Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μπαγιαντέρας, ο «τυφλός ραψωδός της Αντίστασης»

«Απο­βρα­δίς ξεκί­νη­σα» («Χατζη­κυ­ριά­κειο»), «Ζού­σα μονα­χός χωρίς αγά­πη», «Ξεκι­νά­ει μια ψαρο­πού­λα», «Νυχτε­ρί­δα», «Σαν μαγε­μέ­νο το μυα­λό μου», «Ομορ­φη Πει­ραιώ­τισ­σα», αλλά και το «Φόρε­σε αντάρ­τη τ’ άρμα­τα» και πολ­λά ακό­μη αθά­να­τα λαϊ­κά τρα­γού­δια φέρουν την υπο­γρα­φή του Δημή­τρη Γκό­γκου (Μπα­για­ντέ­ρα ). Πρό­σφα­τα συμπλη­ρώ­θη­καν δεκα­ε­φτά χρό­νια από το θάνα­το του δημιουρ­γού που υπήρ­ξε ένας από τους τελευ­ταί­ους μεγά­λους του ρεμπέ­τι­κου και συνά­μα ο συστη­μα­τι­κό­τε­ρος συν­θέ­της λαϊ­κών τρα­γου­διών με θέμα την Αντίσταση.

Ο μελε­τη­τής του λαϊ­κού μας τρα­γου­διού Νέαρ­χος Γεωρ­γιά­δης ανα­φέ­ρει ότι ο Μπα­για­ντέ­ρας «συνέ­θε­σε του­λά­χι­στον μια ντου­ζί­να τρα­γού­δια για την Αντί­στα­ση, στα οποία ανα­φέ­ρο­νται ρητά τα ονό­μα­τα ΕΑΜ — ΕΛΑΣ, που τα τρα­γου­δού­σε κρυ­φά κατά τη διάρ­κεια της Κατο­χής και αργότερα».

Παι­δί πολυ­με­λούς οικο­γέ­νειας ο Δημή­τρης Γκό­γκος (Μπα­για­ντέ­ρας ) γεν­νή­θη­κε το 1902 στον Πει­ραιά, από πατέ­ρα Ποριώ­τη και μητέ­ρα Υδραία. Εχο­ντας και ο ίδιος εργα­στεί για χρό­νια στο λιμά­νι, σπού­δα­σε ηλε­κτρο­λό­γος, όμως ποτέ δεν άσκη­σε αυτό το επάγ­γελ­μα. Πνεύ­μα ανή­συ­χο για τα κοι­νω­νι­κά και πολι­τι­κά πράγ­μα­τα της επο­χής του, είχε δεί­ξει παράλ­λη­λα ενδια­φέ­ρον για την ποί­η­ση και την απαγ­γε­λία, ενώ παρα­κο­λου­θού­σε εφη­με­ρί­δες και άλλα έντυ­πα. Με τη μου­σι­κή ασχο­λή­θη­κε από πολύ μικρός, παί­ζο­ντας στην αρχή μαντο­λί­νο, μετά βιο­λί και τέλος μπου­ζού­κι. Η δια­σκευή της γνω­στής οπε­ρέ­τας «Μπα­για­ντέ­ρα » για λαϊ­κή ορχή­στρα, με μπου­ζού­κι και μαντο­λί­νο, που έκα­νε το 1925, ευθύ­νε­ται για το ψευ­δώ­νυ­μό του, το οποίο τον συνό­δε­ψε σε όλη του τη ζωή. Την ίδια επο­χή άρχι­σε ν’ ασχο­λεί­ται με το τρα­γού­δι και τη σύν­θε­ση. Στα νιά­τα του υπήρ­ξε αθλη­τής της ελλη­νο­ρω­μαϊ­κής και της ελεύ­θε­ρης πάλης, κι όσοι τον γνώ­ρι­σαν έλε­γαν πως αν και μικρό­σω­μος ήταν πραγ­μα­τι­κό παλι­κά­ρι. Ωστό­σο, όπως σημειώ­νει ο Ν. Γεωρ­γιά­δης στο βιβλίο του «Ρεμπέ­τι­κο και Πολι­τι­κή» (εκδό­σεις «Σύγ­χρο­νη Επο­χή»), «οι αντι­φά­σεις του Μεσο­πο­λέ­μου δεν άφη­σαν ανε­πη­ρέ­α­στο τον Μπα­για­ντέ­ρα , αλλά έγι­ναν οι αντι­φά­σεις της δικής του ζωής και προ­σω­πι­κό­τη­τας. Κάποια παρά­νο­μη πρά­ξη του στοί­χι­σε πέντε χρό­νια και τρεις μήνες φυλα­κή. Οι συνή­θειες του κοι­νω­νι­κού περι­θω­ρί­ου κλό­νι­σαν την υγεία του με δρα­μα­τι­κές συνέ­πειες αργό­τε­ρα». Καθώς οι περι­θω­ρια­κές του τάσεις έρχο­νταν σε μεγά­λη αντί­θε­ση με το έντο­νο πολι­τι­κό του ενδια­φέ­ρον, ο Μπα­για­ντέ­ρας παίρ­νει την από­φα­σή του: κλει­δω­μέ­νος σ’ ένα δωμά­τιο παλεύ­ει σκλη­ρά με τον εαυ­τό του και κατα­φέρ­νει να νική­σει τον εφιάλ­τη των ναρκωτικών.

mpagianteras2

Ο υμνη­τής των λαϊ­κών και προ­σφυ­γι­κών συνοι­κι­σμών του Πει­ραιά στα τελευ­ταία χρό­νια του Μεσο­πο­λέ­μου, έχο­ντας πλέ­ον στην πορεία στα­θε­ρο­ποι­ή­σει τις πολι­τι­κές του πεποι­θή­σεις, που βρί­σκο­νταν στο χώρο της Αρι­στε­ράς, λίγο πριν τον πόλε­μο γίνε­ται μέλος του ΚΚΕ. Παίρ­νει μέρος στον πόλε­μο (1940 — ’41) και βγά­ζει τον πρώ­το του δίσκο με αυτό το θέμα. Το 1941, λίγο διά­στη­μα μετά την είσο­δο των Γερ­μα­νών στην Αθή­να, πάνω στο πάλ­κο του κέντρου «Πει­ραιεύς» στο Μαρού­σι όπου δού­λευε νιώ­θει τα πρώ­τα συμ­πτώ­μα­τα της τύφλω­σης. Η τύφλω­σή του δεν του επι­τρέ­πει να υπη­ρε­τή­σει ενερ­γά την Αντί­στα­ση, παρό­λο που το ήθε­λε με όλη του την ψυχή. Το κάνει, όμως, με το μόνο όπλο που δια­θέ­τει: το τρα­γού­δι και γίνε­ται ο «τυφλός ραψω­δός της Αντί­στα­σης». Υμνώ­ντας την ελευ­θε­ρία, θέλο­ντας να δώσει κου­ρά­γιο σε αυτούς που αγω­νί­ζο­νται τρα­γου­δά: «Φόρε­σε, αντάρ­τη, τ’ άρμα­τα, ζώσε και το σπα­θί σου/ και σύρε για τον πόλε­μο κι η λευ­τε­ριά μαζί σου…». Κι ακό­μα: «Σου στέλ­νω χαι­ρε­τί­σμα­τα απ’ τα βου­νά, μανούλα/ στο καρα­ού­λι βρί­σκο­μαι, στην πιο ψηλή ραχούλα./ Εχω τ’ αγρί­μια συντρο­φιά, έχω και τα ζαρκάδια/ με τους συντρό­φους περ­πα­τώ μέρες, αυγές και βράδια./ Τον ουρα­νό για σκέ­πα­σμα, τη γη έχω για στρώμα/ και το ΕΑΜ μέσ’ στην καρ­διά, γι’ αυτό θα μπω στο χώμα». Σε αντι­στα­σια­κά τρα­γού­δια του μάλι­στα συνα­ντά­με και ανα­φο­ρές σε μεγά­λες στιγ­μές της ελλη­νι­κής ιστο­ρί­ας, από την αρχαιό­τη­τα μέχρι και το 1821, εμψυ­χώ­νο­ντας και δίνο­ντας την αίσθη­ση της συνέ­χειας των αγώ­νων. Ο λαϊ­κός υμνω­δός της Αντί­στα­σης, εξάλ­λου, δε θα μπο­ρού­σε να μην τρα­γου­δή­σει τον πρω­το­κα­πε­τά­νιο Αρη Βελου­χιώ­τη: «Πολέ­μη­σε αντάρ­τη μου, ως πολε­μά­νε όλοι/ και με τον Αρη αρχη­γό, θα ‘ναι γλυ­κό το βόλι…», «Για ντου­φέ­κι δε με νοιά­ζει, ούτε βάζω πια μαράζι/ αρχη­γό μου έχω τον Αρη, το λεβεντοπαλικάρι…».

mpagianteras3Ο Μπα­για­ντέ­ρας στα πενή­ντα χρό­νια της καλ­λι­τε­χνι­κής του ζωής πρό­σφε­ρε πολ­λά στην τέχνη που υπη­ρέ­τη­σε. Δού­λε­ψε με όλους τους μεγά­λους του ρεμπέ­τι­κου τρα­γου­διού (Βαμ­βα­κά­ρη, Στρά­το, Κερο­μύ­τη, Μπά­τη, Παπαϊ­ω­άν­νου, Χατζη­χρή­στο, Τσι­τσά­νη κ.ά.). Τυφλός από την περί­ο­δο της Κατο­χής, εξα­κο­λού­θη­σε να δου­λεύ­ει, αρχι­κά με λαϊ­κά συγκρο­τή­μα­τα και αργό­τε­ρα μόνος του, γυρ­νώ­ντας από ταβέρ­να σε ταβέρ­να με τη βοή­θεια της κόρης του. Αυτό συνε­χί­στη­κε μέχρι το 1963. Ελά­χι­στες ήταν οι εμφα­νί­σεις του το επό­με­νο διά­στη­μα, ενώ στα τελευ­ταία χρό­νια της ζωής του ανα­γκά­στη­κε ακό­μη και να ζητια­νέ­ψει για να επι­βιώ­σει. Ο συν­θέ­της των χιλιο­τρα­γου­δι­σμέ­νων επι­τυ­χιών, του «Χατζη­κυ­ριά­κειου» και της «Ψαρο­πού­λας», πέθα­νε στις 18 Νοεμ­βρί­ου 1985 πάμ­πτω­χος και μόνος.

Ρου­μπί­νη ΣΟΥΛΗ / Ριζοσπάστης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο