Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πέντε χρόνια μνημόνια

Γρά­φει ο Cogito ergo sum //

Αυτές τις μέρες συμπλη­ρώ­νο­νται πέντε χρό­νια από τότε που η Ελλά­δα άρχι­σε να ζη και να ανα­πνέ­ει στους ασφυ­κτι­κούς ρυθ­μούς τους οποί­ους επέ­βα­λαν τα περι­βό­η­τα μνη­μό­νια. Τα μνη­μό­νια τα οποία συμ­φω­νή­σα­με (ως χώρα) από κοι­νού με τους πιστω­τές μας και, όπως όλοι αντι­λη­φθή­κα­με, οδή­γη­σαν στην λεη­λα­σία αυτού του τόπου προς χάριν της διε­θνούς των τοκο­γλύ­φων. Τα μνη­μό­νια-βωμοί, στα οποία θυσιά­στη­κε μια ολό­κλη­ρη χώρα κι ένας ολό­κλη­ρος λαός, προ­κει­μέ­νου να μη ζημιω­θεί το διε­θνές κεφά­λαιο. Με την ευκαι­ρία αυτής της μαύ­ρης επε­τεί­ου, λοι­πόν, ας προ­σπα­θή­σου­με να κάνου­με μια ανα­κε­φα­λαί­ω­ση του τρό­που με τον οποίο έδρα­σαν αυτά τα επά­ρα­τα μνημόνια.

Στην αρχή χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε το όπλο του φόβου. Οι επι­δρο­μείς έπρε­πε να δημιουρ­γή­σουν μια κατά­στα­ση πανι­κού, ώστε να διευ­κο­λυν­θεί η επέ­λα­σή τους. Στο πλευ­ρό τους στά­θη­καν, ως εξαί­ρε­τοι σύμ­μα­χοι, όλες οι κυβερ­νή­σεις, μαζί με τους παρα­τρε­χά­με­νούς τους, κυρί­ως δε τα Μέσα Μαζι­κής Εξα­πά­τη­σης. Οι έλλη­νες άρχι­σαν να υβρί­ζο­νται ως διε­φθαρ­μέ­νοι, τεμπέ­λη­δες, χαρα­μο­φά­η­δες, βολε­ψά­κη­δες, ανε­πρό­κο­ποι, απα­τε­ώ­νες κλπ κλπ. Σκο­πός τους ήταν να τρο­μο­κρα­τη­θού­με και να πιστέ­ψου­με ότι κατα­στρε­φό­μα­στε ώστε, στην συνέ­χεια, να απο­δε­χτού­με ευκο­λώ­τε­ρα κάθε είδους κατακεφαλιά.

Μόλις βασί­λε­ψε απ’ άκρη σ’ άκρη ο τρό­μος, ακο­λού­θη­σαν τα επι­λεγ­μέ­να δεδο­μέ­να, όπως π.χ. ότι έπρε­πε επει­γό­ντως να βρού­με δανει­κά για να μη βου­λιά­ξου­με. Δηλα­δή, παρου­σιά­στη­κε ως ζήτη­μα επι­βί­ω­σης της χώρας το να μη χάσουν λεφτά οι τοκο­γλύ­φοι πιστω­τές μας. Κάθε δια­φο­ρε­τι­κή φωνή φιμώ­θη­κε, αφού οι έλλη­νες έπρε­πε να ακού­νε μόνο αυτό το φτια­χτό δεδο­μέ­νο. Σκο­πός; Να «ψηθεί» ο λαός ότι ήταν εξαι­ρε­τι­κά τυχε­ρός που η χώρα μπο­ρού­σε να δανει­στεί μέσω μνη­μο­νί­ου με επι­τό­κιο 5–6%, την ώρα που οι «αγο­ρές» ζητού­σαν 15%. Κανέ­νας δεν τόλ­μη­σε να πει το αυτο­νό­η­το: αφού η χώρα δεν μπο­ρού­σε να απο­πλη­ρώ­σει δάνεια του 1,5–2,5%, πώς διά­βο­λο θα κατά­φερ­νε να απο­πλη­ρώ­σει τα δάνεια με 5–6%, τα οποία θα έπαιρ­νε για να καλύ­ψει τα φτη­νό­τε­ρα προηγούμενα;

Εδώ ήρθε η στιγ­μή για το επό­με­νο βήμα: να απο­δε­χτεί ο λαός μια πολι­τι­κή αιμα­τη­ρής λιτό­τη­τας. Μιας λιτό­τη­τας τάχα απα­ραί­τη­της για να «συμ­μα­ζευ­τού­με», μόνο που απώ­τε­ρος σκο­πός της ήταν το τσά­κι­σμα όλων των λαϊ­κών κεκτη­μέ­νων και η κατε­δά­φι­ση κάθε έννοιας κοι­νω­νι­κού κρά­τους. Έτσι, οδη­γη­θή­κα­με στην συρ­ρί­κνω­ση του δημό­σιου τομέα και στην απί­σχνα­ση μισθών και συντά­ξε­ων. Απο­τέ­λε­σμα αυτής της πολι­τι­κής ήταν η επι­τά­χυν­ση της επερ­χό­με­νης ύφε­σης. Κι ας μη ξεχνά­με ότι ύφε­ση σημαί­νει μικρό­τε­ρη παρα­γω­γή, άρα μεί­ω­ση του ΑΕΠ. Συνε­πώς, ξαφ­νι­κά βρε­θή­κα­με υπο­χρε­ω­μέ­νοι να πλη­ρώ­νου­με υψη­λό­τε­ρες δόσεις (λόγω υψη­λό­τε­ρου επι­το­κί­ου) με μικρό­τε­ρο ΑΕΠ. Ποιοί είναι αυτοί που νόμι­ζαν ότι θα τα κατα­φέρ­να­με εκεί που πρω­τύ­τε­ρα είχα­με απο­τύ­χει; Προ μνη­μο­νί­ου, η χώρα χρω­στού­σε σκάρ­τα 300 δισ. ευρώ. Μετά από έναν χρό­νο μνη­μό­νιο, φτά­σα­με να χρω­στά­με 450. Κι αφού οι δόσεις μεγά­λω­ναν και το ΑΕΠ μίκραι­νε, το πραγ­μα­τι­κό βάρος κάθε δόσης όλο και αυξανόταν.

C17

Εδώ ακρι­βώς περά­σα­με στην επό­με­νη φάση. Άρχι­σαν οι συζη­τή­σεις για τάχα «διευ­κό­λυν­ση» της χώρας και δήθεν «επι­βρά­βευ­ση» των λαϊ­κών θυσιών με επι­μή­κυν­ση του χρό­νου απο­πλη­ρω­μής και, ίσως, με κού­ρε­μα του χρέ­ους. Κι αφού προη­γή­θη­καν επί­μο­νες προ­σπά­θειες να πει­στεί ο λαός ότι το κού­ρε­μα του χρέ­ους έπρε­πε πάση θυσία να απο­φευ­χθεί, φτά­σα­με στο ζου­μί: για να καλυ­φθεί η έλλει­ψη ρευ­στό­τη­τας της χώρας πρέ­πει να προ­χω­ρή­σου­με σε ξεπού­λη­μα της δημό­σιας περιουσίας.

Βέβαια, οι λογής-λογής δια­μορ­φω­τές της κοι­νής γνώ­μης απέ­φυ­γαν ‑και ακό­μα απο­φεύ­γουν- να μας πουν τι θα γίνει μετά το ξεπού­λη­μα. Όταν, δηλα­δή, θα πάψει η χώρα να προ­σμε­τρά στα έσο­δά της τα έσο­δα από τις που­λη­μέ­νες δημό­σιες επι­χει­ρή­σεις. Κάπο­τε το κρά­τος εισέ­πρατ­τε από ΟΤΕ, ΔΕΗ, ΟΠΑΠ, ΔΕΠ κλπ κλπ αλλά μετά το ξεπού­λη­μα (κι αυτό μπιρ-παρά) δεν θα ξανα­ει­σπρά­ξει ποτέ δεκά­ρα τσα­κι­στή. Πώς θα καλυ­φθούν αυτές οι απώ­λειες στα­θε­ρών ετη­σί­ων εσό­δων; Έλα ντε! Το να υπο­στη­ρί­ζεις μια τέτοια πολι­τι­κή μοιά­ζει σαν να επι­βρα­βεύ­εις εκεί­νον ο οποί­ος ξεκοκ­κα­λί­ζει την πατρι­κή περιου­σία που κλη­ρο­νό­μη­σε, αδια­φο­ρώ­ντας αν έτσι πετά­ει τα παι­διά του στον δρόμο..

Μόλις δρο­μο­λο­γή­θη­καν οι ιδιω­τι­κο­ποι­ή­σεις και ψήθη­καν οι πολί­τες ότι αυτές έπρε­πε να γίνουν για το καλό της χώρας (αφού «όλοι οι ευρω­παί­οι έτσι κάνουν»), ήρθε η θεία φώτι­ση να μας δεί­ξει ότι και το κού­ρε­μα τους χρέ­ους είναι ωφέ­λι­μο, αντί­θε­τα με όσα νομί­ζα­με ως τότε. Εντε­λώς συμ­πτω­μα­τι­κά, αυτή η θεία φώτι­ση ήρθε την στιγ­μή που δια­πι­στώ­θη­κε ότι το παρα­πέ­ρα ξεζού­μι­σμα του λαού δεν μπο­ρεί να απο­δώ­σει παρά μόνο μερι­κές στα­γό­νες, οπό­τε έπρε­πε να ανα­ζη­τη­θούν αλλού λεφτά. Έτσι, από το κου­ρείο πέρα­σαν νοσο­κο­μεία, πανε­πι­στή­μια, επι­με­λη­τή­ρια, μικρο­κα­τα­θέ­τες κλπ, δηλα­δή πάλι εμείς οι φου­κα­ρά­δες, αφού όλοι οι «μεγά­λοι» είχαν προ­λά­βει να «ξεφορ­τώ­σουν» έγκαι­ρα. Γι’ αυτό και δεν μπο­ρού­με να κατα­λά­βου­με με τίπο­τε το πώς γίνε­ται να έχει αβγα­τί­σει σήμε­ρα το χρέ­ος μας από τα 280 στα 340 δισ. παρά το κού­ρε­μα που του κάναμε.

Κάπως έτσι πέρα­σαν πέντε ολό­κλη­ρα χρό­νια. Σήμε­ρα βρι­σκό­μα­στε στο σημείο όπου η εξου­σία δια­πι­στώ­νει πως έχει ξεμεί­νει από ιδέ­ες σχε­τι­κές με το πώς θα δια­χει­ρι­στεί την ενδε­χό­με­νη λαϊ­κή έκρη­ξη και, αντί να αλλά­ξει πολι­τι­κή, απο­φα­σί­ζει να αρχί­σει τα βαφτί­σια: η λιτό­τη­τα έγι­νε λιτός βίος, το φορο­λο­γι­κό ξεζού­μι­σμα έγι­νε πατριω­τι­κό καθή­κον, η παρά­τα­ση των μνη­μο­νί­ων έγι­νε γέφυ­ρα και η τρόι­κα πήρε δυο ονό­μα­τα (όπως όλες οι κόρες καλα­μο­κα­βαλ­λη­μέ­νων γονιών) κι έγι­νε Θεσμοί-Brussels group. Παράλ­λη­λα δε, γνω­ρί­ζο­ντας ότι η φορο­δο­τι­κή ικα­νό­τη­τα των πολι­τών έχει προ πολ­λού φτά­σει στα όριά της, μπο­ρεί να που­λή­σει τον πια­σά­ρι­κο ανέ­ξο­δο τσα­μπου­κά της άρνη­σης επι­βο­λής νέων φόρων (άλλω­στε, τον ίδιο τσα­μπου­κά πού­λα­γαν και οι προη­γού­με­νοι τα τελευ­ταία χρόνια).

Η ουσία είναι πως η πεντα­ε­τία των μνη­μο­νί­ων ήταν μια πεντα­ε­τία κατε­δά­φι­σης. Από εκεί­να που χρό­νια και χρό­νια έχτι­ζε ο λαός με κόπο, ιδρώ­τα και αίμα, έχουν απο­μεί­νει όρθια μόνο κάτι ερεί­πια. Είναι πια και­ρός να συνει­δη­το­ποι­ή­σου­με ότι τα ερεί­πια δεν χρειά­ζο­νται σοβά­ντι­σμα. Για­τί σοβά­ντι­σμα είναι και τα συσ­σί­τια και το ελά­χι­στο εγγυ­η­μέ­νο εισό­δη­μα και η επι­δό­τη­ση του πετρε­λαί­ου θέρ­μαν­σης και τα voucher και οι 100 δόσεις της εφο­ρί­ας και όλα όσα δεν θα χρεια­ζό­μα­σταν αν δεν είχαν γίνει όσα έγι­ναν σε πέντε χρόνια.

Ας πάψου­με, λοι­πόν, να ψάχνου­με σοβαν­τζή­δες. Χτι­στά­δες χρεια­ζό­μα­στε. Και χτι­στά­δες πρέ­πει να γίνου­με κι εμείς. Άιντε, λοι­πόν, να σηκώ­σου­με τα μανίκια.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο