Γράφει ο Βασίλης Λιόγκαρης //
Κάποτε σαν ήμασταν παιδιά θυμάμαι τον Λαιμό, στην Βουλιαγμένη πως χρυσάφιζε η αμμουδιά κι έλαμπε στο γαλάζιο φως πεντακάθαρη η ακροθαλασσιά. Με τα φορτηγά που αγκαζάριζε η ΕΠΟΝ, γιομάτα νεολαία σφριγηλή και πάλουσα από φωνές, τραγούδια και συνθήματα.
Η θάλασσα γυαλί, αρυτίδωτη κι ασυννέφιαστη κι εμείς μικροί κι ατίθασοι πως κατρακυλούσαμε από τους αμμόλοφους μέχρι εκεί που ξάφριζε το κύμα, μιμούμενοι τον Μίσσα από το « Ουράνιο τόξο». Την πανέμορφη Σοβιετική ταινία που ήτανε τότε υπόδειγμα γενναιότητας, ανδρείας και θυσίας. Ο Μίσσα ‑λοιπόν- το ηρωικό αντιστασιακό Ρωσάκι, σαν έπεσε από τα βόλια των Γερμανών κατρακύλησε σαν μπαλίτσα στο χιόνι, κάτω από τα γεμάτα απορία μάτια των κρυμμένων στο υπόγειο αδελφών του, που φώναξαν με μια φωνή γεμάτη φρίκη.. «ο Μίσσα έπεσε »! Πανέμορφη λαμπερή θάλασσα, χρυσαφένια αστραφτερή αμμουδιά, φωτεινέ ορίζοντα γεμάτος υποσχέσεις κι ανέμελα παιχνίδια.
Ύστερα από μερικά χρόνια ο πανέμορφος Λαιμός της Βουλιαγμένης, χάθηκε, εξαφανίστηκε από τα γιομάτα λαχτάρα για αυτόν μάτια μας. Αξιοποιήθηκε – ξεπουλήθηκε – μαντρώθηκε, περιχαρακώθηκε, κι έγινε ξενοδοχείο πολυτελείας, έγινε αίθουσες συνεδρίων, έγινε στέκι λεφτάδων και μεγαλοαστών. Και εμείς τα παιδιά δεν τολμήσαμε να ξαναπάμε εκεί. Πίσω από τα συρματοπλέγματα βλέπουμε πως κατάντησε και μέσα από τις αναμνήσεις και τις παλιές φωτογραφίες τον θυμόμαστε πως ήτανε.
Ύστερα χάθηκε, ξεπουλήθηκε το Καβούρι, η Βούλα, η Βάρκιζα, το Λαγονήσι, η Ανάβυσσος, το Σούνιο κι όλες οι μαγικές και λαμπερές παραλίες του Σαρωνικού – και όλης της Ελλάδας. Εκεί όπου οι μεγάλοι και τα παιδιά έτρεφαν πεθυμιές και όνειρα. Αξιοποιήθηκαν. Ξεπουλήθηκαν.… Έγιναν μεγαλοξενοδοχεία, έγιναν παραλίες με εισιτήριο, για τις γεμάτες τσέπες, για τα χρυσά βαλάντια, για τους λίγους, τους πλουτοκράτες και τους αχόρταγους, κι εμάς το φτωχό παιδομάνι ούτε απ΄ έξω δεν μας άφηναν να περάσουμε.
Έτσι ακριβώς πάει να γίνει και τώρα με περιοχή του Ελληνικού. Θ΄αξιοποιηθεί, αλλά όχι όπως αναγγέλλανε και υπόσχονταν. Μητροπολιτικό πάρκο και χώρος αναψυχής για τον Λαό. Όχι θα ξεπουληθεί σε εμίρηδες με λαμπερές κουστωδίες και χαρέμια για ξενοδοχεία πολυτελείας και χώρους αναψυχής ολίγων, για νέους τζογαροδότοπους, ιδιωτικά αεροδρόμια, μαρίνες για πανάκριβα πλεούμενα, και οι σκύλοι και οι σεκιουριτάδες θα εξασφαλίζουν ότι το φτωχομάνι ούτε απ΄έξω πάλι θα περνά.
Ένα ακόμα πανέμορφο και χρειαζούμενο κομμάτι Γης — φιλέτο το λένε της Αττικής — πέφτει σε ξένα χέρια να «αξιοποιηθεί» καταλλήλως!
_________________________________________________________________________________________________________
Ο Βασίλης Λιόγκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες, εργάτες, πολυφαμελίτες. Έζησε στα πρώτα παιδικά του χρόνια τη λαίλαπα της κατοχής και μεταφέρει τις τραυματικές αυτές εμπειρίες στα γραφτά του. Σπούδασε θέατρο και για ένα διάστημα δούλεψε σ’ αυτό. Αργότερα απορροφήθηκε από την παραγωγική διαδικασία όπου εργάστηκε σε διάφορες βιομηχανίες. Ο Βασίλης Λιόγκαρης είναι συγγραφέας της γενιάς και της τάξης του. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.