Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ταινίες Πρώτης Προβολής: Ρεκόρ αφίξεων και εκπλήξεων

Με ρεκόρ αφί­ξε­ων υπο­δέ­χο­νται τα γρα­φεία δια­νο­μής τη θερι­νή περί­ο­δο, όσο και αν ο και­ρός δεν έχει απο­φα­σί­σει ακό­μη αν θα μπει στο πρό­ω­ρο και σύνη­θες ελλη­νι­κό καλο­καί­ρι. Χωρίς ιδιαί­τε­ρο προ­γραμ­μα­τι­σμό και λογι­κή ρίχνο­νται στην «αρέ­να» δώδε­κα ται­νί­ες, κάποιες απ’ τις οποί­ες θα πάνε αδι­καιο­λό­γη­τα άκλαυ­τες και κάποιες θα κόψουν χωρίς λόγο τον απα­ραί­τη­το χώρο στις ενδια­φέ­ρου­σες ται­νί­ες. Ευχά­ρι­στες εκπλή­ξεις από το δρα­μα­τι­κό «Επι­στρο­φή στη Σεούλ», την κωμω­δία μυστη­ρί­ου «Το Έγκλη­μά μου» και την πολε­μι­κή περι­πέ­τεια «Sisu». Σε επα­νέκ­δο­ση και το φημι­σμέ­νο κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κό έπος του Μπερ­το­λού­τσι «1900».

Επι­στρο­φή στη Σεούλ

(“Retour a Seoul”) Δρα­μα­τι­κή ται­νία, γαλ­λι­κής και καμπο­τζια­νής παρα­γω­γής του 2022, σε σκη­νο­θε­σία Ντέι­βι Τσου, με τους Τζι-Μιν Παρκ, Γκου­κα Χαν, Κουανγκ-ροκ Ο, Κιμ Σουν-γιούνγκ κα.

Από τις πλέ­ον βαθυ­στό­χα­στες και συνά­μα σπλα­χνι­κές ται­νί­ες της χρο­νιάς, για την ενη­λι­κί­ω­ση και την ανα­ζή­τη­ση της πραγ­μα­τι­κής ταυ­τό­τη­τας, από τον Γαλ­λο­κα­μπο­τζια­νό σκη­νο­θέ­τη Ντέι­βι Τσου. Ένα δρά­μα που σπά­ει τα κλι­σέ του είδους και εντυ­πω­σί­α­σε στην προ­βο­λή του στο τελευ­ταίο φεστι­βάλ Καν­νών, ενώ κέρ­δι­σε και τη Χρυ­σή Αθη­νά και προ­τά­θη­κε για το Διε­θνές Όσκαρ από την Καμπότζη.

Ο Ντέι­βι Τσου, σε αυτή τη δεύ­τε­ρή του ται­νία μεγά­λου μήκους, εμπνεύ­στη­κε το θέμα του από μία προ­σω­πι­κή εμπει­ρία που είχε με μία φίλη του, η οποία ταξί­δε­ψε το 2011 μαζί του για τα γυρί­σμα­τα της ται­νί­ας του «Diamond Island», ώστε να συνα­ντή­σει τον βιο­λο­γι­κό της πατέρα.

Μια 27χρονη Γαλ­λί­δα, ασια­τι­κής κατα­γω­γής, είναι ένα ακό­μη παι­δί απ’ αυτά που δόθη­καν για υιο­θε­σία σε δυτι­κούς ανά­δο­χους γονείς. Κρυ­φά από τη Γαλ­λί­δα μητέ­ρα της θα ταξι­δέ­ψει στη Νότια Κορέα για να συνα­ντή­σει τους βιο­λο­γι­κούς της γονείς, να τους γνω­ρί­σει, αλλά δεν έχει υπο­λο­γί­σει τη νομο­θε­σία της Νότιας Κορέ­ας πάνω σε αυτό το θέμα και θα βρε­θεί σε ένα ψυχο­λο­γι­κό αδιέξοδο.

Ο 40χρονος Τσου, φτιά­χνει ένα έξο­χο πορ­τρέ­το μιας νεα­ρής γυναί­κας, που ανα­ζη­τά την ταυ­τό­τη­τά της, βρί­σκε­ται διχα­σμέ­νη ανά­με­σα σε βίαια και πονε­τι­κά — και σίγου­ρα αντι­φα­τι­κά — συναι­σθή­μα­τα, προ­σπα­θώ­ντας να επι­πλεύ­σει σε άγνω­στα πελά­γη, σε άγρια κύμα­τα που σηκώ­νουν οι δύο εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κές κουλ­τού­ρες, δυο χωρών που δεν απέ­χουν μόνο χιλιά­δες μίλια μακριά αλλά και έτη φωτός στα ήθη, τις συμπε­ρι­φο­ρές και τα έθι­μά τους.

Μια ται­νία που απ’ τη μια, αγριεύ­ει και δεί­χνει αδυ­σώ­πη­τη και απ’ την άλλη, δια­θέ­τει μια γλυ­κιά μελαγ­χο­λία, καθώς η βιο­λο­γι­κή μητέ­ρα τής ηρω­ί­δας δεί­χνει σχε­δόν απρό­σι­τη και ψυχρή, ενώ ο κανο­νι­κός πατέ­ρας της ζει μέσα στις ενο­χές και στη θλί­ψη, βρί­σκει κου­ρά­γιο μόνο στο ποτό, για τη χαμέ­νη του κόρη.

Με περί­τε­χνη αφη­γη­μα­τι­κή ικα­νό­τη­τα και κινη­μα­το­γρα­φώ­ντας με ελκυ­στι­κά μου­ντά και σκο­τει­νά πλά­να, ται­ρια­στά με την ψυχο­λο­γία της ηρω­ί­δας του, ο Τσου ανα­δει­κνύ­ει το τερά­στιο χάσμα μετα­ξύ δυο ουσια­στι­κά ασυμ­βί­βα­στων ταυ­το­τή­των, αλλά και τις σκλη­ρές συνέ­πειες αυτής της προ­σπά­θειας κατα­νό­η­σής τους. Παράλ­λη­λα, όμως, υπάρ­χουν και κάποιες στιγ­μές ακα­τα­νό­η­τες μέσα στο στό­ρι, κομ­μά­τια του κεντρι­κού χαρα­κτή­ρα της ηρω­ί­δας παρα­μέ­νουν κλει­δω­μέ­να για τον θεα­τή. Κάτι που ορι­σμέ­νους θα τους εκνευ­ρί­σει και άλλους θα γοη­τέ­ψει ακό­μη περισ­σό­τε­ρο. Όπως και η ερμη­νεία της Τζι-Μιν Παρκ, που κατα­φέρ­νει να γίνει πει­στι­κή με τις ψυχο­λο­γι­κές μετα­πτώ­σεις της, το βαρύ συναι­σθη­μα­τι­κό φορ­τίο που πρέ­πει να σηκώσει.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Φρέ­ντι, μια νεα­ρή Γαλ­λί­δα ασια­τι­κής κατα­γω­γής, ταξι­δεύ­ει κρυ­φά από τη μητέ­ρα της στη Νότια Κορέα για να συνα­ντή­σει τους βιο­λο­γι­κούς γονείς της. Αυτό που δεν γνω­ρί­ζει είναι πως βάσει της νομο­θε­σί­ας, πρέ­πει να δώσουν και οι δύο τη συγκα­τά­θε­σή τους γι’ αυτή τη συνά­ντη­ση αλλιώς το ταξί­δι της δεν έχει νόημα.

Το έγκλη­μά μου

(“Mon Crime”) Κωμω­δία μυστη­ρί­ου, γαλ­λι­κής παρα­γω­γής του 2022, σε σκη­νο­θε­σία Φραν­σουά Οζόν, με τους Νάντια Τερε­σκί­ε­βιτς, Ρεμπέ­κα Μάρ­ντερ, Ιζα­μπέλ Ιπέρ, Ντά­νι Μπουμ, Φαμπρίς Λου­κι­νί, Αντρέ Ντι­σο­λιέ κα.

Επι­τέ­λους μια λαϊ­κή πνευ­μα­τώ­δης κωμω­δία εγκλή­μα­τος και μυστη­ρί­ου, γαλ­λι­κής φινέ­τσας και έξο­χων ερμη­νειών, που μας ταξι­δεύ­ει στο Παρί­σι της δεκα­ε­τί­ας του ’30, από τον ικα­νό­τα­το αλλά και άνι­σο Φραν­σουά Οζόν, που έχει βασι­στεί στο θεα­τρι­κό των Λουί Βερ­νέιγ και Ζορζ Μπερ. Ένα έργο που έχει μετα­φερ­θεί στη μεγά­λη οθό­νη, από τους Αμε­ρι­κά­νους δυο φορές, με σημα­ντι­κό­τε­ρη εκεί­νη του 1937 («Αλη­θι­νή Εξο­μο­λό­γη­ση»), με την Κάρολ Λομπάρντ και Φρεντ ΜακΜάρεϊ.

Μετά από το περ­σι­νό, όχι και τόσο πετυ­χη­μέ­νο φιλμ «Τα Πικρά Δάκρυα της Πέτρα φον Καντ», ο Γάλ­λος πολυ­γρα­φό­τα­τος σκη­νο­θέ­της κατα­πιά­νε­ται με την ανά­λα­φρη κωμω­δία επο­χής, κάτι που μπο­ρεί να χει­ρι­στεί απ’ ό,τι φαί­νε­ται με άνε­ση. Ακο­λου­θώ­ντας τα χνά­ρια των Ρενουάρ και Τρι­φό, αλλά και τον θαυ­μα­σμό του για την σκρού­μπολ αμε­ρι­κά­νι­κη κωμω­δία της δεκα­ε­τί­ας του ’30 και τον Έρνστ Λιού­μπιτς, θα θίξει ταυ­τό­χρο­να και με μία γερή στρώ­ση νεω­τε­ρι­κό­τη­τας τη γυναι­κεία χει­ρα­φέ­τη­ση, την ανα­ζή­τη­ση για ανε­ξαρ­τη­σία και τη μάχη ενά­ντια στην πατριαρχία.

Μια όμορ­φη, άφρα­γκη και ατά­λα­ντη ηθο­ποιός θα κατη­γο­ρη­θεί για τον φόνο ενός μεγά­λου παρα­γω­γού, όταν αυτός θα ζητή­σει σεξουα­λι­κά ανταλ­λάγ­μα­τα για να της δώσει ένα μικρό ρόλο. Με τη βοή­θεια της καλύ­τε­ρης φίλης της, μίας άπει­ρης και άνερ­γης δικη­γό­ρου, αλλά και την βοή­θεια του ανα­κρι­τή, θα αθω­ω­θεί, για αυτο­ά­μυ­να και θα γνω­ρί­σει τη φήμη και ευτυ­χι­σμέ­νες στιγ­μές, μέχρι που θα εμφα­νι­στεί μία έκπτω­τη σταρ που θα ανα­λά­βει την ευθύ­νη του εγκλήματος.

Κρα­τώ­ντας το πολι­τι­κό κοι­νω­νι­κό πλαί­σιο και ανα­συν­θέ­το­ντας εξαι­ρε­τι­κά την επο­χή, ο Οζόν στή­νει μια σπιν­θη­ρο­βό­λα κωμω­δία, που συμ­βα­δί­ζει με τα σύγ­χρο­να προ­βλή­μα­τα, αυτά της εξου­σί­ας και της πολι­τι­κής για την ισό­τη­τα των δυο φύλων.

Παρό­τι χρη­σι­μο­ποιεί παρω­χη­μέ­να υλι­κά, οι γρή­γο­ροι ρυθ­μοί, οι έξυ­πνοι και ζωντα­νοί διά­λο­γοι, το αιχ­μη­ρό πνεύ­μα του σενα­ρί­ου και το καλο­κουρ­δι­σμέ­νο μοντάζ, δίνουν μια ξεχω­ρι­στή ισορ­ρο­πία και φρε­σκά­δα στην ται­νία, ανα­γεν­νώ­ντας τη μεγά­λη παρά­δο­ση της μπουρ­λέσκ κωμωδίας.

Ακό­μη ένα δυνα­τό ατού της ται­νί­ας είναι και οι ερμη­νεί­ες, με τις Νάντια Τερε­σκί­ε­βιτς και Ρεμπέ­κα Μάρ­ντερ οι οποί­ες δένουν, κόβουν και ράβουν, μέσα σε ένα υπο­κρι­τι­κό ντε­λί­ριο, αλλά οι Λου­κι­νί, Ντι­σο­λιέ και βεβαί­ως, η Ιπέρ στον ρόλο της έκπτω­της σταρ, να προ­σφέ­ρουν μνή­μες ενός αθά­να­του σινεμά.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Στο Παρί­σι της δεκα­ε­τί­ας του ’30, μια όμορ­φη, νέα, άφρα­γκη κι ατά­λα­ντη ηθο­ποιός, κατη­γο­ρεί­ται για τη δολο­φο­νία ενός διά­ση­μου παρα­γω­γού. Με τη βοή­θεια της καλύ­τε­ρης της φίλης, μιας νεα­ρής άνερ­γης δικη­γό­ρου, αθω­ώ­νε­ται λόγω αυτο­ά­μυ­νας. Μία νέα ζωή με δόξα και φήμη ξεκι­νά­ει, μέχρι τη στιγ­μή που η αλή­θεια αποκαλύπτεται.

Ρέν­φιλντ

(“Renfield”) Κωμω­δία τρό­μου, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Κρις Μακ­Κέι, με τους Νίκο­λας Kέιτζ, Νίκο­λας Χουλτ, Οκα­ου­φί­να, Μπεν Σβαρτς, Τζέ­να Κάνελ, Μπρά­ντον Σκοτ κα.

Ο Νίκο­λας Κέιτζ, έγι­νε περισ­σό­τε­ρο συμπα­θής όταν άρχι­σε να παίρ­νει την κάτω βόλ­τα η καριέ­ρα του, σε αδιά­φο­ρες ή ανυ­πό­λη­πτες ται­νί­ες όλων των ειδών. Έπει­τα από τις δεκα­ε­τί­ες του ’80 και ’90 και σπου­δαί­ες ται­νί­ες όπως «Κάτω από τη Λάμ­ψη του Φεγ­γα­ριού», «Ατί­θα­ση Καρ­διά», «Αφή­νο­ντας το Λας Βέγκας» κλπ, ο Κέιτζ δίνει την αίσθη­ση με το πέρα­σμα του χρό­νου ότι θέλει να απο­δο­μή­σει την αξία του ως ηθο­ποιός, απο­στα­σιο­ποιεί­ται από την υστε­ρο­φη­μία και την κινη­μα­το­γρα­φι­κή βιο­μη­χα­νία. Αδι­κη­μέ­νος κατά­φω­ρα από το Χόλι­γουντ, με τα σκου­πί­δια, που του δίνουν πολ­λές φορές για να παί­ξει, ο Κέιτζ έχει πάντα στο βλέμ­μα του μία θλί­ψη, μια απο­ρία για τα όσα συμ­βαί­νουν δίπλα του. Θα μπο­ρού­σε στο πρό­σω­πό του να συνο­ψι­στεί και η πορεία του αμε­ρι­κά­νι­κου σινε­μά, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Εδώ, σε αυτή την κωμω­δία τρό­μου, πάνω στον γνω­στό — και εκσυγ­χρο­νι­σμέ­νο — μύθο του Δρά­κου­λα, όπου ο υπη­ρέ­της του Ρέν­φιλντ απο­φα­σί­ζει να απε­ξαρ­τη­θεί από τον αφέ­ντη του, λίγη σημα­σία έχει η αλλο­πρό­σαλ­λη ιστο­ρία, καθώς όλα τα λεφτά είναι η γκρο­τέ­σκα, αλλά και τρα­γι­κή ερμη­νεία του Κέιτζ. Με το γνώ­ρι­μο βαμ­μέ­νο μαλ­λί, τα μπό­τοξ και τα υπό­λοι­πα φτια­σι­δώ­μα­τα, ο ανι­ψιός του Κόπο­λα, δίνει τα ρέστα του, γκρε­μί­ζο­ντας θρύ­λους, εμβλη­μα­τι­κές ερμη­νεί­ες του παρελ­θό­ντος και την ίδια του την υπο­κρι­τι­κή υπό­στα­ση. Το μέτρο στην ται­νία φαί­νε­ται να κρα­τά ο ταλα­ντού­χος Χουλτ, αλλά μάλ­λον μας τρώ­ει χρό­νο από την παρου­σία του Κέιτζ και τα όσα ξεκαρ­δι­στι­κά συμ­βαί­νουν στην οθόνη.

Ο σκη­νο­θέ­της Κρις Μακ­Κέι, που έχει μία αξιο­πρό­σε­κτη πορεία στα animation («Λέγκο» κλπ) αλλά όχι και τόσο πετυ­χη­μέ­νη δια­δρο­μή στην περι­πέ­τεια φαντα­σί­ας, αφή­νει κατά μέρος τον τρό­μο ή την αγω­νία, για να δια­κω­μω­δή­σει τις ται­νί­ες τρό­μου με ήρωα τον Δρά­κου­λα, ενώ τα ποτά­μια αίμα­τος που ρίχνει με τους κου­βά­δες στην οθό­νη, μοιά­ζουν με τα κόκ­κι­να χρώ­μα­τα που ρίχνουν τα παι­διά σε ντι­ζαϊ­νά­τες πολυ­κα­τοι­κί­ες, ως μορ­φή αντί­δρα­σης στον τακτο­ποι­η­μέ­νο κόσμο μας. Εντά­ξει, υπάρ­χουν και οι δαί­μο­νες που πρέ­πει να αντι­με­τω­πί­σει ο Δρά­κου­λας-Κέιτζ, αλλά αυτοί μάλ­λον είναι ανί­κη­τοι ότι και να γίνει.

Εν ολί­γοις, μία ται­νία με μεγά­λες αδυ­να­μί­ες, αλλά αν την δεις απο­κλει­στι­κά ως παρω­δία των κωμω­διών τρό­μου, με γερές δόσεις σου­ρε­α­λι­σμού, μόνο τότε μπο­ρείς να δια­σκε­δά­σεις και να απο­λαύ­σεις την παρου­σία του Κέιτζ.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Ρέν­φιλντ, βοη­θός του Κόμη Δρά­κου­λα, ανα­γκά­ζε­ται να προ­μη­θεύ­ει με θηρά­μα­τα τον κύριό του και να του προ­σφέ­ρει ό,τι ζητή­σει, ανε­ξάρ­τη­τα από το πόσο ευτε­λές είναι. Αλλά τώρα, μετά από αιώ­νες σκλα­βιάς, ο Ρέν­φιλντ είναι έτοι­μος να δει αν υπάρ­χει ζωή έξω από τη σκιά του Άρχο­ντα του Σκότους…

Sisu

(“Sisu”) Πολε­μι­κή περι­πέ­τεια, φιν­λαν­δι­κής παρα­γω­γής του 2022, σε σκη­νο­θε­σία Γιαλ­μά­ρι Χελά­ντερ, με τους Γιόρ­μα Τομί­λα, Ακσελ Χένι, Τζακ Ντού­λαν κα.

Απο­λαυ­στι­κή, ακραί­ας βιαιό­τη­τας, πολε­μι­κή περι­πέ­τεια, που μπαί­νει στα καλού­πια των σπαγ­γέ­τι γου­έ­στερν και απο­δί­δει δικαιο­σύ­νη, απέ­να­ντι σε όλους αυτούς που κλέ­βουν τη ζωή των απλών ανθρώ­πων, βάζο­ντας στο στό­χα­στρο, το από­λυ­το κακό της σύγ­χρο­νης ιστο­ρί­ας μας, τους Γερ­μα­νούς ναζί.

Μια τρα­χιά, μες τη λασπου­ριά, περι­πέ­τεια, της οποί­ας το σενά­ριο χωρά­ει σε δυο κόλ­λες χαρ­τί, αλλά η αφη­γη­μα­τι­κή της δύνα­μη για τη χαλύ­βδι­νη απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα του ήρωα — ο τίτλος, που δεν εξη­γεί­ται ακρι­βώς, παρα­πέ­μπει στην απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα — να τιμω­ρή­σει μια διμοι­ρία των ναζί και τον βάρ­βα­ρο επι­κε­φα­λής τους, παρό­τι δεν έχει κάποια ιδε­ο­λο­γι­κή ή ηθι­κή αφε­τη­ρία (πχ αντιστασιακός).

Ένας από­στρα­τος αξιω­μα­τι­κός, που έχει χάσει τη γυναί­κα του, έπει­τα από πολ­λές προ­σπά­θειες θα βρει το 1944 μία γερή φλέ­βα χρυ­σού στην ερη­μιά της Λαπω­νί­ας, όπου ζει παρέα με τον σκύ­λο του. Στη διάρ­κεια της δύσκο­λης πορεί­ας του προς την κοντι­νό­τε­ρη πόλη για να μετα­φέ­ρει τον χρυ­σό του, θα βρε­θεί μπρο­στά σε μια γερ­μα­νι­κή διμοι­ρία της Βέρ­μαχτ, που έχει διοι­κη­τή έναν βάρ­βα­ρο αξιω­μα­τι­κό των SS, οι οποί­οι υπο­χω­ρώ­ντας κατα­στρέ­φουν ό,τι υπάρ­χει στο διά­βα τους και αιχ­μα­λω­τί­ζουν γυναί­κες. Όταν ανα­κα­λύ­ψουν τον χρυ­σό του, θα τον αρπά­ξουν και θα σκο­τώ­σουν το αγα­πη­μέ­νο σκύ­λο του, νομί­ζο­ντας ότι έχουν ξεμπερ­δέ­ψει μαζί του. Μεγά­λο λάθος…

Ο Φιλαν­δός σκη­νο­θέ­της Γιαλ­μά­ρι Χελά­ντερ, με έφε­ση στην περι­πέ­τεια και τον τρό­μο, με το τρί­το του αυτό φιλμ, παρα­πέ­μπει στα καλύ­τε­ρα των βίαιων γου­έ­στερν (Πέκιν­πα, Ντον Σίγκελ, Κλιντ Ίστ­γουντ και γενι­κό­τε­ρα στο πνεύ­μα των σπαγ­γέ­τι), στο «Ράμπο Πρώ­το Αίμα», αφη­γη­μα­τι­κά, αλλά και στον τελευ­ταί­ας κοπής Κου­έ­ντιν Ταρα­ντί­νο («Άδο­ξοι Μπά­σταρ­δοι»), αλλά όχι ως καλό αντί­γρα­φο, αλλά ως ανα­νέ­ω­ση ενός κινη­μα­το­γρά­φου, που γοη­τεύ­ει και ταυ­τό­χρο­να μπο­ρεί να βρε­θεί στον μαυ­ρο­πί­να­κα της πολι­τι­κής ορθότητας.

Μέσα σε μόλις 90 λεπτά και σχε­δόν ανύ­παρ­κτους δια­λό­γους, ο Χελά­ντερ θα δια­κρι­θεί για τη φαντα­σία του και τους τρό­πους που ξεπα­στρεύ­ει τους Γερ­μα­νούς, ενώ ταυ­τό­χρο­να ανα­δει­κνύ­ει και την αγριό­τη­τα του έρη­μου τοπί­ου, της βαρ­βα­ρό­τη­τας των ναζί, αλλά και αλλη­γο­ρι­κά μιλώ­ντας για όλους τους άρπα­γες των εθνι­κών πόρων. Στέλ­νει ένα μήνυ­μα, για αντί­στα­ση με κάθε τρό­πο, που μπο­ρεί να παρε­ξη­γη­θεί και ως εθνι­κι­στι­κό, αλλά εδώ που έχου­με φτά­σει, οι ιδε­ο­λο­γι­κές απο­χρώ­σεις πρέ­πει να κάνουν στην άκρη απέ­να­ντι στο έρε­βος του μίσους, της κατα­στρο­φής των ζωών.

Ταυ­τό­χρο­να, όμως, το «Sisu» είναι και μία χορ­τα­στι­κή αιμα­τη­ρή περι­πέ­τεια, ορι­σμέ­νες φορές απί­στευ­τα δια­σκε­δα­στι­κή, στα όρια του σου­ρε­α­λι­σμού, χωρίς να φοβά­ται τον μονο­διά­στα­το χαρα­κτή­ρα των «κακών» και την αλε­ξί­σφαι­ρη, αλλά και ατρό­μη­τη φιγού­ρα του ήρωά του.

Ο Γιόρ­μα Τομί­λα, στον ρόλο του πετρω­μέ­νου εξο­λο­θρευ­τή, είναι εντυ­πω­σια­κός και αρκού­ντως τρο­μα­χτι­κός, ενώ ικα­νο­ποι­η­τι­κές είναι και οι ερμη­νεί­ες του υπό­λοι­που καστ.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Όταν ένας από­στρα­τος αξιω­μα­τι­κός ανα­κα­λύ­πτει χρυ­σά­φι στην ερη­μιά τής Λαπω­νί­ας, προ­σπα­θεί να μετα­φέ­ρει τον θησαυ­ρό του στην πόλη, αλλά βρί­σκει μπρο­στά του στρα­τιώ­τες των ναζί, με επι­κε­φα­λής έναν βάρ­βα­ρο αξιω­μα­τι­κό των SS.

Ας Ξημε­ρώ­σει Ειρήνη

(“Let It Be Morning”) Δρα­μα­τι­κή κωμω­δία, παλαι­στι­νια­κής και ισραη­λί­τι­κης παρα­γω­γής του 2021, σε σκη­νο­θε­σία Εράν Κολί­ριν, με τους Άλεξ Μπα­κρί, Τζού­να Σου­λεϊ­μάν, Σαλίμ Ντο, Εχάμπ Σαλα­μί κα.

Αν και ιδω­μέ­νη μέσα από τα μάτια ενός Ισραη­λι­νού σκη­νο­θέ­τη, του πολυ­βρα­βευ­μέ­νου Εράν Κολί­ριν, η πολιορ­κία των Παλαι­στι­νί­ων από το Ισρα­ήλ επα­νέρ­χε­ται στη μεγά­λη οθό­νη και μάλι­στα αρκού­ντως απο­τε­λε­σμα­τι­κά. Αυτή η ντρο­πή του 20ου και 21ου αιώ­να συνε­χί­ζε­ται και δίνει την ευκαι­ρία στον Κολι­ρίν να μιλή­σει για τα τεί­χη που υψώ­νουν οι πολι­τι­κοί της χώρας του, αλλά και για αυτά που πρέ­πει να ενώ­σουν τους ανθρώ­πους, όσο και αν μπαί­νουν προ­σκόμ­μα­τα απ’ όλες τις πλευ­ρές, ακό­μη και από τον διε­θνή παράγοντα.

Χαρα­κτη­ρι­στι­κό που κατα­δει­κνύ­ει το αδιέ­ξο­δο, απο­τε­λεί και το συμ­βάν ότι οι ηθο­ποιοί (στην πλειο­νό­τη­τά τους Παλαι­στί­νιοι) απο­χώ­ρη­σαν από το Φεστι­βάλ των Καν­νών όταν έμα­θαν ότι η ται­νία θα προ­βλη­θεί ως Ισραηλιτική.

Ο Κολί­ριν, βασι­σμέ­νος στο ομώ­νυ­μο βιβλίο του Παλαι­στί­νιου συγ­γρα­φέα Σαγιέντ Κασούα, θέλει τον ήρωά του Σάμι, που ζει ευκα­τά­στα­τος στην Ιερου­σα­λήμ, μαζί με τη σύζυ­γό του και το παι­δί του, να πηγαί­νει στον γάμο του αδελ­φού του που θα γίνει στο παλαι­στι­νια­κό χωριό που γεν­νή­θη­κε. Αφού ολο­κλη­ρώ­νε­ται ο γάμος και συνε­χί­ζε­ται το γλέ­ντι, ο Σάμι θα βρε­θεί μαζί με τους προ­σκα­λε­σμέ­νους, εγκλω­βι­σμέ­νος από τις Ισραη­λι­νές δυνά­μεις που περι­κυ­κλώ­νουν το χωριό.

Το φιλμ ανα­δει­κνύ­ει τα απάν­θρω­πα περιο­ρι­στι­κά μέτρα, αλλά κυρί­ως τη συναι­σθη­μα­τι­κή φόρ­τι­ση που προ­κα­λούν σε ανθρώ­πους, οι οποί­οι απλώς θέλουν να ζήσουν μια ήσυ­χη ζωή.

Με ανά­λα­φρο τρό­πο και κεφά­τες στιγ­μές, ο Κολί­ριν φτιά­χνει μια εξαι­ρε­τι­κά ενδια­φέ­ρου­σα πινα­κο­θή­κη χαρα­κτή­ρων, εστιά­ζει στα ουσιώ­δη, μπαί­νει στο πρό­βλη­μα της Παλαι­στί­νης, αλλά και της ξεχα­σμέ­νης ταυ­τό­τη­τας του ήρωά του. Επι­πλέ­ον, ο προ­βλη­μα­τι­σμός του εισχω­ρεί στις ταξι­κές δια­φο­ρές και στην αντι­πα­ρά­θε­ση μετα­ξύ εκεί­νων που λένε ότι πρέ­πει να σκύ­ψουν το κεφά­λι και αυτών που υπο­στη­ρί­ζουν ότι πρέ­πει να πάρουν τα όπλα. Και λογι­κά ο σκη­νο­θέ­της βρί­σκε­ται και ανά­με­σα σε δια­σταυ­ρού­με­να πυρά, αφού πέρα από αυτά που ενώ­νουν τους ανθρώ­πους, υπάρ­χουν και αυτά που τους χωρί­ζουν και είναι αδυσώπητα.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Σάμι ζει στην Ιερου­σα­λήμ με τη σύζυ­γο και το παι­δί του. Η πρό­σκλη­ση για τον γάμο του αδελ­φού του τον ανα­γκά­ζει να επι­στρέ­ψει στο παλαι­στι­νια­κό χωριό όπου και γεν­νή­θη­κε. Αφού ολο­κλη­ρώ­νε­ται ο γάμος και δίχως κάποια εξή­γη­ση, οι ισραη­λι­νές δυνά­μεις περι­κυ­κλώ­νουν το χωριό. Αυτό που θα ακο­λου­θή­σει είναι ένας χάος, με τον Σάμι να βλέ­πει να καταρ­ρέ­ουν τα πάντα γύρω του.

Τηλε­φώ­νη­σε στη Τζέιν

(“Call Jane”) Δρα­μα­τι­κή ται­νία, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής 2022, σε σκη­νο­θε­σία Φίλις Νάγκι, με τους Ελί­ζα­μπεθ Μπανκς, Σιγκούρ­νεϊ Γουί­βερ, Κρις Μεσί­να κα.

Το ζήτη­μα της άμβλω­σης επα­νήρ­θε στις ΗΠΑ πέρ­σι, έπει­τα από από­φα­ση του Ανώ­τα­του Δικα­στη­ρί­ου που καταρ­γεί κάθε δικαί­ω­μα στη νόμι­μη δια­κο­πή εγκυ­μο­σύ­νης, κάτι που χαρα­κτη­ρί­στη­κε ως επι­στρο­φή σε επο­χές σκο­τα­δι­σμού. Οι Δημο­κρα­τι­κοί έκα­ναν «σημαία» τους το θέμα, για ψηφο­θη­ρι­κούς λόγους, όπως τους κατηγόρησαν.

Την ίδια επο­χή, σχε­δόν άμε­σα, ίσως και πριν την από­φα­ση του Ανώ­τα­του Δικα­στη­ρί­ου, η σενα­ριο­γρά­φος του «Carol» θα ξεκι­νή­σει τα γυρί­σμα­τα της δεύ­τε­ρης μεγά­λου μήκους ται­νί­ας της. Θα επα­να­φέ­ρει το ζήτη­μα, πιά­νο­ντας το νήμα από το μακρι­νό 1968, όταν ακό­μη ήταν παρά­νο­μες οι αμβλώ­σεις, σε ένα τακτο­ποι­η­μέ­νο αλλά συμ­βα­τι­κό και αρκε­τά αμε­ρι­κά­νι­κο δράμα.

Το στό­ρι θέλει την Τζόι, που ζει ευτυ­χι­σμέ­νη στα προ­ά­στια του Σικά­γο, με τον σύζυ­γό της και την πανέ­ξυ­πνη έφη­βη κόρη της να μπαί­νει σε μία περι­πέ­τεια καθώς η πολυα­να­με­νό­με­νη εγκυ­μο­σύ­νη της απο­δει­κνύ­ε­ται επι­κίν­δυ­νη για τη ζωή της, λόγω ενός καρ­δια­κού προ­βλή­μα­τος. Η Τζόι, μαζί με τον σύζυ­γό της θα ζητή­σουν τη νόμι­μη δια­κο­πή της εγκυ­μο­σύ­νης, αλλά το συμ­βού­λιο των για­τρών απο­φαί­νε­ται αρνη­τι­κά και η Τζόι απελ­πι­σμέ­νη θα ανα­κα­λύ­ψει τυχαία την «Τζέιν», μία οργά­νω­ση γυναι­κών που βοη­θά γυναί­κες που έχουν παρό­μοια προβλήματα.

Όπως εύκο­λα γίνε­ται αντι­λη­πτό, το θέμα είναι αρκού­ντως αμε­ρι­κά­νι­κο — και μόνο που ο λόγος της άμβλω­σης οφεί­λε­ται σε ένα σοβα­ρό πρό­βλη­μα υγεί­ας και όχι σε μία από­φα­ση της γυναί­κας για τον εαυ­τό της, είναι φανε­ρό ότι η ται­νία θέλει να θίξει το θέμα, αλλά έχο­ντας μία πρό­φα­ση που θα καλύ­πτει κυρί­ως τον ευκα­τά­στα­το μέσο Αμερικάνο.

Το φιλμ ξετυ­λί­γει την ιστο­ρία μέσα από τη νοσταλ­γι­κή επο­χή του 1968, ορι­σμέ­νες περιο­ρι­σμέ­νες ανα­φο­ρές για τους χίπις και την εξέ­γερ­ση των νέων — χωρίς να ανα­φέ­ρε­ται ουσια­στι­κά ο λόγος του πολέ­μου στο Βιετ­νάμ — , φέρ­νει περισ­σό­τε­ρο προς μια δρα­με­ντί παρά ενός καθα­ρού δρά­μα­τος, ενώ φαί­νε­ται ανα­γκαία και η χρη­σι­μο­ποί­η­ση πολ­λών γνω­στών τρα­γου­διών της επο­χής, θέλο­ντας να φορ­τί­σει συγκι­νη­σια­κά το κοινό.

Ακό­μη και από το «προ­ο­δευ­τι­κό Χόλι­γουντ» ίσως να περι­μέ­να­με κάτι περισ­σό­τε­ρο αιχ­μη­ρό — αρκεί να θυμη­θού­με το οσκα­ρι­κό «Πρά­σι­νο Βιβλίο» που είδα­με πριν από μερι­κά χρό­νια για να γίνουν οι συγκρί­σεις — αλλά η Νάγκι ξέχα­σε την όποια τόλ­μη της στο σπί­τι και άφη­σε την Σιγκούρ­νι Γουί­βερ να βγά­λει το φίδι από την τρύ­πα, αλλά μάταια. Δίχως ιδιαί­τε­ρες απαι­τή­σεις και η ερμη­νεία της Ελί­ζα­μπεθ Μπανκς, όπως και του υπό­λοι­που καστ.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Στα ’60s η άμβλω­ση απα­γο­ρευό­ταν σε όλες τις πολι­τεί­ες των ΗΠΑ. Μια ομά­δα γυναι­κών ενώ­θη­καν και εξα­σφά­λι­σαν στα κρυ­φά αμβλώ­σεις σε περί­που 12.000 γυναίκες.

To Kαλύ­τε­ρο Παι­χνί­δι του Κόσμου

(“Le Nouveau Jouet”) Κωμω­δία, γαλ­λι­κής παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Τζέιμς Χουτ, με τους Ζαμέλ Ντε­μπούζ, Ντα­νιέλ Οτέιγ, Σιμόν Φαλιού, Αλίς Μπε­λαϊ­ντί, Άννα Σερ­βίν­κα κα.

Ο Ζαμέλ Ντε­μπούζ, η «μού­ρη» που έπαι­ζε τον αρχι­τέ­κτο­να στην ται­νία «Αστε­ρίξ και Οβε­λίξ: Επι­χεί­ρη­ση Κλε­ο­πά­τρα» — είναι ο βασι­κός λόγος να δει κάποιος αυτή την γαλ­λι­κή, ευρεί­ας κατα­νά­λω­σης, κωμω­δία, με κοι­νω­νι­κές ανα­φο­ρές και κάποιες ξεκαρ­δι­στι­κές σκηνές.

Πρό­κει­ται για το ριμέικ της καλής κωμω­δί­ας του Φραν­σίς Βεμπέρ «Ο Ξαν­θός Χαζο­χα­ρού­με­νος», που το 1982 είχε ξανα­γυ­ρί­σει στο Χόλι­γουντ ο Ρίτσαρντ Ντό­νερ, με τον Ρίτσαρντ Πράιορ.

Χαρι­τω­μέ­νη οικο­γε­νεια­κή κωμω­δία που όμως εξα­ντλεί γρή­γο­ρα το ενδια­φέ­ρον της και δεν απο­φεύ­γει το ανα­με­νό­με­νο συγκι­νη­τι­κό φινά­λε, όπου ο πλού­τος αγκα­λιά­ζει τη φτώ­χεια και η φτώ­χεια αντα­πο­δί­δει με τον ανθρω­πι­σμό της…

Ο Σάμι, ένας φτω­χός πρα­μα­τευ­τής, ανα­λαμ­βά­νει απρό­θυ­μα ως νυχτο­φύ­λα­κας σε ένα πολυ­κα­τά­στη­μα με είδη πολυ­τε­λεί­ας. Ο Φιλίπ είναι ο πλου­σιό­τε­ρος άνθρω­πος στη Γαλ­λία. Ψυχρός, αναί­σθη­τος, από τότε που πέθα­νε η σύζυ­γός του, είναι αφο­σιω­μέ­νος εξο­λο­κλή­ρου στην επι­χεί­ρη­σή του. Ο Αλε­ξά­ντρ ‑ο μονα­χο­γιός του — κρα­τά τον πατέ­ρα του σε από­στα­ση, και συμπε­ρι­φέ­ρε­ται ως γνή­σιο κακο­μα­θη­μέ­νο πλου­σιό­παι­δο. Για τα γενέ­θλιά του γιου του, ο Φιλίπ ανοί­γει το τμή­μα παι­χνι­διών του κατα­στή­μα­τος όπου εργά­ζε­ται ο Σαμί, λέγο­ντας στον Αλε­ξά­ντρ ότι μπο­ρεί να πάρει ό,τι θέλει. Ο Αλε­ξά­ντρ επι­λέ­γει… τον Σαμί.

Τα αστεία όσο περ­νά η ώρα χλο­μιά­ζουν, η φάρ­σα παίρ­νει κεφά­λι από τον σαρ­κα­σμό και τα πυρα­κτω­μέ­να σχό­λια για την άρχου­σα τάξη, που είχε το πρω­τό­τυ­πο και το κέφι αρχί­ζει να αγκο­μα­χά και ειδι­κά, μετά την αρχι­κή απρό­σμε­νη συνύ­παρ­ξη του μελα­ψού φτω­χο­διά­βο­λου Ντε­μπούζ και του νεα­ρού πάμπλου­του και πριν μπουν τα σοβα­ρά για τις ταξι­κές δια­φο­ρές, τα συναι­σθη­μα­τι­κά προ­βλή­μα­τα των πλου­σί­ων, που είναι πολύ σοβα­ρό­τε­ρα από εκεί­να των φτωχών.

Ο Ζαμέλ Ντε­μπούζ ανε­βο­κα­τε­βά­ζει τον κωμι­κό τόνο, ως ανθρώ­πι­νο παι­χνί­δι, που μπο­ρεί και να δια­παι­δα­γω­γή­σει τον νεα­ρό ιδιο­κτή­τη του, ενώ ο Ντα­νιέλ Οτέιγ, αν και δεί­χνει απο­στα­σιο­ποι­η­μέ­νος, είναι πάντα εκεί με την επι­βλη­τι­κή παρου­σία του.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Σαμί για να καλύ­ψει τις ανά­γκες της οικο­γέ­νειας του ανα­λαμ­βά­νει δου­λειά ως νυχτο­φύ­λα­κας, σε ένα πολυ­κα­τά­στη­μα με είδη πολυ­τε­λεί­ας που ανή­κει στον Φιλίπ, τον πλου­σιό­τε­ρο άνθρω­πο στη Γαλ­λία. Στα γενέ­θλια του κακο­μα­θη­μέ­νου γιου του, θα ανοί­ξει το τμή­μα παι­χνι­διών του πολυ­κα­τα­στή­μα­τος για να πάρει όποιο παι­χνί­δι θέλει. Ο γιος του θα δια­λέ­ξει τον Σάμι…

Προ­βάλ­λο­νται ακό­μη οι ταινίες:

Αγά­πη Ξανά

(“Love Again”) Αμε­ρι­κά­νι­κη αισθη­μα­τι­κή κομε­ντί του 2023 και σε σκη­νο­θε­σία Τζέιμς Στρας, με μονα­δι­κό εφό­διο το κινη­μα­το­γρα­φι­κό ντε­μπού­το της Σελίν Ντιόν. Γλυ­κε­ρή ται­νία, που είχε προ­γραμ­μα­τι­στεί για τη γιορ­τή του Αγί­ου Βαλε­ντί­νου — με ό,τι σημαί­νει αυτό — και θα μπο­ρού­σε να είναι παρα­γω­γής μίας σοκο­λα­το­βιο­μη­χα­νί­ας. Μια νεα­ρή κοπέ­λα που πεν­θεί την απώ­λεια του αρρα­βω­νια­στι­κού της, συνε­χί­ζει να του στέλ­νει μηνύ­μα­τα στο κινη­τό του για­τί της λεί­πει. Εκεί­νο που αγνο­εί, όμως, είναι πως ο αριθ­μός έχει μετα­φερ­θεί σε έναν άλλο λογα­ρια­σμό, ο οποί­ος ανή­κει σε έναν δημο­σιο­γρά­φο. Με τη βοή­θεια της Σελίν Ντιόν θα προ­σπα­θή­σει να την βρει. Πρω­τα­γω­νι­στούν οι Σαμ Χιού­αν και Πρι­γιάν­κα Τσόπρα.

Υπνω­τι­στές

(“Hypnotic”) Αστυ­νο­μι­κή ται­νία μυστη­ρί­ου, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2023, που υπο­γρά­φει ο Ρόμπερτ Ροντρί­γκεζ («Ελ Μαριά­τσι», «Αμαρ­τω­λή Πόλη») και πρω­τα­γω­νι­στεί ο Μπεν Άφλεκ. Εντυ­πω­σια­κή δρά­ση και ανε­ξή­γη­τα μετα­φυ­σι­κά μυστή­ρια συν­δέ­ο­νται, όταν ένας ντε­τέ­κτιβ, απο­φα­σι­σμέ­νος να βρει την εξα­φα­νι­σμέ­νη του κόρη, θα βρε­θεί εγκλω­βι­σμέ­νος σε μια σει­ρά απί­στευ­των γεγο­νό­των, ενώ παράλ­λη­λα ερευ­νά και περί­ερ­γες ληστεί­ες τρα­πε­ζών. Με τη βοή­θεια μιας μέντιουμ, κατα­διώ­κει και κατα­διώ­κε­ται από έναν φονιά, τον μονα­δι­κό άνθρω­πο που κρα­τά το κλει­δί για την εύρε­ση του χαμέ­νου του κορι­τσιού. Παί­ζουν ακό­μη οι Άλις Μπρά­γκα, Γουί­λιαμ Φίκτ­νερ, Τζέι­Ντι Μπάρ­ντο κα.

Γουί­νι το Αρκου­δά­κι: Αίμα και Μέλι

(“Winnie the Pooh: Blood and Honey”) Ται­νία τρό­μου, βρε­τα­νι­κής παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Ρις Φρέικ Γουό­τερ­φιλντ. Πρό­χει­ρη παρα­γω­γή, που δια­ψεύ­δει γρή­γο­ρα τις όποιες προσ­δο­κί­ες, παρά την αρχι­κή έξυ­πνη ιδέα, να μετα­τρέ­ψει σε αιμα­το­βαμ­μέ­νη ται­νία τρό­μου το κλα­σι­κό παρα­μύ­θι. Η ατσα­λο­σύ­νη δίνει και παίρ­νει, πολ­λές σκη­νές μοιά­ζουν εντε­λώς ερα­σι­τε­χνι­κές, ενώ από ένα σημείο και μετά επι­κρα­τεί το χάος. Ο Γουί­νι το Αρκου­δά­κι και το Γου­ρου­νά­κι, ξεμέ­νουν μόνοι τους όταν ο Κρί­στο­φερ τους αφή­νει για να πάει στο κολέ­γιο. Για να επι­βιώ­σουν σύντο­μα αγριεύ­ουν και βρί­σκουν μια νέα πηγή τρο­φής, το αίμα, το οποίο τους δημιουρ­γεί μια ακό­ρε­στη λαχτάρα…

1900

(“Novecento”) Το φημι­σμέ­νο κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κό κινη­μα­το­γρα­φι­κό έπος του Μπερ­νάρ­ντο Μπερ­το­λού­τσι σε επα­νέκ­δο­ση (όλο μαζί και σε δυο μέρη) στο Studio. Το 1976 ο Μπερ­το­λού­τσι, έχο­ντας συγκε­ντρώ­σει μια πλειά­δα σπου­δαί­ων ηθο­ποιών, θα παρα­δώ­σει το εξαι­ρε­τι­κό κοι­νω­νι­κό του δρά­μα, διάρ­κειας 5 ωρών, που αφη­γεί­ται τις πρώ­τες πέντε δεκα­ε­τί­ες του 20ου αιώ­να, της ιτα­λι­κής αγρο­τι­κής τάξης, με επί­κε­ντρο τη μεγά­λη πεδι­νή περιο­χή της Εμί­λια στην Ιτα­λία και κεντρι­κούς ήρω­ες δυο νέους, που γεν­νή­θη­καν την πρω­το­χρο­νιά του 1900, τον γιο ενός τσι­φλι­κά και το παι­δί ενός κολί­γα. Δυο φίλων, που η ταξι­κή δια­φο­ρά θα τους απο­μα­κρύ­νει και θα τους φέρει τελι­κά αντι­μέ­τω­πους. Πρω­τα­γω­νι­στούν Ζεράρ Ντε­παρ­ντιέ, Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Μπαρτ Λάν­κα­στερ, Ντο­μι­νίκ Σαντά, Στε­φα­νία Σαντρέ­λι, Ντό­ναλντ Σάδερ­λαντ, Αλί­ντα Βάλι, ενώ η εντυ­πω­σια­κή φωτο­γρα­φία είναι του Βιτό­ριο Στο­ρά­ρο και η αξέ­χα­στη μου­σι­κή του Ένιο Μορικόνε.

Η Έλα Μπέ­λα και τα Μυστι­κά της

(“Ella Bella Bingo”) Παι­δι­κή ται­νία κινου­μέ­νων σχε­δί­ων, από τη Νορ­βη­γία (2020) και σε σκη­νο­θε­σία Άτλε Σόλ­μπεργκ και Φρανκ Μόσβολντ. Animation που απευ­θύ­νε­ται απο­κλει­στι­κά σε μπέ­μπη­δες και προ­βάλ­λε­ται μετα­γλωτ­τι­σμέ­νο στα ελληνικά.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο