Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ταινίες Πρώτης Προβολής με Άρωμα Γυναίκας

Η υπερ­πλη­θώ­ρα από πρε­μιέ­ρες, που ξεκί­νη­σε πριν από δυο εβδο­μά­δες, συνε­χί­ζε­ται και αυτό το επτα­ή­με­ρο. Στις περισ­σό­τε­ρες απ’ τις οχτώ ται­νί­ες, που κάνουν από­ψε πρε­μιέ­ρα, κυριαρ­χούν γυναι­κεία θέμα­τα και γυναί­κες πρω­τα­γω­νί­στριες, μπρος και πίσω από τις κάμε­ρες. Ξεχω­ρί­ζουν τα φιλμ «Στη Φωτιά», ένα γαλ­λι­κό γκουρ­μέ ρομα­ντι­κό δρά­μα του Τραν Αν Χουνγκ και «Η Αδελ­φό­τη­τα της Καπνι­στής Σάου­νας», ένα εξαι­ρε­τι­κό ντο­κι­μα­ντέρ γυναι­κεί­ων εξο­μο­λο­γή­σε­ων, από την Άννα Χιντς. Επί­σης, προ­βάλ­λε­ται η τελευ­ταία υπε­ρη­ρω­ι­κή περι­πέ­τεια «The Marvels», που απευ­θύ­νε­ται στο νεα­νι­κό κοι­νό, ενώ στα αξιο­ση­μεί­ω­τα, η επα­νέκ­δο­ση του περί­φη­μου «Chinatown» του Ρομάν Πολάν­σκι, με έναν ασυ­να­γώ­νι­στο Τζακ Νίκολσον.

Γρά­φει ο \\ Χάρης Ανα­γνω­στά­κης

Στη Φωτιά

(“La Passion de Dodin Bouffant”) Ρομα­ντι­κό δρά­μα επο­χής, γαλ­λι­κής παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Τραν Αν Χουνγκ, με τους Μπε­νουά Μαζι­μέλ, Ζιλιέτ Μπι­νός, Εμα­νου­έλ Σάλιν­τζερ κα. (σσ. Ατέ­χνως: δεν έχει σχέ­ση με διά­φο­ρα παρό­μοια που τρέ­χουν πχ. Κλα­δί στη φωτιά _Το παι­χνί­δι με τη φωτιά — Beoning κά)

Ένα ρομα­ντι­κό, αρκού­ντως γευ­στι­κό, δρά­μα επο­χής, από τον Βιετ­να­μέ­ζο, Γάλ­λο εδώ και πολ­λά χρό­νια, Τραν Αν Χουνγκ («Άρω­μα της Πρά­σι­νης Παπά­γιας»), που προ­τά­θη­κε από τη Γαλ­λία για το Όσκαρ Καλύ­τε­ρης Διε­θνούς Ται­νί­ας, ενώ προη­γου­μέ­νως κέρ­δι­σε το βρα­βείο σκη­νο­θε­σί­ας στο φετι­νό Φεστι­βάλ Καννών.
Το φιλμ, που βασί­ζε­ται σε μυθι­στό­ρη­μα (1924) του Ελβε­τού Μάρ­σελ Ρουφ, μιλά για τη βαθιά αγά­πη, την απλό­τη­τα και τη ζωή. Μία άρτια παρα­γω­γή, αλλά με ολί­γον χλια­ρή σκη­νο­θε­σία και ορι­σμέ­νες φορές επί­πε­δη αφή­γη­ση, που ξεχω­ρί­ζει για τις χορο­γρα­φη­μέ­νες σκη­νές της κου­ζί­νας, αλλά και την ανά­δει­ξη της γαλ­λι­κής υπαίθρου.

Σε ένα μαγι­κό τόπο της «Μπελ Επόκ», όπου ζει ο γαιο­κτή­μο­νας γκουρ­μέ Ντο­ντέν Μπου­φάν, μαζί με την Εζε­νί, για είκο­σι χρό­νια στή­νουν καθη­με­ρι­νά μία παρά­στα­ση στην κου­ζί­να τους, για να ικα­νο­ποι­ή­σουν τους πλού­σιους φίλους τους, που έχουν την ίδια λατρεία για τη γαστρο­νο­μία. Όταν ο Ντο­ντέν ζητά από την Εζε­νί να τον παντρευ­τεί, εκεί­νη δέχε­ται, αλλά θέλο­ντας να παρα­μεί­νει η ταλα­ντού­χα μαγεί­ρισ­σα και όχι η γυναί­κα στη σκιά του συζύ­γου της.
Οι σκη­νές μέσα στην κου­ζί­να έχουν μία ξεχω­ρι­στή γοη­τεία, καθώς κινη­μα­το­γρα­φού­νται με ζεστα­σιά και γνώ­ση, μετα­δί­δουν στον θεα­τή μυρω­διές και γεύ­σεις, δημιουρ­γώ­ντας μια αίσθη­ση – ειδι­κά στους καλο­φα­γά­δες – το πώς μπο­ρεί να είναι ο παράδεισος.

Η ται­νία του Χουνγκ, δεν αρκεί­ται στην υψη­λή τέχνη της κου­ζί­νας και της ευζω­ί­ας, αλλά προ­χω­ρά και στην ευγε­νι­κή σχέ­ση των δυο πρω­τα­γω­νι­στών, τη συντρο­φι­κό­τη­τα, που εξε­λίσ­σε­ται σε μια ερω­τι­κή – λεπτών απο­χρώ­σε­ων – ιστο­ρία, που φτά­νει στα όρια της λιχου­διάς. Όμως, υπάρ­χουν στιγ­μές που η ται­νία μοιά­ζει με σου­φλέ που ξεφού­σκω­σε, ενώ ο Χουνγκ μάλ­λον χαϊ­δεύ­ει τις προ­κλη­τι­κές συνή­θειες της μπουρ­ζουα­ζί­ας και τις ανά­γκες της για μια ηδο­νι­κή γευσιγνωσία.

Στα θετι­κά της ται­νί­ας η ανά­δει­ξη της χει­ρα­φε­τη­μέ­νης ηρω­ί­δας, μίας γυναί­κας περή­φα­νης που ξέρει τι θέλει, δεν περιο­ρί­ζε­ται στα λόγια αλλά απο­δει­κνύ­ει έμπρα­κτα και με δια­κρι­τι­κό­τη­τα την ισό­τι­μη θέση της γυναί­κας ακό­μη και σε δύσκο­λες εποχές.
Η Ζιλιέτ Μπι­νός, εκφρα­στι­κή και σε ιδα­νι­κή θερ­μο­κρα­σία τόσο για το ρομάν­τζο όσο και για την έκφρα­ση των φεμι­νι­στι­κών ιδε­ών της ηρω­ί­δας και ο Μπε­νουά Μαζι­μέλ φλο­γε­ρός μετα­δί­δει την απα­ραί­τη­τη κάψα, σε μια καλο­βαλ­μέ­νη ται­νία, φρο­ντι­σμέ­νη παρα­γω­γή, που βλέ­πε­ται ευχά­ρι­στα, αλλά τελι­κώς παρα­μέ­νει άνιση.

Με λίγα λόγια… Γαλ­λία, 1885. Η Γιου­ζε­νί εργά­ζε­ται στο φημι­σμέ­νο ρεστο­ράν του Ντο­ντέν Μπου­φάν επί 20 έτη ως σεφ, και θεω­ρεί­ται μια εξπέρ του τομέα της. Τα χρό­νια πέρα­σαν και η συνε­χό­με­νη τρι­βή τους εντός των χώρων της κου­ζί­νας άνα­ψε μια σπί­θα ανά­με­σα τους. Ο Ντο­ντέν θέλει να την παντρευ­τεί, αλλά η Γιου­ζε­νί θέλει να παρα­μεί­νει ένα ελεύ­θε­ρο πνεύ­μα. Ο Ντο­ντέν δεν βλέ­πει άλλον τρό­πο για να σπά­σει τις άμυ­νες της, πέρα από το να τολ­μή­σει να μαγει­ρέ­ψει κάτι για αυτήν, για πρώ­τη φορά στη ζωή του.

The Royal Hotel

(“The Royal Hotel”) Θρί­λερ, αυστρα­λια­νής παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Κίτι Γκριν, με τους Τζού­λια Γκάρ­νερ, Τζέ­σι­κα Χέν­γουικ, Χιου­γκο Γουί­βινγκ, Χέρ­μπερτ Νόρ­ντρουμ κα.
Θυμί­ζο­ντας κάτι από ται­νί­ες κατα­ξιω­μέ­νων σκη­νο­θε­τών βίαιων θρί­λερ, από Ντέι­βιντ Λιντς μέχρι Ταρα­ντί­νο και με σαφές ανα­φο­ρές στο «Θέλ­μα και Λουίζ» — ειδι­κά στο φινά­λε, η ται­νία της Αυστρα­λέ­ζας Κίτι Γκριν θα ήθε­λε να είναι ένα φεμι­νι­στι­κό φιλμ, αλλά μάλ­λον κατα­λή­γει ως μια βίαιη οπερέτα.

Η Κίτι Γκριν, εδώ, στη δεύ­τε­ρη ται­νία της, μετά το καλο­βαλ­μέ­νο «The Assistant», χάνει το μέτρο και τον προ­σα­να­το­λι­σμό της, στη­ρί­ζε­ται σε σχη­μα­τι­κούς ή ακό­μη και σε γρα­φι­κούς χαρα­κτή­ρες και ανα­λώ­νε­ται ασκό­πως σε εντυ­πω­σια­σμούς, παρά τη σωστή διά­τα­ξη των θεμά­των που θέλει να θίξει: Την περι­φρό­νη­ση της γυναι­κεί­ας θέλη­σης, τον άκρα­το σεξι­σμό, την ανδρι­κή επι­βο­λή, την εκμε­τάλ­λευ­ση της γυναι­κεί­ας φύσης.
Η ται­νία, που είναι εμπνευ­σμέ­νη από το αξιό­λο­γο ντο­κι­μα­ντέρ «Hotel Coolgardie», μας μετα­φέ­ρει σε ένα Αυστρα­λια­νό παρακ­μια­κό μπαρ, στη μέση του που­θε­νά, το οποίο έχει ένας αλκο­ο­λι­κός κατε­στραμ­μέ­νος και συχνά­ζουν οι εργά­τες του κοντι­νού ορυ­χεί­ου. Σε αυτό το μπαρ πιά­νουν δου­λειά δυο νεα­ρές Αμε­ρι­κα­νί­δες, που δηλώ­νουν Κανα­δέ­ζες και γυρί­ζουν όλο τον κόσμο δου­λεύ­ο­ντας για να βγά­λουν τα έξο­δά τους. Σε αυτό το αφι­λό­ξε­νο σκη­νι­κό, οι δυο κοπέ­λες θα συνα­ντή­σουν την αγριά­δα των εξου­θε­νω­μέ­νων εργα­τών, οι οποί­οι ξεφεύ­γουν από τα χοντρο­κομ­μέ­να σεξι­στι­κά αστεία για να προ­χω­ρή­σουν σε κάτι πολύ πιο επικίνδυνο.

Και μόνο από την εικό­να του μπαρ (υπαρ­κτού εδώ και πολ­λά πολ­λά χρό­νια), στη μέση μίας ερή­μου, δημιουρ­γεί­ται η αίσθη­ση μιας απει­λής, μιας ανη­συ­χί­ας ότι την επό­με­νη στιγ­μή θα συμ­βεί κάτι άσχημο.
Παρά ταύ­τα, οι κοπέ­λες δεί­χνουν υπερ­βο­λι­κά ανέ­με­λες μέχρι να βρε­θούν πίσω από την μπά­ρα και να αρχί­σουν να λειώ­νουν από την μπρου­τάλ συμπε­ρι­φο­ρά των πελα­τών του μπαρ, που κανο­νι­κά θα έπρε­πε να δου­λεύ­ουν δυο παλαι­στές και μάλι­στα οπλο­φό­ροι. Το αρχι­κό φλερτ, τα σεξι­στι­κά ανέκ­δο­τα, η διά­θε­ση για ξεφά­ντω­μα, τα σημά­δια της τοξι­κής αρρε­νω­πό­τη­τας, εξε­λίσ­σο­νται σε απει­λη­τι­κές συμπε­ρι­φο­ρές, ενώ οι πιο «πολι­τι­σμέ­νοι» μάλ­λον είναι και οι πιο επικίνδυνοι.

Αφη­γη­μα­τι­κά, η ται­νία έχει αρκε­τές αδυ­να­μί­ες – του­λά­χι­στον απο­φεύ­γει τον ανέ­ξο­δο διδα­κτι­σμό, τσα­λα­βου­τώ­ντας σε ται­νί­ες του είδους, δημιουρ­γώ­ντας μία κλει­στο­φο­βι­κή και αγω­νιώ­δη ατμό­σφαι­ρα. Η αρχι­κή αργή κλι­μά­κω­ση επι­τα­χύ­νε­ται προς το τέλος με μια φού­ρια να κλεί­σει το στό­ρι όπως όπως, για να δοθεί ένα φινά­λε αλά «Θέλ­μα και Λουίζ», από δυο κοπέ­λες που σου δίνουν την εντύ­πω­ση ότι θα είχαν πρό­βλη­μα και στην… Ντίσνεϋλαντ.

Οι ερμη­νεί­ες των δυο πρω­τα­γω­νι­στριών Τζού­λια Γκάρ­νερ και Τζέ­σι­κα Χέν­γουικ χωρίς να είναι κακές δεν είναι πάντα πει­στι­κές, ενώ οι δευ­τε­ρεύ­ο­ντες χαρα­κτή­ρες απρό­σω­ποι αφή­νουν πίσω τους μόνο τεστοστερόνη.

Με λίγα λόγια … Οι κολ­λη­τές φίλες Χάνα και Λιβ που ταξι­δεύ­ουν στην Αυστρα­λία και πιά­νουν μία προ­σω­ρι­νή δου­λειά στο μπαρ του ξενο­δο­χεί­ου «The Royal Hotel» σε μια απο­μο­νω­μέ­νη πόλη. Όταν όμως τα αστεία και η συμπε­ρι­φο­ρά των θαμώ­νων ξεπε­ρά­σουν τα όρια, οι δύο κοπέ­λες θα βρε­θούν εγκλω­βι­σμέ­νες σε μια ανη­συ­χη­τι­κή κατά­στα­ση που ξεφεύ­γει όλο και περισ­σό­τε­ρο από τον έλεγ­χό τους.

Μια Μητέρα Εκδικείται

(“The Good Mother” σσ. Ατέ­χνως: ο πρω­τό­τυ­πος τίτλος “η καλή μάνα” ‑ακό­μη και με εισα­γω­γι­κά το “καλή”, πιο καντά στο περιε­χό­με­νο) Θρί­λερ, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Μάιλς Τζό­ρις – Πέι­ρα­φιτ, με τους Χίλα­ρι Σουάνκ, Ολί­βια Κουκ, Τζακ Ρέι­νορ, Χόπερ Πεν κα.

Τυπι­κό δείγ­μα αμε­ρι­κά­νι­κου, σχε­τι­κά αξιο­πρε­πούς, περι­πε­τειώ­δους θρί­λερ, που ξεκι­νά δίνο­ντας υπο­σχέ­σεις, προ­χω­ρά ικα­νο­ποι­η­τι­κά, αλλά προς το τέλος υπο­χω­ρεί σε αλλε­πάλ­λη­λα κλι­σέ, αβο­ή­θη­το από το τετριμ­μέ­νο σενά­ριο, ενώ μας επι­φυ­λάσ­σει κι ένα διφο­ρού­με­νο και σχε­δόν χλω­μό φινάλε.
Έχο­ντας για πρω­τα­γω­νί­στρια την — δυο φορές βρα­βευ­μέ­νη με Όσκαρ – Χίλα­ρι Σουάνκ, ο σενα­ριο­γρά­φος και σκη­νο­θέ­της Μάιλς Τζό­ρις – Πέι­ρα­φιτ θα κατα­φέ­ρει αρχι­κά να δώσει την αίσθη­ση της ται­νί­ας που βασί­ζε­ται σε αλη­θι­νά γεγο­νό­τα, κάτι που δεν ισχύ­ει – να βάλει τον θεα­τή στη δύσκο­λη ψυχο­σύν­θε­ση της ηρω­ί­δας του, με ρεα­λι­σμό, κινη­μα­το­γρα­φώ­ντας σαν να ακο­λου­θεί ένα ρεπορ­τάζ. Το δρα­μα­τι­κό κομ­μά­τι της ται­νί­ας και οι σχέ­σεις των χαρα­κτή­ρων είναι αρκού­ντως ικα­νο­ποι­η­τι­κό, καθώς έχουν το μεγα­λύ­τε­ρο ενδια­φέ­ρον στην ται­νία, αλλά θα εγκα­τα­λει­φθούν για τη μυστη­ριώ­δη και ολί­γον ανε­ξή­γη­τη υπό­θε­ση, ουσια­στι­κά γκρε­μί­ζο­ντας ό,τι έχτι­σε στο μεγα­λύ­τε­ρο μέρος της.

Μια δημο­σιο­γρά­φος, αλκο­ο­λι­κή, που έχει απο­ξε­νω­θεί με τον μικρό­τε­ρο, εθι­σμέ­νο στα ναρ­κω­τι­κά, γιο της και έχει μπλέ­ξει με τον υπό­κο­σμο, θα μάθει ότι αυτός έπε­σε νεκρός από έναν πυρο­βο­λι­σμό. Θέλο­ντας να μάθει τι έχει συμ­βεί θα συνερ­γα­στεί με τη σύντρο­φο του γιου του, που περι­μέ­νει παι­δί, αλλά θα μπλέ­ξουν με τον κόσμο του εγκλήματος.
Η δύσκο­λη σχέ­ση μετα­ξύ της μητέ­ρας και της συντρό­φου του γιου της είναι αυτή που έχει και το μεγα­λύ­τε­ρο ενδια­φέ­ρον στην ται­νία, ενώ το δρα­μα­τι­κό στοι­χείο, που στη­ρί­ζει η υπο­βλη­τι­κή παρου­σία της Σουάνκ, ξεχω­ρί­ζει εμφα­νώς, εν αντι­θέ­σει με το κομ­μά­τι της εξι­χνί­α­σης της υπό­θε­σης, που μοιά­ζει σαν βαρί­δι στο συνο­λι­κό αποτέλεσμα.
Από κει και πέρα, η σκη­νο­θε­σία του Μάιλς Τζό­ρις – Πέι­ρα­φιτ, παρό­τι δια­κρί­νε­ται για την προ­σπά­θεια εντυ­πω­σια­σμού, δια­θέ­τει ορι­σμέ­νες απο­τε­λε­σμα­τι­κές σκη­νές, που όμως τελι­κά μένουν ανα­ξιο­ποί­η­τες, ως παρεν­θέ­σεις σε μια ανα­με­νό­με­νη περιπέτεια.

Έτσι το μόνο που απο­μέ­νει είναι η παρου­σία της Χίλα­ρι Σουάνκ, ο επαγ­γελ­μα­τι­σμός της οποί­ας μπο­ρεί να ξεπε­ρά­σει τις όποιες παγί­δες, ενώ δεν περ­νά απα­ρα­τή­ρη­τη και η ερμη­νεία της Ολί­βια Κουκ.

Με λίγα λόγια … Μια δημο­σιο­γρά­φος μετά τη δολο­φο­νία του γιου της σχη­μα­τί­ζει μια απί­θα­νη συμ­μα­χία με την έγκυο κοπέ­λα του για να εντο­πί­σει τους υπεύ­θυ­νους για τον θάνα­τό του. Μαζί, αντι­με­τω­πί­ζουν έναν κόσμο ναρ­κω­τι­κών και διαφθοράς.

Η Αδελφότητα της Καπνιστής Σάουνας

(“Smoke Sauna Sisterhood”) Ντο­κι­μα­ντέρ, εσθο­νι­κής παρα­γω­γής (Savvusanna sõsarad) του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Άννα Χιντς.

Γυναι­κεί­ες εξο­μο­λο­γή­σεις στο εσθο­νι­κό καθαρ­τή­ριο, την παρα­δο­σια­κή καπνι­στή σάου­να, από την Άννα Χιντς, στο πρώ­το της μεγά­λου μήκους ντο­κι­μα­ντέρ, που κέρ­δι­σε το ειδι­κό βρα­βείο στο Σαντάνς και έχει πάρει το δρό­μο του για τα Όσκαρ.
Οι γυναί­κες ξεγυ­μνώ­νο­νται και ψυχο­λο­γι­κά, μιλούν για τα πάντα. Για όσα απα­σχο­λούν τη ζωή τους, από τα πιο αθώα, τα χαρι­τω­μέ­να και φτά­νο­ντας σε αυτά που τις βασα­νί­ζουν και τα πιο άγρια, σε έναν δύσκο­λο κόσμο, που παρα­μέ­νει εχθρι­κός για τις γυναί­κες. Μια γυναι­κεία αδελ­φό­τη­τα συνα­ντά­ται στην αχλή μιας παρα­δο­σια­κής ξύλι­νης σάου­νας, που περι­λαμ­βά­νε­ται στον κατά­λο­γο της Άυλης Πολι­τι­στι­κής Κλη­ρο­νο­μιάς της Unesco, στα βάθη ενός παρ­θέ­νου εσθο­νι­κού δάσους. Ανά­με­σα στον χρό­νο που περ­νά και τα τοπι­κά έθι­μα, οι γυναί­κες μοι­ρά­ζο­νται τις προ­σω­πι­κές εμπει­ρί­ες τους, τα μυστι­κά τους, μέσα σε μια ατμό­σφαι­ρα ζεστα­σιάς και συντρο­φι­κό­τη­τας. Το σκο­τά­δι, η θέρ­μη και γλυ­κά­δα της κάπνας στη σάου­να συντα­ράσ­σε­ται από γέλια, αλλά και δάκρια, καθώς οι γυναί­κες, όλων των ηλι­κιών, απε­λευ­θε­ρώ­νο­νται, εξα­γνί­ζο­νται και ξανα­βρί­σκουν τη δύνα­μή τους, για να αντι­με­τω­πί­σουν την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της ζωής.

Οι γυναί­κες βρί­σκουν το ασφα­λές λιμά­νι τους, ένα διά­λειμ­μα στον πατριαρ­χι­κό εφιάλ­τη, που πλέ­ον αντι­κα­τα­στά­θη­κε από τη σύγ­χρο­νη ζωή και τις ανθρω­πο­φά­γες απαι­τή­σεις του. Ένα μαγι­κό τόπο που επι­τρέ­πει στις γυναί­κες να ονει­ρεύ­ο­νται έναν κόσμο δια­φο­ρε­τι­κό. Γυρι­σμέ­νη σε διά­στη­μα πέντε χρό­νων, ο διευ­θυ­ντής φωτο­γρα­φί­ας Αντς Τάμικ, απο­τυ­πώ­νει θαυ­μα­στά και με μία ξεχω­ρι­στή οικειό­τη­τα, ένα τεκ­μή­ριο άυλης πολι­τι­στι­κής κλη­ρο­νο­μιάς, όπου κυριαρ­χούν η απλό­τη­τα, οι παρα­δο­σια­κές τελε­τουρ­γί­ες και η μαγευ­τι­κή ψαλμωδία.

Άλλω­στε, η Άννα Χιντς, με σημα­ντι­κό παρελ­θόν στη σύγ­χρο­νη τέχνη και την πει­ρα­μα­τι­κή παρα­δο­σια­κή μου­σι­κή, δια­θέ­τει βαθιές ρίζες στην κουλ­τού­ρα της νότιας Εσθο­νί­ας, αλλά και τη σοφία της Ινδί­ας, όπου βρί­σκε­ται το δεύ­τε­ρο σπί­τι της.

American Carnage

(“American Carnage”) Κωμω­δία τρό­μου, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2022, σε σκη­νο­θε­σία Ντιέ­γκο Χαλί­βις, με τους Τζέ­να Ορτέ­γκα, Άλεν Μαλ­ντο­νά­το, Χόρ­χε Λέντε­μποργκ, Έρικ Ντέιν κα.

Το μαύ­ρο χιού­μορ μιας κωμω­δί­ας τρό­μου πρέ­πει να έχει στό­χο και ο σχε­δόν άγνω­στος στην Ελλά­δα σκη­νο­θέ­της, Ντιέ­γκο Χαλί­βις, αν και πυρο­βο­λεί ακα­τά­παυ­στα, τις περισ­σό­τε­ρες φορές βρί­σκει αέρα. Πάντως, όταν βρί­σκει στό­χο η ται­νία του κερ­δί­ζει αρκε­τούς πόντους και χαρί­ζει το γέλιο.
Σε αυτή την χαμη­λού προ­ϋ­πο­λο­γι­σμού ται­νία, που ομο­λο­γου­μέ­νως ειδι­κά στην αρχή έχει την πλά­κα της, μέχρι να βυθι­στεί άτσα­λα στο horror, ξεχω­ρί­ζει η νεα­νι­κή ορμή, το ατα­κα­δό­ρι­κο σενά­ριο. Ειδι­κά όταν ρίχνει τα βέλη της στη ρατσι­στι­κή λευ­κή Αμε­ρι­κή, φωτο­γρα­φί­ζο­ντας κυρί­ως τον Ντό­ναλντ Τραμπ, απ’ τον οποίο και συγκε­κρι­μέ­να από τα δικά του λόγια σε προ­ε­κλο­γι­κή του ομι­λία, δανεί­στη­κε ο σκη­νο­θέ­της τον τίτλο της ταινίας.

Τα παι­διά των μετα­να­στών οδη­γού­νται στο κρα­τη­τή­ριο, όταν ο κυβερ­νή­της της πολι­τεί­ας δια­τάσ­σει τη σύλ­λη­ψή τους. Ο εισαγ­γε­λέ­ας, όμως, θα τους δώσει μία εναλ­λα­κτι­κή λύση για να γλυ­τώ­σουν τη φυλα­κή εάν εθε­λο­ντι­κά θα δου­λέ­ψουν σε έναν οίκο ευγη­ρί­ας. Εκεί, όμως κάτι δεν πάει καλά και θα βρε­θούν αντι­μέ­τω­ποι με σκο­τει­νές δυνάμεις.
Ο Χαλί­βις, ο οποί­ος έγρα­ψε το σενά­ριο με τον αδελ­φό του Χού­λιο Χαλί­βις, καθι­στά σαφές ότι το «αμε­ρι­κά­νι­κο όνει­ρο» δεν είναι για όλους και ειδι­κά για τους φτω­χούς νέους μετα­νά­στες που προ­σπα­θούν να δια­κρι­θούν στα πανε­πι­στή­μια, παρό­τι πρέ­πει να αντι­με­τω­πί­σουν προ­κα­τα­λή­ψεις, στε­ρε­ό­τυ­πα, ακό­μη και το χρώ­μα του δέρ­μα­τός τους.

Το νεα­νι­κό καστ, του οποί­ου ηγεί­ται η Τζέ­να Ορτέ­γκα, το χιού­μορ, η διά­θε­ση για πλά­κα, χωρίς σοβα­ρο­φά­νειες, πάνω στα στε­ρε­ό­τυ­πα του μέσου Αμε­ρι­κά­νου και ορι­σμέ­νες ατά­κες είναι στα θετι­κά της ται­νί­ας, η οποία όμως είναι εμφα­νώς προ­χει­ρο­φτιαγ­μέ­νη και όταν μπαί­νει στον κύκλο του τρό­μου, αλλά­ζει επί­πε­δο, με γρα­φι­κούς χαρα­κτή­ρες, αναί­τιο και χοντρο­κομ­μέ­νο σπλά­τερ και κλι­σέ, θυμί­ζο­ντας ται­νί­ες της σει­ράς και μάλι­στα δεύ­τε­ρης διαλογής.

Με λίγα λόγια … Τα παι­διά των μετα­να­στών οδη­γού­νται στο κρα­τη­τή­ριο, όταν ο συντη­ρη­τι­κός κυβερ­νή­της της πολι­τεί­ας εκδί­δει μια εκτε­λε­στι­κή δια­τα­γή σύλ­λη­ψής τους. Όμως, ο εισαγ­γε­λέ­ας θα τους δώσει μια εναλ­λα­κτι­κή λύση για να γλι­τώ­σουν τη φυλα­κή: όλες οι κατη­γο­ρί­ες ενα­ντί­ον τους θα κατα­πέ­σουν, εάν συναι­νέ­σουν στην παρο­χή βοή­θειας σε ηλι­κιω­μέ­νους που φιλο­ξε­νού­νται σε έναν οίκο ευγη­ρί­ας. Οι νεα­ροί και οι κοπέ­λες ανα­γκά­ζο­νται να συμ­φω­νή­σουν, αλλά σύντο­μα θα δια­πι­στώ­σουν πως κάτι δεν πάει καθό­λου καλά σ’ αυτό το παρά­ξε­νο γηρο­κο­μείο, όπου συμ­βαί­νουν σημεία και τέρατα…

The Marvels

(“The Marvels”) Περι­πέ­τεια φαντα­σί­ας, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Νία Ντα­Κό­στα, με τους Μπρι Λάρ­σον, Τεγιό­να Πάρις, Παρκ Σέο­τζουν, Ιμάν Βελά­νι, Τζουντ Λο, Σάμιου­ελ Τζάκ­σον κα.

Η Marvel ξανά στη μεγά­λη οθό­νη με την τελευ­ταία παρα­γω­γή της, προ­σπα­θώ­ντας να ανα­κό­ψει την κατη­φό­ρα που έχει πάρει το τελευ­ταίο διά­στη­μα, ενώ­νο­ντας τρεις υπε­ρη­ρω­ί­δες σε μια περι­πέ­τεια, που έχει γυναι­κείο άρω­μα και του­λά­χι­στον όχι εξα­ντλη­τι­κή διάρ­κεια, όπως μας έχει συνη­θί­σει η εταιρεία.
Εδώ, σε σκη­νο­θε­σία της νεα­ρής Νία Ντα­Κό­στα («Candyman») οι ιθύ­νο­ντες της Marvel, στή­νουν μία γυναι­κεία υπε­ρη­ρω­ι­κή περι­πέ­τεια, ένα στοι­χείο που ίσως να είναι και το καλύ­τε­ρο στην ται­νία, αλλά και αυτό θα μπο­ρού­σε να πει κανείς ότι υπο­νο­μεύ­ε­ται από το μέτριο σενά­ριο και τα στε­ρε­ό­τυ­πα που ακο­λου­θεί πλέ­ον το στούντιο.

Παρό­τι το απο­τέ­λε­σμα είναι καλύ­τε­ρο από πρό­σφα­τες παρα­γω­γές της Marvel, για μια ακό­μη φορά εύκο­λα παρα­τη­ρεί ακό­μη και ο θαυ­μα­στής των υπε­ρη­ρω­ι­κών περι­πε­τειών την κόπω­ση του δημιουρ­γι­κού τμή­μα­τος, τον περιο­ρι­σμό της έμπνευ­σης, τα κλι­σέ, που τεί­νουν να γίνουν δευ­τέ­ρα φύσις και ακό­μη ένα σενά­ριο που ανα­κυ­κλώ­νει ήρω­ες, ιδέ­ες, τα γνω­στά περι­πε­τειώ­δη μοτίβα.
Η περί­πλο­κη ιστο­ρία, ειδι­κά για τους αμύ­η­τους, θέλει την Κάρολ, δηλα­δή την Captain Marvel, να ενώ­νει τις δυνά­μεις της με τη θαυ­μά­στριά της, Ms. Marvel και την ανι­ψιά της Κάπτεν Μόνι­κα Ράμπο, για να σώσει το σύμπαν.

Μια ται­νία παρα­γε­μι­σμέ­νη από ειδι­κά εφέ και κλι­σέ, τη γνώ­ρι­μη χορο­γρα­φη­μέ­νη δρά­ση, χαρα­κτή­ρες χωρίς ιδιαί­τε­ρη δυνα­μι­κή και τα απα­ραί­τη­τα συστα­τι­κά για να στα­θούν έξω από το χαρ­τί, στη­ρί­ζε­ται στο υπερ­θέ­α­μα, στην ξανα­ζε­στα­μέ­νη συντα­γή – στην οποία τονί­ζε­ται η ομα­δι­κό­τη­τα και η γυναι­κεία απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα. Δηλα­δή, στο εντυ­πω­σια­κό περι­τύ­λιγ­μα, που κρύ­βει το ανά­λα­το προ­ϊ­όν, το οποίο για να χωνευ­τεί θέλει τόνους από ποπ­κόρν, ακό­μη και από τους φανα­τι­κούς θια­σώ­τες και κυρί­ως το νεα­νι­κό κοι­νό που απευθύνεται.

Με λίγα λόγια … H Κάρολ Ντέν­βερς (Captain Marvel) έχει επα­να­κτή­σει την ταυ­τό­τη­τά της από τους τυραν­νι­κούς Κρι και έχει πάρει και την εκδί­κη­σή της από την Υπέρ­τα­τη Νοη­μο­σύ­νη. Αλλά οι επι­πτώ­σεις των πρά­ξε­ων την έχουν φορ­τώ­σει με μεγά­λες ευθύ­νες. Όταν τα καθή­κο­ντα της την οδη­γούν σε μία ανω­μα­λία στο γαλα­ξία που συν­δέ­ε­ται με τους Κρι, οι δυνά­μεις της μπερ­δεύ­ο­νται με αυτές της μεγα­λύ­τε­ρης θαυ­μά­στρια της, Καμά­λα Καν, γνω­στής κι ως Ms. Marvel, αλλά και της ανι­ψιάς της, Κάπτεν Μόνι­κα Ράμπο. Αυτή η απρό­σμε­νη ομά­δα με το όνο­μα The Marvels, θα μάθει να δου­λεύ­ει μαζί, με στό­χο τη σωτη­ρία του σύμπαντος.

Προ­βάλ­λο­νται ακό­μη οι ταινίες:

Chinatown (1974) Ο Πολάν­σκι στην πιο δημιουρ­γι­κή στιγ­μή της ζωής του, έχο­ντας ένα καυ­τό σενά­ριο από τον σπου­δαίο Ρόμπερτ Τάου­νι, εφορ­μά προς την αμε­ρι­κά­νι­κη βιο­μη­χα­νία ονεί­ρων και τον άκρα­το καπι­τα­λι­σμό, την εγγε­νή δια­φθο­ρά και τη δια­στρο­φή του πλού­του, παρα­δί­δο­ντας το 1974 ένα από τα σημα­ντι­κό­τε­ρα φιλμ, όλων των επο­χών, ένα νουάρ στο οποίο οργιά­ζει ο Τζακ Νίκολ­σον και δίπλα του στέ­κε­ται υπέ­ρο­χα η Φέι Ντά­να­γου­εϊ αλλά και ο σαρ­δό­νιος Τζον Χιούστον.
Η ιστο­ρία, που βασί­ζε­ται σε ένα αλη­θι­νό σκάν­δα­λο που είχε σημειω­θεί τη δεκα­ε­τία του ‘30 στο Λος Άντζε­λες και που είχε να κάνει με την αρπα­γή φυσι­κών πόρων, γης και νερού, μια συνη­θι­σμέ­νη πρα­κτι­κή παρα­γω­γής πλού­του στην Αμερική.

Η ατά­κα του «ολι­γάρ­χη» διε­στραμ­μέ­νου ολι­γάρ­χη Τζον Χιού­στον «φυσι­κά και είμαι σεβα­στός. Πολι­τι­κοί, άσχη­μα κτί­ρια και πόρ­νες, όλοι γίνο­νται σεβα­στοί αν αντέ­ξουν για αρκε­τό χρο­νι­κό διά­στη­μα…» θα μπο­ρού­σε να συνο­ψί­σει αυτό τον ποτα­μό ιδε­ών, νοη­μά­των και συμπε­ρα­σμά­των για τους κρα­τού­ντες και το σύστη­μα δια­κυ­βέρ­νη­σης των ΗΠΑ.
Ο Πολάν­σκι, μαζί με τον Τάου­νι, δεν αφή­νει τίπο­τα όρθιο και μιλά­ει για όλα τα κακώς κεί­με­να στις ΗΠΑ. Την απλη­στία, ως βασι­κό εργα­λείο του οικο­νο­μι­κού συστή­μα­τος, τη δια­φθο­ρά των πολι­τι­κών και το σφι­χτό δέσι­μό τους με τους ολι­γάρ­χες και το έγκλη­μα, την ανυ­παρ­ξία δικαιο­σύ­νης, θεσμι­κής και μη, την κυριαρ­χία της δια­στρο­φής στην υψη­λή κοινωνία…

Ταυ­τό­χρο­να, όμως, ο Πολάν­σκι, σεβό­με­νος το νουάρ, στο οποίο διέ­πρε­ψαν θηρία του κινη­μα­το­γρά­φου, θα το υπη­ρε­τή­σει, με απί­στευ­τη μαε­στρία, φτά­νο­ντάς το σε κορυ­φαία επί­πε­δα. Και φυσι­κά ξεχω­ρι­στό είναι ακό­μη και το φινά­λε, καθώς εν αντι­θέ­σει με τον Τάου­νι, ο Πολάν­σκι προ­τί­μη­σε ένα τέλος που δεν είναι λυτρω­τι­κό, σε γεμί­ζει θλί­ψη και αφή­νει ερω­τη­μα­τι­κά, επη­ρε­α­σμέ­νος από τη δική του ψυχο­λο­γία, αλλά και συνά­μα προ­φη­τι­κό για όσα θα συμ­βούν τις επό­με­νες δεκα­ε­τί­ες στην Αμερική.

Ο Μικρός Νικό­λας: Τι Περι­μέ­νου­με για να Είμα­στε Ευτυ­χι­σμέ­νοι;
(“Le Petit Nicolas: Qu’est-ce qu’on Attend Pour Etre Heureux?”) Η γέν­νη­ση του αγα­πη­μέ­νου λογο­τε­χνι­κού ήρωα, του Μικρού Νικό­λα, σε παρα­δο­σια­κό, γλυ­κό και όμορ­φο, δισ­διά­στα­το κινού­με­νο σχέ­διο, από τους Αμα­ντίν Φρε­ντόν και Μπεν­ζα­μάν Μασούμπρ, σε γαλ­λι­κή παρα­γω­γή του 2022.

Με φόντο το Παρί­σι, κάπου ανά­με­σα στη Μον­μάρ­τη και το Σεν Ζερ­μέν, οι Ζαν-Ζακ Σεμπέ και Ρενέ Γκο­σι­νί σκαρ­φί­ζο­νται τον μικρό Νικό­λα, ένα γεμά­το ενέρ­γεια αγό­ρι που περ­νά­ει το χρό­νο του κάνο­ντας σκα­ντα­λιές, παί­ζο­ντας με τους φίλους του και παίρ­νο­ντας πολύ­τι­μα μαθή­μα­τα ζωής. Καθώς οι ιστο­ρί­ες του παίρ­νουν σάρ­κα και οστά, ο ήρω­ας τρυ­πώ­νει στο στού­ντιο των δημιουρ­γών του και μαθαί­νει τα πάντα για εκεί­νους. Η ται­νία προ­βάλ­λε­ται μετα­γλωτ­τι­σμέ­νη στα ελληνικά.

Ατέχνως info

Από 9 έως 15-Νοε
STUDIO new star art cinema:
Σπάρ­της και Σταυ­ρο­πού­λου 33 πλα­τεία Αμερικής
Τηλ 210–8640054  & 6932479731
Η ΑΙΘΟΥΣΑ ΚΛΙΜΑΤΙΖΕΤΑΙ

  • “CHINATOWN” του  Ρομάν Πολάν­σκι
  • «Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΙΚΟΛΑΣ: ΤΙ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ»
    • των Amandine Fredon, Benjamin Massoubre
    • ΜΕ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥΣ ΥΠΟΤΙΤΛΟΥΣ
  • FINGERNAILS” του  Χρή­στου Νίκου
  • « REDS»  του Γουό­ρεν Μπίτι
  • « ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΒΟΜΒΕΣ» του  Philippe Aractingi
  • “ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ” του Ρενέ Κλεμάν
  • “Ο ΝΟΝΟΣ” του ΦΡΑΝΣΙΣ — ΦΟΡΝΤ ΚΟΠΟΛΑ
  • “ΠΟΛΙΤΗΣ ΚΕΙΝ” του ΟΡΣΟΝ ΓΟΥΕΛΣ
  • “ARCADIA 1900 CHAMPAGNE D’ORIENT” του Κώστα Σπυ­ρό­που­λου
  • «ΜΠΛΕ ΚΑΦΤΑΝΙ» της ΜΑΡΙΑΜ ΤΟΥΖΑΝΙ
  • «ΜΗΔΕΙΑ» του  Δημή­τρη Αθανίτη
  • «TAKE A TRIP» του  Χρή­στου Ν. Καρακάση
  • ” ΚΟΣΜΙΚΟ ΑΝΑΤΟΜΕΙΟ” του  Βασί­λη Βαφέα

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο