Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τα «Γυμναστικά» : Μία άγνωστη σελίδα του φοιτητικού κινήματος στα 1907

Γρά­φει ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας //

Πρό­κει­ται για φοι­τη­τι­κή κινη­το­ποί­η­ση που πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε στα τέλη του Νοέμ­βρη – αρχές Δεκέμ­βρη στα 1907. Οι αιτία ήταν η υπο­χρε­ω­τι­κή παρα­κο­λού­θη­ση και εξέ­τα­ση των φοι­τη­τών του Πανε­πι­στη­μί­ου Αθη­νών στο μάθη­μα της γυμνα­στι­κής, ως απα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση για τη συμ­με­το­χή τους στις πτυ­χια­κές και διδα­κτο­ρι­κές εξε­τά­σεις. Αφορ­μή των γεγο­νό­των απο­τέ­λε­σε η άσχη­μη συμπε­ρι­φο­ρά του διευ­θυ­ντή του Ακα­δη­μαϊ­κού Γυμνα­στη­ρί­ου, απέ­να­ντι στους φοι­τη­τές. Ενδια­φέ­ρον παρου­σιά­ζει η αντι­με­τώ­πι­ση των κινη­το­ποι­ή­σε­ων από την πλευ­ρά της κυβέρ­νη­σης αλλά και της Διοί­κη­σης του Πανε­πι­στη­μί­ου, με πολ­λές ομοιό­τη­τες με το σήμερα…

Τι προη­γή­θη­κε

Η γυμνα­στι­κή εισή­χθη, με πρω­το­βου­λία του υπουρ­γού Παι­δεί­ας, Αθα­νά­σιου Ευτα­ξία, στα δημό­σια και ιδω­τι­κά σχο­λεία, στη Σχο­λή των Βιο­μη­χά­νων Τεχνών (Πολυ­τε­χνείο) και στο Πανε­πι­στή­μιο το 1899, με την ψήφι­ση του νόμου ΒΧΚΑ΄ «περί γυμνα­στι­κής και γυμνα­στι­κών και αθλη­τι­κών συλ­λό­γων». Νωρί­τε­ρα, με το νομο­σχέ­διο «περί Οργα­νι­σμού του Πανε­πι­στη­μί­ου» (1899), το οποίο παρέ­μει­νε στα χαρ­τιά, ο Αθ. Ευτα­ξί­ας είχε εντά­ξει στο διδα­κτι­κό προ­σω­πι­κό του Πανε­πι­στη­μί­ου τους «διδα­σκά­λους» των «τεχνι­κών μαθη­μά­των» της γυμνα­στι­κής και οπλα­σκί­ας (Εφη­με­ρίς των συζη­τή­σε­ων της Βου­λής, 1899, σ.992). Η καθιέ­ρω­ση της γυμνα­στι­κής σε όλες της βαθ­μί­δες της εκπαί­δευ­σης έγι­νε στον από­η­χο αφε­νός της διορ­γά­νω­σης των πρώ­των σύγ­χρο­νων Ολυ­μπια­κών Αγώ­νων στην Αθή­να το 1896 και αφε­τέ­ρου του ελλη­νο­τουρ­κι­κού πολέ­μου το 1897, όπου στο στό­χα­στρο της μετα­πο­λε­μι­κής κρι­τι­κής μπή­κε και η εκπαί­δευ­ση, η μεταρ­ρύθ­μι­ση της οποί­ας προ­βλή­θη­κε ως «η βάσις και η κρη­πίς» οποιασ­δή­πο­τε αλλα­γής στη χώρα (Εφη­με­ρί­δα των συζη­τή­σε­ων της Βου­λής, 1899, σ.322). Η συμ­βο­λή της γυμνα­στι­κής στη στρα­τιω­τι­κή προ­ε­τοι­μα­σία ανα­γρά­φε­ται ρητώς στη στο­χο­θε­σία του μαθή­μα­τος: «Σκο­πός της γυμνα­στι­κής είνε η ανά­πτυ­ξις των σωμα­τι­κών και η εν ακμή δια­τή­ρη­σις των ψυχι­κών δυνά­με­ων, η εν τη καρ­τε­ρία έξις και η διά τον στρα­τιω­τι­κόν βίον προ­πα­ρα­σκευή των νέων» (Νόμος ΒΧΚΑ΄/1899, άρθρο 1).

gumnastika1Η γυμνα­στι­κή εντά­χθη­κε με το νόμο ΒΧΚΑ΄/1899 στα «γενι­κά» μαθή­μα­τα (άρθρο 53), που παρα­κο­λου­θού­σαν υπο­χρε­ω­τι­κά και εξε­τά­ζο­νταν όλοι οι φοι­τη­τές του Πανε­πι­στη­μί­ου. Το τελευ­ταίο, κατέ­τασ­σε τη γυμνα­στι­κή στα πρω­τεύ­ο­ντα μαθή­μα­τα και επέ­τρε­ψε στο νομο­θέ­τη να καθο­ρί­σει την τρί­ω­ρη («του­λά­χι­στον») εβδο­μα­διαία υπο­χρε­ω­τι­κή άσκη­ση των πρω­το­ε­τών και δευ­τε­ρο­ε­τών φοι­τη­τών στο Ακα­δη­μαϊ­κό Γυμνα­στή­ριο (Διά­ταγ­μα της 8ης Αυγού­στου 1899, άρθρο 2). Με το διά­ταγ­μα της 31ης Ιανουα­ρί­ου 1900 που υπέ­γρα­ψε ο υπουρ­γός Παι­δεί­ας Α. Ευτα­ξί­ας, στο τέλος του δευ­τέ­ρου έτους των σπου­δών τους οι φοι­τη­τές όλων των Σχο­λών «υπο­χρε­ού­νται να υπο­στώ­σιν εξέ­τα­σιν επί πάντων των εν τω Ακα­δη­μαϊ­κώ Γυμνα­στη­ρίω διδα­σκο­μέ­νων γυμνα­στι­κών μαθη­μά­των.» (άρθρο 1). Απαλ­λα­γή των φοι­τη­τών από την υπο­χρέ­ω­ση άσκη­σης και εξέ­τα­σης στη γυμνα­στι­κή, μόνο λόγω σωμα­τι­κής ανα­πη­ρί­ας ή «εξ οργα­νι­κών νοση­μά­των επι­τει­νο­μέ­νων διά της γυμνα­στι­κής» (Διά­ταγ­μα της 8ης Αυγού­στου 1899, άρθρο 10), πιστο­ποιεί­ται από τον ιατρό του Ακα­δη­μαϊ­κού Γυμνα­στη­ρί­ου και δίνε­ται από τον πρύ­τα­νη. Η κρα­τι­κή μέρι­μνα για την επι­βο­λή της σωμα­τι­κής άσκη­σης των φοι­τη­τών επι­κυ­ρώ­νε­ται τόσο με το μέτρο της υπο­χρε­ω­τι­κής, διά ειδι­κού κατα­λό­γου, παρου­σί­ας των φοι­τη­τών στο Ακα­δη­μαϊ­κό Γυμνα­στή­ριο υπό την ευθύ­νη του διευ­θυ­ντού του τελευ­ταί­ου (Διά­ταγ­μα της 8ηςΑυγούστου 1899, άρθρο 9), όσο και με την πιστο­ποί­η­ση της εξέ­τα­σης των φοι­τη­τών στη γυμνα­στι­κή, με τη χορή­γη­ση της σχε­τι­κής από­δει­ξης, ως προ­ϋ­πό­θε­ση για τη συμ­με­το­χή στις πτυ­χια­κές εξε­τά­σεις (Διά­ταγ­μα της 31ης Ιανουα­ρί­ου 1900, άρθρο 5). Τίθε­ται ακό­μη, το όριο των ογδό­ντα απου­σιών και για τα δύο έτη φοί­τη­σης στο Ακα­δη­μαϊ­κό Γυμνα­στή­ριο, για τη συμ­με­το­χή στις εξε­τά­σεις της γυμνα­στι­κής. Η υπέρ­βα­ση του ορί­ου αυτού υπο­χρε­ώ­νει τους φοι­τη­τές να φοι­τή­σουν «ανελ­λι­πώς» για ένα ακό­μη έτος στο Ακα­δη­μαϊ­κό Γυμνα­στή­ριο (ό.π., άρθρο 6).

Φαί­νε­ται, ωστό­σο, ότι υπήρ­χαν αντι­δρά­σεις αλλά και πρα­κτι­κές δυσκο­λί­ες στην παρα­κο­λού­θη­ση της γυμνα­στι­κής από την πλευ­ρά των φοι­τη­τών, λόγω της αδυ­να­μί­ας των τελευ­ταί­ων «ως εκ της απο­στά­σε­ως, να μετα­βαί­νω­σι προς άσκη­σιν εις το παρι­λίσ­σιον Γυμνα­στή­ριον, κατά τας τεταγ­μέ­νας ώρας και καθ’ α ο νόμος απαι­τεί» (Ι. Ευτα­ξί­ας, Συνε­δρία 8η, 10/1/1904. Πρα­κτι­κά Συγκλή­του 1902–1905, σ.273). Η φοι­τη­τι­κή αντί­δρα­ση στην υπο­χρε­ω­τι­κή παρα­κο­λού­θη­ση και την εξέ­τα­ση στο μάθη­μα της γυμνα­στι­κής, ως απα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση συμ­με­το­χής στις πτυ­χια­κές και διδα­κτο­ρι­κές εξε­τά­σεις, κορυ­φώ­θη­κε το Νοέμ­βριο του 1907 με μαζι­κά συλ­λα­λη­τή­ρια, βίαιες συμπε­ρι­φο­ρές, απερ­γί­ες και κατα­λή­ψεις. Αφορ­μή απο­τέ­λε­σε η άσχη­μη συμπε­ρι­φο­ρά του διευ­θυ­ντού του Ακα­δη­μαϊ­κού Γυμνα­στη­ρί­ου, Αρβα­νί­τη, απέ­να­ντι στους φοιτητές.

Ένα σύντο­μο ιστο­ρι­κό τωνγεγονότων

Στις 20 Νοεμ­βρί­ου 1907, έπει­τα από γενι­κή πρό­σκλη­ση «περί του ζητή­μα­τος της γυμνα­στι­κής», πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε η πρώ­τη συγκέ­ντρω­ση φοι­τη­τών από όλες τις Σχο­λές στα προ­πύ­λαια της Ακα­δη­μί­ας. Στη συγκέ­ντρω­ση αυτή ο φοι­τη­τής της Νομι­κής, Θεα­γέ­νης Θεο­δω­ρί­δης, κατέ­κρι­νε τον Αρβα­νί­τη αλλά και τη σου­η­δι­κή γυμνα­στι­κή, υπο­στη­ρί­ζο­ντας ότι οι φοι­τη­τές πρέ­πει να γυμνά­ζο­νται στρα­τιω­τι­κώς, χωρίς όμως να είναι υπο­χρε­ω­μέ­νοι (Ακρό­πο­λις, 21/11/1907). Οι συγκε­ντρω­μέ­νοι φοι­τη­τές εξέ­λε­ξαν μία επτα­με­λή, προ­σω­ρι­νή επι­τρο­πή, προ­κει­μέ­νου να συντά­ξει υπό­μνη­μα προς την Πρυ­τα­νεία με τα φοι­τη­τι­κά αιτή­μα­τα: την απο­μά­κρυν­ση του διευ­θυ­ντού του Ακα­δη­μαϊ­κού Γυμνα­στη­ρί­ου, την αντι­κα­τά­στα­ση της σου­η­δι­κής γυμνα­στι­κής με στρα­τιω­τι­κές ασκή­σεις, το προ­αι­ρε­τι­κό του μαθή­μα­τος της γυμνα­στι­κής και την μέχρι της διευ­θε­τή­σε­ως του ζητή­μα­τος παύ­ση κάθε γυμνα­στι­κής άσκη­σης (Συνε­δρία Ζ΄, 22/11/1907. Πρα­κτι­κά Συγκλή­του 1907–1909, σ.27–28). «Δυστυ­χώς [οι φοι­τη­τές] δεν περιο­ρί­σθη­σαν μόνον εις ταύ­τα» (Συνε­δρία Ζ΄, 22/11/1907. Πρα­κτι­κά Συγκλή­του 1907–1909, τ.23, σ.27–28), θα πει ο πρύ­τα­νης, Μιχα­ήλ Κατσα­ράς στη Σύγκλη­το. Οι φοι­τη­τές κατευ­θύν­θη­καν στο Ακα­δη­μαϊ­κό Γυμνα­στή­ριο, όπου προ­κά­λε­σαν υλι­κές ζημιές.

Την επό­με­νη ημέ­ρα η συγκέ­ντρω­ση των φοι­τη­τών επα­να­λή­φθη­κε στα προ­πύ­λαια του Πανε­πι­στη­μί­ου (Ακρό­πο­λις, 22/11/1907α), ενώ στη νέα φοι­τη­τι­κή «πολυ­πλη­θή και θορυ­βώ­δη δια­δή­λω­σιν» στις 22 Νοεμ­βρί­ου 1907 στα προ­πύ­λαια της Ακα­δη­μί­ας, ο Μ. Κατσα­ράς εκφώ­νη­σε λόγο προς τους συγκε­ντρω­μέ­νους φοι­τη­τές, εκφρά­ζο­ντας την άπο­ψη «ότι δεν έπρα­ξαν τού­το φοι­τη­ταί αλλά ξένα στοι­χεία εισ­δύ­σα­ντα εντός των φοι­τη­τών» και την ελπί­δα «ότι το ζήτη­μα θα το μελε­τή­ση η Σύγκλη­τος και ελπί­ζω ν’ απο­φα­σί­ση συμ­φώ­νως με την επι­θυ­μί­αν σας». Στην έκτα­κτη δίω­ρη συνε­δρί­α­ση της Συγκλή­του το από­γευ­μα της ίδιας ημέ­ρας, με πρό­τα­ση του Μ. Κατσα­ρά να εξε­τα­σθεί πρώ­το «ο τρό­πος δι’ ου οι φοι­τη­ταί επραγ­μα­το­ποί­η­σαν τα αιτή­μα­τα αυτών· δεύ­τε­ρον δε τα ψυχο­λο­γι­κά τυχόν αίτια, άτι­να ηνά­γκα­σαν αυτούς να προ­σε­νε­χθώ­σιν ούτως» (Συνε­δρία Ζ΄, 22/11/1907. Πρα­κτι­κά Συγκλή­του 1907–1909, σ.28), συγκρο­τή­θη­κε «ανα­κρι­τι­κή επι­τρο­πή» απο­τε­λού­με­νη από τον πρύ­τα­νη, Μ. Κατσα­ρά και τους κοσμή­το­ρες, Γεώρ­γιο Αγγε­λό­που­λο της Νομι­κής και Νικό­λαο Παπα­γιαν­νό­που­λο της Θεο­λο­γι­κής Σχο­λής, προ­κει­μέ­νου να διε­ρευ­νή­σει εάν ήταν φοι­τη­τές οι επι­τι­θέ­με­νοι κατά του Ακα­δη­μαϊ­κού Γυμνα­στη­ρί­ου και ποιοι ήταν και κατά πόσον ο διευ­θυ­ντής του Γυμνα­στη­ρί­ου, Αρβα­νί­της, «εφέ­ρε­το ή ου, σκαιώς προς τους φοι­τη­τάς» (ό.π., σ.29–30).

Μπρο­στά στις εξε­λί­ξεις αυτές, ο υπουρ­γός Παι­δεί­ας, Ανδρέ­ας Στε­φα­νό­που­λος  φάνη­κε θετι­κός στις αιτιά­σεις των φοι­τη­τών για την προ­αι­ρε­τι­κή άσκη­σή τους στο Ακα­δη­μαϊ­κό Γυμνα­στή­ριο και στις 23 Νοεμ­βρί­ου 1907 κάλε­σε σε σύσκε­ψη τους κοσμή­το­ρες  των Σχο­λών «εν σχέ­σει προς τον ειρη­μέ­νον νόμον.» (Συνε­δρία Ζ΄, 22/11/1907. Πρα­κτι­κά Συγκλή­του 1907–1909, σ.30). Στο νέο φοι­τη­τι­κό συλ­λα­λη­τή­ριο που διορ­γα­νώ­θη­κε στα προ­πύ­λαια της Ακα­δη­μί­ας στις 24 Νοεμ­βρί­ου, με προ­τρο­πή του τελειό­φοι­του της Νομι­κής Σχο­λής, Γ. Παπαν­δρέ­ου, «ένας με όλα τα στοι­χεία τα δει­κνύ­ο­ντα ότι θα δια­πρέ­ψη και εις το πρα­κτι­κόν του στά­διον», κατά το σχό­λιο της εφη­με­ρί­δας Ακρό­πο­λις (25/11/1907α), οι φοι­τη­τές «εν σώμα­τι» μετέ­βη­σαν στον υπουρ­γό Παι­δεί­ας, Ανδρέα Στε­φα­νό­που­λο και στον πρύ­τα­νη, Μ. Κατσα­ρά, για να τους επι­δώ­σουν τα υπο­μνή­μα­τα, με τα οποία ζητού­σαν εκ νέου την αντι­κα­τά­στα­ση του Αρβα­νί­τη και τη μετα­τρο­πή της ανα­γκα­στι­κής Σου­η­δι­κής γυμνα­στι­κής σε προ­αι­ρε­τι­κή στρα­τιω­τι­κή, λαμ­βά­νο­ντας τη δια­βε­βαί­ω­ση των τελευ­ταί­ων, ότι η γυμνα­στι­κή θα είναι προ­αι­ρε­τι­κή και ότι θα γίνο­νται εξε­τά­σεις υπό την επο­πτεία των κοσμη­τό­ρων (Ακρό­πο­λις, 25/11/1907α).

Οι κινη­το­ποι­ή­σεις συνε­χί­στη­καν μέχρι 4/1 (με κατά­λη­ψη Νομι­κής και Ανα­το­μεί­ου) , μαζι­κό συλ­λα­λη­τή­ριο στη Βου­λή, αλλά και στα γρα­φεία των εφη­με­ρί­δων, που αντι­με­τω­πί­στη­κε με κατα­στο­λή και τιμω­ρία των πρωταιτίων.

Η φοι­τη­τι­κή κινη­το­ποί­η­ση δεν έφε­ρε τα επι­διω­κό­με­να απο­τε­λέ­σμα­τα. Η γυμνα­στι­κή παρέ­μει­νε υπο­χρε­ω­τι­κό μάθη­μα, η σου­η­δι­κή γυμνα­στι­κή δια­τή­ρη­σε αλώ­βη­τη τη θέση της, όπως και ο διευ­θυ­ντής του Ακα­δη­μαϊ­κού Γυμνα­στη­ρί­ου. Οι φοι­τη­τές που είχαν υπο­στεί την τιμω­ρία της Συγκλή­του με απο­βο­λή από το Πανε­πι­στή­μιο ενός ή δύο ετών, «ανα­λο­γι­ζό­με­νοι ότι η δικαία αύτη τιμω­ρία επι­φέ­ρει θλι­βε­ρώ­τα­τα διά την τύχην ημών απο­τε­λέ­σμα­τα», ζήτη­σαν με ανα­φο­ρά τους προς την Πρυ­τα­νεία την «επιεί­κειαν και συγ­γνώ­μην» της Συγκλήτου(20). Η Σύγκλη­τος απο­δέ­χτη­κε την αίτη­ση των φοι­τη­τών και προ­έ­βη στη μεί­ω­ση κατά το ήμυ­σι της αρχι­κής ποι­νής κάθε φοι­τη­τή (Συνε­δρία ΙΘ΄, 3/4/1908. Πρα­κτι­κά Συγκλή­του 1907–1909, σ.108–109), παρά την ύπαρ­ξη αντί­θε­των φωνών, που υπο­στή­ρι­ξαν την εμμο­νή της Συγκλή­του στις αρχι­κές της απο­φά­σεις, «εάν θέλη να ώσιν αύται σεβα­σταί και απο­τε­λε­σμα­τι­καί∙ άλλως», όπως σημειώ­νει ο Δημή­τριος Πατσό­που­λος, καθη­γη­τής της Φιλο­σο­φι­κής Σχο­λής, «δια­τρέ­χο­μεν τον κίν­δυ­νον να κατα­στή­σω­μεν το Πανε­πι­στή­μιον εστί­αν συνε­χών ταρα­χών» (Συνε­δρία ΙΔ΄, 9/2/1908. Πρα­κτι­κά Συγκλή­του 1907–1909, σ.72).

Τα αιτή­μα­τα μέσα από σχε­τι­κό ψήφισμα 

Δια­βά­ζου­με από το ΕΜΠΡΟΣ (23/11/1907) το υπό­μνη­μα που έδω­σαν οι φοι­τη­τές στον Πρύ­τα­νη για το σύνο­λο των αιτη­μά­των της κινη­το­ποί­η­σης τους:

«…1. Την διαρ­ρύθ­μι­σιν της γυμαν­στι­κής ήτοι την αντι­κα­τά­στα­σιν των Σου­η­δι­κών ασκή­σε­ων δια στρα­τιω­τι­κών τοιούτων.

  1. Την αντι­κα­τά­στσιν του διευ­θυ­ντού του Ακα­δη­μαϊ­κού γυμνα­στη­ρί­ου κ. Αρβα­νί­του του μόνου υπαι­τί­ου δια την έκρυθ­μον κατάστασιν.
  2. Την εξο­μοί­ω­σιν του μαθή­μα­τος της γυμνα­στι­κής προς τα λοι­πά μαθή­μα­τα δηλα­δή το πραι­ρε­τι­κόν αυτής.
  3. Την­μέ­χρι της διευ­θε­τή­σε­ως του ζητή­μα­τος παύ­σιν των γυμνα­στι­κών ασκή­σε­ων εν τω Ακα­δη­μαϊ­κώ γυμναστηρίω. 

Και το υπό­μνη­μα κατα­λή­γει ως εξής:

«Θερ­μώς καθι­κε­τεύ­ο­μεν υμάς κ. Πρύ­τα­νι, όπως εν τη υπέρ του γενι­κού καλού του Πανε­πι­στη­μί­ου μερί­μνη υμών ενερ­γή­ση­τε ό,τα απαι­τεί­ται δια την εύρυθ­μον και κανο­νι­κήν λει­τουρ­γί­αν του Ακα­δη­μαϊ­κού γυμνα­στη­ρί­ου, του φυτω­ρί­ου τού­του αλκί­μων στρατιωτών» 

Μία ζωντα­νή περιγραφή

Στην εφη­με­ρί­δα ΕΜΠΡΟΣ (23/11/2017) δια­βά­ζου­με για την έναρ­ξη των κινη­το­ποι­ή­σε­ων: «….Συμ­φώ­νως προς την δημο­σιευ­θεί­σαν πρό­σκλη­σιν των φοι­τη­τών πολ­λοί εξ’ αυτών εις 500 ανερ­χό­με­νοι και πλέ­ον εκ των πρω­το­ε­τών ιδί­ως συνε­κε­ντρώ­θη­σαν εις τα Προ­πύ­λαια της Ακα­δη­μί­ας, όπου επρό­κει­το να τοις ανα­κοι­νω­θώ­σι ταυ­πό της επι­τρο­πής  ενερ­γη­θέ­ντα δια το απα­σχο­λούν αυτούς ζήτη­μα. Τον λόγον λαμ­βά­νει πρώ­τος ο εκ των μελών της Επι­τρο­πής κ. Θεο­δω­ρί­δης ‚όστις ανα­κοι­νοί εις τους συνα­δέλ­φους τους τας ενερ­γεί­ας αυτής παρά τω κ. Πρυ­τά­νει προς επί­τευ­ξιν τωναι­τη­μά­των των εις ον και επέ­δω­σαν προ μεσημ­βρί­ας το υπόμνημάτων.

  • Ο κ. Πρύ­τα­νις εξα­κο­λου­θεί ο αγο­ρεύ­ων μας υπε­σχέ­θη ότι θα το υπο­βά­λη από­ψε εις την Σύγκλη­τον ‚ήτις επί τη βάσει αυτού θα λάβη απο­φά­σεις ευνοϊ­κω­τά­τας δι’ ημάς ‚εζή­τη­σε όμως συγ­χρό­νως από την επι­τρο­πήν να τω υπο­δεί­ξη τους πρω­ται­τί­ους της κατά του Ακα­δη­μαϊ­κού γυμνα­στη­ρί­ου επιθέσεως.
  • - Όχι! όχι! Φωνά­ζουν πολ­λοί δεν υπάρ­χουν πρωταίτιοι!
  • - Όλοι είμε­θα συνυ­πεύ­θυ­νοι δια γενόμενα.
  • - Ο υπαί­τιος είνε ο Αρβα­νί­της, αυτός τα προκάλεσε.

Η ΕΜΦΑΝΙΣΙΣ ΤΟΥ κ. ΠΡΥΤΑΝΕΩΣ

Μετ’ ολί­γον ενώ επρό­κει­το να ανα­γνω­σθή αντί­γρα­φον του υπο­μνή­μα­τος παρά του φοι­η­τού κ. Λαμπρο­πού­λου ‚εμφα­νί­ζε­ται προ των Προ­πυ­λαί­ων ο κ. Πρύ­τα­νις , όστις αφού τους εβε­βαί­ω­σεν ‚ότι θα μερι­μνή­ση πε΄ρι αυτών πατρι­κώ­τα­τα τους συνέ­στη­σε να διλαυθώσιν,αφού το ζήτη­μα ήδη ανέ­λα­βε να το κανο­νί­ση η Σύγκλητος.

Ο κ.  Πρύ­τα­νις κατό­πιν τού­του απήλ­θε και οι φοι­τη­ταί ήρχι­σαν μέχρι τινός απο­χω­ρού­ντες οπό­τε πάλιν δοθεί­σης της ιδέας,όπως ανα­μεί­νουν την από­φα­σιν της Συγκλή­του, επα­νήλ­θον συζη­τού­ντες ζωη­ρώς εις τα Προπύλαια. 

Επί ημί­σειαν και πλέ­ον ώραν εξη­κο­λού­θη ο θόρυ­βος και αι φωναία των φοι­τη­τών μη δυνα­μέ­νων να συνεν­νοη­θώ­σι καθόσν τρεις γνώ­μαι επε­κρά­τουν. Η μία ήτον­να παρα­μεί­νουν ανα­μέ­νο­ντες την από­φα­σιν τηςΣυ­γκλή­του, η ετέ­ρα όπως εν σώμα­τι μετα­βούν εις τα γρα­φεία μιας απο­γευ­μα­τι­νής εφη­με­ρί­δος και απο­δο­κι­μά­σουν αυτήν, διό­τι δρι­μύ­τα­τα κατέ­κρι­νε τον τρό­πον της ενερ­γεί­ας  των ‚και η Τρί­τη , όπως κατε­θυν­θούν εν σώμα­τι εις το  Ακα­δη­μαϊ­κόν Γυμνα­στή­ριον και παρε­μπο­δί­σουν την εξα­κο­λού­θη­σιν των ασκή­σε­ων των τυχόν εν αυτώ γυμναζομένων. 

ΕΙΣ ΤΟ ΓΥΜΝΑΣΤΗΡΙΟΝ

Εξ’ όλων τού­των επε­κρά­τη­σεν η τελευ­ταία γνώ­μη και οι φοι­τη­ταί εις 300 και πλέ­ον ανερ­χό­με­νοι ‚εξε­κί­νη­σαν εν σώμα­τι δια το Ακα­δη­μαϊ­κόν γυμνα­στή­ριον. Τας ενερ­γεί­ας ταύ­τας των φοι­τη­τών παρα­κο­λου­θού­σαν μακρό­θεν τινά των­μυ­στι­κών αστυ­νο­μι­κών οργά­νων παρά  των οποί­ων αμέ­σως ειδο­ποι­ή­θη το Ε’ αστυ­νο­μι­κόν τμή­μα περί της κατευ­θύν­σε­ως των­φοι­τη­τών εις το Γυμνα­στή­ριον. Πάραυ­τα τότε ο αστυ­νό­μος κ. Χασε­κής παρέ­λα­βεν αρκε­τούς χωρο­φύ­λα­κας τους οποί­ους ετο­πο­θέ­τη­σε προ του Ακα­δη­μαϊ­κού Γυμνα­στη­ρί­ου καί­τοι ουδείς φόβος επι­θέ­σε­ως υπήρ­χε κατ’ αυτού διό­τι οι φοι­τη­ταί μετέ­βαι­νον όπως βεβαιω­θώ­σιν ότι δεν εγυ­μνά­ζο­ντο εν αυτώ συνά­δελ­φοί των. Εν θορύ­βω πάντο­τε οι φοι­τη­ταί ζητω­κραυ­γά­ζο­ντες υπέρ του πανε­πι­στη­μί­ου κατέ­φθα­σαν εις το Γυμνα­στή­ριον οπό­θεν ευρό­ντες αυτό κλει­στόν επα­νήλ­θον δια των ιδί­ων οδών εις τα προ­πύ­λαια ‚οπό­θεν οι περισ­σό­τε­ροι απήλθον,ελάχιστοι δε παρέ­μει­ναν ανα­μέ­νο­ντες την από­φα­σιν της Συγκλητου… 

 

ΠΗΓΗ: Εφη­με­ρί­δες της εποχής

- ΦΟΙΤΗΤΙΚΕΣ ΤΑΡΑΧΕΣ ΣΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ:

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ «ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΩΝ» ΤΟΥ 1907

Περ­σε­φό­νη Α. ΣΙΜΕΝΗ

Υπ. Δρ Παν/μίου Πατρών

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο