­νεια­κή κατά­στα­ση και η προ­σω­πι­κό­τη­τά τους είναι δια­πο­τι­σμέ­νη από την πολιτική/κομματική τους έντα­ξη. Φυσι­κό για μια επο­χή, στην οποία τα πάντα ήταν πολι­τι­κή, όσο κι αν αυτό σήμε­ρα μοιά­ζει παρά­δο­ξο. Κι αν στην επο­χή της πρώ­της ενό­τη­τας η ανθρώ­πι­νη ελπί­δα και η δικαί­ω­ση ήταν σ’ ένα βαθ­μό πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αυτό ακρι­βώς μάς καλεί ο συγ­γρα­φέ­ας να πρά­ξου­με τώρα, στην επο­χή του κανα­πέ και της παθητικότητας.

Αγώ­νας λοι­πόν καθη­με­ρι­νός με πρό­τυ­πο αυτούς που έφυ­γαν έχο­ντας προ­σφέ­ρει αναλ­λοί­ω­τες στο χρό­νο υπη­ρε­σί­ες. Τα γεγο­νό­τα δια­δρα­μα­τί­ζο­νται στα μετα­πο­λι­τευ­τι­κά χρό­νια με επί­δι­κο τη δια­μά­χη “δογ­μα­τι­κών και ανα­θε­ω­ρη­τι­κών” στο χώρο της παρα­δο­σια­κής Αρι­στε­ράς. Ο συγ­γρα­φέ­ας ολο­φά­νε­ρα προ­τάσ­σει μια στά­ση ζωής που διέ­πε­ται από την αξιο­πρέ­πεια και το μαχη­τι­κό φρό­νη­μα του αγω­νι­στή, όπως ακρι­βώς ο ήρω­άς του στο διή­γη­μα «Η πρώ­τη απόλυση»

Η συλ­λο­γή «29 στιγ­μές» ολο­κλη­ρώ­νε­ται με τα διη­γή­μα­τα «Μικρής φόρ­μας», τα οποία θεμα­τι­κά προ­κύ­πτουν από ετε­ρό­κλη­τα στιγ­μιό­τυ­πα μνή­μης με κοι­νό άξο­να την αγά­πη. Πρό­κει­ται για διη­γή­μα­τα χαι-κού, στα οποία ο συγ­γρα­φέ­ας καλεί­ται να διη­γη­θεί σε πρώ­το ή τρί­το πρό­σω­πο μια ολό­κλη­ρη ιστο­ρία σε λίγες παρα­γρά­φους και που είναι ιδιαί­τε­ρα ελκυ­στι­κά λόγω της ιδιαί­τε­ρης αφη­γη­μα­τι­κής και περι­γρα­φι­κής ικα­νό­τη­τας του συγ­γρα­φέα. Θα ακού­σου­με χαρα­κτη­ρι­στι­κά το μικρής φόρ­μας διή­γη­μα με τίτλο «Αμί­λη­το ζευγάρι»

Και λίγα λόγια για τα λογο­τε­χνι­κά χαρί­σμα­τα της συλ­λο­γής: Ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας αντα­πο­κρί­νε­ται επά­ξια στο απαι­τη­τι­κό είδος γρα­φής που είναι το διή­γη­μα. Η ρεα­λι­στι­κή, βιω­μα­τι­κή και συχνά αυτο­βιο­γρα­φι­κή γρα­φή του αφαι­ρεί το περιτ­τό και εστιά­ζει στο σημα­ντι­κό, σε αυτό που πρέ­πει να ειπω­θεί ή να εννοη­θεί και η αφή­γη­ση φωτί­ζει κάθε φορά ένα συγκε­κρι­μέ­νο επει­σό­διο που γίνε­ται αφορ­μή για σκέ­ψη ή για ονει­ρο­πό­λη­ση. Αυτή η εστί­α­ση ταυ­τό­χρο­να με το βλέμ­μα του αφη­γη­τή που μια «ανοί­γει» στο χώρο και στα πρό­σω­πα και μια «κλεί­νει», στε­νεύ­ει και επι­κε­ντρώ­νε­ται στο ένα πρό­σω­πο, στα μάτια, στην έκφρα­ση απο­δί­δουν μια κινη­μα­το­γρα­φι­κή τεχνι­κή που εύκο­λα μπο­ρεί να μετα­μορ­φώ­σει τα διη­γή­μα­τα του Αλέ­κου Χατζη­κώ­στα σε ται­νί­ες μικρού μήκους (για­τί όχι και σε θεα­τρι­κά μονόπρακτα;).

Οι διά­λο­γοι με το ιδιό­λε­κτο των ηρώ­ων προσ­δί­δουν αλη­θο­φά­νεια στα αφη­γού­με­να, οι δια­κει­με­νι­κές ανα­φο­ρές συνε­χί­ζουν τον διά­λο­γο που ξεκι­νά το εξώ­φυλ­λο και καθώς προ­έρ­χο­νται από ποι­κί­λες πηγές ( μου­σι­κή, ποι­ή­μα­τα, τρα­γού­δια, βιβλία, ται­νί­ες) πλου­τί­ζουν την αφή­γη­ση ενώ καθο­ρι­στι­κό είναι το χιού­μορ, δείγ­μα συγ­γρα­φι­κής ευφυ­ΐ­ας. Όλα αυτά δίνο­νται με μια γλώσ­σα απλή, καθη­με­ρι­νή, δυνα­τή εκφρα­στι­κά, αστό­λι­στη από περιτ­τά φτια­σί­δια, όχι όμως στε­γνή και ψυχρή· το αντί­θε­το: ανα­δί­νει μαζί ρεα­λι­σμό και συναί­σθη­μα, αλή­θεια και αυθε­ντι­κό­τη­τα. Όπως ακρι­βώς είναι, και θέλου­με να είναι ο άνθρω­πος! Αυτόν τον άνθρω­πο ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας τον τοπο­θε­τεί στο κέντρο του συγ­γρα­φι­κού του «είναι» και πιστεύ­ει στη δημιουρ­γι­κή δύνα­μή του. Με τη φωτει­νή και αισιό­δο­ξη γρα­φή του ο ίδιος επεν­δύ­ει στη ζωή, στην ιστο­ρία και στο όνει­ρο· και μας καλεί να αντι­στα­θού­με, μας καλεί να μην εγκα­τα­λεί­ψου­με και να τολ­μή­σου­με την ύψι­στη προ­σω­πι­κή και πολι­τι­κή μάχη, « Να αγω­νι­στού­με για να παρα­μεί­νου­με Άνθρωποι».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο