Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το τέλος του Μεγάλου Πολέμου — 6.000 νεκροί κάθε ημέρα

Πριν από ακρι­βώς 100 χρό­νια τελεί­ω­σε ο Α’ Παγκό­σμιος Πόλε­μος, αφή­νο­ντας πίσω του εκα­τόμ­βη θυμά­των και ανεί­πω­τες κατα­στρο­φές. Αλλά η ειρή­νη δεν έμελ­λε να διαρ­κέ­σει πολύ στην πολυ­τά­ρα­χη Ευρώ­πη της επο­χής εκεί­νης.

“Finie la guerre?” (“Τελεί­ω­σε ο πόλε­μος;”) ρωτού­σαν οι Γάλ­λοι στρα­τιώ­τες, καθώς έβλε­παν το τρέ­νο της γερ­μα­νι­κής αντι­προ­σω­πεί­ας να δια­σχί­ζει τα γαλ­λο­βελ­γι­κά σύνο­ρα στις 6 Νοεμ­βρί­ου 1918. Τα στρα­τεύ­μα­τα παρέ­με­ναν στο πεδίο της μάχης, αλλά όλα έδει­χναν ότι ο πόλε­μος πλη­σιά­ζει στο τέλος του. Μήπως έφερ­ναν και κανέ­να τσι­γά­ρο άρα­γε οι Γερ­μα­νοί, έτσι, ως πρό­γευ­ση ειρή­νης; “Ως μη καπνι­στής δεν θα μπο­ρού­σα να εκπλη­ρώ­σω αυτή την επι­θυ­μία” θα σημεί­ω­νε εκεί­νη την ημέ­ρα λακω­νι­κά στα απο­μνη­μο­νεύ­μα­τά του ο Ματί­ας Έρτσ­μπερ­γκερ, επι­κε­φα­λής της γερ­μα­νι­κής αντιπροσωπείας.

Η ουσία είναι ότι λίγο αργό­τε­ρα, τα ξημε­ρώ­μα­τα της 11ης Νοεμ­βρί­ου 1918, ο Έρτσ­μπερ­γκερ και ο Γάλ­λος στρα­τάρ­χης Φερ­ντι­νάν Φος, συνυ­πέ­γρα­ψαν ανα­κω­χή σε ένα βαγό­νι τρέ­νου στο δάσος της Κομπιέ­νης, όπου ο Φος είχε εγκα­τα­στή­σει το στρα­τη­γείο του. Ο Α’ Παγκό­σμιος Πόλε­μος είχε τελειώ­σει, η Γερ­μα­νία είχε συν­θη­κο­λο­γή­σει. Λίγους μήνες αργό­τε­ρα στην επι­βλη­τι­κή Αίθου­σα των Κατό­πτρων, στο Ανά­κτο­ρο των Βερ­σαλ­λιών, υπε­γρά­φη η συν­θή­κη ειρή­νης που τερ­μά­τι­σε και επί­ση­μα τον “Μεγά­λο Πόλεμο”.

6.000 νεκροί κάθε ημέρα

Μέχρι τον Ιού­λιο του 1918 ο γερ­μα­νι­κός στρα­τός συνέ­χι­ζε να προ­ε­λαύ­νει στο δυτι­κό μέτω­πο, αν και είχε υπο­στεί σημα­ντι­κές απώ­λειες. Οι επι­τε­λείς των Γερ­μα­νών προ­σπα­θού­σαν να καλύ­ψουν τα κενά στέλ­νο­ντας πάλι στο μέτω­πο στρα­τιώ­τες που είχαν αναρ­ρώ­σει από τραυ­μα­τι­σμούς, αλλά και νέους κλη­ρω­τούς, γεν­νη­θέ­ντες το 1900. Όμως σύντο­μα οι Γερ­μα­νοί βρέ­θη­καν αντι­μέ­τω­ποι με την υπε­ρο­πλία των Αμε­ρι­κα­νών. Από τον Απρί­λιο του 1917, όταν ο πρό­ε­δρος των ΗΠΑ Γού­ντρο­ου Ουίλ­σον κήρυ­ξε τον πόλε­μο στη Γερ­μα­νία, όλοι και περισ­σό­τε­ροι Αμε­ρι­κα­νοί ενί­σχυαν τους συμ­μά­χους στην Ευρώ­πη. Το φθι­νό­πω­ρο του 1918 οι Αμε­ρι­κα­νοί έστελ­ναν πλέ­ον 10.000 στρα­τιώ­τες την ημέ­ρα. Όπως επι­ση­μαί­νει ο ιστο­ρι­κός Τζων Κίγκαν, οι νεα­ροί Αμε­ρι­κα­νοί μπο­ρεί να μην είχαν εμπει­ρία στο μέτω­πο, αλλά ασφα­λώς οι μαζι­κές ενι­σχύ­σεις από την άλλη πλευ­ρά του Ατλα­ντι­κού λει­τουρ­γού­σαν απο­θαρ­ρυ­ντι­κά για τον αντίπαλο.

Η ανα­κω­χή της 11ης Νοεμ­βρί­ου τερ­μά­τι­ζε τέσ­σε­ρα χρό­νια πρω­το­φα­νούς αιμα­το­χυ­σί­ας και κατα­στρο­φής. Ο ίδιος ο Έρτσ­μπερ­γκερ κατέ­γρα­φε εικό­νες ολέ­θρου στη δια­δρο­μή προς τη Γαλ­λία μέσω Βελ­γί­ου. “Ούτε ένα σπί­τι δεν έχει μεί­νει όρθιο, παντού ερεί­πια. Στο φως του φεγ­γα­ριού μοιά­ζουν με φαντά­σμα­τα, που­θε­νά σημεία ζωής”, έγρα­φε στο σημειω­μα­τά­ριό του. Η τεχνι­κή πρό­ο­δος της επο­χής είχε οδη­γή­σει σε μία βιο­μη­χα­νία θανά­του και σε ένα οπλο­στά­σιο που ξεπερ­νού­σε ο,τιδήποτε είχε εμφα­νι­στεί προη­γου­μέ­νως στα πεδία των μαχών. Τεθω­ρα­κι­σμέ­να, υπο­βρύ­χια, οβι­δο­βό­λα με μεγά­λο βελη­νε­κές, χημι­κά όπλα χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν χωρίς κανέ­ναν δισταγ­μό. Από το 1916 οι Γερ­μα­νοί άρχι­σαν να χρη­σι­μο­ποιούν το μεγα­λύ­τε­ρο κανό­νι που είχαν επι­νο­ή­σει ποτέ, τον Langen Max, εκτο­ξεύ­ο­ντας βλή­μα­τα άνω των 300 κιλών σε από­στα­ση έως 48 χιλιο­μέ­τρων. 56 εκα­τομ­μύ­ρια κλη­ρω­τοί στάλ­θη­καν στο μέτω­πο. Κάθε μέρα 6.000 άνθρω­ποι έπε­φταν νεκροί στα πεδία των μαχών. Περισ­σό­τε­ροι από 21 εκα­τομ­μύ­ρια στρα­τιώ­τες τραυ­μα­τί­στη­καν σοβα­ρά, ακρω­τη­ριά­στη­καν ή έμει­ναν παράλυτοι.

“Ακατάσχετη αιμορραγία”

“Ήταν τρο­με­ρό να νιώ­θεις το μολύ­βι να σου τρώ­ει τα σωθι­κά” έγρα­φε ο Γερ­μα­νός στρα­τιώ­της Καρλ Μπαί­νερ, γεν­νη­θείς το 1898. “Και οι δύο διοι­κη­τές μας σωριά­στη­καν τη νύχτα από τα πυρά του αντι­πά­λου. Ο ένας χτυ­πή­θη­κε στο στή­θος και του έφυ­γε ολό­κλη­ρο κομ­μά­τι, ο άλλος στην κοι­λιά. Ο πρώ­τος άρχι­σε να κραυ­γά­ζει, ο δεύ­τε­ρος ήταν νεκρός στη στιγ­μή” σημεί­ω­νε ο στρα­τιώ­της. Για να συνε­χί­σει την περι­γρα­φή, λέγο­ντας ότι η μονά­δα ανα­ζή­τη­σε κατα­φύ­γιο σε μία υπό­γεια στοά. “Είχα­με χωθεί κάτω από το έδα­φος, όταν χτυ­πη­θή­κα­με κι εκεί. Υπήρ­χαν πολ­λοί τραυ­μα­τί­ες. Κάποιος έχα­σε και τα δύο του πόδια και πέθα­νε από ακα­τά­σχε­τη αιμορ­ρα­γία”. Κανείς δεν ήθε­λε τόσο πολύ το τέλος του πολέ­μου, όσο οι ίδιοι οι στρα­τιώ­τες. Όπως έγρα­φε ο αξιω­μα­τι­κός Ρού­πρεχτ φον Μπά­γερν τον Μάιο του 1918 ” δύο στους δέκα στρα­τιώ­τες εγκα­τέ­λει­παν τη μονά­δα τους χωρίς άδεια, παρό­τι ήξε­ραν ότι αν συλ­λη­φθούν, θα τιμω­ρη­θούν με φυλά­κι­ση έως τέσ­σε­ρις μήνες. Αλλά αυτό ακρι­βώς ήθε­λαν κάποιοι, ώστε να απο­φύ­γουν τη μάχη”.

Καθώς αραί­ω­ναν οι γραμ­μές, οι στρα­τιω­τι­κοί άρχι­σαν να ανα­ζη­τούν ευθύ­νες αλλού και να επι­νο­ούν θεω­ρί­ες συνο­μω­σί­ας. Ό στρα­τη­γός Έριχ Λού­ντε­ντορφ έγρα­φε χαρα­κτη­ρι­στι­κά: “Παρα­κά­λε­σα την Εξο­χό­τη­τά του να συμπε­ρι­λά­βει στην κυβέρ­νη­ση εκεί­νες τις δυνά­μεις, στις οποί­ες οφεί­λου­με το ότι έχου­με φθά­σει μέχρι εδώ. Για να δού­με στα υπουρ­γεία αυτούς τους κυρί­ους. Να συνά­ψουν εκεί­νοι την ειρή­νη. Να φάνε εκεί­νοι τη σού­πα που μαγεί­ρε­ψαν για μας”. Λέγο­ντας “αυτούς τους κυρί­ους” ο Λού­ντε­ντορφ εννο­ού­σε τις πολι­τι­κές δυνά­μεις που απαι­τού­σαν σύνα­ψη ειρή­νης ήδη από το καλο­καί­ρι του 1917, δηλα­δή τους σοσιαλ­δη­μο­κρά­τες, τους αρι­στε­ρούς φιλε­λεύ­θε­ρους και το καθο­λι­κό κόμ­μα του Κέντρου. Τη σκυ­τά­λη πήρε ο ανώ­τα­τος στρα­τιω­τι­κός διοι­κη­τής των Γερ­μα­νών, στρα­τάρ­χης φον Χίντεν­μπουργκ, παρα­θέ­το­ντας μία υπο­τι­θέ­με­νη ρήση Άγγλου στρα­τιω­τι­κού, η οποία μάλ­λον δεν είχε ειπω­θεί ποτέ, ότι δηλα­δή “ο γερ­μα­νι­κός στρα­τός είχε δεχθεί πισώ­πλα­το χτύ­πη­μα”. Αυτός ο παρα­πλα­νη­τι­κός θρύ­λος του “πισώ­πλα­του χτυ­πή­μα­τος”, ότι δηλα­δή η Γερ­μα­νία έχα­σε τον πόλε­μο μόνο και μόνο για­τί υπο­νο­μεύ­θη­κε εκ των έσω, καλ­λιερ­γή­θη­κε συστη­μα­τι­κά τα επό­με­να χρό­νια και ήταν ένας από τους λόγους για την κατάρ­ρευ­ση της Δημο­κρα­τί­ας της Βαϊ­μά­ρης. Ο πόλε­μος είχε τελειώ­σει, αλλά παντού κυριαρ­χού­σε πόνος, οργή και στέ­ρη­ση. “Ήταν το από­γειο της από­γνω­σης” σημεί­ω­νε ο συγ­γρα­φέ­ας Βάλ­τερ Ζέρ­νερ. Ήταν το έδα­φος, στο οποίο λίγο αργό­τε­ρα θα πατού­σε ένας οπλί­της του Α’ Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου, ονό­μα­τι Χίτλερ.

Deutsche Welle  / Κέρ­στεν Κνιπ, Γιάν­νης Παπαδημητρίου

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο