Επιμέλεια Σφυροδρέπανος //
Εν όψει της επικείμενης προκλητικής επίσκεψης Ομπάμα στη χώρα μας, λίγες μέρες πριν από την επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου κατά της δικτατορίας, αντιγράφουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του ‑πλήρως φιλικά προσκείμενου προς τις ΗΠΑ- Α. Παπαχελά “ο βιασμός της ελληνικής δημοκρατίας”, με τις επιστολές που ανταλλάσσουν ο δικτάτορας Γ. Παπαδόπουλος και ο Αμερικανός πρόεδρος Λ. Τζόνσον, επιβεβαιώνοντας τις καλές σχέσεις συνεργασίας των δύο κρατών και τις πραγματικές αξίες του “ελεύθερου κόσμου”.
Ο Παπαδόπουλος έστειλε στις 6 Ιανουαρίου του 1968, μέσ του ελληνοαμερικανού επιχειρηματία Τομ Πάπας, προσωπική επιστολή προς τον πρόεδρο Λύντον Τζόνσον. Ο δικτάτορας ανέπτυξε στην επιστολή του “τα αίτια, τις προοπτικές και τους στόχους της Επανάστασης της 21ης Απριλίου 1967”, τονίζοντας: “Η Ελλάδα θα ήταν δέσμια του Σιδηρού Παραπετάσματος, εάν οι ΗΠΑ δεν είχαν βοηθήσει την καταταλαιπωρημένη χώρα μου. Η επανάσταση πραγματοποιήθηκε, ενώ η Ελλάδα βρισκόταν στο χείλος εμφυλίου πολέμου, που θα ήταν το βέβαιο αποτέλεσμα των εκλογών που είχαν προγραμματιστεί για τις 28 Μαΐου. Αυτές οι εκλογές, όποιο κι αν ήταν το αποτέλεσμά τους, δε θα είχαν λύσει την κρίση. Αντιθέτως, θα την είχαν οδηγήσει σε εκρηκτική κλιμάκωση. Μέσα σε όλο αυτό το εφιαλτικό και χαώδες σκηνικό, η μόνη οργανωμένη δύναμη ‑πλην του Στρατού- ήταν το κομμουνιστικό κόμμα, το οποίο θα είχε κυριαρχήσει στη ζωή του τόπου”. Ο Παπαδόπουλος παρομοίαζε την κατάσταση στην Ελλάδα τις παραμονές της 21ης Απριλίου με τις συνθήκες που επικρατούσαν στην Τσεχοσλοβακία το 1968, και υποσχόταν ότι πρόθεσή του δεν ήταν να παραμείνει επ’ αόριστον στην εξουσία. Καταλήγοντας, εξέφραζε την ελπίδα πως “η ειλικρινής αφοσίωσή μας στους συμμάχους και στις αρχές του Ελεύθερου Κόσμου θα βρουν την κατάλληλη ανταπόκριση από την πλευρά της κυβέρνησης των ΗΠΑ”.
Το Στέητ Ντηπάρτμεντ πρότεινε να σταλεί απάντηση του αμερικανού προέδρου με το επιχείρημα ότι “ο Παπαδόπουλος είναι το κέντρο δύναμης στην Ελλάδα και εκπροσωπεί τα μετριοπαθή στοιχεία της χούντας”. Ο Τζόνσον έστειλε πράγματι επιστολή, ένα μήνα αργότερα, με την οποία αναγνώριζε ουσιαστικά τον Παπαδόπουλο ως νόμιμο πρωθυπουργό της χώρας. Ο Τζόνσον έγραφε:
“Αγαπητέ κ. πρωθυπουργέ”,
Ευχαριστώ για την επιστολή σας της 6ης Ιανουαρίου. Την διάβασα με ενδιαφέρον και είμαι ευγνώμων διότι έχετε συνειδητοποιήσει τα διλήμματα που αντιμετωπίζουν οι δημοκρατικές χώρες από την αιφνιδιαστική αλλαγή κυβέρνησης στη χώρα στις 21 Απριλίου 1967.
Δέχομαι μετά χαράς τις διαβεβαιώσεις σας πως δεν σκοπεύετε να επιβάλετε προσωποπαγές ή μόνιμο καθεστώς το οποίο θα έρχεται σε αντίφαση με τις θεμελιώδεις αρχές του Ελεύθερου Κόσμου. (…)
Παρ’ ότι δε θέλω να συζητήσω τα εσωτερικά ελληνικά προβλήματα πριν από την 21η Απριλίου ή τις δικαιολογίες για όσα έγιναν εκείνη την ημέρα και μετά, η κυβέρνησή μου θεωρεί ότι ορισμένα από τα μέτρα που έχετε λάβει είναι θετικά για την αποκατάσταση κανονικών συνθηκών στην ελληνική πολιτική και κοινωνική ζωή. Ελπίζω ότι θα ακολουθήσετε αυτό το μονοπάτι έως ότου αποκατασταθούν όλες οι ελευθερίες και διεξαχθούν ελεύθερες μυστικές εκλογές στην Ελλάδα.
Όπως γνωρίζετε κ. πρωθυπουργέ, οι χώρες μας έχουν πολλές κοινές αξίες. Έχουμε μακρά και παραγωγική σχέση, βασισμένη σε κοινούς στόχους και δεσμούς. Πρόκειται για σχέση μεγίστης σημασίας για εμάς τους Αμερικανούς. Πιστεύω ότι συμφωνείτε πως μπορεί να αναπτυχθεί σε κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης και σεβασμού. Σας εύχομαι, μέσα σε αυτό το κλίμα, επιτυχία στις προσπάθειές σας για την υλοποίηση των στόχων του λαού σας.”
Η ηγεσία του Στέητ Ντηπάρτμεντ αποφάσισε, εν τω μεταξύ, να προχωρήσει στην πλήρη εξομάλυνση των σχέσεών της με το καθεστώς. Τηλεγράφημα του Στέητ Ντηπάρτμεντ τόνιζε: “Έχουμε αποφασίσει να προχωρήσουμε στο εγγύς μέλλον σε μια σχέση εργασίας με το καθεστώς στην Αθήνα. Η απόφασή μας βασίζεται στο γεγονός ότι το καθεστώς ελέγχει τη χώρα και πως αποκομίσαμε όλα τα δυνατά οφέλη από την έως τώρα πολιτική μας (της ψυχρής απόστασης). Έχουμε, εν πάση περιπτώσει, συμφέροντα στην Ελλάδα, τα οποία πρέπει να προσέξουμε”.
Ο κύβος είχε ριφθεί, η Ουάσιγκτον αναγνώριζε τον Παπαδόπουλο και την κυβέρνησή του. Οι αμερικανοί αξιωματούχοι πίστευαν εξάλλου ότι η χούντα θα μπορούσε να χειριστεί με μεγαλύτερη ευχέρεια το Κυπριακό, εφόσον δε θα υφίστατο πιέσεις από τον ελληνικό Τύπο και την κοινή γνώμη.