Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τόποι ιεροί

Γρά­φει ο Βασί­λης Λιό­γκα­ρης //

Μακρό­νη­σος και Γυά­ρος, Αϊ Στρά­της, Τρί­κε­ρι και Ικα­ριά, Ανά­φη, Φολέ­γαν­δρος, Ακρο­ναυ­πλιά, Σκο­πευ­τή­ριο Και­σα­ρια­νής και Χαϊ­δά­ρι. Τόποι ξεροί, τόποι ιεροί.. Τόποι εξο­ρί­ας και βασα­νι­στη­ρί­ων. Τόποι μαρτυρίου.

Τόποι με πέτρες και ξερο­λι­θιές και βότσα­λα αστρα­φτε­ρά σε ήλιο καυ­τό και άνε­μο δυνα­τό. Τόποι γυμνοί. Κοτρό­νια κι αφά­νες κι ασπά­λα­θοι και φίδια και γυμνο­σά­λια­γκες. Πέτρες ματω­μέ­νες, τεμα­χι­σμέ­νες από γυμνές πατού­σες. Βόγκοι και φωνές πιο σκλη­ρές από γρανίτη.

Τόποι ποτι­σμέ­νοι με αίμα, αλμύ­ρα, ιδρώ­τα και βάσα­να. Κόκ­κι­νοι τόποι. Αμό­λευ­τοι. Δικοί μας, κατά­δι­κοι μας.

‘Ύμνος και θρή­νος. Ηρω­ι­σμός. Πίστη και θυσία! Εκεί καιει Άγιο Φως και ευω­διά­ζει Άγιον Μύρος. Μην αγγί­ζε­τε παρα­κα­λώ και χάσει το σμάλ­το την ψυχή του και σκου­ριά­σει η όψη του. Από μακριά, μη σβή­σε­τε τ΄αχνάρια του μερ­μη­γκιού και μην ταρά­ξε­τε το πέταγ­μα της χρυ­σό­μυ­γας που μόλις ρού­φη­ξε τον χυμό από τη μονα­δι­κή αγριο­συ­κιά της ρεματιάς.

Παρα­κα­λώ μη προ­σεγ­γί­ζε­τε και χαθεί ο αχός από το μοι­ρο­λό­γι και τον θρή­νο της χαρο­κα­μέ­νης μάνας. Παρα­κα­λώ μην αφου­γκρά­ζε­στε, μην πατά­τε και τρο­μά­ξε­τε τον ύπνο των μακα­ρί­ων και αδι­καί­ω­των. Άφη­σαν σώμα και νου. Και μέλη ανθρώ­πι­να παρα­κα­τα­θή­κη στην Αιώ­νια Αμά­χη για έναν κόσμο καλύ­τε­ρο, με ισό­τη­τα και δικαιο­σύ­νη, χωρίς εκμε­τάλ­λευ­ση ανθρώ­που από άνθρω­πο. Χιλιά­δες νεκρά μάτια, χιλιά­δες νεκρά στόματα.

Παρα­κα­λώ μη πλη­σιά­σε­τε και μαγα­ρι­στεί το γεμά­το θύμη­σες, πεί­ρα και πίκρα αμπά­ρι της μνή­μης. Λήθη ή αλλο­τρί­ω­ση, ή δια­στρέ­βλω­ση σ΄ αυτό, σημαί­νει προ­σβο­λή στην Περη­φά­νια και στην Αξιοπρέπεια.

Μακριά από τον κόπρο της δημα­γω­γί­ας. Δεν έχε­τε καμιά δου­λειά εκεί. Δεν έχε­τε κανέ­να δικαί­ω­μα καπη­λεί­ας και σφε­τε­ρι­σμού. Μη μολύ­νε­τε την θυσία των Ηρώ­ων. Μην πισω­γυ­ρί­ζε­τε την Ιστο­ρία με εύκο­λα διδάγ­μα­τα μοι­ρο­λα­τρί­ας, δου­λι­κό­τη­τας και υπο­τα­γής. Είναι ύβρις, ούτε να «κόβε­τε» την Μακρό­νη­σο στα προ­ε­κλο­γι­κά και ψηφο­θη­ρι­κά μέτρα σας. Αυτό είναι χει­ρό­τε­ρο κι από ύβρη.

Αφή­στε αμό­λευ­το τον αιώ­νιο ύπνο των νεκρών και των βασα­νι­σμέ­νων. Κι ανέγ­γι­χτο το μαρ­τυ­λό­γιο. Μην τολ­μή­σε­τε, γίνε­στε κατα­γέ­λα­στοι. Δε δικαιού­στε. Είστε οι φταί­χτες οι κατασκευαστές.

Οι «Νέοι Παρ­θε­νώ­νες», δεν επι­δέ­χο­νται αλλοί­ω­ση ή δια­συρ­μό. Ζητούν ανα­πα­μό και δικαί­ω­ση στα δικά τους, κατα­δι­κά τους χώματα.

(Από­σπα­σμα από το βιβλίο « Ιστο­ρί­ες στο­χα­σμού και αναψυχής»)

_________________________________________________________________________________________________________

Ο Βασίλης Λιόγκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες, εργάτες, πολυφαμελίτες. Έζησε στα πρώτα παιδικά του χρόνια τη λαίλαπα της κατοχής και μεταφέρει τις τραυματικές αυτές εμπειρίες στα γραφτά του. Σπούδασε θέατρο και για ένα διάστημα δούλεψε σ’ αυτό. Αργότερα απορροφήθηκε από την παραγωγική διαδικασία όπου εργάστηκε σε διάφορες βιομηχανίες. Ο Βασίλης Λιόγκαρης είναι συγγραφέας της γενιάς και της τάξης του. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο