Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Βιβάλντι, ο Τσαρούχης, «4 εποχές» και… μια «θεομηνία»!!

Η επο­χή είναι μία από τις μεί­ζο­νες διαι­ρέ­σεις του έτους και βασί­ζε­ται γενι­κά σε ομοιο­γε­νή κλι­μα­τι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά. Για τις εύκρα­τες περιο­χές του πλα­νή­τη το έτος χωρί­ζε­ται τυπι­κά σε τέσ­σε­ρις επο­χές: την άνοι­ξη, το καλο­καί­ρι, το φθι­νό­πω­ρο και τον χει­μώ­να. Οι τέσ­σε­ρις επο­χές απα­σχό­λη­σαν την τέχνη ουκ ολί­γες φορές.

Ο Ιτα­λός μου­σουρ­γός και δεξιο­τέ­χνης βιο­λι­στής Αντό­νιο Βιβάλ­ντι θεω­ρεί­ται από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους συν­θέ­τες της επο­χής του και ο δημο­φι­λέ­στε­ρος του κλασ­σι­κού μπα­ρόκ. Οι γνω­στές σε όλους «Τέσ­σε­ρις επο­χές» (1725) του είναι τέσ­σε­ρα κον­σέρ­τα όπου «σκια­γρα­φού­νται» σκη­νές για κάθε μια επο­χή και στα οποία ο συν­θέ­της παρου­σιά­ζει ήχους της φύσης, ήχους από δρα­στη­ριό­τη­τες των ανθρώ­πων και φωνές ζώων. Ολό­κλη­ρο το έργο διέ­πε­ται από ποι­κι­λία ρυθ­μών και τρό­πων και θα ‘λεγε κανείς ότι ο Βιβάλ­ντι μοιά­ζει σαν να επι­χει­ρεί εικα­στι­κή απο­τύ­πω­ση των δια­φό­ρων σκηνών.

Ο Γιάν­νης Τσα­ρού­χης προ­σω­πο­ποί­η­σε τις επο­χές αλλά και ξεχω­ρι­στά τους μήνες. Ο πίνα­κάς του «Οι Τέσ­σε­ρις Επο­χές» (1969, λάδι σε πανί, 160 Χ 300 εκ., συλ­λο­γή Κ. Δοξιά­δη) απει­κο­νί­ζει τις επο­χές ως δύο άνδρες και δύο γυναί­κες που στέ­κο­νται πίσω από ένα τρα­πέ­ζι φορ­τω­μέ­νο με φρού­τα από… τις τέσ­σε­ρις εποχές.

Και… η θεο­μη­νία; Όταν πάρει τη μορ­φή γυναί­κας και βάλει κάτι στο μυα­λό της… δεν την «κάνει καλά» ούτε ο Τσα­ρού­χης! Ανε­ξαρ­τή­τως εποχής…

«(…) Μια άλλη Αθη­ναία συλ­λέ­κτρια του ζητού­σε φορ­τι­κά να ζωγρα­φί­σει τα μέλη της οικο­γέ­νειάς της ως τις τέσ­σε­ρις επο­χές. Εκεί­νη ως φθι­νό­πω­ρο, το σύζυ­γό της ως χει­μώ­να και τις κόρες της ως καλο­καί­ρι και άνοι­ξη. Μια μέρα, που υπήρ­χε αρκε­τή ανα­στά­τω­ση στο Μαρού­σι, επει­δή θα ταξι­δεύ­α­με (όταν επρό­κει­το να ταξι­δέ­ψει, ο Τσα­ρού­χης, κυριευό­ταν από άγχος) χτύ­πη­σε το τηλέ­φω­νο. Το σήκω­σα κι ήταν αυτή. Ρωτού­σε αν ο κύριος Τσα­ρού­χης είχε απο­φα­σί­σει για τη σύν­θε­ση. “Είναι η κυρία…”, είπα, “και ρωτά τι κάνα­τε με την ιδέα των επο­χών. Ρωτά αν θα τη ζωγρα­φί­σε­τε ως φθι­νό­πω­ρο”. “Πες της ότι αυτή μόνο ως θεο­μη­νία μπο­ρώ να την κάνω” [Αλέ­ξιος Σαβ­βά­κης, «Ιωάν­νης Τσα­ρού­χης», εκδ. Καστα­νιώ­τη ― περισ­σό­τε­ρος Γ. Τσα­ρού­χης στο ιστο­λό­γιο λογο­μνή­μων.]

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο