Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Πάσχα Ελλήνων» της Μέλπως Αξιώτη

Επι­μέ­λεια Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας //

Στις 21 Απρί­λη του 1946, κυκλο­φο­ρεί ο Πασχα­λι­νός , «νόμι­μος» ακό­μη, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ. Οι διώ­ξεις των αγω­νι­στών της Αντί­στα­σης συνε­χί­ζο­νται, ενώ στα βου­νά έχει αρχί­σει να ακού­γε­ται  ξανά  το ντου­φέ­κι από τις Ομά­δες Κατα­διω­κό­με­νων Αγω­νι­στών. Στη σελ. 2 σελί­δα του φιλο­ξε­νεί άρθρο της αντι­στα­σια­κής λογο­τέ­χνι­δος Μέλ­πως Αξιώ­τη* που δίνει γλα­φυ­ρά-λογο­τε­χνι­κά τον γιορ­τα­σμό του Πάσχα τη δεκα­ε­τία του ’40 σε συν­δυα­σμό με  την κατο­χι­κή πορεία της χώρας και την ανά­πτυ­ξη της αντίστασης.

«Εξη φορές χτύ­πη­σαν οι καμπάνες»

«Χρι­στός ανέ­στη εκ νεκρών!

Εξη φορές ήρθε η Λαμπρή τα τελευ­ταία χρό­νια, μα έξη φορές ως σήμε­ρα οι Έλλη­νες δεν ανα­στή­θη­καν. Αλλ’ ακό­μα πεθαίνουν.

ΠΑΣΧΑ 1941: Σπα­ρά­ζει η Ελλά­δα στ’ αλβα­νι­κά βου­νά. Μες τα οχυ­ρά του Ρου­πελ ο Κώστας,ο Γιώρ­γης ‚ο Αντώ­νης ακό­μα πολε­μούν. «Εμπρός ενά­ντια στους φασί­στες»  Πέφτουν ακό­μα οι νεκροί ‚κι ‘ αδειά­ζει  η αρα­βί­δα το τελευ­ταίο της βόλι. Μα μες τα επι­τε­λεία οι στρα­τη­γοί υπο­γρά­φουν την παρά­δο­ση. Ο Κώστας, ο Γιώρ­γης, ο  Αντώ­νης γυρί­ζου­νε χωρίς ποδά­ρια και χωρίς ντου­φέ­κια κι άλλοι καθό­λου δε γυρί­ζου­νε. Κι ‘ οι νικη­μέ­νοι νικη­τές μπαί­νουν κατα­χτη­τές στη χώρα.

ΠΑΣΧΑ 1942: Ο  θάνα­τος τρι­γυρ­νά αδέ­σπο­τος μες στα έρη­μα σοκά­κια μας. Ο Κώστας, ο Γιώρ­γης, ο Αντώ­νης τις νύχτες δια­κιν­δυ­νεύ­ου­νε  φωνά­ζω­ντας: «πει­νάω.. πει­νά­νω» Όσους άφη­σε το κανό­νι πεθαί­νου­νε τώρα από την πεί­να στα πεζο­δρό­μια. Όμως η πίστη της ζωής σημαί­νει τότε προ­σκλη­τή­ριο. «Εμπρός ενά­ντια στους φασί­στες ξένους και ντό­πιους! Θέλου­με ψωμί!» Πρώ­τη γενι­κή απερ­γία κηρύ­χνε­ται, πρώ­τη ένο­πλη μάχη των σκλά­βων της Ευρώ­πης, ενά­ντια στον αήτ­τη­το πολιορ­κη­τή. Η ραγια­δι­κή ηγε­σία μας σαπί­ζει. Ο λαός αρπά­ζει στα χέρια του την επι­βί­ω­σή του. Ο φασι­σμός δεν κατα­φέρ­νει να μας τσα­κί­σει από τη στέ­ρη­ση. Η εκστρα­τεία της πεί­νας δίνει τη μάχη και νικά. Κι’ οι καμπά­νες του Πάσχα σημαί­νουν το θάνα­το, αλλά ταυ­τό­χρο­να και τη ζωή.

ΠΑΣΧΑ 1943: Τώρα ο Κώστας, ο Γιώργης,ο Αντώ­νης ‚η Ελέ­νη οργά­νω­σαν το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ, την ΕΠΟΝ.  Ο Ράλ­λης χρί­ζε­ται πρω­θυ­πουρ­γός για να τα εξο­ντώ­σει. Τα δύο αντί­πα­λα στρα­τό­πε­δα συντάσ­σο­νται και εξορ­μούν. Από τη μια ο ελλη­νι­κός λαός, από την άλλη οι Γερ­μα­νο­έλ­λη­νες. Οι μάχες δίνο­νται αμεί­λι­κτες μες στις Ασφά­λειες και τα Χαϊ­δά­ρια. Μες στα νοσο­κο­μεία απ’ όπου ξερι­ζώ­νο­νται και στή­νο­νται οι Ανά­πη­ροι και ντου­φε­κί­ζο­νται με δεκα­νί­κια κι’ όμως δεν προσκυνούν.

Στους δρό­μους της Αθή­νας, σα μια αφρι­σμέ­νη θάλασ­σα κυλώ­ντας ενά­ντια στα τανκς και πάλι ο Κώστας ο Γιώργης,η Ελέ­νη ‚η Πανα­γιώ­τα  πέφτουν νεκροί φωνά­ζο­ντας: «Κανείς στη γερ­μα­νι­κή επι­στρά­τευ­ση του Ράλ­λη»- «θάνα­τος στους προ­δό­τες που μας πού­λη­σαν στους Βουλ­γά­ρους» — «Λευ­τε­ριά στο λαό». Κι’ είτε απο­μεί­να­νε ζωντα­νοί όλοι αυτοί, είτε πέσα­νε, σώσα­νε την τιμή μας και την ανε­ξαρ­τη­σία του Έθνους.

ΠΑΣΧΑ 194: Βου­νά και κάμποι αντι­λα­λούν τον πανελ­λή­νιο σηκω­μό. Τον παίρ­νουν κ’ οι καμπά­νες και τον δια­λα­λούν: «Λευ­τε­ριά ή θάνατος».Ο Απόλλωνας,ο Χάρης, ο Εκτο­ρας ‚η Ηλέ­κτρα δίνουν τις μάχες της σκλα­βιάς. Στον τοί­χο της Και­σα­ρια­νής υψώ­νουν τα κου­φά­ρια απόρ­θη­το οχυ­ρό. Σφα­γές στην Καλο­γρέ­ζα. Κρε­μά­λες στα Ηλύ­σια. Μπού­κω­σαν τα στρα­τό­πε­δα. Στά­λιν­γκραντ η Και­σα­ρια­νή. Φωτιά στα Ν. Σφα­γεία. Κάστρο το σπί­τι του  Υμητ­τού. Σκορ­πί­ζο­νται οι Εβραί­οι. Σφά­ζο­νται οι Γύφτοι ομα­δι­κά. Η Καλ­λι­θέα απόρ­θη­τη. Καί­γε­ται  το Δορ­γού­τι. Τραί­να φορ­τώ­νουν για τα κάτερ­γα. Φλέ­γε­ται η Αθή­να. Οι συνοι­κί­ες χτυ­πιού­νται 49 φορές με τον εχθρό. Οι Γερ­μα­νο­έλ­λη­νες στρι­μώ­χνο­νται στο κέντρο της πρω­τεύ­ου­σας. Κι’ η δόξα γύρω φτε­ρου­γί­ζει. Κι’ εκεί­νη τη χρο­νιά σημαί­να­νε οι καμπά­νες. «Έλλη­νες σηκω­θή­τε: Οι πει­να­σμέ­νοι! Οι αδού­λω­τοι! Γέροι, γυναί­κες και παι­διά! Κι’ οπλι­σμέ­νοι κι’ οι άοπλοι. Χτυ­πά­τε!  Η λευ­τε­ριά σιμώ­νει!» Κι’ όλοι αυτοί σηκώ­θη­καν και χτύ­πη­σαν το φασι­σμό  πέρα απ’ τα σύνο­ρα μας, κι’ η Ελλά­δα ξεσκλα­βώ­θη­κε απ’  τον καταχτητή.

ΠΑΣΧΑ 1945: Και οι καμπά­νες έμει­ναν εκεί­νη τη χρο­νιά βουβές…Γιατί σήμε­ρα ο Κώστας, ο Γιώρ­γης, η Ελέ­νη πάνε ξανά στη φυλα­κή. Και­νού­ρια τανκς πλα­κώ­σα­νε, κανού­ριοι τάφοι ανοί­ξα­νε, μα οι ίδιες μάνες κλαί­νε. Τώρα κάποιοι Αγγλο­έλ­λη­νες μας βάνουν στο σημά­δι. Κι’ αλλά­ζο­ντας τα ρού­χα του κι’ απ’ όποια τρύ­πα κι’ αν χωρεί, ξανα­τρυ­πώ­νει ο φασι­σμός μες στη ματο­βρεγ­μέ­νη Ελλά­δα. Ξανά μια μάχη αρχί­ζει σ’ ετού­τη τη γωνιά της γης: Για τη Δημοκρατία!»

ΠΑΣΧΑ 1946: «Χρι­στός ανέ­στη εκ νεκρών!» Μα  στην Ελλά­δα ανα­στη­θή­κα­νε μονά­χα οι Δού­λοι και οι Αφέ­ντες τους. Ένας Άγγλος- δυνά­στης, επέ­τα­ξε τη μάσκα του μες του χορού τη ζάλη  και μας καρ­φώ­νει τη σαί­τα του ολόι­σα στην καρ­διά. Μα οι Έλλη­νες προ­σκυ­νούν τους κάλ­πη­δες της λευ­τε­ριάς. Η Ελλά­δα δεν αφί­νει να την ψήσουν στη σού­βλα για να τη φάνε οι λόρ­δοι σε ματω­μέ­να γεύ­μα­τα. Πάντο­τε υπάρ­χει ο Κώστας, ο Γιώρ­γης , η Ελέ­νη να ξανα­νέ­βουν στα οχυ­ρά. Κι’ οι καμπά­νες του Πάσχα, κι’ οι καρ­διές των Ελλήνων,νεκροί και ζωντα­νοί, γυναί­κες , γέροι και παι­διά ‚με μια φωνή αλαλάζουνε:

«Εμπρός για τη Δημοκρατία!»

Κι’ η μάχη αμεί­λι­χτη τρα­βά μπρο­στά. Μπαί­νου­με στη δωδε­κά­τη ώρα. Δίπλα μας παρα­στέ­κου­νε όλοι οι λαοί της γης. Παληές μαζύ με νέες δόξες γύρω μας φτερουγάν.

ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ»

 

*  Η Μέλ­πω Αξιώ­τη γεν­νή­θη­κε τον Ιού­λιο του 1905 στην Αθή­να, αλλά μεγά­λω­σε στη Μύκο­νο στο περι­βάλ­λον μιας πλού­σιας αστι­κής οικο­γέ­νειας. Το 1936 πήρε την καθο­ρι­στι­κή, για τη μετέ­πει­τα ζωή, αλλά και το έργο της, από­φα­ση: Προ­σχώ­ρη­σε στο Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα και παρέ­μει­νε πιστή σ’ αυτό σ’ όλη της τη ζωή. Εξαι­τί­ας της πολι­τι­κής της δρά­σης ανα­γκά­ζε­ται το 1947 να φύγει για το Παρί­σι, όπου συν­δέ­ε­ται με μυθι­κά πρό­σω­πα της γαλ­λι­κής κουλ­τού­ρας, όπως ο Αρα­γκόν, η Ελσα Τριο­λέ, ο Ελυάρ, ο Νερού­ντα, ο Πικά­σο. Όμως, η συνε­χι­ζό­με­νη πολι­τι­κή δρά­ση της, ενο­χλεί την ελλη­νι­κή κυβέρ­νη­ση, η οποία θα ζητή­σει, μέσα στη δίνη της ψυχρο­πο­λε­μι­κής ατμό­σφαι­ρας, την απέ­λα­σή της. Η Αξιώ­τη θα υπο­χρε­ω­θεί τότε να μετα­βεί στη Βαρ­σο­βία και στο Ανα­το­λι­κό Βερο­λί­νο και να παρα­μεί­νει εκεί, μέχρι τον επα­να­πα­τρι­σμό της το 1965. Πέθα­νε το 1973, σε ηλι­κία 68 ετών.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο