Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πέθανε ο τραγουδιστής Βασίλης Καρράς

Σε ηλι­κία 70 ετών έφυ­γε από τη ζωή ο τρα­γου­δι­στής Βασί­λης Καρράς.

Ο Βασί­λης Καρ­ράς πέθα­νε λίγο μετά τις 5 το από­γευ­μα της Κυρια­κής 24 Δεκεμ­βρί­ου ενώ νοση­λευό­ταν στο Δια­βαλ­κα­νι­κό Νοσο­κο­μείο, στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, όπου έδι­νε μάχη με τον καρκίνο.

Ο Βασί­λης Κεσο­γλί­δης, όπως είναι το πραγ­μα­τι­κό του όνο­μα, γεν­νή­θη­κε στις 12 Νοεμ­βρί­ου 1953 στο Κοκ­κι­νο­χώ­ρι Καβά­λας. Μεγά­λω­σε στην πόλη της Θεσ­σα­λο­νί­κης τη δεκα­ε­τία του ’60 και το 1969, σε ηλι­κία 16 χρό­νων, έκα­νε την πρώ­τη του μου­σι­κή εμφά­νι­ση στο νυχτε­ρι­νό κέντρο “Πρό­σφυ­γας” στον Εύο­σμο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Παράλ­λη­λα, εργα­ζό­ταν ως μηχα­νι­κός αυτο­κι­νή­των, την δεύ­τε­ρη μεγά­λη του αγά­πη μετά το τρα­γού­δι. Επί­σης, είχε εργα­σθεί στο μηχα­νο­στά­σιο του ΟΣΕ στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, γεγο­νός που απο­τυ­πώ­νε­ται στο τρα­γού­δι του “Εγώ αγά­πη μου, εγώ”.

Μέσα σε λίγα χρό­νια ο Βασί­λης Καρ­ράς γίνε­ται ο αγα­πη­μέ­νος λαϊ­κός τρα­γου­δι­στής της Ελλά­δας. Του έχει απο­δο­θεί ο χαρα­κτη­ρι­σμός “Ο Άρχο­ντας της καψού­ρας” για­τί έχει τρα­γου­δή­σει όσο κανείς άλλος τον πόνο του… χωρι­σμού, ενώ είχε στα­θε­ρή πορεία στη δισκο­γρα­φία με πάνω από 40 δίσκους.

Ο Βασί­λης Καρ­ράς στην τερά­στια πορεία του, δεν ήταν μόνο ερμη­νευ­τής ήταν και στι­χουρ­γός, μιας και είχε γρά­ψει στί­χους και μου­σι­κή σε πάρα πολ­λά τρα­γού­δια, επι­τυ­χί­ες (και) άλλων γνω­στών τραγουδιστών.

Καλε­σμέ­νος στην εκπο­μπή “Ενώ­πιος Ενω­πίω” τον Μάιο του 2021 είχε βρε­θεί ο Βασί­λης Καρ­ράς, και είχε μιλή­σει με συγκί­νη­ση την περι­πε­τειώ­δη δια­δρο­μή του. Είχε ανα­φερ­θεί στα δύσκο­λα παι­δι­κά του χρό­νια, τα μερο­κά­μα­τα στο αμα­ξο­στά­σιο και στην πρώ­τη βρα­διά που είχε τρα­γου­δή­σει στην ταβέρ­να της γει­το­νιάς του. «Εισέ­πρα­ξα πίκρα, πόνο, στε­να­χώ­ρια και μεγά­λες χαρές. Μέχρι να σε βάλει ο κόσμος στο σπί­τι του, τότε γίνε­σαι μεγά­λος. Έχω πιά­σει τον εαυ­τό μου να πετά­ει και τον πρό­λα­βα στο τσακ. Όταν είσαι αυτός που είσαι, στην καθη­με­ρι­νό­τη­τά σου, όλα τα κερ­δί­ζεις. Κανε­νός ξεκί­νη­μα δεν είναι απλό. Τους πρώ­τους δίσκους τους έβγα­ζα μόνος μου, τους πρώ­τους δέκα δίσκους.

Με έπια­σε η αστυ­νο­μία με τον αδερ­φό μου να κολ­λά­με αφί­σες και μόλις είδαν ποιος είμαι κατά­λα­βαν. Έκα­να τρεις δου­λειές, ήμουν μου­τζού­ρης αυτο­κι­νή­των και το σαβ­βα­το­κύ­ρια­κο τρα­γού­δα­γα. Το 1978 με έφε­ρε ο Μίμης Πλέσ­σας σε εται­ρία και λέει εγώ θα γρά­ψω τα μισά τρα­γού­δια και θα τον στη­ρί­ξου­με. Λένε μόλις κλεί­σα­με λαϊ­κό τρα­γου­δι­στή, τον Μάκη Χρι­στο­δου­λό­που­λο. Ξανα­γύ­ρι­σα πίσω περι­μέ­νο­ντας να χτυ­πή­σει η πόρ­τα. Η πόρ­τα όμως δεν χτυ­πά­ει αν δεν χτυ­πή­σεις εσύ.

Το 1959 είμαι 8 – 9 χρο­νών και είχε βγει “Το τελευ­ταίο βρά­δυ μου” του Καζαν­τζί­δη και το έχω μάθει απέ­ξω. Πήγα και έσπα­σα ένα μπολ στο σπί­τι και το έκα­να ηχείο. Φωνά­ζω τους φίλους μου και κάνου­με μπά­ντα. Έρχε­ται η μάνα μου, ξύλο, όσο πιο πολύ με βάρα­γε, τότε περισ­σό­τε­ρο ήθε­λα να γίνω τρα­γου­δι­στής. Η μαμά μου τρα­γού­δα­γε παρα­δο­σια­κά πάρα πολύ ωραία. Έκα­να αμέ­τρη­τες δου­λειές στη ζωή μου, έπει­τα έχα­σα τον πατέ­ρα μου στα 17, ήταν οικο­δό­μος και η μητέ­ρα μου καθαρίστρια.

Πήγαι­να στα σπί­τια που καθά­ρι­ζε η μητέ­ρα μου να τη βοη­θή­σω και δεν ήθε­λε, στε­να­χω­ριό­ταν. Η πρώ­τη επαγ­γελ­μα­τι­κή ενα­σχό­λη­ση ήταν όταν ένα βρά­δυ, πάμε σε ένα ταβερ­νά­κι με την παρέα μου και αρχί­σα­με να τρα­γου­δά­με όλοι μαζί και είναι ένας μου­σι­κός και μου λέει δεν έρχε­σαι τα Σάβ­βα­τα να λες κανέ­να τρα­γου­δά­κι. Λέω ντρέ­πο­μαι. Ήταν ένα μαγα­ζί που χώρα­γε 150 άτο­μα και έλε­γαν λαϊ­κά και ποντια­κά. Στην πρε­μιέ­ρα ήρθε όσος κόσμος έρχε­ται και σήμε­ρα στις πρε­μιέ­ρες μου. Ήρθε όλη η γει­το­νιά, έκλει­σε ο δρό­μος. Δεν μπό­ρε­σαν να μπουν στο μαγα­ζί. Εκεί άρχι­σα να νιώ­θω τη φλόγα.

Το 1976 άφη­σα την άλλη δου­λειά. Έκα­να τέσ­σε­ρις εμφα­νί­σεις τη βρα­διά, άλλα­ζα ρού­χα μέσα στο αυτο­κί­νη­το. Ήταν δύσκο­λος ο δρό­μος ν’ ανοί­ξει από τη Θεσ­σα­λο­νί­κη στην Αθή­να. Το είχα βάλει στό­χο να τα κατα­φέ­ρω και είμαι σε ένα γρα­φείο μέσα, έχω φάει ένα πού­λη­μα καλό, μεγά­λο παρα­μύ­θι, εγώ είπα όμως δεν πει­ρά­ζει. Έρχε­ται ένας τύπος που μου άρε­σε η φάτσα του. Λέω ποιος είναι αυτός. Είχε ένα μαγα­ζί στο τέρ­μα της Πατη­σί­ων. Του λέω ποιον έχεις μέσα, τον Τζί­μη Πανού­ση μου λέει και τελειώ­νει αύριο. Ωραία λέω, ξεκι­νά­με τη Δευ­τέ­ρα. Κάνω 15 μέρες εκεί και πήραν άλλη τρο­πή τα πράγ­μα­τα και άρχι­σα να κατε­βαί­νω στην Αθήνα.

Όταν ήρθα εδώ, έφα­γα πάρα πολύ μεγά­λο πόλε­μο. Δηλα­δή δεν γρά­φο­νται σε βιβλίο. Να φαντα­στείς ότι ανα­γκά­στη­κα να βάλω φρου­ρά στο σπί­τι μου. Εγώ τι δου­λειά έχω με την φρου­ρά που δεν πεί­ρα­ξα άνθρω­πο στη ζωή μου για να βάλω δύο τρία άτο­μα; Λες για­τί, αφού δεν μπή­κα στα πόδια κανε­νός. Πέρα­σα τρία χρό­νια πάρα πολύ δύσκο­λα μέχρι που ανα­γκά­στη­κα να που­λή­σω το σπί­τι μου και να πάω σε δια­μέ­ρι­σμα για να ησυχάσω».

ΙΔΕΕΣ και «ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ» που άλλα­ξαν το ποδό­σφαι­ρο – Γιάν­νης Γεωργάκης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο