Γράφει ο Νίκος Μόττας //
Το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών στη Βραζιλία με την επικράτηση του ακροδεξιού, νοσταλγού της στρατιωτικής χούντας Ζαϊρ Μπολσονάρο είναι μια εξαιρετικά δυσάρεστη εξέλιξη για τους εργαζόμενους, το λαό της Βραζιλίας και ευρύτερα τους λαούς της λατινικής Αμερικής. Είναι ταυτόχρονα μια εξέλιξη που μας οδηγεί να συνάγουμε ορισμένα συμπεράσματα αναφορικά με την διαχείριση του καπιταλιστικού συστήματος, τους κινδύνους και τα αδιέξοδα που αυτή συνεπάγεται.
Η πολιτική και εκλογική άνοδος του φασίστα Μπολσονάρο δεν ήρθε ουρανοκατέβατη. Υπάρχουν μια σειρά λόγοι – πρωτίστως οικονομικής, αλλά και κοινωνικής φύσης- που οδήγησαν στην εκκόλαψη του αυγού του φιδιού. Ωστόσο, ενα βασικό πολιτικό συμπέρασμα που βγαίνει από τις εξελίξεις στη Βραζιλία σχετίζεται με την αποτυχία της λεγόμενης “αριστερής διαχείρισης” του καπιταλιστικού συστήματος. Το είδαμε στην Ευρώπη, το βλέπουμε και στη λατινική Αμερική.
Την τελευταία 20ετία αναδείχθηκαν σε χώρες της λατινικής Αμερικής κυβερνήσεις με αριστερό πολιτικό προφίλ (π.χ. Ούγκο Τσάβες στη Βενεζουέλα, Έβο Μοράλες στη Βολιβία, Ραφ. Κορέα στο Εκουαδόρ, Ντ. Ορτέγκα στη Νικαράγουα, Φ. Λούγο στην Παραγουάη κλπ), παρουσιαζόμενες ως η «εναλλακτική λύση» απέναντι στο «νεοφιλελεύθερο» μοντέλο οικονομικής διαχείρισης με έντονες τάσεις αμφισβήτησης της ηγεμονίας των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή. Κοινή συνισταμένη των κυβερνήσεων αυτών, που σε πολλές περιπτώσεις έτυχαν της πολιτικής στήριξης κομμουνιστικών κομμάτων, ήταν η προώθηση της αναδιανομής του πλούτου, μέσα από μια σειρά φιλολαϊκές-φιλοεργατικές μεταρρυθμίσεις εντός του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης (βλ. Θεωρία του «Σοσιαλισμού του 21ου αιώνα»).

«Οι (ιμπεριαλιστές) λύκοι αγκαλιά με τα (αριστερά) σκυλιά». Λούλα με Μπους και Ομπάμα.
Στη Βραζιλία των 196 εκατομμυρίων κατοίκων, τηρουμένων των αναλογιών και παρά τις όποιες επί μέρους διαφοροποιήσεις, το ρεύμα αυτό της «αριστερής διαχείρισης» του καπιταλιστικού συστήματος εκφράστηκε μέσα από τις κυβερνήσεις του «Κόμματος των Εργατών» (PT) την περίοδο 2002–2016. Η ανάδειξη του Λούλα ντα Σίλβα στην ηγεσία της χώρας το 2002 συνοδεύτηκε από υποσχέσεις για αναδιανομή του εισοδήματος, αντιμετώπιση της ακραίας φτώχειας, καταπολέμηση των βαθύτατων κοινωνικών ανισοτήτων που ταλάνιζαν τη χώρα έπειτα από δεκαετίες εφαρμογής σκληρών νεοφιλελεύθερων μέτρων.
Η διακυβέρνηση του Λούλα ντα Σίλβα (2003–2010) προχώρησε πράγματι σε ορισμένες φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις που, ως ενα βαθμό, περιόρισαν τα ποσοστά της ακραίας εξαθλίωσης (π.χ, τη διετία 2004–2005 το πραγματικό εισόδημα των φτωχότερων νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 28% και ο κατώτατος μισθός κατά 25%). Ωστόσο, επρόκειτο για μεταρρυθμίσεις που έγιναν εντός του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης, είχαν επιφανειακό – και ως εκ τούτου προσωρινό- χαρακτήρα μιας και δεν έρχονταν σε πραγματική ρήξη με τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου.
Ακολουθώντας σοσιαλδημοκρατική συνταγή, η κυβέρνηση Λούλα έδινε με το ενα χέρι ορισμένες παροχές στους εργαζόμενους – σκορπώντας αυταπάτες για «λαική ευημερία» εντός του καπιταλιστικού συστήματος — την ίδια στιγμή που με τ’ άλλο έτρεφε με κάθε τρόπο την εξουσία των μονοπωλίων.

Βραζιλία, 2014: “Δεν χρειαζόμαστε το Παγκόσμιο Κύπελλο. Θέλουμε χρήματα για νοσοκομεία και Παιδεία”.
Άλλωστε, ήταν την περίοδο διακυβέρνησης του Λούλα ντα Σίλβα που σημαντικοί τομείς του βραζιλιάνικου κεφαλαίου γιγαντώθηκαν, η χώρα έγινε η 6η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο και η αστική της τάξη ξεκίνησε να αποκτά ολοένα και ισχυρότερη επιρροή σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο, μέσω της συμμετοχής της σε καπιταλιστικές διακρατικές ενώσεις και συμμαχίες (BRICS, Mercosur, Unasur κλπ). Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το 2001 τα έσοδα των βραζιλιάνικων επενδυτικών τραπεζών ανέρχονταν σε 200 εκατομ. δολάρια, ενώ το 2007 είχαν εκτοξευθεί στα 1,6 δισ. δολάρια.
Η σοσιαλδημοκρατική διαχείριση που άσκησαν ο Λούλα και η διάδοχος του, Ντίλμα Ρουσέφ, όχι μόνο δεν άλλαξε τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των φτωχών λαϊκών στρωμάτων της χώρας αλλά, επιπλέον, ευνόησε το μεγάλο κεφάλαιο.
Το 2011, έπειτα από οκτώ χρόνια «αριστερής κυβέρνησης» του PT, τα στοιχεία του ΟΗΕ έκαναν λόγο για 60 εκατομμύρια φτωχούς, με περισσότερους από 8 εκατομμύρια βραζιλιάνους σε συνθήκες απόλυτης εξαθλίωσης. Οι κοινωνικές ανισότητες εντάθηκαν, τα εγχώρια και διεθνή μονοπώλια έστησαν «φαγοπότι» με τις διοργανώσεις του Μουντιάλ (2014) και των Ολυμπιακών Αγώνων του Ρίο (2016), ενώ η διαφθορά στους κόλπους του κυβερνώντος «Κόμματος των Εργατών» πήρε διαστάσεις επιδημίας.
Η ενδοαστική σύγκρουση που εντάθηκε βαθμιαία μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, σε συνδιασμό με την ανάδειξη κυβερνητικών σκανδάλων, άλλαξε τους συσχετισμούς δύναμης στο αστικό πολιτικό σύστημα της Βραζιλίας. Μερίδες της αστικής τάξης που επί μια σχεδόν δεκαετία συνέδεαν τα συμφέροντα τους με την πολιτική του PT, άρχισαν να στρέφονται σε άλλες λύσεις. Αποκορύφωμα αυτών των διαδικασιών αναμόρφωσης του πολιτικού συστήματος υπήρξε και η αποπομπή της προέδρου Ντίλμα Ρουσέφ το 2016, έπειτα από την αποχώρηση από τον κυβερνητικό συνασπισμό πρώην συμμαχικών αστικών κομμάτων.
Δεν εξανθρωπίζεται ο καπιταλισμός
Έχει αποδειχθεί από την ίδια την ιστορία πως, σε αρκετές περιπτώσεις, η σοσιαλδημοκρατία αποτελεί «προάγγελο» αντιδραστικών εξελίξεων και αλλαγών στο αστικό πολιτικό σύστημα. Τέτοιου είδους εξέλιξη αποτελεί και η εκλογή στην προεδρία της Βραζιλίας του φασίστα Μπολσονάρο, έπειτα από 13 χρόνια σοσιαλδημοκρατικής διακυβέρνησης και με ενδιάμεσο σταθμό τη διετία του κεντροδεξιού Μισέλ Τεμέρ.
Το παράδειγμα της Βραζιλίας έρχεται να επιβεβαιώσει πως το βάρβαρο εκμεταλλευτικό σύστημα που λέγεται καπιταλισμός, ούτε καλωπίζεται, ούτε εξανθρωπίζεται. Η διαχείριση του καπιταλισμού με «αριστερά» και «αντινεοφιλελεύθερα» συνθήματα μόνο αυταπάτες και ψεύτικες προσδοκίες καλλιεργεί στον εργαζόμενο λαό, οδηγώντας αργά η γρήγορα σε πλατιά απογοήτευση. Από τη Βραζιλία του Λούλα μέχρι την Ελλάδα του Τσίπρα η ίδια η πραγματικότητα μαρτυρά, με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο, πως «φιλολαϊκή διαχείριση» του εκμεταλλευτικού συστήματος δε δύναται να υπάρξει.
Οι εξελίξεις στην Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική πρέπει να αξιοποιηθούν για την εξαγωγή σοβαρών συμπερασμάτων από τα κομμουνιστικά κόμματα και ευρύτερα το εργατικό-λαϊκό κίνημα ώστε να τεθεί αποφασιστικά η αναγκαιότητα της της χάραξης από το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα αυτοτελούς στρατηγικής με στόχο τον σοσιαλισμό, για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.
____________________________________________________________________________
Νίκος Μόττας Γεννήθηκε το 1984 στη Θεσσαλονίκη. Είναι υποψήφιος διδάκτορας (Phd) Πολιτικής Επιστήμης, Διεθνών Σχέσεων και Ιστορίας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Westminster του Λονδίνου και είναι κάτοχος δύο μεταπτυχιακών τίτλων (Master of Arts) στις διπλωματικές σπουδές (Παρίσι) και στις διεθνείς διπλωματικές σχέσεις (Πανεπιστήμιο Τελ Αβίβ). Άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε ελληνόφωνα και ξενόγλωσσα μέσα.