Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ

Γρά­φει ο Παύ­λος Μου­ρου­ζί­δης //

με αφορ­μή την παρου­σί­α­ση της συλ­λο­γής «Τα σκαρ­πί­νια» στη Μελί­τη Φλώ­ρι­νας, 24/3/2018

Απο­τε­λεί ισχυ­ρή μου πεποί­θη­ση, το ότι η δημιουρ­γία και το γρά­ψι­μο, όπως και πάμπολ­λες καθη­με­ρι­νές δρα­στη­ριό­τη­τες (τέχνη, ανα­ψυ­χή, έρω­τας, παι­δεία ή κοι­νω­νι­κή-πολι­τι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα) απο­τε­λούν μισο­συ­νει­δη­τές, ελλι­πείς, ανο­λο­κλή­ρω­τες από­πει­ρες άρσης της αλλο­τρί­ω­σης. Επο­μέ­νως, θα μπο­ρού­σα­με να πού­με πως έστω διαι­σθη­τι­κά, κινη­το­ποιεί­ται και γρά­φει κάποιος, εφό­σον υπο­φέ­ρει από την κατά­στα­ση στην οποία έχει περιέλ­θει, δυσα­να­σχε­τεί, ασφυ­κτιά και αντι­δρά γράφοντας.

Η γρα­φή, όπως λέει κι ένας παι­δι­κός φίλος, είναι ένα συνε­χές, εν εξε­λί­ξει, ταξί­δι αυτο­βιο­γρά­φη­σης. Το προ­σω­πι­κό βίω­μα είναι απα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση κι αφε­τη­ρία για την κατά­θε­ση της λογο­τε­χνι­κής ματιάς, το οποίο προ­φα­νώς όμως δεν αρκεί. Το έντο­νο βίω­μα μπο­ρεί να κινη­το­ποι­ή­σει τη γρα­φί­δα, να συγκι­νή­σει και να παρασύρει.

Ως προς το περιε­χό­με­νο όμως; Για­τί δεν μπο­ρεί πχ να γρά­ψει ένας τυπι­κός μεσο­α­στός, ο οποί­ος, απο­χαυ­νω­μέ­νος και βαθιά αλλο­τριω­μέ­νος αντι­λαμ­βά­νε­ται τις κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις και τη συνα­να­στρο­φή με όρους «δια­σκέ­δα­σης και δημοφιλίας»;

Παρα­γνω­ρί­ζου­με συχνά, πως αυτό που μεσο­λα­βεί ανά­με­σα στην εμπει­ρία και στην οποια­δή­πο­τε ενέρ­γεια, είναι αυτό που λέμε συνεί­δη­ση· κι εφό­σον είμα­στε κοι­νω­νι­κά όντα κι όχι “θηρία ή θεοί”, είμα­στε φορείς μιας κάποιας κοι­νω­νι­κής συνείδησης.

Η ταυ­τό­τη­τα κάθε συγ­γρα­φέα, όπως και κάθε ταυ­τό­τη­τα, ανα­δύ­ε­ται μέσα από την οριο­θέ­τη­ση, τη στα­δια­κά αντι­τι­θέ­με­νη συσχέ­τι­σή της με τους περιο­ρι­σμούς του περι­βάλ­λο­ντος, δια­μορ­φώ­νε­ται και ωρι­μά­ζει μέσα από σχέ­σεις σύγκρου­σης, ταύ­τι­σης, αντί­θε­σης και σύν­θε­σης. Επο­μέ­νως, καθη­με­ρι­νοί χαρα­κτή­ρες ή αγω­νι­στές της ζωής δεν μπο­ρούν να απο­δο­θούν από αντι­λή­ψεις που παρα­βλέ­πουν-αγνο­ούν πχ το μόχθο της καθη­με­ρι­νής ζωής, τον άχθο της βιο­πά­λης, ή, στα κοι­νω­νι­κά ζητή­μα­τα, αγνο­ούν την ταξι­κή εκμε­τάλ­λευ­ση, ή πάλι στα ιστο­ρι­κά μυθι­στο­ρή­μα­τα, αγνο­ούν κορυ­φαία ιστο­ρι­κά γεγονότα.

Τα σκαρ­πί­νια συμ­βο­λί­ζουν τη δυσβά­στα­χτη εργα­σια­κή καθη­με­ρι­νό­τη­τα που συν­θλί­βει, δεν αφή­νει περι­θώ­ρια όχι μόνο για κανέ­να μικρο­α­στι­κό όνει­ρο ταξι­κής ανέ­λι­ξης, αλλά δεν αφή­νει περι­θώ­ρια ούτε να ανα­σά­νει κανείς, ούτε στοι­χειω­δώς να ανα­λά­βει δυνά­μεις. Τα σκαρ­πί­νια είναι στε­νά, ανυ­πό­φο­ρα, προ­ϋ­πο­θέ­τουν ανά­λο­γα «πέλ­μα­τα», τον κορ­σέ τους δεν τον αντέ­χει η εργα­τι­κή, μισο­τα­ξι­κή έστω, συνεί­δη­ση. «Κλω­τσά­νε» και δεν προ­σκυ­νούν την εκμε­ταλ­λευ­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Όσο κι αν εύχο­νταν να ατε­νί­σουν τον κόσμο από ψηλό­τε­ρα, όσο κι αν ποθούν να γλυ­τώ­σουν από την ταξι­κή τους μοί­ρα, κατά βάθος την έχουν αποδεχτεί.

Οι εξα­ντλη­μέ­νοι άνθρω­ποι της εργα­τι­κής τάξης όπως ο πατέ­ρας μου, ανέ­χο­νταν κι ανέ­χο­νται, λειώ­να­νε και λειώ­νουν κάθε μέρα στην σκα­λω­σιά της αβί­ω­της ζωής τους, βλα­στη­μά­νε και ξεσπούν όμως δε βαρυ­γκο­μούν, γίνο­νταν και γίνο­νται θυσία κρα­τώ­ντας τα μικρά τους όνει­ρα στο μαντή­λι που κολα­τσί­ζουν δέκα με δέκα και τέταρ­το κάθε πρωί, κρα­τού­σαν όμως και θα κρα­τούν την ανά­σα τους τα βρά­δυα πάνω από την παι­δι­κή κούνια.

Κοι­τώ­ντας εκ των υστέ­ρων τις μικρές ιστο­ρί­ες της συλ­λο­γής διη­γη­μά­των «Τα σκαρ­πί­νια», θα τις ενέ­τασ­σα στις εξής θεμα­τι­κές ενό­τη­τες: εργα­σία, (η εκμε­τάλ­λευ­σή της και οι εντός της αντι­θέ­σεις), γυναι­κεία χει­ρα­φέ­τη­ση (κατα­πί­ε­ση και σεξι­σμός), και τέλος μαθη­τεία και νοσταλ­γία της πιο αγα­πη­μέ­νης πατρί­δας, αυτής των παι­δι­κών χρό­νων, η οποία ανα­βλύ­ζει από το αβί­ω­το παρόν, από το έδα­φος της κατα­πί­ε­σης, της εργα­σια­κής μετα­νά­στευ­σης κι εκμετάλλευσης.

Η ρήση του Γκράμ­σι: «αν δεν κατα­νο­ή­σεις πραγ­μα­τι­κούς ανθρώ­πους, δεν μπο­ρείς να κατα­νο­ή­σεις τι έχει πραγ­μα­τι­κή αξία», είναι νομί­ζω από­λυ­τα ται­ρια­στή και δηλω­τι­κή του καθη­με­ρι­νού μικρό­κο­σμου της βιο­πά­λης, του πλέγ­μα­τος των ανθρώ­πι­νων σχέ­σε­ων. Άλλω­στε, «ο άνθρω­πος είναι οι κοι­νω­νι­κές του σχέ­σεις, είναι ο κόσμος του ανθρώ­που», όπως έλε­γε κι ο Μαρξ.

Θεω­ρώ πως υπάρ­χουν βασι­κά τρεις δογ­μα­τι­κοί – λάθος τρό­ποι να τοπο­θε­τη­θεί κανείς με ζητή­μα­τα του παρελθόντος:

  • με νοσταλ­γία για αυτό, εξι­δα­νι­κεύ­ο­ντάς το και ανα­ζη­τώ­ντας το, θεω­ρη­τι­κο­ποιώ­ντας δηλα­δή την συν­θή­κη στο χρό­νο, ανά­γο­ντάς το σε ιδα­νι­κό, όπως κάνα­νε οι ρομαντικοί.
  • ένας δεύ­τε­ρος τρό­πος είναι η ενα­σχό­λη­ση μόνο με τρέ­χο­ντα ζητή­μα­τα, στο τώρα, ξεκομ­μέ­να από παρελ­θόν και μέλλον,
  • και ένας τρί­τος τρό­πος είναι ένας φου­του­ρι­στι­κός, με στοι­χεία θρη­σκευ­τι­κής προσ­δο­κί­ας κάποιου ιδε­ώ­δους μέλλοντος.

«Τα σκαρ­πί­νια» είναι γραμ­μέ­να με το ρεα­λι­σμό που ίσα-ίσα υπο­νο­εί, που ίσα-ίσα προ­α­πει­κά­ζει την επι­θυ­μία (και μόνο στιγ­μιαία, ίσως, για κάποιο εναλ­λα­κτι­κό μέλ­λον), που διαι­σθά­νε­ται παρά ορι­στι­κά τοποθετείται.

Παρα­φρά­ζο­ντας το γνω­στό στί­χο, θα έλε­γα πως «τις ωραιό­τε­ρες σελί­δες μας, δεν τις έχου­με γρά­ψει ακό­μα». Και αυτές μπο­ρούν να γρα­φούν από πιο ευαί­σθη­τες, πιο συλ­λο­γι­κά δου­λε­μέ­νες, πιο μάχι­μες κοι­νω­νι­κές συνει­δή­σεις και από τις γρα­φί­δες που τις αντι­στοι­χούν. Εμπνε­ό­με­νες από ένα πιο γήι­νο, πιο κοντι­νό κι ανα­γκαίο κοι­νω­νι­κό όρα­μα. Για­τί έτσι κι αλλιώς, όπως έλε­γε και ο ρώσος λογο­τέ­χνης Τσερ­νι­σέφ­σκι: «αυτό είναι το μέλ­λον, δια­κρί­νε­τέ το, αγα­πή­στε το, δου­λέψ­τε γι’ αυτό».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο