Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΝΕ

Γρά­φει ο Βασί­λης Λιό­γκα­ρης //

Σε μια από­με­ρη γωνιά, σε μια γει­το­νιά στην άκρη της Αθήνας…

-«Προ­σο­χή, προ­σο­χή σας μιλά­ει το χωνί. Σας μιλά­ει η ΕΠΟΝ. Έλλη­νες γρη­γο­ρεί­τε και η Λευ­τε­ριά έρχε­ται…! Βρο­ντά­ει ο Όλυ­μπος κι αστρά­φτει η Γκιό­να, μου­γκρί­ζουν τ΄ Άγρα­φα, σεί­ε­ται η στε­ριά, Στ΄ άρμα­τα, στ΄ άρμα­τα… – Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα!».

Προ­σο­χή προ­σο­χή σας μιλά­ει η ΚΝΕ, Φεστι­βάλ. — Όσοι πιστοί προ­σέλ­θε­τε, και είναι πολ­λοί, πάρα πολ­λοί, οι πιστοί που θα προ­σέλ­θουν. Με γιο­μά­τη την καρ­διά από αγά­πη από πίστη, από όνει­ρα, από ιδανικά!

Και όλες οι γει­το­νιές και οι πιο από­μα­κρες και οι πιο κοντι­νές κατα­κλύ­ζουν το μεγά­λο χώρο του Φεστι­βάλ. Του περι­βό­η­του και ιστο­ρι­κού Φεστι­βάλ της ΚΝΕ!!!

Όπως τότε, όπως πέρ­σι, όπως τώρα, όπως πάντα. Όταν το όνει­ρο και η αφο­σί­ω­ση δένουν με την προ­ο­πτι­κή και την ελπίδα.

Το Φεστι­βάλ της ΚΝΕ είναι το δώρο της παγκό­σμιας νιό­της στην ανθρω­πό­τη­τα. Είναι το άπλε­το φως και η ελπί­δα του μέλ­λο­ντος. Το Φεστι­βάλ της ΚΝΕ είναι το κάτι άλλο που δεν έχει ξανα­γί­νει ποτέ από άλλη πολι­τι­κή νεολαία.

***
Και να παρα­κά­τω από εδώ που βλέ­πω, δύο νέες κοπέ­λες, δύο νέες συντρό­φισ­σες, αγκα­λιά­ζο­νται και φιλιού­νται. Είναι βλέ­πεις από άλλες ΚΟΒΕΣ, και είχα­νε και­ρό να συνα­ντη­θού­νε. Και να, πέντε –έξι παλι­κά­ρια σφι­χτα­γκα­λιά­ζο­νται και σηκώ­νουν τις γρο­θιές τους ψηλά στον ουρα­νό. Και να πιο κάτω, καν δυο, καν τρία, καν πέντε γερό­ντια με τις μπα­στού­νες τους, την κον­κάρ­δα της Αντί­στα­σης στο πέτο και την περη­φά­νια στο μέτω­πο. Αντα­μώ­νουν και σφίγ­γουν χέρια και καρ­διές θυμού­νται και δακρύζουν.

Τι όμορ­φα που συνα­ντη­θή­κα­με. Ακού­με, βλέ­που­με και οσφραι­νό­μα­στε την ομορ­φιά και την δημιουρ­γι­κό­τη­τα της νιό­της. Της όμορ­φης νιό­της της ΚΝΕ!!!

***
Και να αδερ­φέ μου που μάθα­με να κου­βε­ντιά­ζου­με όμορ­φα — όμορ­φα και απλά. Κατα­λα­βαι­νό­μα­στε τώρα.

Γωνιά, γωνιά τρι­γυρ­νά­με το απέ­ρα­ντο πάρ­κο πού μας φαί­νε­ται μικρό. Πού να πρω­το­κά­τσεις και πού να πρω­το­στα­θείς, τα μάτια σου είναι μόνο δύο και τι να πρω­το­δείς. Και τ΄ αυτιά σου είναι μόνο δύο και τι να πρω­τα­κού­σεις! Και τα πόδια σου είναι μόνο δύο και πού να πρω­το­περ­πα­τή­σεις. Οι αισθή­σεις είναι γεμά­τες και περίσ­σευ­μα άλλο δεν υπάρχει.

Και είπες τώρα…
«η νύχτα έφθα­σε στην τελειό­τη­τα της και να μην περά­σει να μην ξημε­ρώ­σει και έρθει το πρωί της αγω­νί­ας και της σκλη­ρής πραγματικότητας»

-Αλλά η ψυχή είναι γεμά­τη από αισιο­δο­ξία και αισθήματα.

Και είπες μέσα σου…
«Τι καλά που συναντηθήκαμε!»
« Τι καλά που τα είπαμε!»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο