Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

9 Ιανουαρίου 1905: Η Ματωμένη Κυριακή

Η Κυρια­κή 9 Γενά­ρη του 1905 με το παλιό ημε­ρο­λό­γιο, (22 Γενά­ρη με το νέο) έχει κατα­γρα­φεί στην ιστο­ρία σαν «Ματω­μέ­νη Κυρια­κή », και ο τσά­ρος σαν «Νικό­λα­ος ο ματο­βαμ­μέ­νος». Πάνω από 140.000 εργά­τες της Πετρού­πο­λης πορεύ­ο­νταν με ειρη­νι­κή δια­δή­λω­ση προς τα Χει­με­ρι­νά Ανάκτορα.

Αφορ­μή στά­θη­κε η απερ­γία στις 3 Γενά­ρη στο εργο­στά­σιο Που­τί­λοφ. Το απερ­για­κό κίνη­μα είχε ξεσπά­σει από το 1904 με οικο­νο­μι­κά κατά κύριο λόγο αιτή­μα­τα. Η απερ­γία απλώ­θη­κε γρή­γο­ρα και σε άλλες επι­χει­ρή­σεις και στις 8 Γενά­ρη γενι­κεύ­τη­κε. Με την επί­δρα­ση των μπολ­σε­βί­κων, οι εργά­τες πρό­βα­λαν όχι μόνο οικο­νο­μι­κές, αλλά και πολι­τι­κές διεκ­δι­κή­σεις. Στο σημείο αυτό παρεμ­βαί­νει ένας μυστή­ριος τύπος. Ο παπά Γκα­πόν, με τη βοή­θεια των αρχών είχε ιδρύ­σει την «Οργά­νω­ση των ρώσων εργο­στα­σια­κών εργα­τών της Πετρού­πο­λης». Σκο­πός της οργά­νω­σης ήταν να δια­κα­νο­νί­ζει ειρη­νι­κά τις δια­φο­ρές των εργα­τών με τους επι­χει­ρη­μα­τί­ες, να ματαιώ­νει τις επα­να­στα­τι­κές εξε­γέρ­σεις και να στε­ρε­ώ­σει στο προ­λε­τα­ριά­το, που μόλις τελευ­ταία είχε φύγει από τα χωριά και ήταν λιγό­τε­ρο συνει­δη­τό, την απλοϊ­κή πίστη στον «πατε­ρού­λη τσά­ρο» που προ­στα­τεύ­ει το λαό από τους «αφέ­ντες». Αυτό που δεν είχαν πετύ­χει με τους χωρο­φύ­λα­κες ελπί­ζα­νε να το πετύ­χουν με τον ρασο­φό­ρο. Οι μπολ­σε­βί­κοι προ­σπα­θού­σαν να αντι­πα­ρα­τε­θούν έντο­να ενά­ντια στη δια­λυ­τι­κή δρά­ση των οργα­νώ­σε­ων του Γκα­πόν, αλλά οι δυνά­μεις τους στην Πετρού­πο­λη ήταν λίγες, ενώ παράλ­λη­λα η δρά­ση των μεν­σε­βί­κων στο εσω­τε­ρι­κό των σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κών οργα­νώ­σε­ων ήταν δια­σπα­στι­κή (Ακα­δη­μία Επι­στη­μών ΕΣΣΔ: «Παγκό­σμια Ιστο­ρία», εκδό­σεις «Μέλισ­σα», τόμος Ζ1, σελ. 449).

Στο μετα­ξύ, οι εξε­λί­ξεις οδη­γού­σαν σε σύγκρου­ση. Ετσι, όταν ο Γκα­πόν είδε πως δεν μπο­ρού­σε να στα­μα­τή­σει το κίνη­μα οργά­νω­σε, σε συνερ­γα­σία με την αστυ­νο­μία, μια πορεία των εργα­τών προς τα Χει­με­ρι­νά Ανά­κτο­ρα, για να υπο­βά­λουν ένα υπό­μνη­μα στον τσά­ρο. Στο υπό­μνη­μα ανα­φέ­ρο­νταν: «Μεγα­λειό­τα­τε, εμείς οι εργά­τες και κάτοι­κοι της Πετρού­πο­λης, ήρθα­με με τις γυναί­κες μας, τα παι­διά μας και τους γέρο­ντες γονείς μας, σε σένα, για να βρού­με δικαιο­σύ­νη και προ­στα­σία (…) Είσαι η τελευ­ταία ελπί­δα της σωτη­ρί­ας μας. Μην αρνιέ­σαι τη βοή­θεια στο λαό σου. Βγάλ­τον απ’ την αθλιό­τη­τα και την αμά­θεια, βοή­θη­σέ τον να καλυ­τε­ρέ­ψει την τύχη του. Απάλ­λα­ξέ τον απ’ την κατα­πί­ε­ση των κρα­τι­κών οργά­νων. Γκρέ­μι­σε τον τοί­χο που υψώ­νε­ται ανά­με­σα σε σένα και το λαό σου. Σκο­πός σου είναι η ευτυ­χία του λαού, αλλά την ευτυ­χία αυτή του την αφαίρεσαν».

Οι μπολ­σε­βί­κοι άνοι­ξαν μέτω­πο μέσα στα εργο­στά­σια και εξή­γη­σαν πως η πορεία που ετοί­μα­ζε ο Γκα­πόν θα ήταν άκαρ­πη και επι­κίν­δυ­νη. Οταν οι δια­δη­λω­τές ξεκί­νη­σαν από τις εργα­τι­κές συνοι­κί­ες για τα χει­με­ρι­νά ανά­κτο­ρα πολ­λοί κρα­τού­σαν στα χέρια τους εικό­νες, σταυ­ρούς και φωτο­γρα­φί­ες του τσά­ρου και οι περισ­σό­τε­ροι ήλπι­ζαν ότι ο Ρώσος μονάρ­χης θα τους καταλάβαινε.

Οι μπολ­σε­βί­κοι, που συμ­με­τεί­χαν ενερ­γά στη δια­δή­λω­ση, αντι­τά­χθη­καν στον τρό­πο που την είχε οργα­νώ­σει ο παπά Γκα­πόν και στους σκο­πούς που αυτός είχε, προει­δο­ποιώ­ντας τους εργά­τες της ρωσι­κής πρω­τεύ­ου­σας για όσα έμελ­λε να συμ­βούν. Εγρα­φαν στην προ­κή­ρυ­ξή τους: «Δεν πρέ­πει να παρα­κα­λού­με τον τσά­ρο, δεν πρέ­πει να ταπει­νω­νό­μα­στε μπρο­στά στον άσπον­δο εχθρό μας, αλλά να τον γκρε­μί­σου­με από το θρό­νο. Η απε­λευ­θέ­ρω­ση των εργα­τών μπο­ρεί να είναι έργο μόνο των ίδιων των εργα­τών. Μην περι­μέ­νε­τε την ελευ­θε­ρία ούτε από τους παπά­δες, ούτε από τους τσάρους»(«Ιστορία του ΚΚΣΕ», Εκδό­σεις ΣΕ σελ. 87)

Οι εξε­λί­ξεις δικαί­ω­σαν το μπολ­σε­βί­κι­κο κόμ­μα. Η δια­δή­λω­ση αιμα­το­κυ­λή­θη­κε από το στρα­τό και την αστυ­νο­μία. Περισ­σό­τε­ροι από χίλιοι δια­δη­λω­τές έπε­σαν νεκροί, ενώ χιλιά­δες άλλοι τραυ­μα­τί­στη­καν. Η μέρα εκεί­νη έμει­νε στην Ιστο­ρία ως «η ματω­μέ­νη Κυρια­κή » της ρωσι­κής εργα­τι­κής τάξης, αλλά και ως η αρχή της ρωσι­κής επανάστασης.

Το χτύ­πη­μα της δια­δή­λω­σης έγι­νε η αφορ­μή για να μπουν εκα­το­ντά­δες χιλιά­δες εργά­τες στον αγώ­να, και να αρχί­σει η πρώ­τη λαϊ­κή επα­νά­στα­ση στην τσα­ρι­κή Ρωσία, στην επο­χή του ιμπε­ρια­λι­σμού. Οι εργά­τες άρχι­σαν να εξο­πλί­ζο­νται. Στις 10 Γενά­ρη, στην Πετρού­πο­λη, συνε­χί­ζο­νται οι ένο­πλες συγκρού­σεις ανά­με­σα στους εργά­τες και το στρα­τό. Σε όλη τη Ρωσία, ξεσπούν απερ­γί­ες δια­μαρ­τυ­ρί­ας και πολι­τι­κές δια­δη­λώ­σεις. Στη Μόσχα, άρχι­σε γενι­κή απερ­γία στις 10 Γενά­ρη, ενώ στη Ρίγα, στις 13 του ίδιου μήνα, στην απερ­γία και τη δια­δή­λω­ση γίνο­νται συγκρού­σεις με την αστυ­νο­μία. Στις 14 Γενά­ρη, ξέσπα­σε γενι­κή απερ­γία στη Βαρ­σο­βία και στις 18 Γενά­ρη γενι­κή απερ­γία στην Τιφλί­δα, που παίρ­νει χαρα­κτή­ρα πολι­τι­κής απεργίας.

Τα επα­να­στα­τι­κά γεγο­νό­τα εξε­λίσ­σο­νται ραγδαία, εξα­πλώ­νο­νται σε ολό­κλη­ρη την τσα­ρι­κή Ρωσία και καθ’ όλη τη διάρ­κεια του 1905 και έτσι εξε­λίσ­σε­ται η πρώ­τη στην Ιστο­ρία αστι­κο­δη­μο­κρα­τι­κή επα­νά­στα­ση, που η εργα­τι­κή τάξη πρό­βα­λε σαν ηγε­μό­νας, σαν αυτο­τε­λής και ηγε­τι­κή δύνα­μη, επι­κε­φα­λής όλων των κατα­πιε­σμέ­νων μαζών, που αγω­νί­ζο­νταν για την πολι­τι­κή τους απε­λευ­θέ­ρω­ση. Το βασι­κό σύν­θη­μα ήταν «Κάτω ο τσά­ρος». Το ανα­πτυσ­σό­με­νο επα­να­στα­τι­κό κίνη­μα καθο­δη­γού­σε το ΣΔΕΚΡ, οι μπολ­σε­βί­κοι, με επι­κε­φα­λής τον Λένιν.

Η επα­να­στα­τι­κή πάλη των εργα­τών επέ­δρα­σε και στις μεγά­λες μάζες της φτω­χής αγρο­τιάς, που μπή­καν στο κίνη­μα, οργώ­νο­ντας αυθαί­ρε­τα τα χωρά­φια των τσι­φλι­κά­δων και με κατα­λή­ψεις στα λιβά­δια. Στα χωριά οργά­νω­ναν συγκε­ντρώ­σεις και σε πολ­λά μέρη έγι­ναν απερ­γί­ες εργα­τών γης. Για πρώ­τη φορά στην Ιστο­ρία, άρχι­σε να δια­μορ­φώ­νε­ται η συμ­μα­χία της εργα­τι­κής τάξης και της αγρο­τιάς, χωρίς μάλι­στα την ύπαρ­ξη δικού της κόμ­μα­τος. Δυνά­μω­σε το επα­να­στα­τι­κό κίνη­μα στο στρα­τό και το στό­λο, με κορυ­φαία γεγο­νό­τα την εξέ­γερ­ση στο θωρη­κτό «Ποτέμ­κιν», καθώς επί­σης και στη Σεβα­στού­πο­λη και ανταρ­σί­ες στρα­τιω­τών και ναυ­τών στην Κρο­στάν­δη. Σε αυτήν την πρώ­τη επα­νά­στα­ση, δημιουρ­γή­θη­καν τα σοβιέτ, λαο­γέν­νη­τα όργα­να, στα οποία ο Λένιν διεί­δε τα φύτρα της νέας εξου­σί­ας, της δικτα­το­ρί­ας του προ­λε­τα­ριά­του. Για τα γεγο­νό­τα στις 9 Γενά­ρη, ο Λένιν έγρα­φε: «Η εργα­τι­κή τάξη πήρε ένα μεγά­λο μάθη­μα εμφυ­λί­ου πολέ­μου. Η επα­να­στα­τι­κή δια­παι­δα­γώ­γη­ση του προ­λε­τα­ριά­του προ­χώ­ρη­σε μέσα σε μια μέρα τόσο, όσο δε θα μπο­ρού­σε να προ­χω­ρή­σει μέσα σε μήνες και χρό­νια μιας άχα­ρης, συνη­θι­σμέ­νης, κακο­μοί­ρι­κης ζωής. Το σύν­θη­μα του ηρω­ι­κού προ­λε­τα­ριά­του της Πετρού­πο­λης “ελευ­θε­ρία ή θάνα­τος” αντι­λα­λεί τώρα σε όλη τη Ρωσία»(Β. Ι. Λένιν: «Η έναρ­ξη της επα­νά­στα­σης στη Ρωσία», «Απα­ντα», έκδο­ση ΣΕ, τόμος 9, σελ. 202 — 203).

Τι προη­γή­θη­κε των επα­να­στα­τι­κών γεγο­νό­των; Ο πόλε­μος του τσά­ρου της Ρωσί­ας ενά­ντια στην Ιαπω­νία, που ξέσπα­σε το Γενά­ρη του 1904, όξυ­νε όλες τις αντι­θέ­σεις της κοι­νω­νι­κής ζωής στη Ρωσία και επι­τά­χυ­νε τα επα­να­στα­τι­κά γεγο­νό­τα. Η ανά­πτυ­ξη του εργα­τι­κού κινή­μα­τος τα προη­γού­με­να χρό­νια ανά­γκα­σε τον τσα­ρι­σμό, προ­κει­μέ­νου να τρα­βή­ξει με το μέρος του την αστι­κή τάξη, να παρα­χω­ρή­σει ορι­σμέ­νες ελευ­θε­ρί­ες. Η κυβέρ­νη­ση επέ­τρε­πε στην αστι­κή τάξη να οργα­νώ­νει συνέ­δρια και συμπό­σια, να μιλά­ει για φιλε­λευ­θε­ρο­ποί­η­ση και να συμ­βι­βά­ζε­ται με αυτήν την κατά­στα­ση, αφού ήταν κοντά στα όργα­να της εξουσίας.

Οι μπολ­σε­βί­κοι αξιο­ποιού­σαν τη λεγό­με­νη «φιλε­λεύ­θε­ρη άνοι­ξη», για να οργα­νώ­νουν και να πλα­ταί­νουν το επα­να­στα­τι­κό εργα­τι­κό κίνη­μα. Ο ρωσοϊ­α­πω­νι­κός πόλε­μος ήταν ένας από τους πρώ­τους πολέ­μους στην επο­χή του ιμπε­ρια­λι­σμού. Οι μπολ­σε­βί­κοι εξη­γού­σαν τον άδι­κο χαρα­κτή­ρα του πολέ­μου για τους λαούς και της Ρωσί­ας και της Ιαπω­νί­ας. Η δρά­ση του κόμ­μα­τος που καθο­δη­γού­σε ο Λένιν στην εργα­τι­κή τάξη, στην αγρο­τιά και τις άλλες κατα­πιε­ζό­με­νες μάζες, το έφε­ραν επι­κε­φα­λής των επα­να­στα­τι­κών γεγο­νό­των. Η ήττα της Ρωσί­ας στον πόλε­μο επι­τά­χυ­νε τα γεγο­νό­τα. Στη Ρωσία, ωρί­μα­ζε επα­να­στα­τι­κή κρί­ση. Ηδη, ο πόλε­μος είχε οδη­γή­σει τις μάζες σε εξα­θλί­ω­ση. Ετσι, άνοι­ξε ο δρό­μος για τις δια­δη­λώ­σεις στις 9 Γενά­ρη, που με το χτύ­πη­μα του στρα­τού έγι­νε η αφορ­μή για το επα­να­στα­τι­κό ξέσπα­σμα του ρώσι­κου προ­λε­τα­ριά­του και των άλλων κατα­πιε­ζό­με­νων μαζών («Ριζο­σπά­στης» 23/1/1997).

Την ίδια περί­ο­δο συντε­λού­νται ιστο­ρι­κής σημα­σί­ας αλλα­γές σ’ ολό­κλη­ρο το καπι­τα­λι­στι­κό σύστη­μα, το οποίο περ­νά­ει στο μονο­πω­λια­κό του στά­διο. Ανα­λυ­τι­κό­τε­ρα, το προ­τσές μετα­σχη­μα­τι­σμού του παλιού καπι­τα­λι­σμού του ελεύ­θε­ρου αντα­γω­νι­σμού σε μονο­πω­λια­κό καπι­τα­λι­σμό — ιμπε­ρια­λι­σμό ολο­κλη­ρώ­θη­κε προς τα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώ­να. Ιδιαί­τε­ρη ώθη­ση σ’ αυτήν την εξέ­λι­ξη έδω­σε η ανά­πτυ­ξη της τεχνι­κής και των επι­στη­μών και σε συν­δυα­σμό μ’ αυτό η παγκό­σμια οικο­νο­μι­κή κρί­ση στα 1900 — 1903, που επι­τά­χυ­νε τη συγκέ­ντρω­ση και συγκε­ντρο­ποί­η­ση του κεφα­λαί­ου, κατέ­στρε­ψε μια σει­ρά καπι­τα­λι­στι­κές επι­χει­ρή­σεις ενδυ­να­μώ­νο­ντας άλλες, ενί­σχυ­σε το ρόλο των μονο­πω­λί­ων, άπλω­σε και δυνά­μω­σε την κυριαρ­χία τους, με απο­τέ­λε­σμα να παί­ζουν απο­φα­σι­στι­κό ρόλο στην οικο­νο­μία μιας σει­ράς καπι­τα­λι­στι­κών χωρών, αλλά και διε­θνώς. Οι εξε­λί­ξεις αυτές, όπως ήταν φυσι­κό, επη­ρέ­α­ζαν και τη Ρωσία, η οποία στρο­βι­λι­ζό­ταν στη δίνη μιας βαθιάς και αξε­πέ­ρα­στης αντί­φα­σης: Από το ένα μέρος υπήρ­χε «η πιο καθυ­στε­ρη­μέ­νη γαιο­κτη­σία, το πιο πρω­τό­γο­νο χωριό, και από το άλλο μέρος ο πιο προ­ο­δευ­μέ­νος βιο­μη­χα­νι­κός και χρη­μα­τι­στι­κός καπιταλισμός»(Β. Ι. Λένιν: «Πολι­τι­κές σημειώ­σεις», «Απα­ντα», εκδό­σεις ΣΕ, τόμος 16, σελ. 439).

Η οικο­νο­μι­κή κρί­ση στα 1900 — 1903 τρά­ντα­ξε ολό­κλη­ρο το σύστη­μα του ρωσι­κού καπι­τα­λι­σμού. Η κρί­ση ξέσπα­σε στην ελα­φριά βιο­μη­χα­νία, αλλά με μεγα­λύ­τε­ρη δύνα­μη χτύ­πη­σε τους και­νού­ριους κλά­δους της βαριάς βιο­μη­χα­νί­ας. Οι μισές περί­που υψι­κά­μι­νοι και το 45% περί­που από όλα τα φρέ­α­τα πετρε­λαί­ου στα­μά­τη­σαν να λει­τουρ­γούν. Εκεί όπου η παρα­γω­γή έπε­σε πιο πολύ, ήταν οι κλά­δοι της βαριάς βιο­μη­χα­νί­ας που κατα­σκεύ­α­ζαν σιδη­ρο­δρο­μι­κές γραμ­μές, ατμά­μα­ξες και βαγό­νια. Με την κρί­ση, η ανερ­γία εξα­πλώ­θη­κε, οι συν­θή­κες εργα­σί­ας των εργα­τών χει­ρο­τέ­ρευ­σαν και πολ­λοί μικροί και μεσαί­οι επι­χει­ρη­μα­τί­ες κατα­στρά­φη­καν. Ταυ­τό­χρο­να, αυξή­θη­κε η συγκέ­ντρω­ση της παρα­γω­γής και δυνά­μω­σαν οι μεγά­λες επι­χει­ρή­σεις, οι οποί­ες πλέ­ον απο­κτού­σαν μονο­πω­λια­κό χαρακτήρα.

«Η περί­ο­δος αυτή χαρα­κτη­ρί­ζε­ται από την ίδρυ­ση μονο­πω­λια­κών συγκρο­τη­μά­των, προ­πά­ντων με τη μορ­φή των συν­δι­κά­των. Στις αρχές του 20ού αιώ­να τα μονο­πώ­λια ήταν λίγα (τριά­ντα περί­που). Ωστό­σο, αν και όχι αμέ­σως, τα μονο­πώ­λια αυτά στε­ρε­ώ­θη­καν στους κυριό­τε­ρους κλά­δους της βαριάς βιο­μη­χα­νί­ας κι έπαιρ­ναν σιγά σιγά στα χέρια τους τις σπου­δαιό­τε­ρες πηγές πρώ­των υλών και καυ­σί­μων» (Ακα­δη­μία Επι­στη­μών ΕΣΣΔ: «Παγκό­σμια Ιστο­ρία», εκδό­σεις «Μέλισ­σα», τόμος Ζ1, σελ. 440 — 441).

Πηγή: Ριζο­σπά­στης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο