Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Του Οκτώβρη οι φωτιές — 100 χρόνια από την Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση

«Η εργα­το­α­γρο­τι­κή επα­νά­στα­ση για την ανα­γκαιό­τη­τα της οποί­ας μιλού­σαν συνε­χώς οι μπολ­σε­βί­κοι πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε. Ζήτω η παγκό­σμια σοσια­λι­στι­κή επα­νά­στα­ση!»: Με αυτά τα λόγια, στην έκτα­κτη συνε­δρί­α­ση του Σοβιέτ της Πετρού­πο­λης, στις 25 Οκτω­βρί­ου (π.ημ.)/7 Νοεμ­βρί­ου (ν.ημ.) 1917 ο Β. Ι. Λένιν ανήγ­γει­λε και «συμ­βο­λι­κά» το άνοιγ­μα του δρό­μου για μια νέα επο­χή στην ιστο­ρία της ανθρω­πό­τη­τας, την επο­χή των νικη­φό­ρων προ­λε­τα­ρια­κών επαναστάσεων.

Η Οκτω­βρια­νή Σοσια­λι­στι­κή Επα­νά­στα­ση του 1917 ήταν γεγο­νός παγκό­σμιας και δια­χρο­νι­κής σημα­σί­ας. Επι­βε­βαί­ω­σε τη δυνα­τό­τη­τα της εργα­τι­κής τάξης (ως κοι­νω­νι­κής δύνα­μης που μπο­ρεί και πρέ­πει να ηγη­θεί στον επα­να­στα­τι­κό αγώ­να, για μια κοι­νω­νία χωρίς εκμε­τάλ­λευ­ση, ανα­σφά­λεια, φτώ­χεια, ανερ­γία και πολέ­μους) να εκπλη­ρώ­σει την ιστο­ρι­κή της απο­στο­λή: την κατάρ­γη­ση της ταξι­κής κοι­νω­νί­ας, την οικο­δό­μη­ση της ατα­ξι­κής κοι­νω­νί­ας, του σοσιαλισμού-κομμουνισμού.

Ταυ­τό­χρο­να, ο Οκτώ­βρης έδω­σε και το «στίγ­μα» της ιστο­ρι­κής επο­χής, που δεν ταυ­τί­ζε­ται με την «ημε­ρο­λο­για­κή», και αφο­ρά την ανα­γκαιό­τη­τα επα­να­στα­τι­κής ανα­τρο­πής του καπι­τα­λι­σμού και πέρα­σμα στον σοσιαλισμό.

Λαμ­βά­νο­ντας υπό­ψη την πορεία της ανθρω­πό­τη­τας, δια­πι­στώ­νε­ται ότι τα επα­να­στα­τι­κά αιτή­μα­τα παρα­μέ­νουν ανα­γκαία και επί­και­ρα, ακό­μα και αν υπάρ­ξει προ­σω­ρι­νή ανα­κο­πή της επα­να­στα­τι­κής πορεί­ας, της πορεί­ας οικο­δό­μη­σης της νέας κοινωνίας.

Συνε­πώς, τα ζητή­μα­τα που έθε­σε η Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση, συμπε­ρι­λαμ­βά­νο­ντας φυσι­κά και την προ­ε­τοι­μα­σία της και την μετέ­πει­τα πορεία της, παρα­μέ­νουν ανοι­χτά και επί­και­ρα, γεγο­νός εξάλ­λου που επι­βε­βαιώ­νε­ται από την σφο­δρή ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κή σύγκρου­ση γύρω από τον «Οκτώ­βρη», ιδιαί­τε­ρα από εκεί­νους που έσπευ­σαν να κηρύ­ξουν το «τέλος της ιστο­ρί­ας» στις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του ΄90, αλλά εξα­κο­λου­θούν να μάχο­νται και με τόνους λάσπης ένα “πτώ­μα” μιας και σύμ­φω­να με την άπο­ψή τους όχι μόνο ο “Οκτώ­βρης”, αλλά γενι­κό­τε­ρα η υπό­θε­ση “προ­λε­τα­ρια­κή επα­νά­στα­ση” είναι νεκρή.

Επι­πλέ­ον, είναι η ίδια η αντι­κει­με­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, της οικο­νο­μι­κής κρί­σης, της φτώ­χειας και της πεί­νας εκα­τομ­μυ­ρί­ων ανθρώ­πων, των πολέ­μων, της προ­σφυ­γιάς, της μετα­νά­στευ­σης, της εκμε­τάλ­λευ­σης, του τσα­κί­σμα­τος κοι­νω­νι­κών κατα­κτή­σε­ων που θέτει το αμεί­λι­κτο ερώ­τη­μα ή για την αδή­ρι­τη ανα­γκαιό­τη­τα πλέ­ον ανα­τρο­πής του καπι­τα­λι­στι­κού συστή­μα­τος ή για την δια­τή­ρη­σή του, λαμ­βά­νο­ντας υπό­ψη ότι δεν έχει να προ­σφέ­ρει τίπο­τα άλλο πέρα από τα παραπάνω.

Βεβαί­ως, από την άλλη, θα ήταν ανώ­φε­λη μια γενι­κευ­μέ­νη θριαμ­βο­λο­γία, όσο κι αν οι κατα­κτή­σεις της σοσια­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας, η γρή­γο­ρη κάλυ­ψη σε όλους τους τομείς της καθυ­στέ­ρη­σης που χώρι­ζε την Ρωσία από τον ανε­πτυγ­μέ­νο κόσμο πριν το 1917, η απο­φα­σι­στι­κή συμ­βο­λή της στην Αντι­φα­σι­στι­κή Νίκη των Λαών δικαιο­λο­γεί μια στά­ση υπε­ρη­φά­νειας, αισιο­δο­ξί­ας και εμπι­στο­σύ­νης στις ανε­ξά­ντλη­τες δυνα­τό­τη­τες της εργα­τι­κής τάξης.

Η υπε­ρά­σπι­ση της Οκτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης, η υπε­ρά­σπι­ση του επα­να­στα­τι­κού αιτή­μα­τος, απαι­τεί ενδε­λε­χή και εξα­ντλη­τι­κή μελέ­τη της πεί­ρας της σοσια­λι­στι­κής οικο­δό­μη­σης του 20ου αιώ­να, ακρι­βή ανά­δει­ξη των τερά­στιων επι­τευγ­μά­των της επα­νά­στα­σης, αλλά και εξί­σου ακρι­βή εντο­πι­σμό και θεω­ρη­τι­κή επε­ξερ­γα­σία των αδυ­να­μιών, των λαθών, όσων επέ­τρε­ψαν την προ­σω­ρι­νή ανα­κο­πή της πορεί­ας της.
Στο παρόν σημεί­ω­μα, θα απο­τολ­μή­σου­με, για­τί είναι αντι­λη­πτό ότι το ζήτη­μα είναι τερά­στιο, μια απο­τύ­πω­ση της πορεί­ας προς την επι­κρά­τη­ση της Οκτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης, αρχής γενο­μέ­νης από τον Απρί­λιο του 1917.

Από τον Απρί­λιο έως τον Ιού­λιο του 1917

Τη νύχτα της 3ης Απρι­λί­ου 1917 στον σιδη­ρο­δρο­μι­κό σταθ­μό Φιν­λαν­δί­ας στην Πετρού­πο­λη, εργά­τες υπο­δέ­χο­νται τον Β. Ι. Λένιν.
Την επο­μέ­νη, 4 Απρι­λί­ου, ο Λένιν μιλά στην συνέ­λευ­ση των μπολ­σε­βί­κων που συμ­με­τεί­χαν στην Παν­ρω­σι­κή συν­διά­σκε­ψη των Σοβιέτ. Ανα­πτύσ­σει τις “Θέσεις του Απρί­λη”, όπου μετα­ξύ άλλων, σημεί­ω­νε πως “…η ιδιο­μορ­φία της σημε­ρι­νής στιγ­μής στη Ρωσία βρί­σκε­ται στο πέρα­σμα από το πρώ­το στά­διο της επα­νά­στα­σης που έδω­σε την εξου­σία στην αστι­κή τάξη, εξαι­τί­ας της ανε­παρ­κούς συνει­δη­τό­τη­τας και οργά­νω­σης του προ­λε­τα­ριά­του, στο δεύ­τε­ρο στά­διό της, που πρέ­πει να δώσει την εξου­σία στα χέρια του προ­λε­τα­ριά­του και των φτω­χών στρω­μά­των της αγροτιάς…”.

Στις 9 Απρι­λί­ου 1917 στο άρθρο του στην “Πράβ­ντα” με τίτλο “Δυα­δι­κή εξου­σία” τόνι­ζε ότι το ζήτη­μα της κρα­τι­κής εξου­σί­ας είναι το βασι­κό ζήτη­μα κάθε επα­νά­στα­σης και ότι χωρίς το ξεκα­θά­ρι­σμα αυτού του ζητή­μα­τος δεν μπο­ρεί να γίνε­ται λόγος για συμ­με­το­χή στην επα­νά­στα­ση, πόσω μάλ­λον για την καθο­δή­γη­σή της.

Στο ίδιο άρθρο επι­σή­μαι­νε ότι η ίδια η εξέ­λι­ξη της ρώσι­κης επα­νά­στα­σης είχε δημιουρ­γή­σει δυα­δι­κή εξου­σία: δηλα­δή στο πλάι της Προ­σω­ρι­νής Κυβέρ­νη­σης, της κυβέρ­νη­σης της αστι­κής τάξης, δημιουρ­γή­θη­κε και μια άλλη κυβέρ­νη­ση, αδύ­να­τη και σε εμβρυα­κή μορ­φή, αλλά υπάρ­χου­σα και ανα­πτυσ­σό­με­νη. Αυτή η κυβέρ­νη­ση ήταν τα Σοβιέτ. Σημεί­ω­νε ακό­μα ότι αυτή η δυα­δι­κή εξου­σία δεν μπο­ρού­σε να διαρ­κέ­σει επί μακρόν, καθώς δεν μπο­ρεί να υπάρ­χουν δύο εξου­σί­ες σε ένα κράτος.

Δια­τύ­πω­νε την ανα­γκαιό­τη­τα ανα­τρο­πής της Προ­σω­ρι­νής Κυβέρ­νη­σης, για­τί ήταν ολι­γαρ­χι­κή και όχι παλ­λαϊ­κή και δεν μπο­ρού­σε να δώσει ούτε ειρή­νη, ούτε ψωμί, ούτε πλή­ρη ελευ­θε­ρία, τόνι­ζε ότι το Σοβιέτ ήταν η μόνη δυνα­τή επα­να­στα­τι­κή κυβέρ­νη­ση που εξέ­φρα­ζε άμε­σα στη συνεί­δη­ση και τη θέλη­ση της πλειο­ψη­φί­ας των εργα­τών και αγρο­τών, σημειώ­νο­ντας ταυ­τό­χρο­να, ότι η Προ­σω­ρι­νή Κυβέρ­νη­ση στη­ρι­ζό­ταν, ακό­μα τότε, στην τυπι­κή και έμπρα­κτη συμ­φω­νία με τα Σοβιέτ των εργα­τών βου­λευ­τών και πρώ­τα απ’ όλα με το κύριο Σοβιέτ της Πετρούπολης.
Ταυ­τό­χρο­να υπο­γράμ­μι­ζε ότι οι συνει­δη­τοί εργά­τες για να γίνουν εξου­σία, πρέ­πει να κατα­κτή­σουν με το μέρος τους την πλειο­ψη­φία των Σοβιέτ.

Τον Μάιο του 1917 ετέ­θη το ζήτη­μα της συμ­με­το­χής του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος σε αστι­κή κυβέρ­νη­ση, στο οποίο οι μπολ­σε­βί­κοι απά­ντη­σαν αρνητικά.
Στις 26 Απρι­λί­ου 1917 η Προ­σω­ρι­νή Κυβέρ­νη­ση απέ­στει­λε επι­στο­λή προς τον Πρό­ε­δρο της Εκτε­λε­στι­κής Επι­τρο­πής του Σοβιέτ της Πετρού­πο­λης, θέτο­ντας ανοι­χτά το ζήτη­μα της συμ­με­το­χής ηγε­τών των Σοβιέτ σε κυβέρ­νη­ση συνασπισμού.
Στις 28 Απρι­λί­ου η πρό­τα­ση αυτή απορ­ρί­φθη­κε από την Εκτε­λε­στι­κή Επι­τρο­πή του Σοβιέτ, όμως στην συζή­τη­ση του ζητή­μα­τος ξανά την Πρω­το­μα­γιά του 1917 η πρό­τα­ση έγι­νε δεκτή. Κατά ψήφι­σαν οι μπολ­σε­βί­κοι, οι μεν­σε­βί­κοι-διε­θνι­στές, ενώ από την μεριά των εσέ­ρων υπήρ­ξαν δύο λευκά.
Έτσι στις 5 Μαΐ­ου, σχη­μα­τί­στη­κε η πρώ­τη κυβέρ­νη­ση συνα­σπι­σμού με τη συμ­με­το­χή μεν­σε­βί­κων, εσέ­ρων, λαϊ­κών σοσια­λι­στών κλπ. Ως βάση συμ­με­το­χής αντι­προ­σώ­πων του Σοβιέτ στην Προ­σω­ρι­νή Κυβέρ­νη­ση υπήρ­χαν τέσ­σε­ρα σημεία: 1) Δρα­στή­ρια δου­λειά προς όφε­λος της ειρή­νης 2) Διευ­θέ­τη­ση βιο­μη­χα­νί­ας και οικο­νο­μι­κές μεταρ­ρυθ­μί­σεις 3) Προ­πα­ρα­σκευα­στι­κά μέτρα για τη λύση του αγρο­τι­κού και του εργα­τι­κού ζητή­μα­τος και 4) Επί­σπευ­ση της σύγκλη­σης της Συντα­κτι­κής Συνέλευσης.
Ούτε ένας από τους όρους αυτούς δεν εκπληρώθηκε.

Εν τω μετα­ξύ, η οικο­νο­μι­κή κατά­στα­ση της χώρας συνέ­χι­ζε να είναι εξαι­ρε­τι­κά δυσχε­ρής, τα λαϊ­κά στρώ­μα­τα ασφυ­κτιού­σαν και στην Πετρού­πο­λη, την Μόσχα, την Οδησ­σό, το Χάρ­κο­βο, το Καζάν, σ’ όλες τις μεγά­λες βιο­μη­χα­νι­κές πόλεις ο λαός βρι­σκό­ταν σε ανα­βρα­σμό, διαδήλωνε.

Στις 12 Μαΐ­ου, ο υπουρ­γός Εσω­τε­ρι­κών έστει­λε εγκύ­κλιο στους επί­τρο­πους των κυβερ­νεί­ων, με την οποία απαι­τού­σε τη λήψη επει­γό­ντων μέτρων κατά του επα­να­στα­τι­κού κινή­μα­τος στις επαρ­χί­ες. Παρ’ όλα αυτά ήταν αδύ­να­το να απο­τρα­πεί η επα­νά­στα­ση, ενώ η δύνα­μη για την οργά­νω­ση του κινή­μα­τος των μαζών ήταν οι μπολσεβίκοι.
Στο 1ο Παν­ρω­σι­κό Συνέ­δριο των αγρο­τών βου­λευ­τών στις 22 Μαΐ­ου, μιλώ­ντας ο Λένιν πρό­τει­νε τη λήψη από­φα­σης για το αγρο­τι­κό ζήτη­μα, σύμ­φω­να με την οποία έπρε­πε, χωρίς καμιά καθυ­στέ­ρη­ση και χωρίς απο­ζη­μί­ω­ση, να παρα­δο­θεί στον λαό όλη η γη των τσι­φλι­κά­δων, των ιδιο­κτη­τών, του τσά­ρου, της Εκκλη­σί­ας κ.λπ. Στην από­φα­ση των μπολ­σε­βί­κων ανα­φε­ρό­ταν ότι το πέρα­σμα της τσι­φλι­κά­δι­κης γης στην αγρο­τιά χωρίς απο­ζη­μί­ω­ση, δεν μπο­ρεί να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί χωρίς τη στε­νή συμ­μα­χία των αγρο­τών με τους εργά­τες των πόλε­ων, χωρίς το πέρα­σμα όλης της κρα­τι­κής εξου­σί­ας στα χέρια των Σοβιέτ των εργα­τών, στρα­τιω­τών και αγρο­τών βουλευτών.

Στις επα­να­λη­πτι­κές εκλο­γές που έγι­ναν σε πολ­λά Σοβιέτ μετα­ξύ Μαΐ­ου και Ιου­νί­ου 1917, οι μπολ­σε­βί­κοι πέτυ­χαν σχε­τι­κή πλειοψηφία.
Μετα­ξύ 7 και 12 Μαΐ­ου, η Παν­ρω­σι­κή Συν­διά­σκε­ψη των μεν­σε­βί­κων ενέ­κρι­νε την προ­σχώ­ρη­ση των μεν­σε­βί­κων στην Προ­σω­ρι­νή Κυβέρ­νη­ση, και θεώ­ρη­σε απα­ραί­τη­τη την παρο­χή σ’ αυτή πλή­ρους υπο­στή­ρι­ξης, ενώ μετα­ξύ 25ης Μαΐ­ου και 4ης Ιου­νί­ου το σχη­μα­τι­σμό κυβέρ­νη­σης συνα­σπι­σμού ενέ­κρι­νε και το 3ο Συνέ­δριο του κόμ­μα­τος των εσέ­ρων, αν και στις γραμ­μές του κόμ­μα­τος ήδη άρχι­σε να ακού­γε­ται κρι­τι­κή προς την κομ­μα­τι­κή ηγεσία.

Μόνο οι μπολ­σε­βί­κοι εξη­γού­σαν ότι η προ­σχώ­ρη­ση εκπρο­σώ­πων των “σοσια­λι­στι­κών” κομ­μά­των στην κυβέρ­νη­ση συνα­σπι­σμού δεν άλλα­ζε τίπο­τα, ενώ προ­βάλ­λο­ντας και υπο­στη­ρί­ζο­ντας το σύν­θη­μα «Όλη η εξου­σία στα Σοβιέτ», οι μπολ­σε­βί­κοι καλού­σαν ταυ­τό­χρο­να τους εργά­τες και τους στρα­τιώ­τες να υπο­χρε­ώ­σουν τα συμ­βι­βα­σμέ­να Σοβιέτ σε αλλα­γή της πολι­τι­κής, σε άρση της πολι­τι­κής εμπι­στο­σύ­νης στην Προ­σω­ρι­νή Κυβέρ­νη­ση, σε επα­νε­κλο­γή των εκπρο­σώ­πων στα Σοβιέτ των εργα­τών και στρα­τιω­τών βουλευτών.

Στις 4 Ιου­νί­ου, δεύ­τε­ρη ημέ­ρα των εργα­σιών του 1ου Παν­ρω­σι­κού Συνε­δρί­ου των Σοβιέτ των εργα­τών και στρα­τιω­τών βου­λευ­τών, ο Λένιν τόνι­σε ότι «το πέρα­σμα της εξου­σί­ας στα χέρια του επα­να­στα­τι­κού προ­λε­τα­ριά­του, που το υπο­στη­ρί­ζει η φτω­χή αγρο­τιά, απο­τε­λεί πέρα­σμα στον επα­να­στα­τι­κό αγώ­να για την ειρή­νη με τις πιο ασφα­λείς, με τις πιο ανώ­δυ­νες μορ­φές που γνω­ρί­ζει η ανθρω­πό­τη­τα, πέρα­σμα σε μια κατά­στα­ση όπου η εξου­σία και η νίκη των επα­να­στα­τών εργα­τών θα είναι εξα­σφα­λι­σμέ­νες και στη Ρωσία και σε όλο τον κόσμο».

Εν τω μετα­ξύ, η δυσα­ρέ­σκεια στον λαό από την πολι­τι­κή της κυβέρ­νη­σης και από την προ­ε­τοι­μα­σία της επί­θε­σης στο μέτω­πο, καθη­με­ρι­νά μεγά­λω­νε. Στις 8 Ιου­νί­ου, το μπολ­σε­βί­κι­κο κόμ­μα απο­φά­σι­σε ειρη­νι­κή δια­δή­λω­ση για το Σάβ­βα­το 10 Ιου­νί­ου, το 1ο Παν­ρω­σι­κό Συνέ­δριο των Σοβιέτ με πρό­τα­ση των μεν­σε­βί­κων και των εσέ­ρων απο­φά­σι­σε να απα­γο­ρευ­θούν οι δια­δη­λώ­σεις για τρείς ημέ­ρες, από­φα­ση την οποία στή­ρι­ξε και η Προ­σω­ρι­νή Κυβέρ­νη­ση, όμως κάτω από την λαϊ­κή πίε­ση το Συνέ­δριο των Σοβιέτ υπο­χρε­ώ­θη­κε να ορί­σει δια­δή­λω­ση στην Πετρού­πο­λη για τις 18 Ιουνίου.

Η Προ­σω­ρι­νή Κυβέρ­νη­ση άρχι­σε εσπευ­σμέ­να να επι­τα­χύ­νει την προ­ε­τοι­μα­σία της επί­θε­σης στο μέτω­πο, ελπί­ζο­ντας ότι οι πρώ­τες κιό­λας φήμες για τις πολε­μι­κές επι­τυ­χί­ες θα φέρουν σύγ­χυ­ση στις τάξεις των εχθρών του πολέ­μου και ότι η δια­δή­λω­ση θα μετα­τρα­πεί σε αναμ­φί­βο­λη υπο­στή­ρι­ξη της πολι­τι­κής της κυβέρ­νη­σης και των κομ­μά­των του συμ­βι­βα­σμού. Η επί­θε­ση που εκδη­λώ­θη­κε στο νοτιο­δυ­τι­κό μέτω­πο απέ­τυ­χε με την Προ­σω­ρι­νή Κυβέρ­νη­ση να παρα­δέ­χε­ται ότι κόστι­σε μεγά­λες ανθρώ­πι­νες θυσί­ες και εδα­φι­κές απώ­λειες, ενώ στην δια­δή­λω­ση της 18ης Ιου­νί­ου στην Πετρού­πο­λη, ούτε ένα σύνταγ­μα, ούτε ένα εργο­στά­σιο δεν παρου­σί­α­σε συν­θή­μα­τα εμπι­στο­σύ­νης στην Προ­σω­ρι­νή Κυβέρνηση.

Δια­δη­λώ­σεις έγι­ναν επί­σης στη Μόσχα, στο Κίε­βο, στη Ρίγα, στο Ιβά­νο­βο-Βοζ­νε­σένσκ και σ’ άλλες πόλεις και έδει­ξαν την αύξη­ση της επιρ­ρο­ής του μπολ­σε­βί­κι­κου κόμ­μα­τος στις μάζες. Τη γενι­κή σημα­σία της δια­δή­λω­σης ο Λένιν την εντό­πι­ζε στο ότι αυτή «απο­τέ­λε­σε δια­δή­λω­ση των δυνά­με­ων και της πολι­τι­κής του επα­να­στα­τι­κού προ­λε­τα­ριά­του που δεί­χνει την κατεύ­θυν­ση της επα­νά­στα­σης, που δεί­χνει τη διέ­ξο­δο από το αδιέξοδο».

Στις 2 Ιου­λί­ου 1917 παραι­τή­θη­καν από την Προ­σω­ρι­νή Κυβέρ­νη­ση οι υπουρ­γοί του κόμ­μα­τος των καντέ, επι­διώ­κο­ντας να προ­κα­λέ­σουν κυβερ­νη­τι­κή κρί­ση με σκο­πό να εκφο­βί­σουν τα κόμ­μα­τα του συμ­βι­βα­σμού και να συγκε­ντρώ­σουν την από­λυ­τη εξου­σία στα χέρια της αστι­κο­τσι­φλι­κά­δι­κης αντεπανάστασης.

Το μεση­μέ­ρι της 4ης Ιου­λί­ου περί­που 500.000 εργά­τες, στρα­τιώ­τες και ναύ­τες της Πετρού­πο­λης δια­δή­λω­σαν ειρη­νι­κά στους δρό­μους της πρω­τεύ­ου­σας που βάφτη­καν με το αίμα τους, καθώς οι δυνά­μεις της αντε­πα­νά­στα­σης άνοι­ξαν πυρ κατά των διαδηλωτών.

Στις 5 Ιου­λί­ου, η ενιαία συνε­δρί­α­ση της Κεντρι­κής Εκτε­λε­στι­κής Επι­τρο­πής των Σοβιέτ των εργα­τών και στρα­τιω­τών βου­λευ­τών και της Εκτε­λε­στι­κής Επι­τρο­πής του Παν­ρω­σι­κού Σοβιέτ των αγρο­τών βου­λευ­τών ενέ­κρι­νε τα μέτρα της Προ­σω­ρι­νής Κυβέρ­νη­σης ενά­ντια στους εργά­τες και στρα­τιώ­τες της Πετρού­πο­λης, και πήρε την από­φα­ση να δημιουρ­γή­σει ειδι­κή επι­τρο­πή για την εφαρ­μο­γή «παρα­πέ­ρα απο­φα­σι­στι­κών μέτρων».

Στις 9 Ιου­λί­ου, σε παρό­μοια ενιαία συνε­δρί­α­ση της Κεντρι­κής Εκτε­λε­στι­κής Επι­τρο­πής των Σοβιέτ εργα­τών και στρα­τιω­τών βου­λευ­τών και της Εκτε­λε­στι­κής Επι­τρο­πής του Παν­ρω­σι­κού Σοβιέτ αγρο­τών βου­λευ­τών, πάρ­θη­κε από­φα­ση που γνω­στο­ποιού­σε ότι η χώρα και η επα­νά­στα­ση κιν­δυ­νεύ­ουν. Η Προ­σω­ρι­νή Κυβέρ­νη­ση, που είχε ανα­διορ­γα­νω­θεί την προη­γου­μέ­νη ανα­κη­ρύ­χθη­κε κυβέρ­νη­ση για τη “σωτη­ρία της επα­νά­στα­σης”. Πρω­θυ­πουρ­γός ανέ­λα­βε ο Κερέν­σκι, που δια­τή­ρη­σε τη θέση του υπουρ­γού στρα­τιω­τι­κών και ναυ­τι­κών, οι “σοσια­λι­στές” υπουρ­γοί παρέ­μει­ναν στις θέσεις τους, ενώ η από­φα­ση των Εκτε­λε­στι­κών Επι­τρο­πών των Σοβιέτ ανα­γνώ­ρι­ζε απε­ριό­ρι­στα δικαιώ­μα­τα στην κυβέρ­νη­ση αυτή.

Η Προ­σω­ρι­νή Κυβέρ­νη­ση εξα­πέ­λυ­σε διώ­ξεις ενα­ντί­ον των μπολ­σε­βί­κων, η κυκλο­φο­ρία των εφη­με­ρί­δων τους απα­γο­ρεύ­θη­κε, οι στρα­τιω­τι­κές μονά­δες, που σύμ­φω­να με τη γνώ­μη της κυβέρ­νη­σης είχαν “μολυν­θεί με το βάκι­λο του μπολ­σε­βι­κι­σμού”, δια­λύ­θη­καν. Τα εργα­τι­κά απο­σπά­σμα­τα αφο­πλί­στη­καν. Άρχι­σαν οι έρευ­νες και οι συλλήψεις.

Στις 7 Ιου­λί­ου η Προ­σω­ρι­νή Κυβέρ­νη­ση απο­φά­σι­σε τη σύλ­λη­ψη του Λένιν και άλλων ηγε­τών του μπολ­σε­βί­κι­κου κόμ­μα­τος. Οι μπολ­σε­βί­κοι πέρα­σαν στην παρα­νο­μία. Κατα­διω­κό­με­νος από την Προ­σω­ρι­νή Κυβέρ­νη­ση, ο Λένιν, τη νύχτα προς την 10η Ιου­λί­ου μετα­κό­μι­σε παρά­νο­μα στον οικι­σμό κοντά στον σταθ­μό Ραζ­λίφ, σ’ ένα προ­ά­στιο της Πετρού­πο­λης, και φιλο­ξε­νή­θη­κε από τον εργά­τη Ν. Εμελιάνοφ.

Στο διά­στη­μα αυτό εργά­σθη­κε πολύ εντα­τι­κά για την προ­ε­τοι­μα­σία του 6ου Συνε­δρί­ου του μπολ­σε­βί­κι­κου κόμ­μα­τος και ανα­λύ­ο­ντας βαθιά την εξέ­λι­ξη των γεγο­νό­των και την πολι­τι­κή κατά­στα­ση που δια­μορ­φώ­θη­κε στη Ρωσία, προσ­διό­ρι­σε τη νέα τακτι­κή του κόμ­μα­τος, στο στά­διο εκεί­νο της επα­νά­στα­σης, που απέ­κλειε, πλέ­ον, τη δυνα­τό­τη­τα της ειρη­νι­κής της εξέλιξης.
Στις θέσεις “Η πολι­τι­κή κατά­στα­ση”, που γρά­φτη­καν από τον Β.Ι. Λένιν στις 10 (23) Ιου­λί­ου 1917, ανα­φέ­ρο­νται τα εξής: «Το σύν­θη­μα να περά­σει όλη η εξου­σία στα Σοβιέτ ήταν σύν­θη­μα ειρη­νι­κής εξέ­λι­ξης της επα­νά­στα­σης, κι αυτό μπο­ρού­σε να γίνει τον Απρί­λη, τον Μάη, τον Ιού­νη, ως τις 5–9 του Ιού­λη, δηλα­δή πριν περά­σει η πραγ­μα­τι­κή εξου­σία στα χέρια της στρα­τιω­τι­κής δικτα­το­ρί­ας. Τώρα το σύν­θη­μα αυτό δεν είναι πια σωστό, για­τί δεν παίρ­νει υπό­ψη του το συντε­λε­σμέ­νο αυτό πέρα­σμα ούτε και την πλή­ρη προ­δο­σία στην πρά­ξη της επα­νά­στα­σης από τους εσέ­ρους και τους μενσεβίκους».
Επι­ση­μαί­νο­ντας την ανα­γκαιό­τη­τα προ­ε­τοι­μα­σί­ας για ένο­πλη εξέ­γερ­ση, υπο­γράμ­μι­ζε ότι «ο σκο­πός της ένο­πλης εξέ­γερ­σης μπο­ρεί να είναι μόνο ένας: το πέρα­σμα της εξου­σί­ας στα χέρια του προ­λε­τα­ριά­του, που το υπο­στη­ρί­ζει η φτω­χή αγρο­τιά, για την πραγ­μα­το­ποί­η­ση του προ­γράμ­μα­τος του κόμ­μα­τος μας».

Προ­τεί­νο­ντας να απο­συρ­θεί προ­σω­ρι­νά το σύν­θη­μα “Ολη η εξου­σία στα Σοβιέτ!”, για­τί οι ηγέ­τες των Σοβιέτ διέ­πρα­ξαν ανή­κου­στη προ­δο­σία σε βάρος της επα­νά­στα­σης, ταυ­τό­χρο­να υπο­γράμ­μι­σε την ανα­γκαιό­τη­τα της δρα­στή­ριας πολι­τι­κής δου­λειάς για το κέρ­δι­σμα της πλειο­ψη­φί­ας στα Σοβιέτ.

Σ’ αυτές τις συν­θή­κες συγκλή­θη­κε το 6ο Συνέ­δριο του μπολ­σε­βί­κι­κου κόμ­μα­τος, στο οποίο με από­φα­ση του κόμ­μα­τος δεν εμφα­νί­στη­κε ο Λένιν, καθώς όπως το Συνέ­δριο σημεί­ω­νε, δεν υπήρ­χε καμία απο­λύ­τως εγγύ­η­ση όχι μόνο αμε­ρό­λη­πτης δικα­στι­κής δια­δι­κα­σί­ας, αλλά και στοι­χειώ­δους ασφά­λειας των παρα­πε­μπο­μέ­νων, στο δικαστήριο.

Το Συνέ­δριο έστει­λε χαι­ρε­τι­σμό στον Λένιν και τον εξέ­λε­ξε επί­τι­μο πρό­ε­δρό του. Όλες οι απο­φά­σεις του 6ου Συνε­δρί­ου του μπολ­σε­βί­κι­κου κόμ­μα­τος, που τέλειω­σε στις 3 του Αυγού­στου, κατευ­θύ­νο­νταν στον βασι­κό στό­χο: την προ­ε­τοι­μα­σία των μαζών για τη νίκη της σοσια­λι­στι­κής επανάστασης.

Αλλά και από την μεριά της η αντε­πα­νά­στα­ση δεν έμε­νε αδρα­νής. Στις 19 Ιου­λί­ου διο­ρί­στη­κε ανώ­τα­τος διοι­κη­τής ο στρα­τη­γός Κορ­νί­λωφ ο οποί­ος για λογα­ρια­σμό της αστι­κής τάξης άρχι­σε να προ­ε­τοι­μά­ζει πρα­ξι­κό­πη­μα, επι­λέ­γο­ντας ως χρό­νο εκδή­λω­σής του αρχι­κά το τρι­ή­με­ρο 12–14 Αυγού­στου, τις μέρες εργα­σιών της Κρα­τι­κής Σύσκε­ψης στη Μόσχα.

Στην Κρα­τι­κή Σύσκε­ψη, η αντε­πα­νά­στα­ση εξέ­θε­σε ανοι­χτά το πρό­γραμ­μά της: Κατάρ­γη­ση όλων των Σοβιέτ καθώς και των επι­τρο­πών στο στρα­τό, παρά­δο­ση των λει­τουρ­γιών διεύ­θυν­σης, “που είχαν σφε­τε­ρι­στεί τα Σοβιέτ”, στις δημο­τι­κές αρχές, ”πόλε­μος ως την τελι­κή νίκη σε πλή­ρη σύμπνοια με τους συμ­μά­χους μας”, άρνη­ση κάθε “κοι­νω­νι­κής μεταρ­ρύθ­μι­σης και κάθε κοι­νω­νι­κού πει­ρα­μα­τι­σμού” και συνέ­χι­ση του ενερ­γού αγώ­να κατά του μπολ­σε­βί­κι­κου κόμ­μα­τος, κήρυ­ξη εκτός νόμου του Κόμ­μα­τος και μαζι­κές διώ­ξεις ενα­ντί­ον των μελών του. Το πρό­γραμ­μα αυτό αντα­πο­κρι­νό­ταν πλή­ρως στη σύν­θε­ση της Κρα­τι­κής Σύσκε­ψης, στην οποία συμ­με­τεί­χαν γενι­κά πάνω από 2.500 αντιπρόσωποι.

Ο παρευ­ρι­σκό­με­νος στη σύσκε­ψη σοσια­λι­στής πρω­θυ­πουρ­γός, ορκι­ζό­ταν ότι η κυβέρ­νη­ση με “όσες δυνά­μεις έχει” αγω­νί­ζε­ται κατά των μπολ­σε­βί­κων. Και οι συμ­βι­βα­σμέ­νοι ηγέ­τες της Κεντρι­κής Εκτε­λε­στι­κής Επι­τρο­πής των Σοβιέτ δια­βε­βαί­ω­ναν ότι είναι προς το συμ­φέ­ρον της αστι­κής εξου­σί­ας να δια­τη­ρη­θούν προς το παρόν τα Σοβιέτ, για­τί αυτά, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας την παλ­λαϊ­κή τους ανα­γνώ­ρι­ση, υπο­στη­ρί­ζουν την Προ­σω­ρι­νή Κυβέρνηση.

Στις 9 Αυγού­στου, η συνε­δρί­α­ση των διοι­κή­σε­ων 41 συν­δι­κά­των της Μόσχας μαζί με το Κεντρι­κό Γρα­φείο των συν­δι­κά­των, ύστε­ρα από την εισή­γη­ση του εκπρο­σώ­που της επι­τρο­πής των μπολ­σε­βί­κων της Μόσχας Ι. Ι. Σκβορ­τσόφ — Στε­πά­νοφ, αφού συζή­τη­σε το ζήτη­μα για τη στά­ση απέ­να­ντι στην Κρα­τι­κή Σύσκε­ψη της Μόσχας, πήρε την από­φα­ση να κηρύ­ξει για τις 12 του Αυγού­στου 24ωρη απερ­γία και να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει συλ­λα­λη­τή­ρια διαμαρτυρίας.

Τη μέρα της έναρ­ξης της Κρα­τι­κής Σύσκε­ψης, στη Μόσχα και τα προ­ά­στιά της κατέ­βη­καν σε απερ­γία περί­που 400 χιλιά­δες άτο­μα, εικο­σι­τε­τρά­ω­ρες απερ­γί­ες, δια­δη­λώ­σεις και συλ­λα­λη­τή­ρια δια­μαρ­τυ­ρί­ας έγι­ναν την ίδια μέρα σε άλλες πόλεις, ενώ ενα­ντί­ον της Κρα­τι­κής Σύσκε­ψης έγι­ναν επί­σης πολυ­πλη­θή συλ­λα­λη­τή­ρια δια­μαρ­τυ­ρί­ας στις επι­χει­ρή­σεις και τα εργο­στά­σια της Πετρούπολης.
Δια­μαρ­τυ­ρί­ες έγι­ναν και στον στρα­τό όπου σε συνε­λεύ­σεις οι στρα­τιώ­τες εξέ­φρα­σαν την ετοι­μό­τη­τά τους, με το πρώ­το κάλε­σμα της Εκτε­λε­στι­κής Επι­τρο­πής του Σοβιέτ των εργα­τών και στρα­τιω­τών βου­λευ­τών του Ρέβελ, με το όπλο στο χέρι να υπε­ρα­σπί­σουν την επανάσταση.

Στις 12 Αυγού­στου, ο Κορ­νί­λοφ διέ­τα­ξε τη συγκρό­τη­ση εφε­δρι­κών συνταγ­μά­των πεζι­κού, στις 24 Αυγού­στου συνα­ντή­θη­κε το μέλος της Κρα­τι­κής Δού­μας Β. Λβοφ και σε δεύ­τε­ρη συνά­ντη­σή του την επό­με­νη μέρα δήλω­σε στον Λβοφ ότι για τη σωτη­ρία της πατρί­δας δεν βλέ­πει άλλη διέ­ξο­δο εκτός από την παρά­δο­ση σ’ αυτόν, τον Κορ­νί­λοφ, «όλης της στρα­τιω­τι­κής και πολι­τι­κής εξουσίας».

Στις 26 του Αυγού­στου, το τελε­σί­γρα­φο του Κορ­νί­λοφ μετα­βι­βά­στη­κε στον πρω­θυ­πουρ­γό. Το ίδιο διά­στη­μα τέθη­καν σε κίνη­ση οι μονά­δες εκεί­νες, στις οποί­ες στη­ριγ­μέ­νος ο Κορ­νί­λοφ σκό­πευε να κάνει το πρα­ξι­κό­πη­μα. Τρο­μο­κρα­τη­μέ­νος για την τύχη της πρω­θυ­πουρ­γι­κής του καρέ­κλας, φοβού­με­νος ότι οι μάζες, μαζί με το στα­σια­στή στρα­τη­γό θα σάρω­ναν κι αυτόν, ο Κερέν­σκι απο­φά­σι­σε να κηρύ­ξει ανοι­χτά πόλε­μο κατά του Κορνίλοφ.

Ο κίν­δυ­νος που απει­λού­σε την επα­νά­στα­ση ξεσή­κω­σε τις λαϊ­κές μάζες, επι­κε­φα­λής των οποί­ων μπή­κε το μπολ­σε­βί­κι­κο κόμ­μα. Η έκκλη­ση του Κόμ­μα­τος προς τους εργά­τες και τους στρα­τιώ­τες να πάρουν στα χέρια τους την υπε­ρά­σπι­ση της επα­νά­στα­σης βρή­κε θερ­μή απή­χη­ση. Οι μπολ­σε­βί­κοι κατόρ­θω­σαν όχι μόνο να δώσουν παλ­λαϊ­κή έκτα­ση στον αγώ­να κατά του Κορ­νί­λοφ, αλλά και να ξεσκε­πά­σουν ολό­πλευ­ρα τον Κερέν­σκι ως καλυμ­μέ­νο κορ­νι­λο­φι­κό, που εφάρ­μο­ζε το ίδιο επί­σης αντε­πα­να­στα­τι­κό πρό­γραμ­μα με άλλα μέσα. Η ΚΕ κάλε­σε τους εργά­τες και τους στρα­τιώ­τες να απο­δεί­ξουν πως αυτοί είναι ισχυ­ρό­τε­ροι από την αστι­κή αντεπανάσταση.
Περί­που 60 χιλιά­δες κοκ­κι­νο­φρου­ρούς, στρα­τιώ­τες και ναύ­τες είχε προ­τά­ξει η Πετρού­πο­λη για την υπε­ρά­σπι­ση της επα­νά­στα­σης. Απο­φα­σι­στι­κά απο­κρού­στη­καν οι κορ­νι­λο­φι­κοί και στα μέτω­πα. Οι στρα­τιω­τι­κές επι­τρο­πές εγκα­θι­στού­σαν έλεγ­χο στα επι­τε­λεία, συγκρο­τού­σαν μει­κτά τμή­μα­τα για τον αγώ­να κατά της ανταρσίας.
Η στά­ση του Κορ­νί­λοφ απέ­τυ­χε πέρα για πέρα πριν ακό­μη πέσει έστω κι ένας πυρο­βο­λι­σμός. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ένας πυρο­βο­λι­σμός ακού­στη­κε. Αυτο­κτό­νη­σε ο στρα­τη­γός Κρί­μοφ, που είχε τοπο­θε­τη­θεί από τον Κορ­νί­λοφ επι­κε­φα­λής των τμη­μά­των που πήγαι­ναν για την Πετρούπολη.

Η πορεία ως τον Οκτώ­βριο του 1917

Την Παρα­σκευή 1η Σεπτεμ­βρί­ου 1917, έξι μήνες μετά την ανα­τρο­πή της απο­λυ­ταρ­χί­ας, στη Ρωσία ανα­κη­ρύ­χτη­κε επί­ση­μα η δημο­κρα­τία. Ταυ­τό­χρο­να σχη­μα­τί­στη­κε ένα Διευ­θυ­ντή­ριο (Συμ­βού­λιο των πέντε) με Πρω­θυ­πουρ­γό τον Α. Κερέν­σκι. Μια από τις αιτί­ες δημιουρ­γί­ας του Διευ­θυ­ντη­ρί­ου ήταν η άρνη­ση των μεν­σε­βί­κων και των εσέ­ρων να μπουν στη νέα σύν­θε­ση της κυβέρ­νη­σης με συμ­με­το­χή των καντέ, υπό τον φόβο της απώ­λειας ολο­κλη­ρω­τι­κά της εμπι­στο­σύ­νης των μαζών.

Ο αγώ­νας κατά του κορ­νι­λο­φι­σμού ανα­ζω­ο­γό­νη­σε τα Σοβιέτ, η πρω­το­βου­λία των επα­να­στα­τι­κών μαζών άρχι­σε να εκδη­λώ­νε­ται, ενώ επι­βε­βαιώ­νο­νταν οι επε­ξερ­γα­σί­ες των μπολ­σε­βί­κων. Στις 31 Αυγού­στου, για πρώ­τη φορά από τη στιγ­μή της ίδρυ­σης των Σοβιέτ, οι μεν­σε­βί­κοι και οι εσέ­ροι βρέ­θη­καν στη μειο­ψη­φία κατά την ψηφο­φο­ρία για ένα από τα βασι­κά ζητή­μα­τα της επα­νά­στα­σης, για το ζήτη­μα της εξου­σί­ας. Τη νύχτα προς την 1η Σεπτεμ­βρί­ου, το Σοβιέτ της Πετρού­πο­λης με πλειο­ψη­φία 279 ψήφων, κατά 115 και 50 λευ­κών πήρε την από­φα­ση που πρό­τει­νε το κόμ­μα των μπολ­σε­βί­κων, η οποία κατέ­κρι­νε την πολι­τι­κή των συνα­σπι­σμών, καλού­σε για το πέρα­σμα όλης της εξου­σί­ας στα χέρια των Σοβιέτ και πρό­τει­νε ένα πρό­γραμ­μα επα­να­στα­τι­κών μετα­σχη­μα­τι­σμών στη χώρα.

Ο αριθ­μός των Σοβιέτ που έπαιρ­ναν απο­φά­σεις με προ­τά­σεις των μπολ­σε­βί­κων, μεγά­λω­νε γρή­γο­ρα. Στις αρχές του Σεπτέμ­βρη, είχε δια­μορ­φω­θεί μια πολύ ιδιό­μορ­φη κατά­στα­ση, την οποία ο Λένιν χαρα­κτή­ρι­σε “από­το­μη και… πρω­τό­τυ­πη στρο­φή στη ρωσι­κή επα­νά­στα­ση”: Η αντε­πα­νά­στα­ση απο­δεί­χτη­κε αισθη­τά εξα­σθε­νη­μέ­νη, τη στιγ­μή που το επα­να­στα­τι­κό στρα­τό­πε­δο είχε δυνα­μώ­σει, για­τί ο αγώ­νας κατά του κορ­νι­λο­φι­σμού συνέ­νω­σε τις διά­φο­ρες δυνά­μεις του επα­να­στα­τι­κού κινή­μα­τος στη χώρα. Εμφα­νί­στη­κε, σύμ­φω­να με τον Λένιν, πολύ σπά­νια δυνα­τό­τη­τα ειρη­νι­κής εξέ­λι­ξης της επα­νά­στα­σης. Στα Σοβιέτ δινό­ταν ακό­μη μια πιθα­νό­τη­τα να πάρουν την εξου­σία με ειρη­νι­κό τρόπο.

Τη νύχτα προς την 2α Σεπτεμ­βρί­ου, όμως, η εσε­ρο-μεν­σε­βί­κι­κη καθο­δή­γη­ση, που δια­τη­ρού­σε ακό­μη την πλειο­ψη­φία στην Παν­ρω­σι­κή Κεντρι­κή Εκτε­λε­στι­κή Επι­τρο­πή (ΠΚΕΕ), έλα­βε από­φα­ση υπο­στή­ρι­ξης του Διευ­θυ­ντη­ρί­ου, παρα­χω­ρώ­ντας πάλι με τον τρό­πο αυτό στον Κερέν­σκι την αρμο­διό­τη­τα να σχη­μα­τί­σει κυβέρ­νη­ση κατά την κρί­ση του. Οι μπολ­σε­βί­κοι εκτί­μη­σαν το βήμα αυτό της Κεντρι­κής Εκτε­λε­στι­κής Επι­τρο­πής (ΚΕΕ) σαν νέα προ­δο­σία των συμ­φε­ρό­ντων της επα­νά­στα­σης, σαν άρνη­ση της ρεα­λι­στι­κής δυνα­τό­τη­τας για κατά­λη­ψη της εξου­σί­ας με ειρη­νι­κό τρόπο.

Λαμ­βά­νο­ντας υπό­ψη του, ο Λένιν ότι η πλειο­ψη­φία των Σοβιέτ Πετρού­πο­λης και Μόσχας είχε ταχθεί υπέρ των μπολ­σε­βί­κων, απέ­στει­λε γράμ­μα προς την Κεντρι­κή Επι­τρο­πή και τις Επι­τρο­πές Πετρού­πο­λης και Μόσχας του Κόμ­μα­τος, τονί­ζο­ντας ότι οι μπολ­σε­βί­κοι πρέ­πει να πάρουν την εξουσία.

Από τα μέσα Σεπτεμ­βρί­ου 1917 το σύν­θη­μα “Όλη η εξου­σία στα Σοβιέτ!” έγι­νε ισο­δύ­να­μο με το σύν­θη­μα για ένο­πλη εξέγερση.
Στη χώρα εκδη­λω­νό­ταν πανε­θνι­κή κρί­ση που εκφρα­ζό­ταν με την παρά­λυ­ση της κυβέρ­νη­σης, με επι­τά­χυν­ση των ρυθ­μών απο­σύν­θε­σης της οικο­νο­μί­ας, με τον ανα­βρα­σμό των λαϊ­κών μαζών, ενώ ταυ­τό­χρο­να διευ­ρυ­νό­ταν η εντα­τι­κή οικο­δό­μη­ση των τμη­μά­των της Κόκ­κι­νης Φρου­ράς, παρά την κυβερ­νη­τι­κή απα­γό­ρευ­ση για “αυθαί­ρε­τη” συγκρό­τη­ση οποιων­δή­πο­τε λεγό­με­νων τμη­μά­των αγώ­να κατά της αντεπανάστασης.

Η ανέ­χεια και η δυστυ­χία των εργα­ζό­με­νων μαζών είχαν φτά­σει στο απρο­χώ­ρη­το. Σ’ ολό­κλη­ρη τη χώρα ξέσπα­σαν ταρα­χές εξαι­τί­ας της πεί­νας. Μια από τις απο­δεί­ξεις της πανε­θνι­κής κρί­σης ήταν και η ενερ­γός παρέμ­βα­ση στις εσω­τε­ρι­κές υπο­θέ­σεις της χώρας του διε­θνούς ιμπε­ρια­λι­σμού για στή­ρι­ξη της κυβέρ­νη­σης Κερέν­σκι. Φυσι­κά δεν στή­ρι­ζαν μόνο αλλά και απαιτούσαν.

Ανα­ζη­τώ­ντας διέ­ξο­δο από την κρί­ση που είχε δημιουρ­γη­θεί, και για να εξε­τά­σει το ζήτη­μα της εξου­σί­ας, η εσε­ρο-μεν­σε­βί­κι­κη ΚΕΕ των Σοβιέτ κάλε­σε στις 14 Σεπτεμ­βρί­ου τη λεγό­με­νη Παν­ρω­σι­κή Δημο­κρα­τι­κή Σύσκε­ψη, ανα­βάλ­λο­ντας και υπο­κα­θι­στώ­ντας με τον τρό­πο αυτό τη σύγκλη­ση του Παν­ρω­σι­κού Συνε­δρί­ου των Σοβιέτ. Η σύν­θε­ση της σύσκε­ψης ήταν τέτοια που εξα­σφά­λι­ζε πλειο­ψη­φία υπέρ των μεν­σε­βί­κων και εσέρων.

Με πρό­τα­σή τους, η Δημο­κρα­τι­κή Σύσκε­ψη απο­φά­σι­σε να σχη­μα­τί­σει Προ­σω­ρι­νό Σοβιέτ της Ρωσι­κής Δημο­κρα­τί­ας ή, Προ­κοι­νο­βού­λιο, ένα μόνι­μο αντι­προ­σω­πευ­τι­κό όργα­νο με συμ­βου­λευ­τι­κό χαρα­κτή­ρα πλάι στην Προ­σω­ρι­νή Κυβέρ­νη­ση. Ο Λένιν τάχθη­κε απο­φα­σι­στι­κά υπέρ του μποϊ­κο­τα­ρί­σμα­τος του Προ­κοι­νο­βου­λί­ου, δεί­χνο­ντας πως η ουσία του συνί­στα­ται στην εξα­πά­τη­ση των εργα­τών και των αγρο­τών για να τους απο­σπά­σει από την επα­νά­στα­ση, πως η τακτι­κή συμ­με­το­χή στο Προ­κοι­νο­βού­λιο δεν αντα­πο­κρί­νε­ται στις αντι­κει­με­νι­κές αμοι­βαί­ες σχέ­σεις των τάξε­ων και στις συν­θή­κες της στιγμής.

Στις 25 Σεπτεμ­βρί­ου ολο­κλη­ρώ­θη­κε ο σχη­μα­τι­σμός της τρί­της (και τελευ­ταί­ας κυβέρ­νη­σης συνα­σπι­σμού). Ο σχη­μα­τι­σμός της νέας κυβέρ­νη­σης δεν έσω­σε τη χώρα από την πανε­θνι­κή κρί­ση, που όλο και πιο απει­λη­τι­κά εκδη­λω­νό­ταν στην ανι­κα­νό­τη­τα της εξου­σί­ας, στην οικο­νο­μι­κή ερή­μω­ση, στην άνο­δο του επα­να­στα­τι­κού κινή­μα­τος, στην ολο­κλη­ρω­τι­κή απο­μά­κρυν­ση του στρα­τού από την κυβέρ­νη­ση, στην όξυν­ση του εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κού αγώ­να. Δημιουρ­γή­θη­κε η απα­ραί­τη­τη για τη νικη­φό­ρα εξέ­γερ­ση επα­να­στα­τι­κή κατά­στα­ση. Είχε φτά­σει σε τέτοια έντα­ση, που τα “ανώ­τε­ρα στρώ­μα­τα” δεν μπο­ρού­σαν πια να διοι­κούν με τον παλιό τρό­πο, ενώ τα “κατώ­τε­ρα κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα” ήταν αδύ­να­το να ζουν όπως πρώ­τα. “Η κρί­ση ωρί­μα­σε”, προει­δο­ποιού­σε ο Λένιν στις 29 του Σεπτέμ­βρη. “Ολό­κλη­ρο το μέλ­λον της ρωσι­κής επα­νά­στα­σης παί­ζε­ται κορόνα-γράμματα”.

Ανα­λύ­ο­ντας όλο το σύνο­λο των γεγο­νό­των στη χώρα, έφθα­σε στο συμπέ­ρα­σμα ότι είναι ανα­γκαίο να υλο­ποι­η­θούν άμε­σα οι απο­φά­σεις του 6ου Συνε­δρί­ου του Κόμ­μα­τος για την προ­ε­τοι­μα­σία της ένο­πλης εξέ­γερ­σης. “Μας ακο­λου­θεί η πλειο­ψη­φία της τάξης που είναι η εμπρο­σθο­φυ­λα­κή της επα­νά­στα­σης, η εμπρο­σθο­φυ­λα­κή του λαού, που είναι ικα­νή να συναρ­πά­σει τις μάζες”, έγρα­φε ο Λένιν. “Μας ακο­λου­θεί η πλειο­ψη­φία του λαού…”. Τόνι­σε ότι έχο­ντας την συνει­δη­τή υπο­στή­ρι­ξη των πιο πλα­τιών μαζών της Ρωσί­ας οι μπολ­σε­βί­κοι μπο­ρούν και πρέ­πει να πάρουν την εξου­σία, για­τί μόνο έτσι θα σώσουν τη χώρα από την κατα­στρο­φή, θα προ­τεί­νουν πραγ­μα­τι­κή ειρή­νη στους λαούς, για­τί μόνο με εργα­τι­κό έλεγ­χο στην παρα­γω­γή και την κατα­νο­μή των τρο­φί­μων, με εθνι­κο­ποί­η­ση των τρα­πε­ζών και της μεγά­λης βιο­μη­χα­νί­ας, με κατά­σχε­ση των τσι­φλι­κά­δι­κων ιδιο­κτη­σιών και εθνι­κο­ποί­η­ση όλης της γης στη χώρα και άλλα επα­να­στα­τι­κά μέτρα θα μπο­ρού­σαν να σώσουν τη Ρωσία από την ερή­μω­ση, την πεί­να και παράλ­λη­λα να τη σπρώ­ξουν μπρο­στά, προς το σοσιαλισμό.

Στις 10 Οκτω­βρί­ου, για πρώ­τη φορά ύστε­ρα από τρί­μη­νη παρα­νο­μία, ο Λένιν πήρε μέρος στην ειδι­κή συνε­δρί­α­ση της ΚΕ του Κόμ­μα­τος, που απο­φά­σι­σε για την ένο­πλη εξέ­γερ­ση. Στις 24 Οκτω­βρί­ου , η εφη­με­ρί­δα “Ραμπό­τσι Πουτ” περιεί­χε την έκκλη­ση για ανα­τρο­πή της Προ­σω­ρι­νής Κυβέρ­νη­σης και εγκα­θί­δρυ­ση της εξου­σί­ας των Σοβιέτ. Το βρά­δυ της ίδιας μέρας ο Λένιν έστει­λε το “Γράμ­μα προς τα μέλη της ΚΕ”, όπου ανα­λύ­ει την κατά­στα­ση, τονί­ζο­ντας ότι “η καθυ­στέ­ρη­ση της δρά­σης ισο­δυ­να­μεί με θάνατο”.

Η ένο­πλη εξέ­γερ­ση ξεκί­νη­σε ξημε­ρώ­νο­ντας η 25η Οκτω­βρί­ου 1917 με οργα­νω­μέ­νη δρά­ση στα κύρια σημεία της Πετρούπολης.
Στις 3.30 το κατα­δρο­μι­κό “Αβρό­ρα” αγκυ­ρο­βό­λη­σε κοντά στη γέφυ­ρα Νικο­λά­γιεφ­σκι, σε μικρή από­στα­ση από τα Χει­με­ρι­νά Ανάκτορα.
Το πρωί της 25ης Οκτω­βρί­ου σχε­δόν ολό­κλη­ρη η Πετρού­πο­λη είχε περά­σει στα χέρια των εξεγερμένων.

Το πρωί της ίδιας μέρας ο Λένιν γρά­φει την έκκλη­ση “Προς τους πολί­τες της Ρωσί­ας!”, με την οποία έκα­νε γνω­στό το πέρα­σμα της κρα­τι­κής εξου­σί­ας στα χέρια του Σοβιέτ των εργα­τών και στρα­τιω­τών αντι­προ­σώ­πων της Πετρού­πο­λης, στα χέρια της Στρα­τιω­τι­κής Επα­να­στα­τι­κής Επι­τρο­πής, που βρι­σκό­ταν επι­κε­φα­λής του προ­λε­τα­ριά­του και της φρου­ράς της Πετρού­πο­λης. Ο Κερέν­σκι με το εύλο­γο πρό­σχη­μα της υπο­δο­χής από την επαρ­χία των στρα­τευ­μά­των “που είναι πιστά στην Προ­σω­ρι­νή Κυβέρ­νη­ση” έφυ­γε από την εξε­γερ­μέ­νη Πετρούπολη.

Το 2ο Παν­ρω­σι­κό Συνέ­δριο των Σοβιέτ

Το βρά­δυ ξεκί­νη­σε στο Σμόλ­νι τις εργα­σί­ες του το 2ο Παν­ρω­σι­κό Συνέ­δριο των Σοβιέτ των εργα­τών και στρα­τιω­τών αντι­προ­σώ­πων. Κατά την έναρ­ξη των εργα­σιών του Συνε­δρί­ου ήταν παρό­ντες 649 αντι­πρό­σω­ποι, από τους οποί­ους 390 μπολ­σε­βί­κοι, 160 εσέ­ροι, 72 μεν­σε­βί­κοι κ.λπ. Οι μεν­σε­βί­κοι, οι “δεξιοί εσέ­ροι” όταν πεί­στη­καν ότι η πλειο­ψη­φία των συνέ­δρων ήταν με το μέρος των μπολ­σε­βί­κων, εγκα­τέ­λει­ψαν επι­δει­κτι­κά τη συνεδρίαση.

Στη διάρ­κεια των εργα­σιών του συνε­δρί­ου κατα­λή­φθη­καν με έφο­δο και τα Χει­με­ρι­νά Ανά­κτο­ρα. Μια ομά­δα ευέλ­πι­δων παρέ­δω­σε τα όπλα της αμα­χη­τί, ενώ κάποιοι πρώ­ην υπουρ­γοί που ήταν εκεί παρέ­δω­σαν τα έγγρα­φα και τα όπλα που τους είχαν απομείνει.Το συνέ­δριο σχε­δόν ομό­φω­να (με 2 κατά και 12 λευ­κά) επι­κύ­ρω­σε το ντο­κου­μέ­ντο “Προς τους εργά­τες, τους στρα­τιώ­τες και τους αγρό­τες” που σήμαι­νε ότι το 2ο Παν­ρω­σι­κό Συνέ­δριο των Σοβιέτ παρέ­λα­βε την εξου­σία από τη Στρα­τιω­τι­κή Επα­να­στα­τι­κή Επι­τρο­πή και δια­κή­ρυ­ξε το πέρα­σμα όλης της εξου­σί­ας στη χώρα στα χέρια των Σοβιέτ των εργα­τών, των στρα­τιω­τών και των αγρο­τών αντιπροσώπων.

Στις 9 το βρά­δυ της 26ης Οκτω­βρί­ου άρχι­σε η δεύ­τε­ρη συνε­δρί­α­ση του Συνε­δρί­ου. Ειση­γή­σεις για δύο βασι­κά ζητή­μα­τα, για την ειρή­νη και για τη γη, έκα­νε ο Λένιν. Στις 11 ψηφί­στη­κε το διά­ταγ­μα για την ειρή­νη, με το οποίο η εργα­το­α­γρο­τι­κή εξου­σία εξέ­φρα­ζε την απο­φα­σι­στι­κό­τη­τά της να υπο­γρά­ψει αμέ­σως ειρή­νη χωρίς προ­σαρ­τή­σεις και επα­νορ­θώ­σεις. Το διά­ταγ­μα θεω­ρού­σε τον ιμπε­ρια­λι­στι­κό πόλε­μο ως το μεγα­λύ­τε­ρο έγκλη­μα ενά­ντια στην ανθρω­πό­τη­τα και καλού­σε τους λαούς και το πιο πρω­το­πό­ρο τμή­μα τους, την εργα­τι­κή τάξη, να επέμ­βουν στην υπό­θε­ση της πάλης για την ειρή­νη στον κόσμο.

Στις 2 τη νύχτα της 27ης Οκτώ­βρη ψηφί­στη­κε το δεύ­τε­ρο ιστο­ρι­κό ντο­κου­μέ­ντο — το “Διά­ταγ­μα για τη γη”. Με το διά­ταγ­μα όλη η γη των γαιο­κτη­μό­νων, η γη της τσα­ρι­κής οικο­γέ­νειας και η εκκλη­σια­στι­κή γη δημεύ­ο­νταν χωρίς απο­ζη­μί­ω­ση. Το 2ο Παν­ρω­σι­κό Συνέ­δριο των Σοβιέτ ολο­κλή­ρω­σε τις εργα­σί­ες του στη διάρ­κεια των οποί­ων είχε εκπλη­ρώ­σει σπου­δαίο ιστο­ρι­κό έργο στις 27 Οκτω­βρί­ου 1917 με τον σχη­μα­τι­σμό εργα­το­α­γρο­τι­κής κυβέρ­νη­σης ‑Συμ­βού­λιο των Λαϊ­κών Επι­τρό­πων- η οποία εξέ­λε­ξε ως Πρό­ε­δρο του Συμ­βου­λί­ου τον Β. Ι. Λένιν.

Γ. Μηλιώ­νης / Δημό­σια σελί­δα ΑΠΕ

Ενδεικτική βιβλιογραφία

Β. Ι. Λένιν, “Απα­ντα”, τ. 31 — Σύγ­χρο­νη Εποχή
Β. Ι. Λένιν, “Απα­ντα”, τ. 34 — Σύγ­χρο­νη Εποχή
Β. Ι. Λένιν, “Απα­ντα”, τ. 35 — Σύγ­χρο­νη Εποχή
Εμμα­νου­ήλ Καζα­κέ­βιτς: “Το Γαλά­ζιο Τετρά­διο” — Σύγ­χρο­νη Επο­χή: Ο τίτλος της νου­βέ­λας είναι εμπνευ­σμέ­νος από ένα τετρά­διο με γαλά­ζιο εξώ­φυλ­λο, όπου ο Λένιν είχε συγκε­ντρώ­σει την ύλη, στην οποία στη­ρί­χτη­κε για να δώσει την τελι­κή μορ­φή στο έργο του “Κρά­τος και Επα­νά­στα­ση” — “Η διδα­σκα­λία του Μαρ­ξι­σμού για το κρά­τος και τα καθή­κο­ντα του προ­λε­τα­ριά­του στην επανάσταση”.
Τον Ιού­λιο του 1917 η Προ­σω­ρι­νή Κυβέρ­νη­ση δημο­σί­ευ­σε διά­ταγ­μα για τη σύλ­λη­ψη και προ­σα­γω­γή του Λένιν σε δίκη. Ο Λένιν με τη σύμ­φω­νη γνώ­μη της πλειο­ψη­φί­ας της ΚΕ των μπολ­σε­βί­κων πέρα­σε στην παρα­νο­μία και από την Πετρού­πο­λη κατέ­φυ­γε μεταμ­φιε­σμέ­νος στο Ραζ­λίφ, στις όχθες μιας λίμνης, στην καλύ­βα ενός μπολ­σε­βί­κου εργά­τη, του Εμε­λιά­νοφ. Η πλο­κή του έργου εκτυ­λίσ­σε­ται στο διά­στη­μα της παρα­μο­νής του Λένιν σ’ αυτό το κρη­σφύ­γε­το, έως τη μέρα που μεταμ­φιε­σμέ­νος, ξυρι­σμέ­νος, με περού­κα, τρα­γιά­σκα και με πλα­στή εργα­τι­κή ταυ­τό­τη­τα με το επώ­νυ­μο Ιβα­νόφ, ξεκί­νη­σε για τη Φινλανδία.
Η λογο­τε­χνι­κή αφή­γη­ση είναι βασι­σμέ­νη στα πραγ­μα­τι­κά γεγο­νό­τα από την περί­ο­δο που ο Λένιν επε­ξερ­γά­στη­κε τις «Θέσεις του Απρί­λη» του 1917.
Τζον Ρήντ: “Δέκα μέρες που συγκλό­νι­σαν τον κόσμο” — Σύγ­χρο­νη Επο­χή: Το κλα­σι­κό “ζωντα­νό” ρεπορ­τάζ του αμε­ρι­κα­νού δημο­σιο­γρά­φου δεν απο­τε­λεί μόνο μια έξο­χη μαρ­τυ­ρία της Οκτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης, αλλά δεί­χνει και την δύνα­μη, την επιρ­ροή της επα­νά­στα­σης, τους διε­θνείς δεσμούς της.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο