Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο ρόλος των Αποστόλων τα πρώτα χριστιανικά χρόνια

 

Σήμε­ρα 30 Ιου­νί­ου γιορ­τά­ζουν οι φέρο­ντες το όνο­μα Από­στο­λος (< απο­στέλ­λω ο αγγελια(ο)φόρος του Θεού. Από το σύνο­λο των Απο­στό­λων) και τα σχε­τι­κά γυναικεία.

Η Εκκλη­σία γιορ­τά­ζει τη σύνα­ξη των Από­στο­λων. Οι Από­στο­λοι ήταν οι μαθη­τές του Χρι­στού, οι οποί­οι μετά τη σταύ­ρω­ση του έπαι­ξαν βασι­κό ρόλο στη διά­δο­ση του Χρι­στια­νι­σμού. Στους Απο­στό­λους συμπε­ρι­λαμ­βά­νε­ται ο Παύ­λος ( ο οποί­ος δεν υπήρ­ξε μαθη­τής του Χρι­στού) και ο Ματ­θί­ας ο οποί­ος εξε­λέ­γη (τις παρα­μο­νές της Πεντη­κο­στής) εις αντι­κα­τά­στα­ση του Ιού­δα του Ισκαριώτη.

Στο ρόλο των Απο­στό­λων ανα­φέ­ρε­ται ένα κεφά­λαιο από το βιβλίο του Κυριά­κου Σιμό­που­λου «Δια­νο­ού­με­νοι και καλ­λι­τέ­χνες ευτε­λείς δού­λοι της εξου­σί­ας», το οποί και αναδημοσιεύουμε.

***

ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΚΑΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΔΙΔΑΣΚΟΥΝ ΥΠΟΤΑΓΗ ΣΤΟΥΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ

Για τoν προσ­διο­ρι­σμό των χρι­στια­νι­κών θέσε­ων απέ­να­ντι στη βάρ­βα­ρη αυτο­κρα­το­ρι­κή εξου­σία της ρωμαιο­κρα­τί­ας επι­βάλ­λε­ται η επι­σή­μαν­ση των άρχων που δια­τυ­πώ­νο­νται στα κηρύγ­μα­τα των ευαγ­γε­λι­στων και των μετα­γε­νε­στέ­ρων πατέ­ρων της Εκκλη­σί­ας. Η διδα­σκα­λία του Χρι­στού δια­πνε­ό­ταν από αντι­στα­σια­κό πνεύ­μα. Βρι­σκό­ταν σε αντί­θε­ση με το αυτο­κρα­το­ρι­κό καθε­στως και την πολι­τι­στι­κή παρά­δο­ση του ρωμαϊ­κού κόσμου που καλ­λιερ­γού­σε η εξου­σία. Η διδα­σκα­λία του Χρι­στού υπε­ρα­σπι­ζό­ταν την ειρή­νη, την ελευ­θε­ρία, την ισό­τη­τα, την αλλη­λεγ­γύη και τη δικαιο­σύ­νη. Ωστό­σο, πολ­λοι παρά­γο­ντες της νέας θρη­σκεί­ας, οι ίδιοι οι από­στο­λοι, κατα­προ­δί­δο­ντας τις βασι­κές αρχές του χρι­στια­νι­σμού, προ­σαρ­μό­ζο­νται ευθέ­ως στο ρωμαϊ­κό απο­λυ­ταρ­χι­κό πολίτευμα.

Μερι­κοί ευαγ­γε­λι­στές απο­δί­δουν στoν ίδιο τoν Ιησού την «εντο­λή» για υπο­τα­γή των χρι­στια­νών στη διε­φθαρ­μέ­νη και απάν­θρω­πη ρωμαϊ­κή αυτο­κρα­το­ρι­κή εξου­σία! Ενώ ο από­στο­λος Παύ­λος δια­τυ­πώ­νει τη χρι­στια­νι­κή θέση ότι δεν υπάρ­χει άλλη εξου­σία από τη θεϊ­κή — «ου γαρ εστίν εξου­σία ει μη από θεού»[1]— απο­δί­δει στoν Χρι­στό την περί­φη­μη φρά­ση «τα του Καί­σα­ρος τω Καί­σα­ρι και τα του Θεού τω Θεώ»[2]. Κατά τους ευαγ­γε­λι­στές, επο­μέ­νως, ο Ιησούς απο­δε­χό­ταν την αυτο­κρα­το­ρι­κή εξου­σία ως θεϊ­κή επι­τα­γή και τη λατρεία των αυτο­κρα­τό­ρων που ταυ­τί­ζο­νταν με τους θεούς — ήταν Divi, θεϊ­κοί— σε ναούς και βωμούς.

Είναι ολο­φά­νε­ρο ότι οι ευαγ­γε­λι­στές και κυρί­ως ο από­στο­λος Παύ­λος κατα­προ­δί­δουν τις βασι­κές αρχές της χρι­στια­νι­κής διδα­σκα­λί­ας, προ­σαρ­μο­ζό­με­νοι στο ρωμαϊ­κό απο­λυ­ταρ­χι­κό καθε­στως. Ο Παύ­λος έδει­χνε σεβα­σμό προς τoν αυτο­κρά­το­ρα και εκφρα­ζό­ταν επαι­νε­τι­κά για τoν ρόλο του ως «κοσμο­κρά­το­ρα». Θεω­ρεί τη μοναρ­χι­κή εξου­σία εντο­λή του θεού και συνι­στά στους χρι­στια­νούς υπο­τα­γή. Κατά τoν από­στο­λο η κοσμι­κή εξου­σία των αιμο­χα­ρών και λαο­κτό­νων ηγε­μό­νων παρέ­χε­ται από τoν θεό! «Πάσα ψυχή εξου­σί­αις υπε­ρε­χού­σαις υπο­τασ­σέ­σθω. ού γαρ εστίν εξου­σία ει μη υπό θεού. αι δε ούσαι εξου­σί­αι υπό του Θεού τεταγ­μέ­νοι εισίν ωςτε ο αντι­τασ­σό­με­νος τη εξου­σία τη του Θεού δια­τα­γή ανθέ­στη­κεν οι δε ανθε­στη­κό­τες, εαυ­τοίς κρί­μα λήψο­νται»[3].

Αξιώ­νει ο από­στο­λος Παύ­λος από τους χρι­στια­νούς τυφλή υπα­κοή στους Ρωμαί­ους αυτο­κρά­το­ρες που εμφα­νί­ζο­νται ως εντο­λο­δό­χοι του θεού! Ο Χρι­στός, επο­μέ­νως, είχε απορ­ρί­ψει το κίνη­μα των Εβραί­ων Ζηλω­τών για λαϊ­κή ςπα­νά­στα­ση και άρνη­ση υπο­τα­γής στη ρωμαϊ­κή απο­λυ­ταρ­χία. Και προ­βάλ­λε­ται ως υπο­στη­ρι­κτής του άγριου δεσπο­τι­σμού, των θηριω­διών και των αντι­λαϊ­κών αχρειο­τή­των. Ο Παύ­λος εγκρί­νει ακό­μα και την άσκη­ση φρι­κα­λέ­ας βίας ενα­ντί­ον των «υπη­κό­ων». Η εξου­σία, γρά­φει, δεν κρα­τά­ει στο χέρι, χωρίς λόγο το μαχαί­ρι — «ου γαρ εική την μάχαι­ραν φορεί». Είναι λει­τουρ­γοί του θεού οι οπλο­φό­ροι των ηγε­μό­νων — «θεού γαρ διά­κο­νος». Γι’ αυτό απαι­τεί­ται υπο­τα­γή — «ανά­γκη υπο­τάσ­σε­σθαι»[4].  Να πλη­ρώ­νουν τους φόρους και τις ληστρι­κές εισφο­ρές και κυρί­ως να τρέ­μουν πάντο­τε μπρο­στά στην εξου­σία![5]

Κορυ­φαί­ος, υπο­τί­θε­ται, κήρυ­κας της χρι­στια­νι­κής διδα­σκα­λί­ας ο από­στο­λος Παύ­λος, εμφα­νί­ζε­ται στα κεί­με­να του ως λάτρης της τυραν­νι­κής ρωμαϊ­κής εξου­σί­ας. Δέχε­ται τoν δεσπο­τι­σμό των δικτα­τό­ρων και μοναρ­χών και καλεί τους πιστούς να πει­θαρ­χούν στους ηγε­μό­νες, απο­δέ­χε­ται τη δου­λεία και ποδο­πα­τεί, καθυ­βρί­ζο­ντας τις θεμε­λιώ­δεις αρχές της νέας θρη­σκεί­ας. Εγκρί­νει το δου­λο­κτη­τι­κό καθε­στώς που κατα­δι­κά­ζε­ται από τη χρι­στια­νι­κή διδα­σκα­λία[6] και καλεί τους δού­λους να υπα­κού­ουν στους αυθέ­ντες τους, «μετά φόβου και τρό­μου», όπως στoν… Χρι­στό![7] Οι δού­λοι πρέ­πει να είναι στoν κύριο τους, ευχά­ρι­στοι, πιστοί, χωρίς αντί­λο­γο[8]. Κι όποιος δεν υπα­κού­ει στο θέλη­μα του αυθέ­ντη θα αντι­με­τω­πί­ζει πολ­λα­πλούς ξυλο­δαρ­μούς[9]. Οι ευαγ­γε­λι­στές προ­σαρ­μό­ζο­νται στο καθε­στως της βίας και της απαν­θρω­πιάς, προ­φα­νώς για να εξα­σφα­λί­σουν την ανο­χή ή τη συμπά­θεια του απο­λυ­ταρ­χι­κού ρωμαϊ­κού καθεστώτος.

Ο Παύ­λος καλεί τους χρι­στια­νούς να προ­σεύ­χο­νται υπέρ των βασι­λέ­ων και όλων των παρα­γό­ντων της εξου­σί­ας. Καμιά αντί­στα­ση, καμιά δια­μαρ­τυ­ρία, γενι­κή υπο­τα­γή, ευσέ­βεια και σεμνό­τη­τα[10]. Και η προ­σευ­χή του πάπα Κλή­μη Α ‘της Ρώμης (Α’ αί. μ.Χ.) καλεί τους πιστους να υπο­τάσ­σο­νται στην αυτο­κρα­το­ρι­κή εξου­σία: «Δος ημίν ομό­νοια και ειρή­νη για να υπα­κού­ου­με εν ονό­μα­τι σου στους αρχη­γούς μας και στις γήι­νες κυβερ­νή­σεις… Εσύ, Κύριε, τους παρέ­χεις τη βασι­λι­κή εξουσία».

Είναι φανε­ρό ότι ό από­στο­λος Παύ­λος παρα­με­ρί­ζει τoν λόγο του Χρι­στού για τον δια­χω­ρι­σμό θεού και εξου­σί­ας και δια­συν­δέ­ει τoν αυτο­κρά­το­ρα με τις «ουρά­νιες δυνά­μεις». Οι ηγε­μό­νες θεω­ρού­σαν τoν χρι­στια­νι­σμό «παρά­νο­μη θρη­σκεία»[11].  Ή υπο­τα­γή, επο­μέ­νως, στην απο­λυ­ταρ­χία των Ρωμαί­ων απο­τε­λού­σε ταπεί­νω­ση των πιστών της νέας θρη­σκεί­ας, στοι­χείο συμ­βι­βα­σμού και κυρί­ως νόθευ­ση της χρι­στια­νι­κής διδα­σκα­λί­ας. Πρό­κει­ται για αντι­λή­ψεις προ­σαρ­μο­σμέ­νες στο ρωμαϊ­κό καθε­στώς της βίας και της δια­φθο­ράς και στην ελλη­νι­στι­κή παρά­δο­ση της παντο­δυ­να­μί­ας και αχρειό­τη­τας των τυράν­νων που υπο­νό­μευ­σαν τις βασι­κές ανθρω­πι­στι­κές αρχές της νέας θρησκείας.

Τη συμ­βι­βα­στι­κή τακτι­κή του Παύ­λου απέ­να­ντι στον ρωμαϊ­κό δεσπο­τι­σμό ενστερ­νί­ζε­ται και ο από­στο­λος Πέτρος. Διδά­σκει υπο­τα­γή στους μονάρ­χες που δικαί­ως υπε­ρέ­χουν και συνι­στά σεβα­σμό και τιμη­τι­κές εκδη­λώ­σεις προς τoν βασι­λέα, που… ενσαρ­κώ­νει τη δικαιο­σύ­νη! Οι χρι­στια­νοί οφεί­λουν να φοβού­νται τoν μονάρ­χη και να τoν τιμούν![12]

Στο κατά Λου­κάν ευαγ­γέ­λιο ο Ιησούς εμφα­νί­ζε­ται σε μια παρα­βο­λή να υιο­θε­τεί τη σφα­γή των ανυ­πά­κουων λαών, εκεί­νων που δεν δέχο­νται υπο­τα­γή στoν ηγε­μό­να, ευθυ­γραμ­μι­ζό­με­νος με το ρωμαϊ­κό απο­λυ­ταρ­χι­κό καθε­στώς. «Πλην τους εχθρούς μου εκεί­νους, τους μη θελή­σα­ντάς με βασι­λεύ­σαι επ’ αυτούς ώδε, και κατα­σφά­ξα­τε έμπρο­σθεν μου»[13].

Και ενώ είχαν αρχί­σει οι διώ­ξεις κατά του χρι­στια­νι­σμού, δεν στιγ­μα­τί­ζε­ται που­θε­νά η αχρειό­τη­τα των δυνα­στειών. Το μοναρ­χι­κό καθε­στώς καθί­στα­ται ιερό και εξ ουρα­νού, εξαι­τί­ας απο­στό­λων, ευαγ­γε­λι­στών και ηγη­τό­ρων της Εκκλη­σί­ας. Οι βασι­λείς θεω­ρού­νται δημιούρ­γη­μα του θεού. Δεν ανα­φέ­ρε­ται ο από­στο­λος Παύ­λος στο καθη­με­ρι­νό δρά­μα των λαών αλλά επι­χει­ρεί εσχα­το­λο­γι­κές ανα­γω­γές[14]. Στην Και­νή Δια­θή­κη ο Χρι­στός είναι «Κύριος» αλλά όχι εχθρός των αιμα­το­βαμ­μέ­νων και αχρεί­ων Ρωμαί­ων αυτο­κρα­τό­ρων. Είναι αρχη­γός των νεκρών μετά την ανά­στα­ση, βασι­λεύς του χρι­στια­νι­κού κόσμου αλλά μόνο στο θρη­σκευ­τι­κό πλαί­σιο. Αφή­νει στους ηγε­μό­νες την κατά­κτη­ση της εξου­σί­ας με θεϊ­κή έγκρι­ση και ευλο­γία. Εγκρί­νε­ται επο­μέ­νως η λατρεία των αυτο­κρα­τό­ρων, με ανα­γω­γή προ­φα­νώς στην Π. Δια­θή­κη: «Συ βασι­λεύ, βασι­λεύς βασι­λέ­ων, ω ο Θεός του ουρα­νού βασι­λεί­αν ισχυ­ράν και κρα­ταιάν και έντι­μον έδω­κεν»[15].

Ο Χρι­στός ήταν ο «Κύριος» των χρι­στια­νών ενώ ο αυτο­κρά­το­ρας «Κύριος» όλων των υπη­κό­ων που ανα­γνώ­ρι­ζαν τη θεό­τη­τά του. Οι χρι­στια­νοί χρη­σι­μο­ποιούν τoν τίτλο Κύριος απο­κλει­στι­κά για τoν Ιησού[16]. Ο Πολύ­καρ­πος θα υπο­στεί μαρ­τυ­ρι­κό θάνα­το το 155 μ.Χ. στη Σμύρ­νη επει­δή αρνή­θη­κε να προ­σκυ­νή­σει τoν αυτο­κρά­το­ρα «Κύριον» — θα απο­τε­λού­σε βλα­σφη­μία για τoν θεό[17]. Ο Πλί­νιος ο Νεώ­τε­ρος, σε επι­στο­λή του προς τoν αυτο­κρά­το­ρα Τραϊ­α­νό, ανα­φέ­ρε­ται στους χρι­στια­νούς: «Εκεί­νους που ομο­λο­γούν πως είναι χρι­στια­νοί τους απει­λού­με με βασα­νι­στή­ρια, τους σκο­τώ­νου­με»[18].

‘Αλλά και οι Εβραί­οι της Δια­σπο­ράς υπο­τάσ­σο­νται κατα­να­γκα­στι­κά στην αυτο­κρα­το­ρι­κή εξου­σία. Ορκί­ζο­νται στoν αυτο­κρά­το­ρα και στις Συνα­γω­γές προ­σεύ­χο­νται στoν Ιεχω­βά υπέρ της βασι­λι­κής εξου­σί­ας όπως προ­κύ­πτει από τα κεί­με­να του Ιου­δαί­ου ιστο­ρι­κού Φίλω­νος του Αλε­ξαν­δρι­νού και του Φλα­βί­ου Ιώσηπ­που (Α’ αι. μ.Χ.)

Με την προ­σαρ­μο­γή των απο­στό­λων στις απο­λυ­ταρ­χι­κές αξιώ­σεις των Ρωμαί­ων αυτο­κρα­τό­ρων η χρι­στια­νι­κή διδα­σκα­λία ενστερ­νί­ζε­ται τις παρα­δο­σια­κές βαναυ­σό­τη­τες των τυραν­νι­κών καθε­στώ­των με κατα­στρο­φι­κές συνέ­πειες για τις επό­με­νες δύο χιλιε­τί­ες ‑λατρεία διε­φθαρ­μέ­νων ηγε­μό­νων, διεκ­δί­κη­ση της εξου­σί­ας από την Εκκλη­σία, εξα­χρεί­ω­ση εκκλη­σια­στι­κών ηγη­τό­ρων, θρη­σκευ­τι­κοί πόλε­μοι, διά­βρω­ση των κοι­νω­νιών κ.ά.

Οι χρι­στια­νοί δια­νο­ού­με­νοι της Και­νής Δια­θή­κης εγκολ­πώ­νο­νται το παρα­δο­σια­κό ανδρο­κρα­τι­κό πνεύ­μα που κυριαρ­χού­σε επί αιώ­νες στην ανθρω­πό­τη­τα και εντάσ­σουν στα ευαγ­γε­λι­κά κεί­με­να την υπο­τα­γή του γυναι­κεί­ου φύλου, παρά την προ­σή­λω­ση της διδα­σκα­λί­ας του Ιησού στην Ισό­τη­τα[19].

Ο από­στο­λος Παύ­λος απο­δέ­χε­ται την παρα­δο­σια­κή ανδρο­κρα­τία κατα­προ­δί­δο­ντας τη χρι­στια­νι­κή διδα­σκα­λία και καλεί τις γυναί­κες να υπα­κού­ουν στους άνδρες όπως στoν θεό, καθώς η Εκκλη­σία στoν Χρι­στό! Ιδού μερι­κά απο­σπά­σμα­τα: «Αι γυναί­κες τοις ιδί­οις ανδρά­σιν υπο­τάσ­σε­σθαι ως τω Κυρίω· ότι ο ανήρ έστι κεφα­λή της γυναι­κός, ως και ο Χρι­στός κεφα­λή της εκκλη­σί­ας, και αυτός έστι σωτήρ του σώμα­τος· αλλ’ ώσπερ η εκκλη­σία υπο­τάσ­σε­ται τω Χρι­στώ, ούτω και αι γυναί­κες τοις ιδί­οις ανδρά­σιν εν παντί»[20]. «Παντός ανδρός κεφα­λή ο Χρι­στός έστι· κεφα­λή δε γυναι­κός ο άνήρ»[21]. «Η γυνή του ιδί­ου σώμα­τος ουκ εξου­σιά­ζει, αλλ’ ο ανήρ»[22].22

Η γυναί­κα πρέ­πει να προ­σεύ­χε­ται με σκε­πα­σμέ­νη την κεφα­λή. Ακά­λυ­πτη κεφα­λή σημαί­νει καται­σχύ­νη — «ακα­λύ­πτω τη κεφα­λή καται­σχύ­νει την κεφα­λήν αυτής». Ο άνδρας δεν έχει τέτοια υπο­χρέ­ω­ση, είναι «εικών και δόξα του Θεού», ενώ η γυναί­κα είναι «δόξα του ανδρός». Δεν προ­έρ­χε­ται ο άνδρας από τη γυναί­κα αλλά το αντί­θε­το![23]

Οι γυναί­κες πρέ­πει να απο­φεύ­γουν τα στο­λί­δια — χρυ­σά­φια, κοσμή­μα­τα, πολυ­τε­λή φορέ­μα­τα: «Και τας γυναί­κας… μετά αιδούς κοσμείν εαυ­τάς, μη εν πλέγ­μα­σιν, ή χρυ­σού, ή μαρ­γα­ρί­ταις, ή ιμα­τι­σμώ πολυ­τε­λεί»[24]. Και πρέ­πει η γυναί­κα να είναι βου­βή και υπά­κουη. Να μην ξεχνά ότι ή Εύα προ­έρ­χε­ται από τoν Αδάμ: «Γυνή εν ησυ­χία μαν­θα­νέ­τω εν πάση υπο­τα­γή· γυναι­κί δε δίδα­σκειν ουκ επι­τρέ­πω, ουδέ αυθε­ντείν ανδρός, αλλ’ είναι εν ησυ­χία. Αδάμ γαρ πρώ­τος επλά­σθη, είτα Εύα»[25].

Σιω­πη­λές πρέ­πει να είναι οι γυναί­κες στην εκκλη­σία και παντού να τηρούν σιγή. Κι αν επι­θυ­μούν να μάθουν κάτι να ερω­τούν τους συζύ­γους τους: «Αι γυναί­κες υμών εν ταις εκκλη­σί­αις σιγά­τω­σαν ου γαρ επι­τέ­τρα­πται αυταίς λαλείν, αλλ’ υπο­τάσ­σε­σθαι καθώς και ο νόμος λέγει. Ει δε τι μαθείν θέλου­σιν, εν οίκω τους ίδιους άνδρας επε­ρω­τά­τω­σαν αισχρόν γαρ εστί γυναι­ξίν εν εκκλη­σί­αις λαλείν»[26].

Μόνο η Απο­κά­λυ­ψη του Ιωάν­νου εκφρά­ζει οργή και μίσος κατά της ρωμαϊ­κής απο­λυ­ταρ­χί­ας. Απευ­θύ­νε­ται σε επτά πόλεις της Ασί­ας — Έφε­σο, Σμύρ­νη, Πέρ­γα­μο, Θυά­τει­ρα, Σάρ­δεις, Φιλα­δέλ­φεια και Λαο­δί­κεια- όπου υπήρ­χαν ναοί αφιε­ρω­μέ­νοι στη «θεά Ρώμη». Απο­κα­λεί τη ρωμαϊ­κή αυτο­κρα­το­ρία «θηρί­ον» και εκφρά­ζει αγα­νά­κτη­ση που αυτό το κτή­νος λατρεύ­ε­ται[27].  Ένα άλλο θηρίο με κέρα­τα που «ελά­λει ως δρά­κων» ‑προ­φα­νώς ο Αλέ­ξαν­δρος — παρα­χώ­ρη­σε στο πρώ­το την εξου­σία που επέ­βα­λε στην οικού­με­νη να το λατρεύ­ει[28].

Ο Ιωάν­νης εξει­κο­νί­ζει τη Ρώμη ως «πόρ­νην μεγά­λην» καθι­σμέ­νη πάνω σε «θηρί­ον κόκ­κι­νον» με επτά κεφα­λές και δέκα κέρα­τα. Ήταν στο­λι­σμέ­νη «πορ­φύ­ρα και κοκ­κί­νω και κεχρυ­σω­μέ­νη χρυ­σώ και λίθω τιμίω και μαρ­γα­ρί­ταις, έχου­σα χρυ­σόν ποτή­ριον εν τη χει­ρί αυτής γέμον βδε­λυγ­μά­των και ακα­θαρ­τή­τος πορ­νεί­ας αυτης»[29]. Αυτή η πόρ­νη εξει­κο­νί­ζει τη ρωμαϊ­κή κοσμο­κρα­το­ρία. «Και η γυνή ην είδες, έστιν η πόλις η μεγά­λη, η έχου­σα βασι­λεί­αν επί των βασι­λέ­ων της γης»[30]. Ήταν «η μήτηρ των πόρ­νων και των βδε­λυγ­μά­των της γης»[31].

Η Και­νή Δια­θή­κη κατα­δι­κά­ζει τoν αρχαίο ελλη­νι­κό πολι­τι­σμό, την ελλη­νι­κή παι­δεία και φιλο­σο­φία. Ο από­στο­λος Παύ­λος θωρεί μωρία, ματαιο­φρο­σύ­νη και απά­τη την αρχαία ελλη­νι­κή φιλο­σο­φία[32].Κατα­φέ­ρε­ται επί­σης ενα­ντί­ον των Στω­ι­κών και των Επι­κού­ρειων[33].

Οι ίδιες αντι­λή­ψεις κυριαρ­χούν και στα κεί­με­να των πατέ­ρων της Εκκλη­σί­ας των πρώ­των χρι­στια­νι­κών αιώ­νων. Ο Κόι­ντος Τερ­τυλ­λια­νός (Β’ αί. μ.Χ.), συγ­γρα­φέ­ας πολ­λών απο­λο­γη­τι­κών χρι­στια­νι­κών έργων, κατα­δι­κά­ζει και απο­λα­κτί­ζει τoν αρχαιο­ελ­λη­νι­κό πολι­τι­σμό και κάθε πνευ­μα­τι­κή διε­ρεύ­νη­ση ίδε­ών[34]. Απα­ντά με δρι­μύ και υβρι­στι­κό ύφος ο επι­κού­ρειος φιλό­σο­φος Κέλ­σος (Β’ μ.Χ. αι.): «Οι χρι­στια­νοί δεν ζυγώ­νουν τους μορ­φω­μέ­νους. Προ­ση­λυ­τί­ζουν μόνο τους αμόρ­φω­τους. Λένε: «Αν κάποιος είναι αγράμ­μα­τος ας μας ακο­λου­θή­σει»[35].  Ο απο­λο­γη­τής του χρι­στια­νι­σμού Τατια­νός (Β’ αί. μ.Χ.) κατα­κρί­νει την ελλη­νι­κή πνευ­μα­τι­κή δημιουρ­γία: τη φιλο­σο­φία, τη ρητο­ρι­κή, την ποί­η­ση, το σχο­λείο, το θέα­τρο[36].  Ο χρι­στια­νός συγ­γρα­φέ­ας  Ερμεί­ας υπο­στη­ρί­ζει ότι η αλή­θεια υπάρ­χει μόνο στο ευαγ­γέ­λιο. Τα φιλο­σο­φι­κά έργα είναι άχρη­στα, βλα­κεί­ες, παρα­φρο­σύ­νη, παρα­ξε­νιές[37]. Ο Ιγνά­τιος Αντιο­χεί­ας κατα­κρί­νει κάθε επα­φή με αρχαιο­ελ­λη­νι­κά κεί­με­να. Μόνο τα χρι­στια­νι­κά έργα εξα­φα­νί­ζουν την αμορ­φω­σιά[38].Ο Θεό­φι­λος Αντιο­χεί­ας, επί­σκο­πος και συγ­γρα­φέ­ας, διδά­σκει ότι η ελλη­νι­κή φιλο­σο­φία και η ελλη­νι­κή τέχνη και Ιστο­ριο­γρα­φία δεν έχουν καμιά αξία, είναι όλα ανή­θι­κα ψευ­δο­λο­γή­μα­τα[39].

Μέσα σ’ αυτή την ατμό­σφαι­ρα της πολε­μι­κής χρι­στια­νών δια­νο­ου­μέ­νων και εκκλη­σια­στι­κών ηγε­τών ενα­ντί­ον των αρχαί­ων πνευ­μα­τι­κών και καλ­λι­τε­χνι­κών θησαυ­ρών καλ­λιερ­γή­θη­κε η απο­στρο­φή για τα αρχαία ελλη­νι­κά αρχι­τε­κτο­νή­μα­τα, τους  θαυ­μα­στούς ναούς και τα περί­τε­χνα μνη­μεία και άρχι­σε η ομα­δι­κή κατα­κρή­μνι­σή τους με πρω­το­βου­λία αυτο­κρα­τό­ρων και εξορ­μή­σεις επι­σκό­πων και μοναχών.

Απο­στο­λι­κή οδη­γία του Γ’ αι. μ.Χ. δια­κη­ρύσ­σει ότι όποιος ενδια­φέ­ρε­ται για μελέ­τη της Ιστο­ρί­ας πρέ­πει να ασχο­λη­θεί με την ανά­γνω­ση των «Βασι­λειών» της Π. Δια­θή­κης. Όποιος επι­θυ­μεί να δια­βά­σει φιλο­σο­φι­κά κεί­με­να πρέ­πει να μελε­τη­σει τα βιβλία των προ­φη­τών της Βίβλου! Και όποιος προ­τι­μά τους ύμνους να δια­βά­ζει τους Ψαλμούς!

Όλοι σχε­δόν οι χρι­στια­νοί συγ­γρα­φείς και θρη­σκευ­τι­κοί ηγή­το­ρες υιο­θέ­τη­σαν την παρά­δο­ση της μοναρ­χι­κής εξου­σί­ας και τον απο­λυ­ταρ­χι­σμού. Η νέα θρη­σκεία προ­σο­νο­μά­ζε­ται «Βασι­λεία του Θεού» και ο Χρι­στός απο­κα­λεί­ται Κύριος, δηλα­δή κυρί­αρ­χος, δεσπο­τι­κός ηγε­μών. Οι ευαγ­γε­λι­στές ανα­φέ­ρο­νται συχνά στo θεό-μονάρ­χη και αυτο­κρά­το­ρα[40]. Στoν Χρι­στό ανα­γνω­ρί­ζε­ται μοναρ­χι­κή Ιδιό­τη­τα, είναι ό Ιησούς βασι­λεύς. Ο τίτλος Κύριος είναι ηγεμονικός.

Κατά τoν Γάλ­λο συγ­γρα­φέα Bousset ο τίτλος Κύριος απο­τε­λεί συνέ­χεια των θεο­ποι­ή­σε­ων της ελλη­νι­στι­κής επο­χής και της ρωμαιο­κρα­τί­ας[41]. Όπως  προ­κύ­πτει από την προ­χρι­στια­νι­κή Ιστο­ρία ο τίτλος Κύριος απο­νε­μό­ταν πάντο­τε στους μονάρ­χες και σε μερι­κούς θεούς της Ανα­το­λής. Ο μονάρ­χης είναι ο ανώ­τα­τος άρχων, αυθέ­ντης των υπη­κό­ων και θεός των πιστών του.

Ο Φίλων ο Αλε­ξαν­δρεύς παρα­τη­ρεί ότι ο τίτλος Κύριος ανα­φέ­ρε­ται στην εξου­σία των ηγε­μό­νων[42]. Θεω­ρεί συνώ­νυ­μες τις λέξεις «Κύριος» «δεσπό­της» και «ηγε­μών». Τoν τίτλο Κύριος χρη­σι­μο­ποιού­σαν οι διά­δο­χοι του Αλε­ξάν­δρου και οι Ρωμαί­οι. Μια επι­γρα­φή αιγυ­πτια­κή του 62 π.Χ. συν­δυά­ζει τους θεούς των Αιγυ­πτί­ων και των Ελλή­νων ταυ­τί­ζο­ντας τους με τους Λαγί­δες μονάρ­χες: «Ήκω προς την κυρί­αν  Ίσιν και πεποί­ι­η­κα το προ­σκύ­νη­μα του κυρί­ου βασι­λέ­ως θεού νέου Διο­νύ­σου Φιλο­πά­το­ρος και Φιλα­δέλ­φου». Μια άλλη επι­γρα­φή στην Αλε­ξάν­δρεια ανα­φέ­ρε­ται «τοις κυρί­οις θεοίς μεγί­στοις»[43].

Στη μετά­φρα­ση της Π. Δια­θή­κης που πρω­το­εμ­φα­νί­σθη­κε στην Αλε­ξάν­δρεια κυριαρ­χούν οι εκφρά­σεις της επο­χής των Πτο­λε­μαί­ων:  Ο Κύριος μου ο βασι­λεύς, δέσπο­τα Κύριε. Ο τίτλος Κύριος εντά­χθη­κε, κατά τη ρωμαϊ­κή επο­χή, στο πλαί­σιο των δοξο­λο­γη­μά­των της αυτο­κρα­το­ρι­κής εξου­σί­ας[44]. Και μετα­φέ­ρε­ται με την ίδια έννοια στην Και­νή Δια­θή­κη. Ο από­στο­λος Παύ­λος, ονο­μά­ζο­ντας τoν Χρι­στό Κύριο, μετέ­φε­ρε τoν πρό­σθε­το τίτλο των «βασι­λέ­ων θεών» της ελλη­νι­στι­κής εποχής.

Οι Δυτι­κοι πατέ­ρες της Εκκλη­σί­ας ανα­φέ­ρο­νται με μίσος και κατα­φρό­νη­ση στoν αρχαίο ελλη­νι­κό πολι­τι­σμό και τα έργα τέχνης, μνη­μεία, ναούς, γλυ­πτά κ.λπ. Ο Fr. Maternus καλεί τους  χρι­στια­νούς να κατα­στρέ­ψουν τους αρχαί­ους ναούς, να λειώ­σουν τα αγάλ­μα­τα και να κλέ­ψουν τα αφιε­ρώ­μα­τα. Και προ­σθέ­τει ότι για τις βαναυ­σό­τη­τες αυτές θα τους αντα­μεί­ψει ο θεός[45].  Ο Minutius Felix, Λατί­νος απο­λο­γη­τής του χρι­στια­νι­σμού (B’-Γ αι. μ.Χ.), στο έργο του «Octavius», γρά­φει ότι ο Σωκρά­της είναι ο «τρε­λός της Αττι­κής». Θεω­ρεί τη φιλο­σο­φία «παρα­φρο­σύ­νη και δει­σι­δαι­μο­νία» και «εχθρό της πραγ­μα­τι­κής θρη­σκεί­ας». Οι φιλό­σο­φοι είναι «απα­τε­ώ­νες» και οι ποι­η­τές «τύραν­νοι». Ακό­μα και ο  Όμη­ρος «ξελο­γιά­ζει τη νεο­λαία με τα ψεύ­δη του». Ο Αρνό­βιος κατα­κρί­νει την ελλη­νι­κή μυθο­λο­γία, κατα­δι­κά­ζει την κλασ­σι­κή τέχνη και κατα­φρο­νεί τη ρητο­ρι­κή, τη φιλο­σο­φία, το δί­καιο κ.λπ. Τα θεω­ρεί όλα κατώ­τε­ρα της Αγί­ας Γρα­φής. Όλοι οι δυτι­κοί πατέ­ρες της Εκκλη­σί­ας καθυ­βρί­ζουν το αρχαίο ελλη­νι­κό θέα­τρο. Το απο­κα­λούν «κατοι­κία του δια­βό­λου», «αισχρό» (turpis), «άσε­μνο» (obscoenus), «αηδές» (foedus)[46].

[1] 1. Προς Ρωμαί­ους, ιγ’, 1.

[2] 2. Κατά Ματ­θαί­ον, κβ’, 20, Κατά Μάρ­κον, ιβ’, 16, Κατά Λου­κάν, κ’, 24.

[3] Πρς Ρωμαί­ους, ιγ’, 1–2.

[4] Ό.π., ιγ’, 4

[5] από­δο  Ό.π., τε ουν πάσι τας οφει­λάς· τω τoν φόρον, τoν φόρον τω τo τέλος, το τέλος· τω τoν φόβον, τoν φόβον (6λ., ιγ’, 4–7).

[6] ουκ ένι δού­λος, ουδέ ελεύ­θε­ρος… πάντες γαρ υμείς εις εστέ εν Χρι­στώ Ιησού (Πρ0ς Γαλα­τάς, γ’, 28).

[7] οι δού­λοι υπα­κού­ε­τε τοις κυρί­οις κατά σάρ­κα, μετά φόβου και τρό­μου, εν απλό­τη­τι της καρ­δί­ας υμών, ως εν Χρι­στώ (Προς Εφε­σί­ους, στ, 1)

[8] Δού­λους ιδί­οις δεσπό­ταις υπο­τάσ­σε­σθαι, εν πάσιν ευα­ρέ­στους είναι, μη αντι­λέ­γο­ντας, μη νοσφι­ζο­μέ­νους, αλλά πίστιν πάσαν ενδει­κνυ­μέ­νους αγα­θήν (Προς Τίτον, β’, 9). Και σε άλλο σημείο: «Υπο­μί­μνη­σκε αυτούς αρχαίς και εξου­σί­αις υπο­τάσ­σε­σθαι, πει­θαρ­χείν» (Προς Τίτον, γ’, 1).

[9] Εκεί­νος δε ο δού­λος, ο γνους το θέλη­μα του κυρί­ου αυτού, και μη ετοι­μά­σας μηδέ ποι­ή­σας προς το θέλη­μα αυτού, δαρή­σε­ται πολ­λάς (Κατά Λου­κάν, κβ’, 47).

[10] Παρα­κα­λώ ουν πρώ­τον πάντων ποιεί­σθαι δεή­σει, προ­σευ­χάς εντεύ­ξεις… υπέρ βασι­λέ­ων «αιί πάντων των εν υπε­ρο­χή όντων, ίνα ήρε­μον και ήσυ­χων βίον διά­γω­μεν εν πάση ευσε­βεία, και σεμνό­τη­τι (Προς Τιμό­θε­ον, Α’, β’, 1–2).

[11] religio illicita

[12] Υπο­τά­γη­τε ουν πάση ανθρω­πι­νή κτί­σει διά τoν Κύριον είτε βασι­λεί, ως υπε­ρέ­χο­ντί. είτε ηγε­μό­σιν, ως δι’ αυτού πεμπο­μέ­νοις δι’ εκδί­κη­σιν μεν κακο­ποιών, έπαι­νον δε αγα­θο­ποιών ότι ούτως εστί το θέλη­μα του Θεού… τoν Θεόν φοβεί­σθε· τoν βασι­λέα τιμά­τε (Επι­στο­λή Πέτρου, Β’, 2,13–17).

[13] Κατά Λου­κάν, ιθ’, 27–28

[14] Προς Κοριν­θί­ους, ιε’, 24 κ.έ.

[15] Δανι­ήλ, Β’ 37.

[16] . Ινα εν τω ονό­μα­τι του Ιησού παν γόνυ κάμ­ψη επου­ρα­νί­ων και επι­γεί­ων… Κύριος Ιησούς Χρι­στός εις δόξαν θεού Πατρός (Προς Φιλιπ­πη­σί­ους, β’, 10–11).

[17] Ecclesiae Smirnesis de martyrio S. Polycarpi epistula circularis, (P.G., 5,1036).

[18] Επι­στο­λές, 96,3

[19] ουκ ένι άρσεν και θήλυ· πάντες γαρ υμείς εις εστέ εν Χρι­στώ Ιησού (Προς Γαλά­τας, γ’, 28)

[20] Προς Εφε­σί­ους, ε’, 22.

[21] Προς Κοριν­θί­ους, Α’, ια’, 3

[22] Προς Κοριν­θί­ους, Α’, ζ’, 4.

[23] γυνή δε δόξα ανδρός έστιν ου γαρ έστιν ανήρ εκ γυναι­κός αλλά γυνή εξ ανδρός· και γαρ ουκ εκτί­σθη ανήρ δια την γυναί­κα, αλλά γυνή διά τoν άνδρα (Προς Κοριν­θί­ους, Α’, ια’, 5–9).

[24] Πρς Τιμό­θε­ον, Α’, β’, 9.

[25] Πρός Τιμό­θε­ον, Α’, β’, 4.

[26] Πρός Κοριν­θί­ους, Α’, ιδ’, 34

[27] και προ­σκυ­νή­σου­σιν αυτώ, πάντες οι κατοι­κού­ντες επί της γης (Απο­κά­λυ­ψις ιγ’ 8).

[28]  Ινα προ­ο­κυ­νή­σω­σι το θηρί­ον το πρώ­τον (6μ., ιγ, 12).

[29] Απο­κά­λυ­ψις, ιζ’, 3–5.

[30] Ό.π·, ιζ, 18.

[31]  Όπ, ιζ’, 5.

[32] Απω­λώ την σοφί­αν των σοφών. Πού σοφός; Πού γραμ­μα­τεύς; Πού συζη­τη­τής του αιώ­νος τού­του; (Προς Κοριν­θί­ους, Α’, α’, 19–20). «ΕιΙ τις δοκεί σοφός είναι εν υμίν εν τω αιώ­νι τού­τω, μωρός γενέ­σθω, ίνα γένη­ται σοφός. ή γαρ σοφία του κόσμου τού­του μωρία παρά τω Θεώ έστι. Γέγρα­πται γαρ «Κύριος γιγνώ­κει τους δια­λο­γι­σμούς των σοφών, ότι ειί­σί μάταιοι» (Προς Κοριν­θί­ους, Α’, δ’, 18–20). Βλέ­πε­τε μη τις υμάς έσται ο συλα­γω­γών διά της φιλο­σο­φί­ας και κενής απά­της, κατά παρά­δο­σιν των ανθρώ­πων, και ου κατά τoν Χρι­στόν» (Προς Κολοσ­σα­είς, β’, 8).

[33] Πρά­ξεις των Απο­στό­λων, ιζ’, 18.

[34] De praescriptione haereticorum, 7,14

[35] Κ Ahlheim, Celsus, 20

[36] . Speyer, Religiose Pseudepigraphie und Iiterarische Falschung im Altertum, 1977

[37] Lexikon fur Theologie und Kirche, I., Α., IV, 993

[38] G. Bardenhewer, Geschichte der altkirchlichen Literatur, IV, 193.

[39]  Προς Aυτό­λυ­κον„ 2.2., 2.8,2.12, 2.15,233,3.1,3.16,3.29.

[40] Άκου όντων δε αυτών ταύ­τα, προ­σθείς είπε παρα­βο­λήν… και δοκείν αυτούς ότι παρα­χρή­μα μέλ­λει ή βασι­λεία του θεού ανα­φαί­νε­σθαι (Κατά Λου­κάν, ιθ’, 11)

[41] Christos, Gottingen 1913. Jesus das Herz, Gottingen 1916

[42] ή γαρ Κύριος πρόσ­ρη­σις αρχής και βασι­λεί­ας εστί

[43] W. Dittenberger, Orientis Graeci inscriptiones selectae, Leipzig, 1903, σ. 186

[44] Αντω­νί­νου Καί­σα­ρος· του Κυρίου

[45] Karlheinz Deschner, Kriminalgeschichte des Christentums, Hamburg 1994, τ. Α’, σ.. 316,318

[46] Όπ, τ. Α’, σ 187–190, 249, 466

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο