Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Φεστιβάλ: Τώρα που χαμήλωσαν τα φώτα

Γρά­φει ο Βασί­λης Λιό­γκα­ρης //

Κατα­λά­για­σαν οι παλ­μοί του ενθου­σια­σμού και γέμι­σε η ψυχή μας ομορ­φιά, χαρά και ελπί­δα. Οι μπα­τα­ρί­ες μας ξανα­γέ­μι­σαν κου­ρά­γιο και στε­φά­νω­σαν τον ορί­ζο­ντα μας ενέρ­γεια. Τώρα που έσβη­σαν και οι τελευ­ταί­ες πενιές από τους ήχους της λεβε­ντιάς και τις ιαχές του θριάμ­βου, συνα­πα­ντή­σα­με την και­νούρ­για μέρα. – Τι όμορ­φα που συνα­ντη­θή­κα­με, τι όμορ­φα θα είναι που θα συνα­ντη­θού­με πάλι.

Από­μει­νες να βλέ­πεις τις σφιγ­μέ­νες γρο­θιές του πάθους να χαλα­ρώ­νουν σε αγγίγ­μα­τα φιλί­ας και αγά­πης. Βλέ­πεις τα χέρια απλω­μέ­να σαν φτε­ρού­γες να αγκα­λιά­ζουν τον άγνω­στο νεο­λαίο, τον διπλα­νό, πάνω στο λίκνι­σμα του χασα­πο­σέρ­βι­κου, παλά­μη την παλά­μη ώμο τον ώμο. Τι όμορ­φα λοι­πόν!! Αντα­μώ­σα­με τον παλιό φίλο, τον παλιό συνά­δελ­φο, τον σύντρο­φο, τον συνα­γω­νι­στή. Τι  όμορ­φα ήτα­νε που θυμη­θή­κα­με τα παλιά!

Τα φώτα χαμή­λω­σαν. Ένα μισο­φέγ­γα­ρο φωτί­ζει και ζεσταί­νει περισ­σό­τε­ρο τις ακό­μα νωπές ανα­μνή­σεις, τα αισθή­μα­τα και την χαρά μας, καθώς ένα ένα τα βήμα­τα μας απο­μα­κρύ­νο­νται από τον χώρο συνάντησης.

Ένα πούλ­μαν περι­μέ­νει κάποιον ξεχα­σμέ­νο φίλο κι η κόρ­να του μοιά­ζει και αυτή σαν κλά­μα μικρού παι­διού που του στέ­ρη­σαν κάτι αγαπημένο.

Η μαγι­κή πολι­τεία των τριών ημε­ρών, εκεί που το κόκ­κι­νο της φωτιάς και της ελπί­δας πήρε άλλες δια­στά­σεις και οι μου­σι­κές και τα τρα­γού­δια γίνα­νε τιτά­νες συνα­δέλ­φω­σης και αγά­πης. Εκεί που χιλιά­δες νεο­λαί­οι δώσα­νε και πήρα­νε μηνύ­μα­τα αισιο­δο­ξί­ας και η μετα­ξύ τους  γνω­ρι­μία, έβα­λε τις βάσεις μίας στε­ρε­ής συντρο­φι­κό­τη­τας στην αντι­με­τώ­πι­ση κοι­νών προ­βλη­μά­των μέσα από τον λόγο και τη μελωδία.

Μέσα από την ανά­γκη επα­φής με τους δημιουρ­γούς και τους πνευ­μα­τι­κούς ανθρώ­πους που αντι­στέ­κο­νται στην ολο­μέ­τω­πη ιδε­ο­λο­γι­κή επί­θε­ση που δέχο­νται κάθε στιγμή.

Εκεί έδω­σαν το ραντε­βού τους οι νέοι με τα ξηλω­μέ­να παν­τζά­κια και τα ξυπό­λη­τα ποδά­ρια που τους έλε­γαν αλή­τες. Οι παλιοί ΕΠΟΝΙΤΕΣ με τα γκρί­ζα μαλ­λιά και τα σκαμ­μέ­να πρό­σω­πα του αγώ­να, το κόκ­κι­νο γαρού­φα­λο στο πέτο και την κον­κάρ­δα της νιό­της στην καρ­διά. Αυτοί που χόρευαν στην ανά­παυ­λα της μάχης ανά­με­σα σε του­φε­κιές και βόγκους συντρόφων.

Και έδι­ναν τα χέρια τρα­βώ­ντας την ανη­φό­ρα και ο ήλιος ήταν βέβαιος για τον κόσμο, καθώς λεει και ο ποιητής.

Πέρα­σαν χρό­νια και είδαν και έζη­σαν πολ­λά. Η ελπί­δα για το αύριο του σοσια­λι­σμού ζει στα σωθι­κά τους και παρα­μέ­νει αναλλοίωτη.

Η ψυχή τους έχει φωλιά­σει σε μία απόρ­θη­τη πανο­πλία και δια­τη­ρεί­ται νέα και πρωτοπόρα.

Η μαγι­κή πολι­τεία των τριών ημε­ρών, με το πρώ­το φως του Ήλιου θα παρα­χω­ρή­σει τη θέση της στην γκρί­ζα όψη της φτω­χο­γει­το­νιάς, αυτής που πήρε φως από το φως της και λάμ­ψη από τη λάμ­ψη της.

Στο πρω­ι­νό λεω­φο­ρείο οι εργά­τες έχουν ακό­μα την γλυ­κιά γεύ­ση της βρα­διάς που πέρασε.

Έχουν θαρ­ρείς ξεθαρ­ρέ­ψει, έχουν θαρ­ρείς πάρει τα πάνω τους καθώς η ζωή είναι μπρο­στά και ο αγώ­νας συνε­χί­ζε­ται. Καθώς σφί­ξα­με τα χέρια με την υπό­σχε­ση να ξανα­συ­να­ντη­θού­με. Και θα συνα­ντη­θού­με.. στην απερ­γία, στην δια­δή­λω­ση, στην πορεία. Πρέ­πει να υπάρ­ξου­με για να ξανασυναντηθούμε.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο